Ἦταν ἔμπειρος ἠλεκτρολόγος. Ἀπὸ τὰ δώδεκά του δούλευε πλάι στὸν θεῖο του ἐκεῖ στὸ Βελεστίνο. Καὶ τώρα φτασμένος στὰ πενήντα του ὁ μαστροΚώστας δὲν λέει νὰ σταματήσει νὰ δουλεύει. Εἶχε ἀποκτήσει φήμη μεγάλου τεχνίτη, χρυσοχέρη. Προπαντὸς ὅμως τίμιου ἀνθρώπου, πού ᾿παιρνε πάντα μόνο τὰ νόμιμα. «Ὄχι» δὲν ἔλεγε ποτέ, ὁποιαδήποτε ὥρα τὸν καλοῦσαν στὰ σπίτια τους. Ἔτρεχε μὲ τὸ μικρό του ἀγροτικὸ παντοῦ νὰ ἐπιδιορθώνει τὶς βλάβες σὲ κουζίνες καὶ πλυντήρια καὶ ψυγεῖα. Ἔμπαινε σὲ σπίτια πολλά, σὲ σπίτια φτωχῶν καὶ πλουσίων, σὲ γειτονιὲς ἀπομονωμένες. Ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ ἐρημικὰ χωριὰ τῶν ἐλάχιστων ἀνθρώπων τοῦ ἀνατολικοῦ Πηλίου ἔφθανε. Ἀλλὰ ἦταν πάντα προσεκτικός. Τὴ δουλειά του τὴν ἄρχιζε μὲ μυστικὴ προσευχή. Καὶ πάντα εἶχε ἕνα λόγο στηριγμοῦ νὰ πεῖ σὲ ὅποιο σπίτι ἔβλεπε πόνο. Γιατὶ καὶ ὁ ἴδιος ἤξερε ἀπὸ πόνο· καὶ πολὺ εἶχε παρηγορηθεῖ ἀπὸ τὸν μεγάλο Παρηγορητή, τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα σὲ δύσκολες τραγικές του ὧρες. Μὴν ξαφνιαστεῖτε· τοῦτος ὁ ἔντιμος ἠλεκτρολόγος, ποὺ λόγος κακὸς ποτὲ δὲν εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰ χείλη του καὶ ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε πειράξει οὔτε μικρὸ οὔτε μεγάλο, εἶχε πιεῖ πρόσφατα πικρὸ ποτήρι φοβερῆς συκοφαντίας γιὰ «ἀνέντιμη πράξη», ποὺ οὔτε κὰν εἶχε σκεφθεῖ. Εἶχε συλληφθεῖ ὡς «ἄνομος» καὶ εἶχε μείνει φυλακισμένος, εὐτυχῶς ὄχι πολύ, σὲ φυλακὴ προορισμένη γιὰ ἀνθρώπους τοῦ ὑποκόσμου... Αὐτὸς εἶναι ὁ Κώστας ὁ ἠλεκτρολόγος, ὁ σεμνὸς οἰκογενειάρχης μὲ τὰ τρία παιδιά του ποὺ τὰ σπούδαζε στὴ Θεσσαλονίκη. Γι᾿ αὐτὰ τὰ παιδιά του ἔτρεχε νύχτα μέρα, ἐκτὸς Κυριακῆς, γιὰ τὸ μεροκάματο, γιὰ νὰ τὰ συντηρήσει. Σήμερα εἶναι καλεσμένος σὲ σπίτι ποὺ τὸ ἤξερε ἀπὸ παλιά. Πρὶν ἀπὸ δέκα χρόνια εἶχε φτιάξει τὸ ψυγεῖο. Σήμερα ἦρθε γιὰ τὴν κουζίνα. Ἔπαθε βραχυκύκλωμα. Βγῆκε φωτιά. Ἔσπασε τὸ τζάμι τῆς πόρτας τοῦ φούρνου. Ἔτσι πανικόβλητη ἡ κυρία Μαρία τὸν εἶχε καλέσει. Σκυμμένος μὲ τὰ ἐργαλεῖα στὸ χέρι καὶ τὴν μπαλαντέζα μὲ τὸ φῶς, πασχίζει μὲ ὑπομονὴ νὰ βρεῖ τὴν ἄκρη. Κάθε τόσο ἀνασηκώνεται νὰ ξεμουδιάσει. Ἐντύπωση τοῦ κάνει τὸ ἀναμμένο καντήλι. Τὸ βλέπει ψηλὰ στὴ γωνία κρεμασμένο. Εἶναι ἀπὸ τὰ παλιὰ τὰ γυάλινα ποὺ κατεβαίνουν μ᾿ ἁλυσίδα, καὶ ἐκεῖ γύρω στὸν τοῖχο οἱ εἰκόνες. Τὴν ἤξερε τὴν κυραΜαρία ὁ Κώστας γιὰ ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας. Μόνη της ἔμενε τώρα. Μὲ δυὸ παιδιὰ μεγαλωμένα, ξενιτεμένα στὴν Αὐστραλία· καὶ τὸν ἄνδρα της πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια πεθαμένο, τὸν συγχωρεμένο πιὰ Ἀνδρέα της. Τώρα λοιπὸν παρακολουθεῖ τὸν μαστροΚώστα καὶ τὸν περιμένει νὰ τελειώσει, νὰ τοῦ δώσει χυμὸ πορτοκαλιοῦ ἀπὸ τὰ δικά της πορτοκάλια, τοῦ περιβολιοῦ της. Ἀλλὰ τί εἶναι τοῦτος ὁ ἦχος ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ τὸν διάδρομο καὶ ὅλο δυναμώνει; Βαρὺς ἀνασασμὸς ποὺ σβήνει· καὶ πάλι ἀπ᾿ τὴν ἀρχή. Ἀλλὰ εἶναι τόσο σκληρὸ νὰ ἀκοῦς αὐτὴ τὴ βοή. Σοῦ ραγίζει τὴν καρδιά...
–Μὴν ξαφνιάζεσαι, μαστροΚώστα. Ὁ πεθερός μου εἶναι δίπλα στὸ δωμάτιο. Αὐτὸς ποὺ μᾶς κατέστρεψε ὅλους μὲ τὶς ἀδικίες καὶ τὶς διαβολές του. Αὐτὸς ποὺ ὁδήγησε στὸν τάφο καὶ τὸν ἄνδρα μου. Τὸν ἔσκασε. Ἄλλους δὲν ἔχει τώρα δικούς του. Μόνο ἐμένα. Κατέληξε ἐδῶ στὸ σπίτι μας. Οὔτε νὰ τὸν βλέπω θέλω, οὔτε ἐκεῖνος ἐμένα. Νά, ἕνα πιάτο φαγητὸ τοῦ δίνω κάθε μέρα. Σὰν τὸ σκυλί, ἄλλοτε τὸ διώχνει, τὸ περιφρονεῖ καὶ ἄλλοτε τὸ παίρνει. Κάτι ψευτοτρώει. Κάθε τόσο τὸν πάω στὸ Νοσοκομεῖο. Καὶ πάλι πίσω ἐδῶ ἀπ᾿ τὴν ἀρχή. Ἐρείπιο σωστὸ κατάντησε. Ἡ ψυχή του δὲν λέει νὰ βγεῖ... Ἄκου την. Κάθε μέρα αὐτὸ τὸ μαρτύριο. Εὐτυχῶς πάω στὴν ἐκκλησία καὶ ἠρεμῶ λιγάκι.
Ὁ Κώστας δὲν μιλοῦσε. Δέχθηκε τὴν πορτοκαλάδα μὲ εὐγνωμοσύνη. Κοίταξε μετὰ τὴν κυρία Μαρία μὲ συμπάθεια ἁγνὴ καὶ τῆς λέει:
–Ὤ! τί λές, κυραΜαρία... Δράμα σωστὸ ζεῖς. Ὅπως τὸ λὲς εἶναι καὶ τὸ ἀκούω. Μεγάλο δράμα. Ἡ ψυχή του δὲν λέει νὰ βγεῖ. Ἀναρωτήθηκες ὅμως τὸ γιατί; Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ καθυστερεῖ νὰ τὸν πάρει, κάτι περιμένει.
–Τί νὰ περιμένει;
–Ἀπὸ σένα περιμένει. Νὰ κάνεις τὸ καλό, κυραΜαρία. Νὰ τρέξεις τώρα νὰ κάνεις ἕνα καλὸ ποὺ θὰ τὸ βρεῖς μπροστά σου. Κάλεσε γρήγορα παπὰ νά ᾿ρθει νὰ τὸν ἐξομολογήσει, νὰ τὸν κοινωνήσει καὶ νὰ τὸν ἑτοιμάσει γιὰ τὸ δύσκολο ταξίδι. Μὴν ξεχνᾶς, σὲ ξέρω, εἶσαι καὶ θέλεις νὰ εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας πιστὸς καὶ ὄχι τῆς ἐπιφάνειας. Τί τὸ θὲς τὸ καντηλάκι ἀναμμένο νύχτα μέρα; Τί τὶς θὲς τὶς Λειτουργίες χωρὶς ἀγάπη καὶ καλοσύνη;
Ἡ Μαρία τὰ ἄκουγε τοῦτα τὰ λόγια ἀνέκφραστη. Εὐχαρίστησε τὸν μάστορα γιὰ τὴ διόρθωση τῆς βλάβης. Ἔμενε μόνο σὲ ἐκκρεμότητα τὸ τζάμι τῆς πόρτας τοῦ φούρνου. Ἔφυγε ὁ μαστροΚώστας. Ἔφυγε, ἀλλὰ τὸν ἔτρωγε ἡ σκέψη: Σὰν τὸ σκυλὶ στὸ ἀμπέλι νὰ φύγει τοῦτος ἐδῶ! Χωρὶς ἐλπίδα, ἔτσι, κρίμα νὰ χαθεῖ! Οἱ βλάβες τῆς ψυχῆς θέλουν Χάρι Θεοῦ. Ρεῦμα εἶναι ὁ Θεός. Φῶς ἀληθινό.... Τά ᾿πε καὶ στὴ γυναίκα του τὴ Δέσποινα τὰ νέα τῆς ἡμέρας. Βάλθηκαν λοιπὸν οἱ δυό τους νὰ προσεύχονται γιὰ δαῦτον τὸν ἑτοιμοθάνατο, νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν Πηγὴ τοῦ φωτός. Πέρασαν μόνο δύο μέρες καὶ ὁ καλός μας ἠλεκτρολόγος ὁ Κώστας ἔφθασε πάλι στὸ ἐμπερίστατο σπίτι μὲ τὸ τζάμι τὸ καινούργιο στὰ χέρια... Χτύπησε τὸ κουδούνι. Ἄνοιξε ἡ πόρτα. Καὶ εἶδε. Τί εἶδε; Τὴν ἴδια τὴν κυραΜαρία. Ἀλλὰ τόσο διαφορετική. Εἶχε τέτοια χαρά, χαρὰ μεγάλη, ποὺ δὲν εἶχε σὲ ἄνθρωπο ματαδεῖ. Καὶ τοῦ ᾿λεγε:
–Καλέ μου, κυρΚώστα, σ᾿ εὐχαρι στῶ. Σ’ εὐχαριστῶ πολύ! Ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἔχει καλά. Μᾶς ἔσωσες. Μόλις ἔφυγες προχθὲς ἀπό ἐδῶ, μ᾿ ἔβαλες σὲ τύψεις. Δὲν μπόραγα νὰ κοιμηθῶ. Τὸ πρωὶ ἔτρεξα στὴν ἐκκλησία καὶ βρῆκα τὸν ἄξιό μας παπαΦώτη καὶ τοῦ λέω:
–Παπά μου, σ᾿ ἔχω ἀνάγκη τούτη τὴν ὥρα. Κάνε κάτι... Ὁ πεθερός μου... δὲν τοῦ βγαίνει ἡ ψυχή. Μιὰ εὐχὴ νὰ τοῦ διαβάσεις. Νὰ τὸν λευτερώσεις. Δὲν ξέρει τίποτα ἀπὸ Θεό. Μιὰ πέτρα εἶναι ὅλη του ἡ ψυχή.
Μ᾿ ἄκουσε μὲ προσοχὴ ὁ παπαΦώτης. Τὸν ἤξερε τὸν πεθερό μου. Ἑτοιμάσθηκε καὶ ἦρθε. Φοροῦσε κάτω ἀπὸ τὰ ράσα τὸ πετραχήλι καὶ κρατοῦσε σφιχτὰ στὰ χέρια του τὴ θεία Μεταλαβιά. Πέρασε στὸ δωμάτιο τοῦ ἀρρώστου. Ἔσκυψε στὸ κεφάλι τοῦ σκληροῦ ἐγκληματία, τοῦ βράχου, τοῦ ἐγωιστῆ. Ἐγὼ πῆγα στὴν κουζίνα. Δὲν θυμᾶμαι πόση ὥρα ἔμεινε κοντά του. Οὔτε θὰ μάθω ποτὲ τί λέγανε. Πάντως ἔνιωσα πὼς κάποιο μεγάλο θαῦμα γινόταν μυστικά. Μιὰ ψυχὴ ἀπίθωνε τὰ βάρη, τὰ πάθη, τὰ μίση, ὅλο τὸ βρώμικο παρελθόν, ὅλα τὰ ἄφηνε στὸν μεγάλο Θεὸ καὶ Πατέρα τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν. Μετὰ τὴν Ἐξομολόγηση ὁ παπὰς τὸν κοινώνησε μὲ ἄκρα εὐλάβεια. Καὶ ἔφυγε ἀμίλητος ὅπως εἶχε ἔλθει. Ὅμως ἐγὼ εἶχα ἀγωνία νὰ δῶ τί ἔγινε...
–Μαρία! μὲ φώναξε μετὰ ὁ παπποὺς ὁ ἑτοιμοθάνατος. Ποῦ βρῆκε τόση δύναμη ἡ φωνή του; Πρώτη φορὰ μὲ φώναξε μὲ τ᾿ ὄνομά μου.–Μαρία, ἔλα ἐδῶ, συγχώρεσέ με, συγχώρεσέ με. Ὑπῆρξα κακὸς καὶ δύστροπος, μεγάλος ἁμαρτωλὸς καὶ τύραννος. Συγχώρεσέ με!... Καὶ ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδὶ μὲ ἀναφιλητά. Ἔπεσα κι ἐγὼ καὶ τὸν ἀγκάλιασα. Τοῦ χάιδεψα τὸ κεφαλάκι του. Καὶ τοῦ ᾿λεγα κι ἐγώ:
–Καὶ μένα τὴ Μαρία τὴ σκληρόκαρδη συγχώρεσέ με, πατέρα...
Γινόταν ἐκεῖ ἡ μεγάλη συμφιλίωση μεταξύ μας. Εἶχε προηγηθεῖ μὲ τὸν Θεό!
–Μαρία, μοῦ λέει σὲ λίγο, φέρε μου ἕνα ποτήρι νερό! Ἔτρεξα, πῆρα τὸ κρυστάλλινο ποτήρι ἀπὸ τὸ ἐπίσημο σερβίτσιο. Ἄφησα τὸ νερὸ τῆς βρύσης νὰ τρέξει, νά ᾿ναι δροσερό. Γέμισα τὸ ποτήρι καὶ ἔτρεξα νὰ τὸν δροσίσω... Ὅμως ὁ παπποὺς εἶχε τελειώσει. Εἶχε ἀφήσει τὴν πνοή του μὲ ἕνα χαμόγελο εὐτυχίας στὰ χείλη του..ΟΣΩΤΗΡ2222
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου