12 Απριλίου, 2023

ΔΡΟΜΟΙ ΔΙΠΛΟΙ

 .

Στὴν ἐποχή μας, ἐποχὴ συμβιβασμῶν, παρακμῆς τοῦ θάρρους, ἐλλείψεως τόλμης καὶ ἐπικρατήσεως τῆς δειλίας, ὅσοι θέλουμε νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, εὔκολα κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε τὸν δρόμο μας. Διότι μπορεῖ νὰ μᾶς ἐνθουσιάζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, νὰ μᾶς συγκινοῦν τὰ παραδείγματα τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων, νὰ προσπαθοῦμε νὰ βαδίζουμε κατὰ τὸ θέλημά Του. Συγχρόνως ὅμως εἶναι δυνατὸν νὰ μᾶς ἐπηρεάζει ὁ κόσμος μὲ τὰ θέλγητρά του, νὰ μᾶς σαγηνεύουν οἱ χαρές, οἱ ἄνομες ἀπολαύσεις καὶ ἡ νοοτροπία του. Ὑπάρχουν, πράγματι, ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ ζοῦν στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Στὴ δύσκολη ὥρα ὅμως θὰ ἐπιχειρήσουν νὰ ξεφύγουν μὲ ἕνα ψέμα. Τοὺς συγκινεῖ ἡ ἰδέα τῆς φιλανθρωπίας. Κάποτε ὅμως μπορεῖ νὰ προσπαθήσουν νὰ κερδίσουν ἀδικώντας τοὺς ἄλλους. Ἀποφασίζουν νὰ ζήσουν ἁπλὰ καὶ ταπεινά, χωρὶς ἐπίδειξη καὶ πολυτέλεια. Ἡ μόδα ὅμως καὶ ἡ μάταιη δόξα τοῦ κόσμου κερδίζουν τὴν ψυχή τους καὶ ἀλλάζουν τὴν ἐμφάνιση καὶ τὴ συμπεριφορά τους. Δὲν παραλείπουν τὸν ἐκκλησιασμό, δὲν ἀπουσιάζουν ὅμως καὶ ἀπὸ κοσμικὲς ἐκδηλώσεις σὲ χώρους ποὺ ποικίλες προκλήσεις θέτουν σὲ πειρασμὸ τὴν ψυχή τους. Ποθοῦν νὰ ἀπολαύσουν τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου, χωρὶς ὅμως νὰ στερηθοῦν καὶ τὶς ψεύτικες χαρὲς τοῦ κόσμου. Ἀλίμονο, ὅμως. Ἀλίμονο, λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «οὐαὶ καρδίαις δειλαῖς καὶ χερσὶ παρειμέναις καὶ ἁμαρτωλῷ ἐπιβαίνοντι ἐπὶ δύο τρίβους» (Σ. Σειρ. β΄ 12). Ἀλίμονο στὶς δειλὲς καρδιὲς καὶ στὰ παράλυτα χέρια, σ’ ἐκείνους δηλαδὴ ποὺ μὲ τὴν πρώτη ἀπειλὴ φοβοῦνται καὶ παραλύουν καὶ ἐγκαταλείπουν τὸ καθῆκον. Ἀλίμονο καὶ στὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ βαδίζει δύο δρόμους, ἄλλοτε τὸν δρόμο τοῦ καθήκοντος καὶ ἄλλοτε τὸν δρόμο τῆς ματαιότητος καὶ τοῦ ψεύδους. «Οὐαὶ καρδίαις δειλαῖς», τονίζει ὁ λό­γος τοῦ Θεοῦ. Ἡ αἰτία δηλαδὴ βρίσκεται στὴν καρδιά. Ἡ καρδιὰ δειλιάζει, ἀμφιταλαντεύεται, στρέφεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, καὶ αὐτὴ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἢ στοὺς δρόμους τοῦ κόσμου. «Μὴ ἀπειθήσῃς φόβῳ Κυρίου καὶ μὴ προσέλθῃς αὐτῷ ἐν καρδίᾳ δισσῇ» (Σ. Σειρ. α΄ 28). Μὴν ἀπειθήσεις ποτὲ στὸν φόβο τοῦ Κυρίου μὲ τὴν παράβαση τῶν ἐντολῶν Του καὶ μὴν Τὸν πλησιάσεις μὲ διπλὴ καρδιά, μὲ καρδιὰ ποὺ εἶναι διχασμένη καὶ ταλαντεύεται κατὰ τὴν προσευχὴ μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, ποὺ βασανίζεται στὶς ἐπιλογές της. Μὲ καρδιὰ ποὺ κυριαρχεῖται ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν μάταιο κόσμο, ποὺ ἐξωθεῖ σὲ συμπεριφορές, οἱ ὁποῖες κάποιες φορὲς εἶναι σύμφωνες μὲ τὸν ἅγιο νόμο Του καὶ ἄλλες ἀκολουθοῦν τὶς ὀλέθριες ὑποβολὲς τοῦ διαβόλου. Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι γίνεται ἀναποφάσιστος, διπλοπρόσωπος καὶ ὑποκριτής. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος τὸν ὀνομάζει δίψυχο (βλ. α΄ 8, δ΄ 8). Σὰν νὰ ἔχει δύο ψυχές, οἱ ὁποῖες τὸν κατευθύνουν ἡ καθεμιὰ στὸν δικό της δρόμο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μοιάζει μὲ τὸ κύμα τῆς θάλασσας, ποὺ οἱ ἄνεμοι τὸ συνταράσσουν καὶ τὸ στρέφουν σὲ ποικίλες κατευθύνσεις, ἀνάλογα μὲ τὴ φορά τους. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι «ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ». Δὲν μένει σταθερὸς σὲ μιὰ ἀπόφαση, εἶναι ἀκατάστατος καὶ ἀσταθὴς σ’ ὅσα ἀποφασίζει καὶ ἐνεργεῖ, σ’ ὅλη γενικὰ τὴ συμπεριφορά του. «Οὐαὶ καρδίαις δειλαῖς». Ἀλλὰ γιατί «οὐαί»; Γιὰ ποιὸν λόγο «ἀλίμονο στοὺς δειλοὺς καὶ δίψυχους ἀνθρώπους»; Διότι εἶναι διχασμένοι, ἀναποφάσιστοι, μὲ ταλαντευόμενη τὴ διάθεση, μὲ κομματιασμένη τὴν καρδιά τους. Καὶ γι’ αὐτὸ μένουν ἀνειρήνευτοι, ἀνικανοποίητοι, ἀπογοητευμένοι. Αἰσθάνονται πὼς δὲν ἔχουν ταυτότητα, πὼς δὲν ἀνήκουν πουθενά. Ἕνα μεγάλο κενὸ ὑπάρχει στὴν ψυχή τους. Δὲν ἔχουν σταθερὴ πορεία στὴ ζωή τους καὶ χάνουν τελικὰ τὸν ἑαυτό τους. «Οὐαὶ καρδίαις δειλαῖς». «Οὐαί», διότι χάνουν καὶ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν ζητεῖ ποσοστά. Ἀπαιτεῖ νὰ ἀνήκουμε σ’ Αὐτὸν «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας». Καί, ὅπως γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος, «τὸ ἐξ ὅλης, μερισμὸν εἰς ἕτερα οὐκ ἐπιδέχεται» (PG 29, 392). Δὲν μπορεῖ νὰ μοιρασθεῖ ἡ ἀνθρώπινη καρδιά, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δουλεύει σὲ δύο κυρίους, μάλιστα ὅταν ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι ὁ Θεός. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀνήκει καὶ στὸν Θεὸ καὶ στὸν μαμωνά, στὸ χρῆμα. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀνήκει καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν κόσμο. Δὲν γίνεται νὰ ἀκούει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ὑποτάσσεται καὶ στὰ θελήματα τοῦ διαβόλου. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βαδίζει ὁ ἄνθρωπος καὶ στὴ στενὴ ὁδὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή, καὶ στὸν εὐρύχωρο δρόμο τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβαίνει, νὰ βαδίζει, «ἐπὶ δύο τρίβους». Νὰ μὴν πλησιάζουμε τὸν Θεὸ μὲ διπλὴ καρδιά. Εἶναι ἀνάγκη ἕνα δρόμο νὰ γνωρίζουμε καὶ αὐτὸν μὲ ἀκρίβεια νὰ ἀκολουθοῦμε: τὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ δίνει ἄνεση καὶ εὐρυχωρία στὴν ψυχή μας, θὰ τὴν πλουτίζει μὲ τὴ δική Του χαρά, ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά. Καὶ ἐμεῖς θὰ δοξάζουμε τὸ ὄνομά Του καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη θὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὸν λόγο τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ὁδὸν ἐντολῶν σου ἔδραμον, ὅταν ἐπλάτυνας τὴν καρδίαν μου» (Ψαλ. ριη΄ [118] 32) ΟΣΩΤΗΡ2218

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου