15 Δεκεμβρίου, 2022

Ὁ Αγιος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Κύπριος (1913-1979) (Β΄) 29 Νοεμβρίου

.


46 χρόνια συνολικὰ διακόνησε στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ ἅγιος Φιλούμενος. Παντοῦ ὅπου ἔδρασε, ἐνέπνεε βαθὺ σεβασμὸ στοὺς γύρω του. Ἄνθρωποι πολὺ κοντινοί του ὁμολόγησαν: «Ζοῦσε τὸν Χριστὸ μὲ συνέπεια, μὲ πόθο καὶ πάθος. Ἡ λαμπρή του μορφὴ ἦταν ἀπαύγασμα τῆς πλούσιας ἐσωτερικῆς του ζωῆς, λουσμένης πάντοτε στὸ φῶς τῆς καθαρότητος καὶ ἁγνότητος». Ἀγαποῦσε ἐπίσης πολὺ ὁ Ἅγιος τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ἐμβάθυνση στὴ μελέτη πνευματικῶν βιβλίων. Χαιρόταν ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ νοήματα τοῦ Ψαλτηρίου καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων καὶ τὰ μετάγγιζε μὲ συγκίνηση στοὺς προσκυνητές. Ἦταν αὐστηρὸς νηστευτής. Ζοῦσε παντοῦ ὡς ἀληθινὸς μοναχός, ἁπλὰ καὶ λιτὰ «σὰν ἐπαίτης». Φοροῦσε τόσο φτωχικὰ ράσα, ὥστε ὁ Πατριάρχης τὸν ἔλεγε «πτωχοπρόδρομο». Μισοῦσε τὴν ἐπίδειξη, καὶ τὶς ἀκριβὲς στολές. Στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες σπάνια φοροῦσε Σταυρὸ καὶ ἐπανωκαλύμαυχο. Λειτουργοῦσε σὰν ἄγγελος μέσα στὸ φῶς. Οἱ πιστοὶ μεταρσιώνονταν. Καὶ ὅταν τὸν ἐπαινοῦσαν γιὰ ὅσα ζοῦσαν κοντά του, ἐκεῖνος αὐστηρὰ τοὺς ἔλεγε: «Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἀπολύτως τίποτα. Αὐτὰ ποὺ ζεῖτε εἶναι τοῦ Θεοῦ». Στὸ κήρυγμά του πάντα προέτρεπε νὰ ἔχουν ὅλοι ταπείνωση καὶ ἀγάπη, νὰ κάνουν ἐλεημοσύνες καὶ νὰ λύνουν τὰ προβλήματά τους μὲ τὴ μονολόγιστη εὐχὴ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πάντα ἦταν πρόσχαρος καὶ ἀμνησίκακος. Χωρὶς ποτὲ νὰ κρίνει κανέναν ἢ νὰ θυμώσει. Ὅταν ὅμως ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῶν θείων, γινόταν λιοντάρι. Τὸ 1948, ὅταν οἱ Ἑβραῖοι ἔφθασαν μὲ μπουλτόζα καὶ ἄρχισαν ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ πρῶτα κτίσματα νὰ γκρεμίζουν τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, αὐτός, ὡς ἡγούμενος ποὺ ἦταν τότε ἐκεῖ, ἔπεσε κάτω στὸ χῶμα μπροστὰ στὸν ἐκσκαφέα καὶ ἔτσι ἀπετράπη ἡ φοβερὴ καταστροφή. Ὁ τελευταῖος σταθμὸς διακονίας τοῦ ἁγίου Φιλουμένου ὑπῆρξε τὸ Προσκύνημα τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακὼβ στὴν ἀρχαία πόλη Συχάρ (τὴ σημερινὴ Νεάπολη), 70 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὶς 8 Μαΐου τοῦ ἔτους 1979. Καὶ ἐδῶ, ὅπως πάντοτε, ἦταν ὁ εὐχάριστος, ὁ εὐπροσήγορος καὶ ὁ ἀκέραιος. Ὅλοι μιλοῦσαν γι᾿ αὐτὸν μὲ τὰ καλύτερα λόγια. Καὶ οἱ Ἄραβες ἀκόμη τὸν ἐκτιμοῦσαν γιὰ τὴν ἁπλότητα, τὴν ἐξυπηρετικότητα καὶ τὴν καλοσύνη του. Στὸ ἱερὸ Προσκύνημα τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακὼβ ἔρχονταν συχνὰ καὶ φανατικοὶ Ἑβραῖοι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Συχνὰ μάλιστα τὸν ἀπειλοῦσαν μὲ ἄγριες φωνὲς νὰ βγάλει τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ νὰ ἀφαιρέσει ὅλες τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ὁ πατὴρ Φιλούμενος ὅμως γνωρίζοντας καλὰ τὰ Ἑβραϊκὰ ἤρεμα τοὺς ἀποστόμωνε μὲ   ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα. Ἀλλὰ αὐτοὶ γεμάτοι ὀργὴ συνέχιζαν τὶς ἀπειλὲς καὶ τοὺς ἐκφοβισμοὺς γιὰ νὰ φύγει. Μετὰ ἀπὸ δύο ἀπόπειρες δολοφονίας ὁ ἴδιος ἀτρόμητος ἔλεγε: «Οἱ Ἑβραῖοι μὲ ἀπειλοῦν. Ἕνα μαρτύριο θὰ μᾶς σώσει. Ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ φύγω ἀπό ᾿δῶ. Θὰ μείνω ἐδῶ πιστὸς στὸ καθῆκον κάνοντας ὑπακοὴ ὅπου μὲ ἔταξε ὁ Θεός». Λίγους μῆνες μετὰ τὴν ἐγκατάσταση τοῦ π. Φιλουμένου στὸ ἱερὸ Προσκύνημα, στὶς 29 Νοεμβρίου 1979, ἡμέρα ποὺ συνέπιπτε μὲ τὴν ὀνομαστική του ἑορτὴ καὶ τελοῦσε μόνος του τὸν Ἑσπερινό, συνέβη τὸ φρικτό του μαρτύριο. Ἀπόγευμα ἦταν. Ἔξω ἔπεφτε καταρρακτώδης βροχή. Ὁ φύλακας εἶχε φύγει καὶ ὁ Ναὸς ἦταν κλειδωμένος. Οἱ ἐγκληματίες ὅμως εἶχαν μπεῖ κρυφὰ στὸν Ναό. Καὶ ἀφοῦ συνέλαβαν μὲ ἀγριότητα τὸν π. Φιλούμενο, τὸν φίμωσαν μὲ τὸ ἐπιτραχήλιο ποὺ φοροῦσε. Στὴ συνέχεια τὸν χτύπησαν μὲ τσεκούρι στὸ κεφάλι. Καὶ μὲ λύσσα κατακρεούργησαν τὸ ἁγιασμένο σῶμα του μὲ 77 τσεκουριές (ἦταν τόσες, ὅσους Ἑβραίους εἶχε βαπτίσει). Βεβήλωσαν ὕστερα τὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ Ναοῦ καὶ τὸ Ἅγιο Βῆμα. Ἔκοψαν τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Πέταξαν τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ τὸ Ἅγιο Ἀρτοφόριο, καὶ φεύγοντας ἔριξαν μιὰ χειροβομβίδα τοῦ ἰσραηλινοῦ στρατοῦ καταστρέφοντας τὰ πάντα. Ἔφυγαν ἐγκαταλείποντας ἐκεῖ μέσα σὲ λίμνη αἵματος τὸν ἄξιο ἱερωμένο ποὺ ἄφηνε τὴν τελευταία του πνοὴ μὲ φρικτοὺς πόνους. Τὸ κατακρεουργημένο καὶ ἀκρωτηριασμένο σκήνωμα τοῦ Μάρτυρα οἱ Ἰσραηλινὲς Ἀρχὲς τὸ παρέδωσαν γυμνό, μετὰ ἀπὸ 6 ἡμέρες στοὺς ἐκπροσώπους τοῦ Πατριαρχείου μας. Συγκλονισμένοι ἀντίκρισαν ὅλοι τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τοῦ ἀγαπημένου τους συλλειτουργοῦ. Παρατήρησαν τότε πὼς οἱ ἐγκληματίες τοῦ εἶχαν κόψει καὶ τὰ τρία δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ ποὺ ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ τοῦ εἶχαν βγάλει τὸ ἕνα μάτι σὲ ἔνδειξη μίσους κατὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς χριστιανικῆς Πίστεώς μας. Τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἱερεῖς τοῦ Πατριαρχείου ἔντυναν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρα, ὅπως διηγεῖται ὁ π. Σωφρόνιος ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ αὐτούς, συνέβη κάτι τὸ θαυμαστό: Ὁ νεκρὸς ἅπλωσε τὰ πόδια του καὶ τὰ χέρια του καὶ τοὺς βοήθησε νὰ τὸν ντύσουν. Ἡ νεκρώσιμη Ἀκολουθία τελέσθηκε στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας πλάι στὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο, μέσα σὲ κλίμα βαθιᾶς ὀδύνης. Πλήθη λαοῦ κατέκλυσαν τὸν χῶρο τοῦ Ναοῦ. Ἔφθασαν ἀκόμη καὶ Μουσουλμάνοι, Παλαιστίνιοι, Ἑβραῖοι, Χοντζάδες καὶ ἐκπρόσωποι ξένων δογμάτων. Ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὸν σέβονταν πολύ. Ἀκόμη καὶ ὁ Ὑπουργὸς Παιδείας τοῦ Ἰσραήλ – ποὺ μαζί του συχνὰ συνομιλοῦσε περὶ θρησκειῶν – τὸν ἀπεκάλεσε «φίλο του καὶ καλὸ ἄνθρωπο». Τὸ 1985 ἔγινε ἡ ἐκταφὴ τοῦ Ἁγίου. Τὸ σῶμα του βρέθηκε ἄφθορο, ἐνῶ ἄρρητη εὐωδία ἁπλώθηκε παντοῦ. Τὴν Κυριακὴ 29 Νοεμβρίου τοῦ 2009 (30 χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του), ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του στὴ χορεία τῶν ἁγίων ἐνδόξων Ἱερομαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου βρίσκεται σήμερα ἄφθορο στὸν μεγαλοπρεπὴ Ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδος δίπλα στὸ Προσκύνημα τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακώβ. Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ὁ Κύριος μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Φιλουμένου ἐπιτελεῖ. Ἐκπληκτικὴ εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ αὐταδέλφου του π. Ἐλπιδίου: Τὴν ὥρα τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου καὶ ἐνῶ ὁ ἴδιος βρισκόταν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ ἀδελφοῦ του ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Μὲ σκοτώνουν, μὲ σκοτώνουν. Ἀλλὰ μὴν ἀγανακτήσεις· πεθαίνω γιὰ τὸν Χριστό». Εἴθε καὶ ἐμεῖς μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Φιλουμένου νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ πεθαίνουμε κάθε μέρα γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης μας. Ἄς ἔχουμε τὴν εὐλογία καὶ τὶς πρεσβεῖες του!ΟΣΩΤΗΡ2210

1 σχόλιο: