Κατὰ τὴν εἴσοδο στὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου ἡ Ἐκκλησία μας σπεύδει νὰ μᾶς θυμίσει τὴ σαφὴ διάκριση μεταξύ τῆς γνήσιας ἀπὸ τὴ νόθο εὐσέβεια. Στὸ ξεκίνημα τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ποὺ σὲ λίγο θὰ ἐνταθεῖ καὶ μὲ τὴν εἴσοδο στὴ Μεγάλη Σαρακοστή, μᾶς ἐπισημαίνει τὸν κίνδυνο τῆς ἐκτροπῆς στὴν ὑποκρισία, ποὺ ἀπειλεῖ νὰ ἀχρηστέψει κάθε κόπο γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Καὶ δὲν εἶναι μόνο τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ τελώνη καὶ τοῦ φαρισαίου ποὺ τόσο παραστατικὰ καταγγέλλει αὐτὸν τὸν κίνδυνο. Καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα στὸν ἴδιο τόνο τὸ ἴδιο μήνυμα θέλει νὰ μεταδώσει: τὴν ἀνάγκη ἐπαγρύπνησης, γιὰ νὰ μὴν ἐκπέσουμε στὴν ψευδῆ εὐσέβεια.
Φαρισαῖος μὲ φρόνημα τοῦ τελώνη
Λίγο πρίν, στὸ ἴδιο (τρίτο) κεφάλαιο τῆς δεύτερης ἐπιστολῆς πρὸς τὸν Τιμόθεο, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται σ’ ἐκείνους ποὺ «παρουσιάζουν μὲν τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα τῆς εὐσέβειας, ἔχουν ὅμως ἀρνηθεῖ τὴν ἀληθινὴ δύναμή της». Καὶ μιλώντας μὲ πιὸ σκληρὴ γλώσσα τοὺς χαρακτηρίζει «κατεφθαρμέvους τὸν νοῦν καὶ ἀδόκιμους περὶ τὴν πίστιν». Συνιστᾶ, λοιπόν, στὸν Τιμόθεο νὰ τοὺς ἀποφεύγει.
Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτοὺς τοὺς δῆθεν «εὐσεβεῖς» χριστιανοὺς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναγκάζεται νὰ ἀναφερθεῖ στὸν ἑαυτό του, χωρὶς ὅμως καμιὰ διάθεση φαρισαϊκῆς περιαυτολογίας. Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του, βέβαια, δὲν ντρέπεται νὰ ὁμολογήσει ὅτι ὑπῆρξε «κατὰ νόμον φαρισαῖος», καὶ μάλιστα «κατὰ τὴν ἐν νόμῳ δικαιοσύνην ἄμεμπτος». Ὅμως ὅλα αὐτὰ ποὺ κάποτε τὰ νόμιζε κέρδη, αὐτὰ τώρα ποὺ πίστεψε στὸν Χριστὸ τὰ θεωρεῖ ζημία (Φιλ. 3,5). Θὰ ἦταν λοιπὸν ἀδικία νὰ ἀποδώσουμε μομφὴ φαρισαϊσμοῦ στὸν πρωτοκορυφαῖο ἅγιο Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος ξεπερνάει πλέον σὲ ταπείνωση τὸν τελώνη τῆς παραβολῆς, χαρακτηρίζοντας τὸν ἑαυτὸ του «ἔκτρωμα» καὶ «πρῶτο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς». Ἔτσι, ὄντας σίγουρος ὅτι ὁ Τιμόθεος δὲν θὰ παρεξηγήσει αὐτὴ τὴν ἀναφορά του στοὺς κόπους του, τοῦ θυμίζει τὴν ἐμπειρία τῆς κοινῆς τους μέχρι τότε πορείας.
Τὰ κριτήρια τῆς γνήσιας εὐσέβειας
Πρόκειται γιὰ μία πλούσια ἐμπειρία κοινῆς ἀποστολικῆς ζωῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Τιμόθεος εἶχε ὅλη τὴν ἄνεση νὰ διαπιστώσει κατὰ πόσο ἡ εὐσέβεια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἦταν νόθος ἢ ἀληθινή. Χόρτασε ἀπὸ τὴν ἀνόθευτη διδασκαλία του, εἶδε τὸ φωτεινό του παράδειγμα, ἔζησε τὴ φλογερή του πίστη, κατάλαβε τὴν ἀγαθή του διάθεση, γεύθηκε τὴ μακροθυμία καὶ τὴ γνήσια ἀγάπη του καί, τέλος, θαύμασε τὴν ἀνεξάντλητη ὑπομονή του. Ἤξερε τοὺς διωγμοὺς τοῦ Παύλου στὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, ὅπου οἱ Ἰουδαῖοι ξεσήκωσαν τοὺς ἄρχοντες καὶ καταδίωξαν τοὺς ἀποστόλους, Παῦλο καὶ Βαρνάβα, «ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν». Θυμόταν ὅτι στὸ Ἰκόνιο σχεδιάστηκε λιθοβολισμὸς τοῦ Παύλου, τὸν ὁποῖο τελικὰ δὲν ἀπέφυγε στὰ Λύστρα· καὶ μάλιστα τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, νομίζοντας ὅτι πέθανε.
Εἶναι λοιπὸν ξεκάθαρο γιὰ τὸν Τιμόθεο ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος – ὅπως θὰ βεβαιώσει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος- δὲν εἶναι «οὔτε κενόδοξος οὔτε φιλόδοξος. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπαριθμεῖ ὄχι γιὰ νὰ κάνει ἐπίδειξη ἀλλὰ γιὰ νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ στηρίξει τὸ τέκνο του». Ἄλλωστε, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ συμβιβασθεῖ ἡ νοσηρὴ εὐφορία καὶ καύχηση τοῦ ὑποκριτῆ μὲ τὴ γνήσια ἀγάπη τοῦ Ἀποστόλου γιὰ τὴν ὑπὲρ Χριστοῦ κακοπάθεια; Τὸ αὐθεντικὸ ἠχεῖο τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ὁ Χρυσορρήμων, ἀποδίδει γλαφυρότατα τὸ μήνυμα τοῦ πνευματικοῦ πατέρα πρὸς τὸ παιδί του: «Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πέρασα μπορεῖς νὰ μάθεις ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν περάσει θλίψεις αὐτὸς ποὺ πολεμάει τὸ κακό. Εἶναι ἀδιανόητο ὁ ἀληθινὸς ἀθλητὴς νὰ ζεῖ μέσα σὲ τρυφὴ καὶ ἀνέσεις. Ἄλλοι εἶναι οἱ καιροὶ τῆς ἄνεσης. Τώρα εἶναι καιρὸς ἀγώνων, θλίψεων καὶ πειρασμῶν». Μέσα ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἱδρῶτες καὶ πόνους θὰ ἔρχεται ἡ γνήσια προκοπὴ στὴν ὑπομονή, στὴν πίστη, στὴν ἀγάπη, σὲ ὅλες τὶς ἀληθινὲς ἀρετές.
Ἀταλάντευτη πορεία στὰ ἴχνη γνησίων διδασκάλων
Ἀντίθετα, οἱ πονηροὶ καὶ οἱ ὑποκριτὲς θὰ «προκόβουν» προχωρώντας ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο• καὶ τί χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ πλανοῦν ὄχι μόνο τοὺς ἄλλους ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό. Ἴσως οἱ πονηροὶ καὶ οἱ γόητες νὰ προκόβουν καὶ ἀριθμητικά, ἀφοῦ τὸ χαΐδεμα τῶν παθῶν, καὶ ἰδιαίτερά τῆς οἴησης καὶ τῆς ὑπερηφάνειας, γοητεύει καὶ παρασύρει πολλούς. Θὰ τὸ ἐπισημάνει κι αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς του στὸν Τιμόθεο. Τὸν προειδοποιεῖ ὅτι «θὰ ἔρθει καιρός, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἀνέχονται τὴν ὑγιὴ διδασκαλία, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες τους θὰ ἀκοῦνε πλανεμένους διδασκάλους -καὶ τέτοιοι εἶναι πολλοὶ- ποὺ τοὺς τέρπουν τὰ αὐτιά».
Παρόλα αὐτά, δὲν πρέπει νὰ πτοεῖται ὁ ἀληθινὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου. «Ἐσύ, Τιμόθεε», τοῦ λέει, «νὰ μένεις ἀκλόνητος σ\’ ἐκεῖνα ποὺ ἔμαθες καὶ βεβαιώθηκες γιὰ τὴν ἀλήθειά τους ἀπὸ προσωπικὴ πείρα· γιατί ξέρεις καλὰ ἀπὸ ποιὸν δάσκαλο τὰ ἔμαθες». Τοῦ θυμίζει βέβαια ὅτι τράφηκε μὲ τὸ γάλα τῆς πίστης ἤδη ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία, ἔχοντας μητέρα καὶ γιαγιὰ τὶς εὐλαβέστατες Εὐνίκη καὶ Λωίδα. Ὁ δάσκαλος ὅμως ποὺ ἐπηρέασε καθοριστικὰ τὸν Τιμόθεο εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Πρόκειται γιὰ τὸν ἰδανικότερο δάσκαλο, ὁ ὁποῖος συνδύασε ὄχι ἁπλῶς τὴν ἄσκηση τῶν ἔργων ἑνὸς ἄμεμπτου φαρισαίου μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα τοῦ τελώνη, ἀλλὰ τὴν «ὑπὲρ πάvτας» κακοπάθεια τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου μὲ τὴν τέλεια ἀγάπη• μία ἀγάπη ποὺ τὸν ἔκανε νὰ εὔχεται -ἂν ἦταν δυνατὸν- νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ χάσει τὴν ψυχή του, γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ πατριῶτες του Ἰσμαηλίτες (Ρωμ. 9,3).
https://agiazoni.gr/slug-95/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου