(ἀπόσπασμα)
Τοῦτο τὸ θαλάσσιο ποτάμι τοῦ Αἰγαίου, ποὺ χωρίζει τὴ Μυτιλήνη ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, εἶναι τὸ σύνορο μὲ τὴν Τουρκία. Δὲν ἔχει κατάθλιψη αὐτὸ τὸ σύνορο, δὲν τρομάζει, δὲν εἶναι σὰν τὰ σύνορα τὰ στεριανά. Δύσκολα πάει ὁ νοῦς στὴν ἰδέα τοῦ θανάτου -πὼς ἐκεῖ στὴν ἄλλη ὄχθη ἢ στὴ μέση τοῦ πελάγου ὅπου εἶναι ἡ νοητὴ γραμμὴ τῶν συνόρων, παραμονεύει ὁ κίνδυνος. Βοηθᾶ σ’ αὐτὸ ἡ θάλασσα, τὸ μελτέμι ποὺ φυσᾶ καὶ τὰ κάνει ὅλα νὰ χοροπηδοῦν -τὰ κύματα καὶ τὰ τὰ δέντρα καὶ τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων.
Μονάχα σὰν κουβεντιάσεις μὲ τοὺς ψαρᾶδες ποὺ ρίχνουν τὰ δίχτυα τους σ’ αὐτὰ τὰ νερὰ τῶν συνόρων καὶ κινδυνεύουν κάθε μέρα νὰ βρεθοῦν στὴν ἐξουσία τῆς ἄλλης ὄχθης καὶ νὰ ρημάξουν —μονάχα τότε καταλαβαίνεις πὼς σὲ ξεγέλασε τὸ χαρωπό, τὸ χορευτικὸ ὕφος, τὸ γαλάζιο τοῦ χώρου. Ἐδῶ εἶναι ἡ Ἑλλάδα· κι ἐκεῖ ἀντίκρυ εἶναι ἄλλος κόσμος ἐχτρικὸς καί, κάποτε, ἀδυσώπητος.
Μολοντοῦτο οἱ ἄνθρωποι, τοὐλάχιστον ἀπ’ τὴ δική μας τὴν ὄχθη, πολεμοῦν νὰ ξεχάσουν, νὰ βάλουν κατὰ μέρος τὰ πάθη, τὸ μῖσος. Κάτι μικροεμπόρια, κάτι πᾶνε κι ἔλα ἀπ’ τὴ Μυτιλήνη στὴ Μικρασία, κάτι φιλίες ἀπάνω σὲ κοινὰ συμφέροντα —ὅλα βοηθᾶνε. Βοηθᾶνε ὅμως καὶ σὲ κάτι ἄλλο: νὰ κρατᾶνε ζεστὴ τὴ νοσταλγία τοῦ χαμένου παραδείσου, τῆς βλογημένης γῆς τῆς Ἀνατολῆς ποὺ χάσανε οἱ Ἕλληνες.
Ὁ Χρῆστος ὁ Περγαμιὸς εἶναι ἕνας κοντὸς μεσόκοπος ἄντρας μὲ καστανᾶ ξυπνᾶ μάτια, μὲ σβέλτο μυαλό, μὲ σπαθάτη κουβέντα.
Κάνει ἐμπόριο μὲ τὴν ἀντικρινῇ στεριά, μὲ τοὺς Τούρκους. Μικροπράματα, κάτι ἀγριογούρουνα. Ὁ Περγαμιὸς ξέρει πὼς στὰ βουνὰ τῆς πατρίδας ὅπου γεννήθηκε, στὰ Κιμιντένια, ζοῦν πολλὰ ἀγριογούρουνα. Οἱ Τοῦρκοι δὲν τρῶνε τὸ κρέας τους, τὸ ἀπαγορεύει ἡ θρησκεία τους. Τὸ ἀντίθετο, οἱ Ἀνατολίτες χριστιανοί, τρελαίνονται γι’ αὐτὸ τὸ κρέας.
Ὁ χριστιανὸς ὁ Περγαμιός, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια ποὺ εἶναι πρόσφυγας, ἀπ’ τὸ 1922, πῆρε τὴν ἀπόφαση, μπαρκάρισε μιὰ μέρα μ’ ἕνα καΐκι, πῆγε στὴν πατρίδα του τὴν Πέργαμο. Ἀναζήτησε τὸν παιδικό του φίλο τον Μουσταφά, ποὺ παίζαν μαζὶ πρὶν ἀπ’ τοὺς διωγμοὺς τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς. Δῶσαν τὰ χέρια, ἤπιαν καφέ, ἀναστενάξαν.
Γιατί ἦρθες πίσω, βρὲ Χρῆστο; Τί θέλεις νὰ δεῖς στὴν Πέργαμο;
Ἦρθα γι’ ἀγριογούρουνα. Λέω νὰ κάνουμε δουλειὰ μαζί, οἱ δυό μας, μὲ τ’ ἀγριογούρουνα. Ἂν τὸ θέλεις. Ἐσὺ θὰ ἀγοράζεις ὅσα σοῦ φέρνουν σκοτωμένα ἀπ’ τα Κοζάκια, θὰ ἔχουμε ἕνα ναυλωμένο καΐκι, ἐγὼ θὰ τὰ παραλαβαίνω στὴ Μυτιλήνη. Τόση τιμή, τόσο κέρδος.
Εἶπαν, συμφώνησαν, ξανάδωσαν τὰ χέρια γιὰ τ’ ἀγριογούρουνα. Δὲν ὑπογράψαν κανένα χαρτὶ γιὰ συμφωνία. Ὅπως τὸν παλιὸ καιρὸ στὰ μέρη αὐτὰ ποὺ ὁ λόγος ἦταν ἱερός. Ξαναήπιαν καφέ, ἀναστέναξαν. Τότε, ἀφοῦ τέλειωσαν τὰ πρακτικά, τὰ γιὰ ἀγριογούρουνα, ἡ κουβέντα ἄρχισε νὰ γίνεται δύσκολη. Κάθε τόσο ἡ σιωπὴ ἔπεφτε ἀνάμεσά τους. Δὲν ξέραν πῶς νὰ τὰ κολλήσουν τὰ λόγια γιὰ νὰ ἔχουν μιὰ συνέχεια.
Ὁ Ρωμιὸς λέει:
Τί ἔγινε, βρὲ Μουσταφά, πές μου. Τί γινήκαν οἱ δικοί μου ποὺ μεῖναν στὰ χέρια σας, τότε στὸ 22, τί ἔγινε ἡ μάνα μου κι ἡ ἀδερφή μου;
Ὁ Μουσταφὰς φουμέρνει δυό-τρεῖς ρουφηξιὲς τσιγάρο, κοιτάζει τὴ γῆ, λέει:
«Μπράκ!» Ἂσ’ τὸ αὐτό, Χρῆστο.
Ὁ ἄλλος ἐπιμένει.
Τί γινήκαν, βρὲ Μουσταφά; Μπὰς καὶ ζεῖ ἡ ἀδερφή μου; Μπὰς καὶ τούρκεψε;
Ὁ ἄλλος κοιτάζει πάντα τὴ γῆ. Λέει τὴ μόνη λέξη ποὺ μπορεῖ νὰ πεῖ:
«Μπράκ!»
Ὕστερα, θέλοντας νὰ ξεφύγει, κοιτάζοντας πάντα τὴ γῆ, τὸ ἀναθυμάται:
Ἂς πᾶμε σὲ ἄλλα, βρὲ Χρῆστο. Λέω γιὰ τὸν γέρο τὸν Χαλήλ-ἀγᾶ. Τὸν θυμᾶσαι τὸν Χαλήλ-ἀγᾶ; Θυμᾶσαι ποὺ ἀνοίγαμε μαζί τον λάκκο, ἐσὺ κι ἐγώ, καὶ τὸν περιμέναμε…
Πῶς τὸ θυμήθηκες! λέει ὁ χριστιανὸς καὶ χαμογέλασε.
Ὁ Χαλήλ-ἀγᾶς ἦταν ἕνα γεροντάκι, παλιὸς καμηλιέρης. Ὅλη τὴ ζωή του τὴν εἶχε περάσει καβάλα στὸ γαϊδούρι του νὰ ὁδηγεῖ τὸ καραβάνι τὶς καμῆλες ποὺ κατεβάζαν τὰ γεννήματα ἀπ’ τὰ βουνὰ στὰ παράλια τῆς Μικρασίας. Γινόταν πρόσχημα τώρα, διαφυγή, στὴ δύσκολη ὥρα τῆς συνομιλίας τοῦ χριστιανοῦ καὶ τοῦ Τούρκου τῆς Περγάμου, σαράντα πέντε χρόνια μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἀνατολῆς.
Θυμᾶσαι, βρὲ Χρῆστο, τὸν Χαλήλ-ἀγᾶ;
Ὁ Χαλὴλ σὰ γέρασε καὶ δὲν εἶχε πιὰ μήτε γκαμῆλες, μήτε τὴ δύναμη νὰ ταξιδεύει, γύριζε ὀλημερίς, χωρὶς λόγο, καβάλα στὸ γαϊδούρι του, στὴν ἔρημο δρόμο τῶν καραβανιῶν. Κι ἀναπολοῦσε τὴ νιότη καὶ τὶς γκαμῆλες καὶ τοὺς ἤχους τῶν κουδουνιῶν τους, ποὺ πιὰ εἶχαν χαθεῖ ἀπὸ πίσω του. Οἱ δυὸ οἱ μάγκες, τὸ χριστιανόπαιδο καὶ τὸ τουρκόπαιδο, ξέροντας ἀπὸ ποιό μονοπάτι θὰ περάσει τὸ βράδυ ὁ Χαλὴλ γυρίζοντας μὲ τὸ γαϊδούρι του, τοῦ στήνανε τοῦ κόσμου τὶς παγίδες. Προπάντων αὐτὴ τὴν παγίδα: ἀνοίγανε πάνω στὸ μονοπάτι ἕνα λάκκο, τὸν σκεπάζανε μὲ καλαμιές, ὕστερα κρύβονταν πίσω ἀπ’ τὰ δέντρα. Ἔφτανε ὁ Χαλὴλ μὲ τὸ γαϊδούρι του, τὸ ζῶο ἔπεφτε στὸν λάκκο, ἔπεφτε μέσα κι ὁ Χαλήλ. Τὰ παιδιὰ περιμέναν ν’ ἀρχίσει νὰ βλαστημᾶ, νὰ φωνάζει, τὸ εἶχαν βάλει πεῖσμα νὰ κάμουν τὸ γερο-καμηλιέρη νὰ θυμώσει, νὰ γυρέψει νὰ βρεῖ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔκαμε, νὰ τὸν χτυπήσει. Νὰ χτυπηθεῖ ἐπί τέλους κι ὁ Χαλὴλ μ’ ἕναν ἐχτρό!
Ἄδικα περίμεναν. Ὁ γερο-καμηλιέρης ὁ Χαλήλ, περπατῶντας σ’ ὅλη τὴ ζωή του ἀπάνω σ’ ἕνα γαϊδουράκι, εἶχε φτάσει στὴν ὕστατη σοφία τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ δὲν ἀναζητᾶ τὸν ἐχτρὸ σ’ ἐτοῦτον τὸν κόσμο. Εἶχε φτάσει στὴ σοφία ποὺ ξέρει πὼς ὁ ἐχτρὸς ἔρχεται ἀπὸ ἀλλοῦ, ἀπὸ κόσμον ἄλλον ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν ἐλέγξεις. Λοιπόν, εἶναι μάταιο νὰ μὴν ἐγκαρτερεῖς γιὰ τὸ καθετὶ ποὺ γίνεται στὴ γῆ —καὶ στὸ μονοπάτι μὲ τὸ λάκκο μὲ τὶς καλαμιές.
Ὁ Τοῦρκος τῆς Περγάμου λέει στὸν χριστιανὸ τῆς Περγάμου, τὸν πρόσφυγα.
Καμιὰ φορὰ κάνω καὶ τοῦτο: Θυμᾶμαι πὼς ἐσεῖς, σὰν γιόρταζε ἕνας Ἅγιός σας, ρίχνατε νερὸ στὸ πηγάδι, καὶ κοιτάζατε ἂν χουκλακίζει τὸ νερὸ καὶ τί σχέδια κάνει, κι ἀπ’ τὰ σχέδια ξέρατε τὸ τί εἶναι νὰ γενεῖ σ’ ἐσᾶς καὶ στοὺς δικούς σας. Λοιπόν, σὰ θέλω νὰ ρωτήσω τὸν Προφήτη μας γιὰ τὸ τί εἶναι νὰ γενεῖ σ’ ἐμένα, στὴ φαμίλια μου, κι ἡ περίσταση εἶναι δύσκολη, πάω καὶ ρίχνω πέτρα στὸ πηγάδι, νὰ δῶ τί λογῆς θὰ χουκλακίσει τὸ νερό, ἂν θὰ κάνει ἴσκιο. Μιὰ φορὰ εἶδα ἀπάνω στὸ νερὸ ἴσκιο, κορμὶ ἀνθρώπου ξαπλωμένο. Κατάλαβα πὼς εἶναι ὁ ἀδερφός μου πεθαμένος. Σὲ λίγες μέρες μάθαμε πὼς τὸν εἶχαν σκοτώσει.
Ὁ Τοῦρκος λέει ἀκόμα:
Τὰ πρῶτα χρόνια, σὰν φύγατε, ἀκουμποῦσα καὶ κανένα γρόσι στὸ εἰκόνισμα, καὶ μελετοῦσα αὐτὸ ποὺ ἤθελα νὰ μάθω, καὶ κοίταζα νὰ δῶ ἂν θὰ κολλήσει τὸ γρόσι στὸ εἰκόνισμα. Καταπῶς κάνατε ἐσεῖς.
Γιὰ τί εἰκόνισμα λές; ρωτᾶ ὁ χριστιανός.
Γιὰ ἕναν ἅγιο δικό σας. Τὸν βρήκαμε στὸ σπίτι τὸ χριστιανικὸ ποὺ πήραμε, σὰν φύγατε, τὸν ἀφήσαμε στὴ θέση του. Δὲ μᾶς πείραζε. Ὕστερα μᾶς εἶπαν νὰ τὸ βγάλουμε.
Ὁ χριστιανὸς τῆς Περγάμου λέει στὸν Τοῦρκο τῆς Περγάμου:
Θέλω νὰ δῶ τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα, τὸ σπίτι μας. Σώζεται;
Σώζεται. Τὸ ἔχει ἕνας Μποσνάκης.
Πῆγαν στὸ σπίτι, χτύπησαν τὴν πόρτα, ὁ Μπονάκης —ὁ Βόσνιος— μαθαίνοντας τὸ λόγο, ἄφησε τὸν χριστιανὸ ν’ ἀνεβεῖ. Τὸ πρῶτο ποὺ ἔπεσε στὸ μάτι τοῦ χριστιανοῦ ἦταν ὁ καθρέφτης.
Αὐτὸς ὁ καθρέφτης ἦταν δικός μας, τὸν θυμᾶμαι, λέει ὁ χριστιανὸς στὸν Τοῦρκο. Γύρισέ τον ἀπὸ πίσω νὰ δεῖς.
Γυρίσαν τὸν καθρέφτη. Ἀμυδρά, μισοσβησμένα ἀπ’ τὸν καιρό, φαίνονταν τὰ γράμματα: «Ἀφροδίτη», «Ἄννα».
Εἶναι ἡ μάνα μου καὶ ἡ ἀδερφή μου, εἶπε ὁ χριστιανός. Τὸ ἤξερα πὼς τὰ ὀνόματά τους ἦταν πίσω ἀπ’ τὸν καθρέφτη.
Πάλι ἔγινε σιωπή. Ὁ χριστιανὸς ἔπεσε σὲ συλλογή. Σὲ λίγο λέει:
Βρὲ Μουσταφά, στὸ ξαναρωτῶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορά: Τί ἀπόγινε ἡ μάνα μου, τί ἀπόγινε ἡ ἀδερφή μου; Τί τὶς κάνατε; Ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε. Καὶ πέρασε ἀπὸ τότες πολὺς καιρός. Ὅμως θέλω νὰ μάθω.
Ὁ Τοῦρκος χαμηλώνει τὰ μάτια. Λέει πάλι τὴν ἴδια λέξη:
«Μπράκ.»
Ὁ χριστιανὸς φώναξε ἕνα αὐτοκίνητο γιὰ νὰ φύγει. Τρέξαν δύο ὁδηγοὶ Τοῦρκοι, ποιός νὰ πρωτοπάρει τὸν πελάτη. Μαλώναν. Ἦταν Τουρκοκρητικοί. Ὁ ἕνας Τουρκοκρητικὸς εἶπε στὸν ἄλλον ἑλληνικά:
Μὰ τὸ Χριστό, ρὲ Μεμετάκι, πελάτης μου ἦταν!
Στὸ λεωφορεῖο ποὺ πῆρε ὁ χριστιανὸς γιὰ νὰ κατεβεῖ στὰ παράλια, στὸ Ντικελή, καὶ νὰ μπαρκάρει γυρίζοντας στὴ Μυτιλήνα, ἦταν πλάϊ του μιὰ νέα γυναῖκα μὲ τὸ παιδί της. Ὁ χριστιανὸς τὸ πῆρε τὸ παιδὶ στὰ γόνατά του, νὰ βοηθήσει τὴ γυναῖκα, τὴ χανούμ. Τὸ παιδὶ δὲ φοβήθηκε τὸν ξένο ἄνθρωπο, κάθισε στὰ γόνατά του. Ἡ Τουρκάλα τὸ εἶδε, εὐχαρίστησε τὸν ξένο, ἀλλάξαν ἕνα δυὸ λόγια.
Χριστιανὸς εἶσαι; τὸν ρώτησε.
Χριστιανὸς εἶμαι.
Ἡ Τουρκάλα κοιτάζει τὸ παιδί της ποὺ κάθεται στὰ γόνατα τοῦ ξένου ἀνθρώπου καὶ ποὺ δὲ θέλει νὰ φύγει.
«Γκάν». Τὸ αἷμα, λέει ἡ Τουρκάλα.
Τί εἶπες γιὰ αἷμα;
Δείχνει τὸ παιδί της. Μιλᾶ σιγανά.
Ἔχει κι αὐτὸ αἷμα χριστιανικὸ στὶς φλέβες μου. Ἡ μάνα μου ἦταν χριστιανή. Ὁ πατέρας μου ὁ Τοῦρκος τὴν πῆρε, τότε, στὸν χαλασμὸ τοῦ 22. Ζήσανε καλά, ἐγὼ εἶμαι παιδί τους.
Ὁ χριστιανὸς μένει συλλογισμένος, θέλει νὰ ρωτήσει κι ἄλλα. Μὰ ἡ Τουρκάλα τὸν κόβει.
Μὴ ρωτᾶς, τοῦ λέει μαλακά.
Ὕστερα, κοιτάζοντας πάλι τὸ παιδί της στὰ γόνατα τοῦ χριστιανοῦ λέει πάλι τὴ μυστικὴ λέξη, τὴ μόνη, σὰ νὰ μιλᾶ μὲ τὸν ἑαυτό της:
«Γκάν.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου