Εἶναι φημισμένη τῶν Ποντίων ἡ φιλοξενία.
Κάποτε ἐργαζόταν μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χωριό του. Ἔτσι δὲν πρόλαβε ἐγκαίρως τὰ Χριστούγεννα νὰ βρεθεῖ στὸ σπίτι του καὶ νὰ λειτουργηθεῖ στὴν ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτὸ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων νήστεψε καὶ ἀπὸ λάδι, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ κοινωνήσει τὴν ἄλλη μέρα στὴ θεία Λειτουργία! Δὲν παρέλειπε καὶ τὶς καλοσύνες καὶ ἐλεημοσύνες. Ἦταν «κουβαρντάς». Μυαλωμένος ὅμως «κουβαρντάς». Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ συγχωριανοί του τὸν εἶχαν σύμβουλό τους καὶ διαιτητὴ στὶς διαφορές τους. Ἔκανε περιουσία ὁ Ἠλίας. Ἐργάσθηκε καὶ ὡς ἐργολάβος τὸ 1938, σὲ ἔργα ὁδοποιΐας κοντὰ στὴ λίμνη Δοϊράνη, ἴσως καὶ στὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα τῆς «Γραμμῆς Μεταξᾶ», στὰ σύνορα. Ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι βλέπει ἕνα ἀδύνατο, καχεκτικὸ παιδὶ μὲ τσιμπλιασμένα μάτια καὶ πληγωμένο ἀπὸ ἐξανθήματα πρόσωπο, μὲ βρώμικα σχισμένα ροῦχα, ποὺ παρακολουθοῦσε τὶς ἐργασίες καὶ σὰν σκυλάκι περίμενε ἀπὸ τοὺς ἐργάτες κάτι νὰ τοῦ δώσουν ἀπὸ τὸ κολατσιό τους νὰ φάει. Ἦταν πεντάρφανο, χωρὶς συγγενεῖς, ἐγκαταλελειμμένο. Ἦταν ᾿σιόκαιρο (=συν ομήλικο) μὲ τὸν δωδεκάχρονο πρωτογιό του, τὸν Γιῶργο. Σκέφθηκε ὁ Ἠλίας: «Αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ τ᾿ ἀφήσω νὰ πεθάνει στὸν δρόμο;» Τὸ ρωτᾶ:
–Πῶς σὲ λένε;
–’Αναστάση.
–Πεινᾶς;
–Πεινάω.
Ὁ Ἠλίας τὸ συμπόνεσε τὸ καημένο τὸ παιδί. Τοῦ ᾿δωσε ψωμὶ καὶ τυρὶ νὰ φάει. Ὅταν θὰ ἔφευγε γιὰ τὸ χωριό του κοντὰ στὶς Σέρρες, πῆρε τὴν ἀπόφασή του: Θὰ τὸν φιλοξενήσει τὸν Ἀναστάση, ὄχι γιὰ μερικὲς μέρες, ἀλλὰ γιὰ πάντα. Θὰ τὸν ἔχει παιδί του ὅπως καὶ τὰ ἄλλα πέντε παιδιά του!
–Ἔλα μαζί μας, λέει στὸν Ἀναστάση καὶ τὸν παίρνει στὸ κάρο του.
Τότε αὐτοκίνητα ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχαν. Κίνησαν γιὰ τὸ χωριό. Ὅταν εἶδαν στὸ σπίτι τὸν νέο ἐπισκέπτη, τρόμαξαν.
–Ἑτοιμάστε μπάνιο γιὰ τὸ παιδί. Δῶσε του ροῦχα τοῦ Γιώργου μας καὶ στρῶσε νὰ ἡσυχάσει κοντά μου, λέει στὴ γυναίκα του, τὴ Σιμέλα.
–Πέντε παιδιὰ ἔχουμε. Εἴμαστε στριμωχτά, εἶπε ἐκείνη.
–Πέντε κι ἕνας ὁ Ἀναστάσης ἕξι, ἀπάντησε κοφτὰ ὁ Ἠλίας.
Μεγάλωσε ὁ Ἀναστάσης σὰν παιδὶ τῆς οἰκογενείας. Ὅ,τι ἔτρωγαν αὐτοί, ἔτρωγε κι αὐτὸς μαζί τους. Τὰ παιδιά τοῦ Ἠλία ποτὲ δὲν μάλωσαν μὲ τὸν θετὸ ἀδελφό τους. Καὶ ἡ Σιμέλα τὸν εἶχε σὰν παιδί της. Βασίλευε ἡ ἀγάπη σ᾿ ὅλη τὴν οἰκογένεια. Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ τά ἔκανε ὅλα ὡραῖα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ εὐλογημένο σπίτι. Ὅταν ὁ Ἀναστάσης ἔγινε ἄνδρας κι ἦταν σὲ νεαρὴ ἀκόμη ἡλικία, φρόντισε ὁ Ἠλίας νὰ τὸν παντρέψει μὲ μιὰ κόρη ὀρφανή, ποὺ ἡ μάνα της εἶχε πεθάνει, τὸν πατέρα της τὸν εἶχαν σκοτώσει οἱ Βούλγαροι, καὶ εἶχε μόνο τὴ γιαγιά της. Τὸ πανηγύρι τοῦ Γάμου, σύμφωνα μὲ τὰ παλαιὰ ποντιακὰ ἔθιμα, κράτησε μιὰ βδομάδα μὲ ἔξοδα τοῦ Ἠλία, καὶ μὲ ποντιακὲς λύρες καὶ χοροὺς πῆγαν τὸν Ἀναστάση στὸ νέο του σπίτι. Ἐπιπλέον τοῦ ἔδωσε γιὰ προίκα τὸ καλύτερο χωράφι. Παιδί μου εἶναι· μὴ νιώσει ξένος, ἔλεγε ὁ Ἠλίας. Ἡ ἀγάπη μεταξύ τους ἔμεινε ὅπως καὶ πρῶτα. Τὸν ἀγαποῦσε ὅλη ἡ οἰκογένεια, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο· τοὺς ἀγαποῦσε. Ὅταν ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια πέθανε ὁ Ἠλίας, ὁ Ἀναστάσης θέλησε νὰ ἐπιστρέψει τὸ χωράφι στοὺς φυσικοὺς κληρονόμους. Ὅμως καὶ τὰ πέντε ἀδέλφια μὲ μιὰ γνώμη ἀπάντησαν: «Τὸ χωράφι εἶναι δικό σου· ἑκατομμύρια ν᾿ ἀξίζει, δὲν τὸ παίρνουμε πίσω». Καὶ τοῦ τὸ ἄφησαν... Ὡραῖες ψυχὲς σὲ παλιὲς εὐλογημένες ἐποχές!ΟΣΩΤΗΡ2208
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου