Ἐρχόμαστε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Μεγαλώνουμε, ἐργαζόμαστε, δημιουργοῦμε. Δοκιμαζόμαστε, ἀντιμετωπίζουμε πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ θλίψεις ὀδυνηρές. Περνοῦμε καὶ χαρές, ὧρες εὐτυχίας καὶ ἀνέσεως. Ὅλα ὅμως κάποτε τελειώνουν, ὅλα φεύγουν καὶ μοιάζουν μάταια. Ποιὸ τὸ νόημά τους; Ποιὸς ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀξία της; Τί εἶναι τελικὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ πῶς πρέπει νὰ παλέψει, νὰ σταθεῖ στὴ ζωή του, στὸ σύντομο πέρασμά του ἀπὸ τὴ γῆ; Ὁ σοφὸς βασιλιὰς Σολομὼν στὸ βιβλίο του «Ἐκκλησιαστής», ποὺ θεωρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ φιλοσοφικὰ καὶ διδακτικὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐμβαθύνει στὰ ἐρωτήματα αὐτά. Διακρίνει τὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων, τὴ ματαιότητα τῶν ἀνθρώπινων κόπων καὶ ἀγαθῶν, τὴ ματαιότητα ἀκόμη καὶ τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, καθὼς διαπιστώνει τὴν ἀνεπάρκεια καὶ τὴ σχετικότητά της. Ὅμως τὰ ἀρνητικὰ συμπεράσματά του δὲν καταλήγουν σὲ μελαγχολικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς. Ὑπερνικᾶ τὴν ἀπαισιοδοξία ποὺ γεννᾶ στὴν ψυχὴ ἡ συνειδητοποίηση τῆς ματαιότητας τοῦ κόσμου μὲ τὴν πίστη σὲ Θεὸ προνοητή, κυβερνήτη καὶ κριτὴ τῶν πάντων, ὅπως ἐπίσης καὶ μὲ τὴν τέλεια ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐνώπιον τοῦ Ὁποίου στέκεται μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμό. Εἶναι ὑπέροχη ἡ κατάληξη τοῦ βιβλίου, τὸ τελικὸ συμπέρασμα τῶν βαθυστόχαστων συλλογισμῶν του: «Τέλος λόγου, τὸ πᾶν ἄκουε· τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ὁ ἄνθρωπος» (ιβ΄ 13). Τὸ τελικὸ συμπέρασμα τῆς ὅλης διδασκαλίας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἄκουσε ποιὸ εἶναι: νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεὸ καὶ νὰ τηρεῖς τὶς ἐντολές Του. Διότι ἡ διπλὴ αὐτὴ ἐντολὴ εἶναι ὅλος ὁ σκοπὸς καὶ ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ γῆ. Νὰ στέκεσαι μὲ φόβο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μὲ φόβο ποὺ πιέζει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ταλαιπωρεῖ, ὄχι μὲ τὸν φόβο γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ ἐπιβάλλει κάποιος ὑπερβολικὰ αὐστηρὸς καὶ ὀργισμένος κύριος στοὺς ἀπειθεῖς δούλους του. Ἀλλὰ μὲ φόβο ἁγνὸ καὶ ἅγιο, μὲ ἀπέραντο σεβασμὸ μπροστὰ στὴ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, μὲ βαθιὰ εὐλάβεια στὴν ἁγιότητά Του, μὲ δέος γιὰ τὴν ἀπειροδύναμη ἐξουσία καὶ τὴ δίκαιη κρίση Του, μὲ αἰσθήματα λατρείας καὶ δοξολογίας ποὺ ἁρμόζουν στὴν ἀνυπέρβλητη καὶ ἀπερίγραπτη ἁγιότητά Του. Ὅπως στέκονται τὰ ὑπάκουα παιδιὰ μπροστὰ σὲ στοργικὸ καὶ γεμάτο κατανόηση καὶ ἀγάπη πατέρα. «Τὸν Θεὸν φοβοῦ» μὲ τέτοιο ἦθος, μὲ τέτοιες σκέψεις καὶ αἰσθήματα. Τότε μπορεῖς νὰ κάνεις καὶ τὸ δεύτερο: «καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε». Νὰ τηρεῖς τὶς ἐντολές Του. Μὲ κατανόηση τῆς ἀξίας τους. Ἑπομένως μὲ προθυμία καὶ πολλὴ προσοχὴ καὶ ἀκρίβεια. Καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς τὶς ἔδωσε ὡς τρόπο ζωῆς ὁ ὁποῖος ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο στὸ ὕψος του, ἀναδεικνύει τὴν εὐγένεια τῆς καταγωγῆς του, καταξιώνει τὴν ὕπαρξή του καὶ καθιστᾶ εὐτυχισμένη τὴ ζωή του. «Τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε». Αὐτὴ ἡ διπλὴ προτροπὴ περικλείει ὅλο τὸ νόημα καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς μας. Αὐτὴ ὑποδεικνύει τὸν μεγάλο προορισμό μας. Ἂν δὲν τὸ κατορθώσουμε αὐτό, ἀκόμη καὶ ἂν πετύχουμε πάρα πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θαυμάζει ὁ κόσμος καὶ ἐπαινεῖ ἡ νοοτροπία του, οὐσιαστικὰ δὲν κάναμε τίποτε. Ἂν ὅμως τὸ κατορθώσουμε, καὶ τίποτε ἀπ’ ὅσα παραδέχεται ὁ κόσμος νὰ μὴν ἔχουμε πετύχει, ὅλα οὐσιαστικὰ τὰ κατορθώσαμε. «Ὅτι τοῦτο πᾶς ὁ ἄνθρωπος». Ἡ διπλὴ συμβουλὴ τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ αἰτιολογεῖται μὲ τὸν ἑπόμενο λόγο του, ποὺ εἶναι καὶ ὁ τελευταῖος τοῦ βιβλίου: «ὅτι σύμπαν τὸ ποίημα ὁ Θεὸς ἄξει ἐν κρίσει, ἐν παντὶ παρεωραμένῳ, ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν πονηρόν» (ιβ΄ 14). Ὅλες τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων ὁ Θεὸς θὰ τὶς ὁδηγήσει στὴν παγκόσμια Κρίση, καὶ κάθε ἀπόκρυφη πράξη, καὶ αὐτὲς ἀκόμη ποὺ κάναμε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε καλὲς εἶναι αὐτὲς εἴτε κακές, θὰ τὶς φανερώσει ὁ Θεὸς καὶ θὰ ἀποδώσει δικαιοσύνη. Θὰ ἔλθει ἡ ὥρα τῆς Κρίσεως, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κριτὴς θὰ ἐκφέρει τὴν τελικὴ κρίση Του γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Θὰ κρίνει καὶ τὸν καθένα μας. Θὰ φανερωθοῦν τότε τὰ πάντα. Θὰ δημοσιευθοῦν καὶ αὐτὰ ποὺ δὲν εἶδε καὶ δὲν ἄκουσε κανείς. Ὅλα. Καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά. Γι’ αὐτὸ νὰ προσπαθοῦμε νὰ ζοῦμε μὲ τὸν ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ πιστὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Καὶ ὅσες φορὲς ξεφεύγουμε, νὰ ἐπιστρέφουμε κοντά Του, νὰ καταφεύγουμε στὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως γιὰ νὰ καθαρίζουμε τὶς ψυχές μας, ὥστε στὴ φοβερὴ ὥρα τῆς Κρίσεως νὰ μὴ βρεθοῦμε ἀναπολόγητοι. Ὅταν στὴ Συναγωγὴ διάβαζαν τὸ βιβλίο τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπαναλάμβαναν τὸν στίχο: «Τέλος λόγου, τὸ πᾶν ἄκουε· τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ὁ ἄνθρωπος». Νὰ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἐμεῖς τὸν θεόπνευστο αὐτὸν λόγο. Γιὰ νὰ θυμόμαστε τὸν προορισμό μας καὶ τὸ διπλὸ χρέος μας. Γιὰ νὰ πορευόμαστε στὸν κόσμο αὐτὸν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου λυτρώσεως καὶ σωτηρίας. «Ὅτι τοῦτο πᾶς ὁ ἄνθρωπος».ΟΣΩΤΗΡ2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου