Θυμάμαι… Ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεχάσω το Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος….
Στο Ειδικό είσαι πάντα ένας μελλοθάνατος, ένας άνθρωπος που έχει χάσει κάθε δικαίωμα στη ζωή. …
Ο,τι κι αν κάνουμε σε τούτο τον καταραμένο τόπο είναι χωρίς σημασία. Όλοι θα ψοφήσουμε. Κι αυτός προσεύχεται! Γιατί; Τι του χρειάζεται η προσευχή;…
Όταν ήμουν ελεύθερος, άκουγα πως υπάρχουν θρησκευόμενοι, που τους εξορίζουν, επειδή παλεύουν ενάντια στην εξουσία.
Στο σπίτι μας τη θρησκεία την είχαμε ταυτίσει με την προκατάληψη και τη δεισιδαιμονία. Τους πιστούς τους θεωρούσαμε ανθρώπους καθυστερημένους, απαίδευτους, ανόητους.
Τι να την κάνεις την πίστη; Και σε τι να πιστέψεις, όταν βρίσκεσαι σ’ ένα στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος, όπου απαραίτητα θα χαθείς;…
Η απελπισία με κυρίευε όλο και περισσότερο. Δεν ήθελα πια να ζήσω. Δεν είχα το κουράγιο να ζήσω!
Αποφάσισα να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Άλλωστε, για την οικογένειά μου ήμουν από καιρό νεκρός. Το ξέρω καλά, θα ζήτησαν πληροφορίες για μένα από τις κρατικές αρχές και θα πήραν τη στερεότυπη απάντηση: ‘’Δεν υπάρχει στους καταλόγους’’.
Λοιπόν, το αποφάσισα. Να ζήσω άλλο έτσι δεν μπορώ. Μήτε και να πεθάνω όταν θα το θελήσει η φρουρά ή κάποιος εγκληματίας…, ή ακόμα όταν θα με τσακίσουν η πείνα και η παγωνιά. Θέλω να πεθάνω τώρα, αυτή τη στιγμή! Ταλαιπωρήθηκα τόσο! Φτάνει πια!
Μήπως όμως είναι δειλία;… Όχι, είναι η μόνη λύση. Για τη ζωή μπορείς να παλέψεις μόνο σαν έχεις κάποιαν ελπίδα. Και καμιά ελπίδα δεν υπάρχει στο Ειδικό.
Σηκώνομαι τη νύχτα και τραβάω για το αποχωρητήριο. Εκεί εξέχει ένα δοκάρι, που το χρησιμοποίησαν κιόλας πολλοί. Τυλίγω στη μέση μου ένα σχοινί, που το ‘κλεψα την ώρα της δουλειάς, και λέω μέσα μου :‘’Γρήγορα , να τελειώνουμε… Σε λίγο δεν θα υπάρχω – και καλύτερα!’’
Προχωράω αθόρυβα στο διάδρομο, ανάμεσα στα κρεβάτια. Όλοι γύρω κοιμούνται.
Περνάω δίπλα από το γερο, που προσεύχεται ακίνητος, όπως πάντα. Είναι βυθισμένος ολόκληρος στον εαυτό του. Δεν με παίρνει είδηση, καθώς τον προσπερνάω βιαστικά.
Μα ξάφνου… γυρίζει προς το μέρος μου! Με πλησιάζει, με πιάνει από το χέρι και μου λέει σιγανά:
– Καθηστε! Δεν είστε μόνος εδώ μέσα. Πολλοί είμαστε στην ίδια θέση. Αλλά μαζί μας είναι ο Θεός!
Κάθομαι. Εκείνος μου μιλάει ήρεμα, στοργικά, καθησυχαστικά. Τον ακούω αμίλητος. Και σε μια στιγμή, συνειδητοποιώ πως αρχίζω να του απαντώ ψιθυριστά.
Είμαι θυμωμένος. Γιατί μου γίνεται εμπόδιο; Ο,τι θέλω θα κάνω με τη ζωή μου, δεν είναι δική του δουλειά….Πως όμως γνωρίζει το παρελθόν μου; Αναφέρει τόσα περιστατικά, τόσες λεπτομέρειες, που με τρομάζει. Πως τα έμαθε όλα τούτα;…
Ναι καταλαβαίνει, λέει, πόσο δύσκολη είναι η κατάστασή μου. Είμαι άρρωστος, εξουθενωμένος, ταπεινωμένος, πεινασμένος. Όμως όλα αυτά, όσο φοβερά κι αν είναι, μπορώ να τ’ αντιμετωπίσω, φτάνει να το θελήσω.
Του απαντώ απότομα, σκληρά. Τον προσβάλλω. Κάνω να σηκωθώ, αλλά με συγκρατεί. Μου σφίγγει το χέρι. Συνεχίζει να μου μιλάει… Τον διακόπτω:
– Φτάνει! Δεν θέλω ν’ ακούσω τιποτ’ άλλο!
Μα εκείνος δεν σταματάει. Μου εξηγεί πως ο άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να τερματίσει τη ζωή του. Αντίθετα, πρέπει να κάνει ο,τι μπορεί για να τη διαφυλάξει. Τον ακούω… Και σε λίγο, ξαφνικά, νιώθω πως κάτι έχει αλλάξει μέσα μου. Απροσδόκητα, μ’ έναν μυστικό τρόπο, ο γέρος με παρηγορεί, με στηρίζει, με εμψυχώνει.
Τι ακριβώς μου συμβαίνει; Τι;… Δεν μπορώ να το προσδιορίσω ξεκάθαρα, αλλά να… δεν αισθάνομαι πια μόνος!
Μου μιλάει τώρα για το Θεό του, όχι όμως πιεστικά. Μου εξηγεί την πίστη του, όχι όμως με φανατισμό. Δεν προσπαθεί να με πείσει, δεν αγωνίζεται να με προσηλυτίσει. Απλά μου ανοίγει την καρδιά του και μου αποκαλύπτει τον κόσμο του, έναν άλλο κόσμο με τεράστια εσωτερική δύναμη.
Το βάρος της ψυχής μου γίνεται πολύ πιο ελαφρό, καθώς αυτός ο δυνατός άνθρωπος το μοιράζεται μαζί μου.
Δεν με μαγνητίζει πια το δοκάρι του αποχωρητηρίου. Μένω κοντά στο γερο…
Αργότερα θα πληροφορηθώ πως δεν είναι καθόλου γέρος. Το ειδικό είναι που τον γέρασε πρόωρα. Οι περισσότεροι τον αποκαλούν Πέτρο Αντρεγιεβιτς, άλλοι π. Αρσένιο. Δεν είναι όμως τόσο το όνομα, όσο η μορφή και η ζωή του που δεν μπορεί ποτέ κανείς να ξεχάσει.
Μου αποκάλυψε μια νέα ζωή. Μου γνώρισε την αλήθεια, το Θεό.. Ξανάχτισε το γκρεμισμένο εσωτερικό μου ‘’είναι’’.
Θα μπορούσα να μιλάω γι’ αυτόν χωρίς διακοπή. Τα καλά και θαυμαστά του έργα είναι αναρίθμητα. Όλα, πάντως, κινούνται γύρω από δυο άξονες, που λέγονται Χριστός και αγάπη.
Θυμάμαι τα λόγια του ‘’Κάθε άνθρωπος φεύγοντας από τη ζωή, πρέπει κάτι ν’ αφήσει πίσω του, Το σπίτι που έχτισε, το δέντρο που φύτεψε, το βιβλίο που έγραψε…
Και αυτά όχι για τον εαυτό του, αλλά για το συνάνθρωπό του. Ακόμα και μετά το θάνατό σου, θα εξακολουθήσει να υπάρχει κάτι από σένα σ’ όλα όσα άγγιξαν τα χέρια σου. Οι άνθρωποι θα σε θυμούνται, όταν θα βλέπουν με χαρά αυτά που τους άφησες, και θα δοξάζουν τον Κύριο. Δεν έχει σημασία το τι έκανες, φτάνει να το έκανες στο όνομα του Θεού και από αγάπη στον άνθρωπο…
Η πιο μεγάλη , η πιο σπουδαία, η πιο θεάρεστη αρετή είναι η αγάπη. Ν’ αγαπάς τους αδελφούς σου, που είναι εικόνες του Θεού, να τους βοηθάς στην ανάγκη τους, να τους συμπαραστέκεσαι στον πόνο τους, να προσεύχεσαι για τη σωτηρία τους….’’
Αυτό έκανε ο ίδιος. Αυτό δίδασκε και τους άλλους, ανάβοντας μέσα τους τη φωτιά της θείας αγαθοσύνης, μεταδίδοντας τους την ουράνια φλόγα της πίστεως, που έκαιγε μέσα στην ψυχή του.
Μιλούσε και σε κοίταζε στοργικά με τα μεγάλα, διαπεραστικά μάτια του. Τότε διαισθανόσουν ότι γνωρίζει για σένα πολλά, περισσότερα απ’ όσα γνωρίζεις εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου. Η γαλήνια φωνή του σε καθήλωνε, τα φιλάνθρωπα λόγια του σε ειρήνευαν, οι συνετές συμβουλές του σε στήριζαν, τα σοφά επιχειρήματά του σε έπειθαν, η απερίγραπτη πίστη του σε ενέπνεε.
Όταν έγινε μοναχός, ονομάστηκε Αρσένιος, που σημαίνει ανδρείος. Συμβολικό όνομα. Ήταν πράγματι ανδρείος, ατρόμητος. Δεν φοβόταν τίποτα και κανένα, παρά μόνο τον Θεό. Ο Κύριος ήταν η δύναμή του, το καταφύγιό του, η ελπίδα του, η ζωή του.
……
Όταν ελευθερώθηκε , πήγα και τον βρήκα στο Ροστωφ-Βελικι, όπου εγκαταστάθηκε.
Το ταπεινό σπιτάκι και το φιλόξενο δωμάτιο, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν μπορούν να χαθούν από τη μνήμη μου. Πόσες ώρες, πόσες μέρες ευχάριστες περάσαμε εκεί μαζί του!…
Το να προσεύχεται κανείς μαζί του ήταν εμπειρία συναρπαστική, ουράνια. Ναι, θαρρούσες πράγματι πως ο ουρανός κατέβαινε στη γη. Η χάρη του Θεού σε τύλιγε αισθητά.
Όταν απευθυνόταν στην Υπεραγια Θεοτόκο, γινόταν άλλος άνθρωπος. Διάβαζε τους Χαιρετισμούς, και νόμιζες ότι είχε μεταφερθεί σ’ ένα άλλο κόσμο, όπου παρέσυρε κι εσένα, κάνοντάς σε να ξεχνάς που βρίσκεσαι. Με πόση θέρμη και αγάπη, με πόσο πόθο και πόνο ζητούσε την προστασία και τη μεσιτεία της Βασίλισσας των Ουρανών για τα πνευματικά του τέκνα, για μας και ολόκληρο το λαό μας!
Μια φορά την εβδομάδα, κάθε Σάββατο, έκανε μνημόσυνο για τους κεκοιμημενους. Συγκλονιστικά μνημόσυνα! Προσευχόταν για την ανάπαυση χιλιάδων ψυχών. Η όψη του ήταν αλλοιωμένη. Κάθε τόσο ξεσπούσε σε δάκρυα. Καταλαβαίναμε καλά όλοι, πόσο στενή ήταν η επαφή του με τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, πόσο οικείες και πόσο αγαπητές του ήταν οι ψυχές εκείνων, που είχαν φύγει για πάντα….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου