25 Νοεμβρίου, 2022

Η ΑΝΥΔΡΗ ΓΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ

 


Πῶς εἶναι ἡ κατάξερη γῆ! Πῶς ἔχει στεγνώσει τελείως καὶ πῶς διψᾶ τὸ νερό! Καὶ ὅταν ἡ βροχὴ πλούσια πέσει ἐπάνω της καὶ τὴν ποτίζει, πόσο λαίμαργα ρουφᾶ τὸ δῶρο τοῦ οὐρανοῦ, νὰ δροσιστεῖ, νὰ ξεδιψάσει! Ἡ κατάξερη γῆ, ποὺ ποθεῖ τὸ νερό. Καὶ ἡ ἄνυδρη γῆς τῆς ψυχῆς μου, ποὺ ποθεῖ τὸν Θεό! Αὐτὸν τὸν πόθο γιὰ τὸν Θεὸ ἐκφράζει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς μὲ τὴν εἰκόνα τῆς κατάξερης γῆς. «Ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι», λέει ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Θεό (Ψαλ. ρμβ΄ [142] 6). Ἡ ψυχή μου γεμάτη πόθο Σὲ δίψασε, Κύριε, καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά Σου σὰν τὴν κατάξερη καὶ ἄνυδρη γῆ, ποὺ ἔχει ἄμεση ἀνάγκη νὰ ποτισθεῖ. Ἔτσι εἶναι ἡ ψυχή μας. Ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς ἔπλασε ὄχι ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα κτίσματα μὲ μόνο τὸν λόγο Του, ἀλλὰ μὲ ἄμεση ἐπέμβαση καὶ εἰδικὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια. Μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» δική Του. Ὥστε ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ πλασμένος, κατὰ Θεὸν πλασμένος καὶ γιὰ τὸν Θεὸ πλασμένος. Ἀπὸ τὴν κατασκευή του εἶναι προορισμένος νὰ βρίσκει στὸν Θεὸ τὴν ἀνάπαυσή του, τὴ χαρά του, τὸ νόημα τῆς ζωῆς του καὶ τὴν πλήρωση ὅλων τῶν πόθων του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ψυχή του αὐθόρμητα στρέφεται σ’ Αὐτὸν καὶ διαρκῶς Τὸν ἀναζητεῖ καὶ Τὸν περιμένει νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ τὴν ποτίσει μὲ τὴν Χάρι Του. Σὰν τὴν ἄνυδρη γῆ ρουφᾶ αὐτὴ τὴν Χάρι γιὰ νὰ δροσιστεῖ, νὰ ζωογονηθεῖ, νὰ ζήσει. Αὐτὸν τὸν πόθο γιὰ τὸν Θεὸ ἐκφράζει μὲ λόγους συγκινητικοὺς ὁ προφήτης Δαβίδ: «Σοὶ εἶπεν ἡ καρδία μου· Κύριον ζητήσω· ἐξεζήτησέ σε τὸ πρόσωπόν μου, τὸ πρόσωπόν σου, Κύριε, ζητήσω» (Ψαλ. κς΄ [26] 8). Μὲ πόθο πολὺ στρέφεται σὲ Σένα ἡ καρδιά μου καὶ φωνάζει: Τὸν Κύριο μὲ πόθο πολὺ θὰ ζητήσω. Σὲ ζήτησε ὅλη ἡ ὕπαρξή μου. Μὲ τὸ πρόσωπό μου στραμμένο σὲ Σένα, Σὲ ἱκέτευσα ἐπίμονα· τὸ πρόσωπό Σου, Κύριε, ζητῶ μὲ πόθο βαθύ. Συμβαίνει ὅμως πολλὲς φορὲς αὐτὸς ὁ πόθος γιὰ τὸν Θεὸ νὰ ἀτονεῖ μέσα μας, νὰ ὑποχωρεῖ, νὰ σβήνει. Ἴσως φταίει γι’ αὐτὸ ἡ νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας ποὺ ὑποδαυλίζει τοὺς κατώτερους πόθους, καλλιεργεῖ τὰ γήινα ἐνδιαφέροντα, προβάλλει τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, στρέφει τὴν ψυχὴ στὰ κατώτερα καὶ μάταια. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μὲ ἀγωνία καὶ ἄγχος νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ὑλικές τους ἀνάγκες, νὰ πετύχουν τοὺς ἐφήμερους στόχους τους. Καὶ ὅταν αὐτὰ κυριαρχήσουν στὴν ψυχή, στεγνώνει ἡ ψυχή, δὲν σηκώνει ψηλὰ τὸ βλέμμα της, δὲν ποθεῖ τὰ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κατάξερη, ἀλλὰ δὲν διψᾶ. Πῶς μπορεῖ νὰ ξαναβρεῖ τὸν δρόμο της πρὸς τὰ ψηλά; Πῶς μπορεῖ νὰ νικήσει τὴν ἕλξη τῆς γῆς καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν οὐρανό, νὰ ποθήσει καὶ πάλι τὸν Θεὸ καὶ νὰ βρεῖ σ’ Ἐκεῖνον τὴν εἰρήνη της, τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀνάπαυσή της; Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποθοῦν τὸν Θεό, ἐκφράζουν τὸν πόθο αὐτὸν καὶ μὲ τὴν προσευχή. Συμβαίνει ὅμως καὶ τὸ ἀντίθετο· ἡ προσευχὴ γεννᾶ καὶ αὐξάνει τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ. «Ἡ γὰρ ἀγάπη ἐκ τῆς εὐχῆς», λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐκ τῆς μετ’ αὐτοῦ ὁμιλίας» (Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Εὑρεθέντα Ἀσκητικά, ἔκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, Λόγος ΛΕ΄, σελ. 156). Ἡ προσευχὴ εἶναι συνομιλία μὲ τὸν Θεό. Ὅσο κανεὶς ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό, τόσο Τὸν γνωρίζει, καὶ ὅσο Τὸν γνωρίζει, τόσο Τὸν ἀγαπᾶ. Αὐτὸ στὴ συνέχεια αὐξάνει τὸν πόθο τῆς ἐπικοινωνίας μαζί Του. Ἡ προσευχὴ ἐκφράζει τοὺς Ἁγίους. Συγχρόνως ἡ προσευχὴ φτιάχνει τοὺς Ἁγίους. Στρέφει τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό, αὐξάνει στὴν ψυχή του τὸν πόθο γιὰ τὸν Θεό, κάνει τὴν ψυχὴ νὰ νιώθει σὰν τὴν κατάξερη γῆ ποὺ διψᾶ ἀχόρταγα τὸ νερό, νὰ τὴν ποτίσει γιὰ νὰ καρποφορήσει. Ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ αὐξάνει ὄχι μόνο ὅταν μιλοῦμε στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς μιλᾶ· ὅταν μελετοῦμε τὰ λόγια Του. Διότι ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ τὴν ἀλήθεια Του, τὴν ὁποία μὲ πόθο βαθὺ ἀναζητεῖ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή, ἀποκαλύπτει τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς Του. Ἐπίσης τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ μεταδίδουν δύναμη καὶ ζωή, στολίζουν μὲ τὴν ἀνακαινιστικὴ Χάρι Του τὴν ψυχή. «Ποθητοὶ οἱ λόγοι καὶ ἐράσμιοι, καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀνάγοντες, καὶ πτεροποιοῦντες τοὺς πιστούς. Πτεροποιοῦσι γὰρ ἀληθῶς αἱ θεῖαι Γραφαὶ τοὺς πιστοὺς τῷ πόθῳ τῶν οὐρανίων», διδάσκει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ποθητοὶ καὶ ἀγαπητοὶ καὶ ἀνεβάζουν στοὺς οὐρανοὺς καὶ δίνουν φτερὰ στοὺς πιστούς. Διότι πραγματικὰ φτερώνουν τοὺς πιστοὺς οἱ θεῖες Γραφὲς μὲ τὸν πόθο τῶν οὐρανίων. Οἱ Ἅγιοι ἔστρεφαν τὸν νοῦ τους στὸν οὐρανό, «καὶ ποθοῦντες τὰ οὐράνια, ἐπελανθάνοντο τῶν γηίνων». Κυριαρχοῦσε μέσα τους ὁ πόθος τῶν οὐρανίων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λησμονοῦν καὶ νὰ περιφρονοῦν τὰ γήινα (Μ. Ἀθανασίου, PG 27, 1349). Ἀφιερώνουμε ἄραγε καθημερινὰ χρόνο στὴν προσευχὴ καὶ στὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως παραμελοῦμε αὐτὰ τὰ βασικά μας καθήκοντα καὶ ἀδικοῦμε τὶς ψυχές μας, καθὼς τὶς ἀφήνουμε νὰ ἀσχολοῦνται πολλὲς ὧρες κάθε μέρα μὲ τὰ ἐφήμερα νέα τοῦ κόσμου, μὲ ἀλλεπάλληλα δελτία εἰδήσεων, μὲ κάθε εἴδους ἀσήμαντες πληροφορίες καὶ μὲ ἀτέλειωτες ἐπικοινωνίες μέσω διαδικτύου; Ὅλα αὐτὰ ἀποπροσανατολίζουν τὴν ψυχή, ἀπομυζοῦν τὴν ἰκμάδα της καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ ἀναπνεύσει, νὰ σηκώσει τὰ μάτια της ψηλὰ καὶ νὰ ποθήσει τὸν Θεό, ὅπως ἡ ἄνυδρη γῆ διψᾶ τὸ νερό. Νὰ μιλοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν ἀφήνουμε νὰ μᾶς μιλᾶ. Νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ μελετᾶμε τὸν λόγο Του. Γιὰ νὰ γεννιέται μέσα μας ὁ θεῖος πόθος, ἡ εἰλικρινὴς ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ ἐπισκέπτεται τὴν ψυχὴ ποὺ σὰν ἄνυδρη γῆ Τὸν διψᾶ καὶ θὰ τὴ χορταίνει καὶ πλουτίζει μὲ ὅλα τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης Του.ΟΣΩΤΗΡ2209

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου