Φιλοκαλικές Σελίδες.
«Μία εἰκόνα ἀξίζει ὅσο χίλιες λέξεις». Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ρήση δέν μπορεῖ νά ἰσχύη παντοῦ καί πάντοτε, ἰδίως στίς ἡμέρες μας, ὅπου ὑπάρχει τέτοια ἀλόγιστη εἰκονική πλημμύρα, σέ βαθμό πού θά μπορούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι χίλιες εἰκόνες ἴσως καί νά ἐκφράζουν μιά αὐθεντική λέξη. Εἶναι, ὅμως, καί κάποιες φορές πού ὄχι μόνον ἰσχύει ἡ φράση αὐτή, ἀλλά ἡ εἰκόνα μπορεῖ νά ἀξίζη καί ὑπέρ τίς χίλιες λέξεις.
Τρεῖς τέτοιες "χιλιάδες λέξεων" μᾶς ὤθησαν στό νά γράψουμε καί ὀλίγα συνοδευτικά στοιχεῖα γιά τίς φωτογραφίες τοῦ εἰκονιζομένου μεγάλου ἡσυχαστοῦ τῶν Κατουνακίων, μοναχοῦ Πέτρου, κοινῶς γνωστοῦ καί ὡς "Πετράκη".
Τά ὅσα συνοδευτικά θά γραφοῦν ἀντλήθηκαν ἀπό ἕξι ψυχωφελῆ βιβλία:
- 1)Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου
- 2) Ἀπό τήν ἀσκητική καί ἡσυχαστική Ἁγιορειτική παράδοση, Ἅγιον Ὄρος 2011
- 3) Πόθος καί χάρις στόν Ἄθωνα, τοῦ Ἐπισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου
- 4) Ἔκφρασις Μοναχικῆς ἐμπειρίας, τοῦ γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ
- 5) Ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, εὔλαλον ἀντηχεῖον Ἄθωνος ἱεροῦ, τοῦ Μανώλη Μελινοῦ
- 6) Μέγα Γεροντικό ἐναρέτων Ἁγιορειτῶν, τοῦ Μωϋσέως μοναχοῦ Ἁγιορείτου.
*
Ὁ σοφός ἁγιορείτης μοναχός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης πού εὐτύχησε νά γνωρίση τόν εἰκονιζόμενο μοναχό Πέτρο Κατουνακιώτη, λέγει τά ἑξῆς γι’ αὐτόν, θέτοντας, ὅπως πάντα, τό θέμα σέ θεολογική βάση:
«Πράγματι ἐγνώρισα [στό Ἅγιον Ὄρος] πάμπολλες μορφές ἁγίες. Καθείς ἐξ αὐτῶν εἶχε μίαν ἰδιοτυπίαν. Μήν ξεχνοῦμε ὅτι οἱ ἅγιοι ἔχουν ἰδιοτυπίας. Μά καί ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων παρουσιάζει ἰδιοτυπίας... Ἀκόμη καί οἱ χαρακτῆρες τῶν ἁγίων ἔχουν μίαν ποικιλίαν. Δέν εἴμαστε ὁμοιόμορφα στρατιωτάκια μολυβένια, ἔχουμε μίαν ποικιλίαν προσωπικότητος. Καθένας τήν διαφορά του... Ἀναλόγως τοῦ σκεύους. Διότι εἶναι καί θέμα σκεύους.
Γι’ αὐτό καί ὁ ἄγιος Μάξιμος λέγει: "Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δέν χορηγεῖ σοφίαν εἰς τόν νοῦν τόν μή δεκτικόν σοφίας, οὔτε λόγον χορηγεῖ εἰς τόν νοῦν τόν μή δεκτικόν λόγου". Μάλιστα ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς λέγει ὅτι ὑπάρχουν πολλοί εἰς τήν φιλοσοφίαν τοῦ Μοναχισμοῦ, οἱ ὁποῖοι "εἰς λόγους ἐνδόξους οὐκ ἔρχονται", διότι εἶναι ἁπλοί καί ἀπλοϊκοί. Ἔχουν ἐμπειρίας ὅμως. Ἐγώ πρόλαβα, ἐδῶ εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, τόν Πετράκη. Ἕναν κοντούτσικο γεροντάκον, ὁ ὁποῖος ἔφτιαχνε σάρωθρα κλπ. Δέν μιλοῦσε, ἀλλά ἦτο γεμάτος χάρη. Τό σκεῦος του δέν εἶχε λόγον» (Μ. Μελινοῦ, Ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, εὔλαλον ἀντηχεῖον Ἄθωνος ἱεροῦ).
Ἔτσι, τό «σκεῦος» τοῦ "Πετράκη" πού δέν διέθετε λόγον, μᾶς ὁμιλεῖ μέσα ἀπό τήν χαρακτηριστική μορφή του, μιᾶς καί σύμφωνα μέ τούς Πατέρες «ὁ ἔσω ἄνθρωπος συσχηματίζεται μαζί μέ τόν ἔξω» (Ἀόρατος Πόλεμος, Β΄ § ιε΄) καί εἰδικώτερα ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στόν Λόγο του εἰς τόν βίον τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ ἐν τῷ Ἄθω, ὁ νοῦς ὁ ὁποίος «εὐμοίρησε» νά φωτίζεται ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ «καί πρός τό συνημμένον σῶμα πολλά διαπορθμεύει τοῦ θείου κάλλους τεκμήρια». Στό πρόσωπο, λοιπόν, τοῦ Πετράκη βλέπουμε αὐτά πού «τό σκεῦος του» δέν μποροῦσε νά μᾶς διδάξη μέ λόγους.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος, πού ἤθελε νά γίνη ὑποτακτικός του, περιγράφει τήν πνευματική μορφή τοῦ γέροντα Πέτρου καί δίνει τήν ἐξήγηση γιά τό ὑποκοριστικό ὄνομα μέ τό ὁποῖο ἔμεινε γνωστός, γράφει:
«Οἱ Πατέρες γύρω του τόν εἶχαν σέ εὐλάβεια, γιατί ἦταν ὅλος εὐλάβεια, καί, ἐπειδή ἦταν κοντός καί ἀδύνατος καί μέ παιδική ἁπλότητα καί εὐαισθησία, ὅλοι τόν φώναζαν "Πετράκη". Ὅταν τόν ἔβλεπε κανείς μέ τό λεπτό καί φωτεινό του πρόσωπο νά σκύβη κάτω, ὅταν μιλοῦσε, πράγματι ἦταν σάν ἕνα μικρό παιδί. Τόν παιδικό του αὐτόν χαρακτήρα τόν διετήρησε μέχρι τά ἑξήντα ἑπτά του χρόνια, πού ἀνεπαύθη» (Ἁγιορεῖται Πατέρες καί Ἁγιορείτικα).
*
Οἱ φωτογραφίες εἶναι τραβηγμένες ἀπό τόν γνωστό ἀρχιτέκτονα καί ἀκαδημαϊκό Παῦλο Μυλωνᾶ, τό ἔτος 1956, δύο ἔτη πρίν τήν κοίμηση τοῦ μοναχοῦ Πέτρου, εἶναι κτῆμα τοῦ Μουσείου Μπενάκη καί ἔχουν ἀναρτηθῆ στήν «Ἁγιορειτική Φωτοθήκη».
α) Σύντομα Βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ μοναχοῦ Πέτρου
Ὁ κατά κόσμον Γεώργιος Λαγιός γεννήθηκε τό ἔτος 1891 στήν Λῆμνο. Στό Ἅγιον Ὄρος ἔφθασε τό ἔτος 1908. Ἀναζητώντας ἡσυχαστικό τόπο καί ἀπλανή Γέροντα ἔφθασε στήν Σπηλιά-Προσκύνημα τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, σέ ἕνα ἀπό τά πλέον ἀπομονωμένα μέρη τοῦ Ἄθωνος, στήν περιοχή τοῦ Ὁσίου Νείλου. Στόν τόπο αὐτόν ἔζησε τόν Η΄ αἰώνα τήν ἀσκητική του ζωή ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος Ἀθωνίτης ἡσυχαστής, ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ, χάριν τοῦ ὁποίου ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς «καί τοῦ γράφειν καί λογογραφεῖν θαυμαστῶς ἄρχεται» (ἁγ. Φιλόθεος Κόκκινος).
Φθάνοντας ὁ Γεώργιος τό ἔτος 1908 στό Κελλί εἶναι πιθανόν νά πρόλαβε γιά πολύ λίγο ὡς Γέροντα τόν ἱερομόναχο Ἀντώνιο τόν πνευματικό (1874-1909). Τό ἔτος 1909 Γέροντας τῆς Σπηλιάς-Προσκυνήματος γίνεται ὁ φημισμένος ἡσυχαστής ἱερομόναχος Δανιήλ Ἁγιοπετρίτης, ὁ πνευματικός πού ἐκοιμήθη τό ἔτος 1929. Κοντά σέ αὐτόν ὁ δόκιμος Γεώργιος ἔμαθε τήν πρακτική καλογερική καί μυήθηκε στά μυστικά τῆς ἡσυχίας, τῆς νήψεως, τοῦ ἐγκλεισμοῦ καί τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς, τά ὁποῖα κράτησε μέχρι θανάτου.
Ἦταν πρόθυμος καί γενναῖος στούς ἀσκητικούς ἀγῶνες καί μέ τήν μεγάλη ἁπλότητα πού τόν διέκρινε ἔκανε τελεία ὑπακοή στόν Γέροντά του, Δανιήλ. Γράμματα δέν ἤξερε σχεδόν καθόλου, ἀλλά ἀπέκτησε θεῖο φωτισμό ἀπό τούς φιλότιμους σκληρούς ἀγῶνες του. Μετά ἀπό παρατεταμένη δοκιμή, 18 ἐτῶν, ὁ Γεώργιος ἐκάρη μόναχος τό ἔτος 1926 μέ τό ὄνομα Πέτρος, πρός τιμήν τοῦ τοπικοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου.
Στήν συνοδεία τοῦ Κελλίου ἐκτός τοῦ Γέροντος Δανιήλ, ὁ Πετράκης βρῆκε τόν μοναχό Ἀντώνιο, τόν πρῶτο ὑποτακτικό, ὁ ὁποῖος προσῆλθε στό Κελλί τό ἔτος 1902 καί ἀνεχώρησε τό 1937, ἐνῶ τό ἔτος 1931 προσῆλθε ὁ πεπαιδευμένος- τοῦ Σχολαρχείου- Γεδεών ὁ ὁποῖος ἐκάρη τό ἑπόμενο ἔτος καί ἐχειροτονήθη πρεσβύτερος, ἀλλά φαίνεται πώς ἔφυγε καί αὐτός περί τό 1940 μαζί μέ τόν Πέτρο, λόγῳ τῶν δυσκολιῶν πού προξένησε ὁ πόλεμος καί ἡ πείνα σέ ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα, πόσο μᾶλλον στήν τελείως ἀπομακρυσμένη καί ἀπομονωμένη περιοχή τοῦ ὁσίου Νείλου.
Ὁ μοναχός Πέτρος ἀνεχώρησε τό ἔτος 1940 γιά τήν Μικρά Ἁγία Ἄννα, ὅπου ἡ ἐξεύρεση τῶν ἀναγκαίων εἶναι κάπως εὐκολότερη, γιά νά ἡσυχάση μόνος του. Πῆρε ἕνα ξεροκάλυβο, δηλαδή σπίτι χωρίς παρεκκλήσιο, στήν ἄκρη τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννας. «Τό Καλυβάκι του δέν φαινόταν καθόλου ἀπό τόν δρόμο οὔτε πόρτα εἶχε, παρά ἕνα μακρύ ξύλο πού τό νόμιζαν γιά φράχτη». «Βρίσκεται πάνω ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἀπ. Θωμᾶ, χαμηλότερα ἀπό τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στά Κατουνάκια καί δέν φαίνεται γιατί εἶναι μέσα στόν βράχο..
Ἔχει δύο μικρά καί χαμηλά κελλάκια. Μία ἐσωτερική πόρτα ὁδηγεῖ στόν βράχο, ὅπου ὑπάρχει μία σπηλιά ἀρκετά εὐρύχωρη μέ ἕνα ἄνοιγμα γιά φωτισμό. Ἐδῶ ἀπομονωνόταν ὁ Γέροντας γιά περισσότερη ἡσυχία. Αὐτό ἦταν τό πνευματικό του ἐργαστήριο, ἡ πνευματική του κυψέλη, τό "γλυκό Κατούνι του", πού γι᾿ αὐτόν ἦταν ἐπίγειος παράδεισος, ἀφοῦ γευόταν τό μέλι τῆς ἡσυχίας καί τό μάννα τοῦ οὐρανοῦ. Γι᾿ αὐτό δέν τοῦ ἔκανε καρδιά νά βγαίνη ἀπό τό καλύβι του, νά συναναστρέφεται καί νά μιλᾶ μέ ἄλλους» (Ἀπό τήν Ἀσκητική καί Ἡσυχαστική Ἁγιορειτική Παράδοση).Γράφει ὁ ἅγιος Παΐσιος:
«Ἐνῶ οἱ Πατέρες τόν πλησίαζαν γιά νά ὠφεληθοῦν, ἐκεῖνος τούς ἀπέφευγε, γιατί ντρεπόταν καί κοκκίνιζε. Ὅταν δέν μποροῦσε νά ξεφύγη, ἀπαντοῦσε μέ λίγα λόγια, ἀλλά πολύ φωτισμένα. Δυσκολευόταν νά ἔχη ἐπαφές μέ τούς ἀνθρώπους, γι' αὐτό κλεινόταν στό κελλί του καί μιλοῦσε συνέχεια μέ τόν Θεό, μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὅταν πήγαιναν οἱ Πατέρες καί χτυποῦσαν, δέν ἄνοιγε. Καί ὅταν τοῦ ἄφηναν εὐλογίες, τίς ἄφηνε κι αὐτές ἐκεῖ ἔξω, τίς ὁποῖες ἔβλεπαν σαπισμένες οἱ ἄλλοι, καί ἄλλη φορά δέν τοῦ πήγαιναν τίποτα, ἀλλά τίς πήγαιναν σέ ἄλλους Πατέρες. Οἱ ἀδελφοί γύρω του ἔλεγαν στόν Γερο‐Πέτρο:
‐ Δέν κάνεις καλά πού δέν δέχεσαι τίς εὐλογίες.
Καί ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
- Εὐλογημένε μου, δόξα τῷ Θεῷ, ἐγώ ἔχω τό ἀρκετό μου. Γιατί νά τά στερήσω ἀπό ἄλλα Γεροντάκια πού ἔχουν ἀνάγκη;
Μέ τήν πολλή του ἄσκηση ὁ Γέροντας εἶχε κόψει σχεδόν ὅλες τίς ἀνθρώπινες ἀνάγκες καί ζοῦσε πιά σάν Ἄγγελος ἔνσαρκος καί ὄχι τυπικά μόνο μέ τό Σχῆμα τό Ἀγγελικό. Ἔκανε συνέχεια ἐνάτες. Ἔτρωγε δηλαδή μετά τόν Ἑσπερινό ἕνα παξιμάδι καί ἀσχολεῖτο μέ τήν εὐχή καί τίς μετάνοιες μέρα‐νύχτα. Ἀκόμη καί στόν ὕπνο του ἔλεγε τήν εὐχή, καί, ὅταν ξυπνοῦσε, συνεχιζόταν ἡ ἐπίλοιπη εὐχή. Τό μέν σῶμα του, ὅταν πλάγιαζε λίγο, κοιμόταν, ἀλλά ἡ ψυχή του γρηγοροῦσε καί προσευχόταν. Ἡ εὐχή εἶχε γίνει πιά αὐτενέργητη, καί πολλές φορές μοῦ ἔλεγε:
‐ Ἀκούω καί Ἀγγελικές ψαλμωδίες τόσο πολύ γλυκιές, πού δέν μπορῶ νά σταθῶ στά πόδια μου ἀπό ἐκείνη τήν οὐράνια γλυκιά μελωδία.
Ὅλη αὐτή ἡ γλυκειά κατάσταση τόν ἔτρεφε ψυχικά καί σωματικά, γι' αὐτό καί δέν τοῦ χρειάζονταν πολλά πράγματα, γιά νά συντηρηθῆ. Τά ἐλάχιστα πού ἤθελε τά ἐξοικονομοῦσε μέ τό ἐργόχειρό του, διότι ἔπλεκε κομποσχοίνια ἤ μάζευε τσάϊ ἀπό τόν Ἄθωνα, πού τό ἔδινε καί ἔπαιρνε παξιμάδι. Ἐάν ἐπέμενε κανείς νά τοῦ δώση καμιά εὐλογία, θά τήν ἀνταπέδιδε διπλή μέ εὐγενικό τρόπο· μέ τσάϊ τοῦ βουνοῦ ἤ κομποσχοίνια.
Παρόλο πού δέν οἰκονομοῦσε τόν ἑαυτό του, καί τό δέρμα του εἶχε κολλήσει πιά στά κόκκαλά του, ἐν τούτοις ὅμως ἔκανε μεγάλους ἀγῶνες πνευματικούς καί στήν συνέχεια, καί ἔβλεπε κανείς ὁλοφάνερα τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν δυνάμωνε. Κοιλιά πιά δέν ἔβλεπες στόν Γερο‐Πέτρο, ἀλλά λακκούβα. Ὅταν τύχαινε νά ξεκουμπωθῆ λίγο στό στῆθος του, μποροῦσες νά μετρήσης τά πλευρά του, πού φαίνονταν σάν βέργες ἀπό ζουλιγμένο καλάθι.
Πολλούς Ἀσκητάς γνώρισα, ἀλλά στόν Γερο‐Πέτρο ἔβλεπε κανείς κάτι τό διαφορετικό! Φαινόταν μιά θεϊκή γλυκύτητα ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του. Εἶχε γεμίσει πιά ἡ κυψέλη του ἡ πνευματική, καί ξεχείλιζε τό πνευματικό του μέλι.
Ὅταν τόν ρωτοῦσαν "πῶς περνᾶς, Γέροντα, στό Κελλί σου", ἀπαντοῦσε:
‐ Δόξα τῷ Θεῷ, τό Κελλί μου δέν τό ἀλλάζω μέ ὅλα τά παλάτια τοῦ κόσμου, τό γλυκό Κατούνι μου!
Ἔβγαινε συνήθως κάθε ἕξι μῆνες ἀπό τό "γλυκό Κατούνι του" (τά Κατουνάκια) καί πήγαινε στά Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γιά νά δώση τά ἐργόχειρά του καί νά οἰκονομήση τό παξιμάδι γιά τήν μισή χρονιά του. Καταλαβαίνετε, φυσικά, πόσο μεγάλο τουρβά θά εἶχε ὁ Γερο‐Πέτρος καί πόσο παξιμάδι ἔτρωγε σέ ἕξι μῆνες, πού ἦταν καί ἡ συνηθισμένη του μόνη τροφή!» (Ἁγιορεῖται Πατέρες καί Ἁγιορείτικα)
Μέ τόση «νόμιμον ἄθλησιν» (Β΄ Τιμ. β΄, 5) μέ μεγάλη νηστεία καί καθαρά προσευχή πού ἔκανε ὁ μικρόσωμος "Πετράκης" ἦταν φυσικό νά ἀποδιώκει «τούτο τό γένος» (Μτθ. ιζ΄, 21). Αὐτό ἐπιβεβαιώνει τό παρακάτω γεγονός πού διηγεῖται ὁ ὅσιος Παΐσιος:
«Τό γεγονός αὐτό τό ἄκουσα καί ἀπό τόν παπα‐Εὐμένιο, ὁ ὁποῖος ἦταν παρών καί τό εἶδε. Ἐνῶ ὁ Γερο‐Πέτρος εἶχε ἁπλωμένα τά κομποσχοίνια καί τό τσάϊ τοῦ βουνοῦ στίς Καρυές, γιά νά τά πουλήση, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πού βασανιζόταν ἀπό τό ἀκάθαρτο πνεῦμα, χωρίς νά μποροῦν νά τόν βοηθήσουν οἱ ἄνθρωποι πού ἦταν γύρω του. Σηκώνεται σιγά‐σιγά ὁ Γερο‐Πέτρος καί συμμαζεύει τά ἐργόχειρά του, τόν πλησιάζει ἀθόρυβα, τόν σταυρώνει μέ τό κομποσχοίνι του καί φεύγει γρήγορα, γιά νά μή τόν ἰδοῦν. Οἱ ἄνθρωποι, σχεδόν ὅλοι, εἶδαν μόνο τόν δαιμονισμένο ξαφνικά θεραπευμένον καί δόξασαν μετά τόν Θεό, ὅταν κατάλαβαν πώς ὑπάρχουν Ἅγιοι καί στήν ἐποχή μας! Τόν μικρό ὅμως Ὅσιο Πέτρο δέν πρόλαβαν νά τόν ἰδοῦν ὅλοι ἐκτός ἀπό δύο‐τρεῖς» (Ἁγιορεῖται Πατέρες καί Ἁγιορείτικα).
β) Ὁ Γέροντάς του
Ἕνας τέτοιος ὥριμος πνευματικός καρπός, ὅπως ὁ "Πετράκης", δέν θά μποροῦσε νά ἔχη βγεῖ παρά μόνον κάτω ἀπό ἕνα καρποφόρο καί εὐσκιόφυλλο δένδρο, ὅπως ὁ Γέροντάς του παπα-Δανιήλ Ἁγιοπετρίτης.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἀπαιτητικότατος νεαρός Φραγκίσκος, ὁ μετέπειτα ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής, πού «βῆμα πρός βῆμα ἐγύριζε τά βουνά καί τά σπήλαια διά νά εὕρη τοιούτους» ἁγίους καθοδηγούς, ἀναπαύθηκε πλήρως στόν μεγάλο αὐτόν ἔγκλειστο καί σταμάτησε τήν ἀναζήτηση.
Γράφει ὁ ὅσιος Ἰωσήφ γιά τόν παπα-Δανιήλ:
«Ἦτον καί ἄλλος πλέον θαυμασιώτερος εἰς τόν Ἅγιον Πέτρον τόν Ἀθωνίτην, ὁ παπᾶ-Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἦτον μιμητής τοῦ Μεγάλου Ἀρσενίου. Ἄκρον σιωπηλός, ἔγκλειστος, ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς λειτουργός. Ἑξήκοντα ἔτη μήτε μίαν ἡμέραν δέν ἐννοοῦσε νά ἀφήση τήν θείαν Λειτουργίαν. Καί τήν Μεγάλην Σαρακοστήν ὅλες τές ἡμέρες ἔκαμε Προηγιασμένες. Καί μέχρι τελευταίας ἡμέρας ὑπέργηρος ἐτελειώθη χωρίς ἀσθένειαν. Ἡ δέ Λειτουργία του ἐκράτει πάντοτε τρισήμισι ἤ τέσσαρες ὧρες, διότι δέν ἠδύνατο νά προφέρη τάς ἐκφωνήσεις ἀπό τήν κατάνυξιν· ἀπό τά δάκρυα πάντοτε ἐμούσκευε μπροστά του τό χῶμα. Δι᾿ αὐτό δέν ἤθελε κανείς ξένος νά εἶναι στήν Λειτουργία του διά νά μή βλέπη τήν ἐργασία του. Ἀλλ᾿ ἐγώ ἐπειδή μέ πολλήν θέρμην τόν παρεκάλεσα, μέ ἐδέχετο. Καί τήν κάθε φοράν ὅπου ἐπήγαινα –τρεῖς ὥρας βαδίζων ὁλονυκτίως διά νά παρασταθῶ εἰς αὐτήν τήν φρικώδη ὄντως θείαν παράστασιν– μοῦ ἔλεγε καί ἕνα ἤ δύο ρητά ἐβγαίνοντας ἀπό τό Ἱερόν καί ἀμέσως ἐκρύπτετο ἕως τήν ἄλλην ἡμέραν. Αὐτός εἶχεν ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς ὁλονύκτιον ἀγρυπνίαν καί νοεράν προσευχήν. Ἀπό αὐτόν καί ἐγώ πῆρα "τάξιν" καί ἔλαβα μεγίστην ὠφέλειαν. Ἔτρωγε εἰκοσιπέντε δράμια ψωμί κάθε ἡμέραν καί ἦτον ὅλος μετέωρος εἰς τήν Λειτουργίαν του. Καί χωρίς νά γίνη λάσπη τό ἔδαφος δέν ἐτελείωνε Λειτουργίαν» (Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας, ἐπιστολή ια΄).
Μέσα σέ αὐτήν τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα ζοῦσε καθημερινῶς γιά 29 συνεχόμενα ἔτη ὁ ἡσυχαστής "Πετράκης" ὡς ὑποτακτικός. Ἔτσι, φυσικῷ τῷ τρόπῳ, διδάχθηκε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ• «Ἄπελθε, κολλήθητι ἀνθρώπῳ φοβουμένῳ τόν Θεόν• καί ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐκείνῳ, διδάσκῃ καί σύ φοβεῖσθαι τόν Θεόν» (Γεροντικόν, Ποιμήν § ξε΄).
γ) Ἡ ἐπικοινωνία του μέ τούς νέους Ὁσίους
Ὁ Πετράκης ἦταν ἀγαπητός σέ ὅλους, καί πῶς νά μήν εἶναι ἀφοῦ «τόν ταπεινόφρονα, ἄνθρωπος ποτέ οὐ μισεῖ, οὐ πλήττει ἐν λόγῳ, οὐ καταφρονεῖ. Διότι γὰρ ἀγαπᾷ αὐτὸν ὁ ἑαυτοῦ Δεσπότης, ὑπὸ πάντων ἀγαπᾶται. Ἀγαπᾷ τοὺς πάντες, καὶ οἱ πάντες ἀγαπῶσιν αὐτόν. Πάντες ἐπιθυμοῦσιν αὐτόν, καὶ εἰς πάντα τόπον, ὅπου πλησιάζει, ὡς Ἄγγελον φωτὸς ὁρῶσιν αὐτὸν καὶ τὴν τιμὴν αὐτῷ ἀφορίζουσι» (Ἀββάς Ἰσαάκ, λόγος κ΄).
«Ὁ Γέροντας, φυσικά, ἦταν ἄγνωστος σέ πολλούς, γιατί δέν εἶχε ἐπαφές, καί προσπαθοῦσε νά μένη ἄγνωστος, ἀλλά ὅλοι ἄκουγαν γιά τόν Πετράκη! Ἐάν τύχαινε νά τόν συναντήση κανείς πού τόν γνώριζε καί τόν ρωτοῦσε γιά κάτι, τοῦ ἀπαντοῦσε στά θέματά του μέ φωτισμένα παραδείγματα, λές καί εἶχε μεταφράσει τό Γεροντικό! (Διαφορετικά μέν παραδείγματα, ἀλλά μέ τό ἴδιο νόημα). Εὔκολα, φυσικά, μποροῦσε νά τόν παρεξηγήση κανείς, ἐάν δέν εἶχε βάθος Πατερικό. Ἔλεγε ἐπί παραδείγματι: "Ἡ προσευχή τοῦ ταπεινοῦ τουμπάρει τόν Θεό"! καί ἐννοοῦσε: "Ἡ προσευχή τοῦ ταπεινοῦ κάμπτει τόν Θεό". Ὅπως ἐπίσης γιά τήν νηστεία ἔλεγε: "Ὅταν δέν πέφτη νερό στή στερνούλα, ξηραίνεται, καί ψοφᾶνε τά βατράχια". Δηλαδή ξηραίνεται τό στομάχι, καί πεθαίνουν τά πάθη. Εἶχε δικό του Γεροντικό» (Ἁγιορεῖται Πατέρες καί Ἁγιορείτικα).
Πέρα ἀπό τήν γνωριμία του μέ τόν ὅσιο Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή, πού κατά κάποιον τρόπο ἦταν παραδελφός του, διατηροῦσε πνευματική φιλία καί μέ τόν, προσφάτως καταταγέντα στίς Ἁγιολογικές Δέλτους, ὅσιο Γεράσιμο τόν Ὑμνογράφο, πού ζοῦσε μαζί του στήν Μικρά Ἁγία Ἄννα. Διηγεῖται ὁ Ὅσιος:
«Γνώρισα τόν γερω-Πέτρο τόν Κατουνακιώτη. Ἦταν ὄντως ἅγιος μοναχός. Ἔκανε πολλή προσευχή καί μεγάλη ἄσκηση. Μία φορά τήν ἑβδομάδα μαγείρευε καί ἔτρωγε κάθε μέρα ἀπό αὐτό. Μία φορά ἦρθε στό Κελλί μας ἀλλοιωμένος στήν ὄψη· κλαίγοντας μοῦ εἶπε ὅτι τό βράδυ προσευχόμενος περικυκλώθηκε ἀπό λευκό ἄπλετο φῶς καί γέμισε εὐωδία τό κελλί του. Ὁ ἴδιος αἰσθάνθηκε ἀνέκφραστη μακαριότητα, γλυκύτητα καί εἰρήνη. Δέν γνώριζε ἄν βρισκόταν στό κελλί του. Ρωτοῦσε νά μάθη τί εἶναι αὐτό πού τοῦ συνέβη. Μοῦ εἶπε: "Ἐσύ εἶσαι μορφωμένος, ξέρεις γράμματα, νά μοῦ πῆς μήπως εἶναι πλάνη τοῦ Σατανᾶ, μήπως εἶναι τίποτε κακό;". Ὅλα ὅσα μοῦ ἔλεγε ἦταν τῆς χάριτος· καθώς τά διηγεῖτο εἶχε βγῆ ἐκτός ἑαυτοῦ καί σέ μία στιγμή ξαφνικά τό πρόσωπό του ἔλαμψε καί ἐγώ τἄχασα. Δέν μιλοῦσα καί τόν ἄφησα νά λέη. Δέν τόν διέκοψα καθόλου. Ἀποτύπωνα καί ἔλεγχα ὅσα ἔλεγε. Δέν διέκρινα κανένα σημεῖο πλάνης. Ὕστερα τοῦ εἶπα νά δοξάζη τόν Θεόν πού ἀξιώθηκε νά δῆ αὐτά, γιατί ὅλα εἶναι ἀπό τόν Θεό καί δέν εἶναι πλάνη. Φεύγοντας μέ παρακάλεσε νά μήν τά πῶ πουθενά καί νά παρακαλῶ τόν Θεό νά τόν ἐλεήση γιά νά μήν πλανηθῆ. Ὁ γερω-Πέτρος ἦταν τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Πολύ ταπεινός καί ἁπλός μοναχός» (Ἀπό τήν Ἀσκητική καί Ἡσυχαστική Ἁγιορειτική Παράδοση).
Φαίνεται πώς αὐτό τό γεγονός τοῦ συνέβη τότε γιά πρώτη φορά, γιατί στήν συνέχεια ζοῦσε πολλές τέτοιες καταστάσεις, ὅπως ἀπεκάλυψε ἀργότερα στόν ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη.
Γράφει ὁ ὅσιος Παΐσιος:
«Τόν εἶχα ρωτήσει γιά τίς δυσκολίες τοῦ διακονήματος, πού ὅλη τήν ἡμέρα σχεδόν βρισκόμουν μέ κοσμικούς καί ἄκουγα, χωρίς νά τό θέλω, τοῦ κόσμου τίς βρώμικες ἱστορίες. Ὁ Γερο‐Πέτρος μοῦ ἀπήντησε:
‐ Πάτερ Παΐσιε, ἐμεῖς νά τά βλέπουμε μέ καλό λογισμό.
Εἶχε ἐξαγνισθῆ ὁ Γέροντας καί ὅλα τά ἔβλεπε καθαρά, διότι δέν ὑπῆρχε πιά ἁμαρτία μέσα του, ἀλλά κατοικοῦσε ὁ Χριστός.
Τόν εἶχα ρωτήσει καί γιά ἕνα γεγονός, ἐάν ἦταν ἀπό τόν Θεό ἤ τοῦ πονηροῦ, γιά νά μέ πλανέση, καί μοῦ ἀπήντησε ὅτι ἦταν ἀπό τόν Θεό καί στήν συνέχεια μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
‐ Πάτερ Παΐσιε, ἐγώ συνέχεια ζῶ τέτοιες καταστάσεις θεῖες. Ἐκείνη τήν ὥρα πού μέ ἐπισκέπτεται ἡ θεία Χάρις, ἡ καρδιά μου θερμαίνεται γλυκά ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί ἕνα φῶς παράξενο μέ φωτίζει ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά, ἀφοῦ φωτίζεται καί τό κελλί μου. Βγάζω τότε τό σκουφί μου καί σκύβω ταπεινά τό κεφάλι μου καί λέγω στόν Χριστό: "Χριστέ μου, χτύπησέ με μέ τό κοντάρι τῆς εὐσπλαγχνίας σου στήν καρδιά μου". Τά μάτια μου τότε τρέχουν γλυκά δάκρυα συνέχεια ἀπό εὐγνωμοσύνη καί δοξολογῶ τόν Θεό. Τό δέ πρόσωπό μου τό νιώθω νά φωτίζη. Ἐκεῖνες τίς ὧρες, Πάτερ Παΐσιε, ὅλα σταματᾶνε, γιατί νιώθω πολύ κοντά μου τόν Χριστό καί δέν μπορῶ πιά νά ζητήσω τίποτα, γιατί σταματάει καί ἡ προσευχή· τό κομποσχοίνι δέν μπορεῖ νά γυρίση» (Ἁγιορεῖται Πατέρες καί Ἁγιορείτικα).
δ) Ἡ θαυμαστή κοίμησή του
Ὁ Γερο-Πέτρος συνήθιζε νά βγαίνη ἀπό τό μικρό του κελλί κάθε ἕξι μῆνες καί νά ἐπισκέπτεται τίς Μονές προκειμένου νά ἀνταλλάξη τό ἐργόχειρό του (σκοῦπες, τσάϊ καί κομποσχοίνια) μέ παξιμάδι γιά τήν μισή χρονιά. Ἔτσι, περνοῦσε πάντοτε καί ἀπό τήν Μονή Φιλοθέου γιά νά δῆ τόν νεαρό φίλο του, ὅσιο Παΐσιο. Ὁ Ὅσιος πολλές φορές προσπάθησε «νά πάρη εὐλογία» νά γίνη ὑποτακτικός τοῦ Γέροντα Πέτρου στά Κατουνάκια, ἀλλά οἱ προϊστάμενοι τῆς Μονῆς δέν συμφωνοῦσαν.
Διηγεῖται ὁ ὅσιος Παΐσιος τήν τελευταία τους συνάντηση καί τήν ἁγία κοίμησή του:
«Τήν τελευταία φορά πού ἦρθε, ἔλειπα δυστυχῶς, καί αὐτός περίμενε ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι σέ μιά ἄκρη, γιατί ντρεπόταν νά μπῆ μέσα. Τό ἀπόγευμα τόν βρῆκα νά μέ περιμένη τέσσερις ὧρες καί, μόλις μέ εἶδε, ἔτρεξε ἐπάνω μου σάν μικρό χαρούμενο παιδάκι, παρόλο πού εἶχε τά διπλά μου χρόνια.
Πήγαμε μετά στό κελλί μου καί, ἐνῶ ἤθελα νά τόν περιποιηθῶ λίγο γιά νά τόν ξεκουράσω, δέν δέχτηκε καί τό ἀπέφυγε μέ γλυκό τρόπο, γιά νά μή μέ πληγώση. Μοῦ ζήτησε λίγο ζεστό νερό καί ἔβαλε δύο κλωνιά τσάϊ πού εἶχε μαζί του καί ἤπιε. Ὅταν ἐπέμεινα νά φάη καί κάτι ἄλλο, μοῦ εἶπε:
‐ Πάτερ Παΐσιε, συγχώρεσέ με, θέλω νά ἑτοιμασθῶ γιά νά κοινωνήσω τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου στίς 12 Ἰουνίου. Ἐγώ ἦρθα, γιά νά σέ χαιρετήσω καί νά συγχωρεθοῦμε, γιατί θά πεθάνω, γι' αὐτό δέν μπορῶ νά σέ πάρω ὑποτακτικό. Συγχώρεσέ με, ἀφοῦ θά πεθάνω.
Ἐμένα μοῦ φάνηκαν παράξενα αὐτά. Στά καλά καθούμενα, ἐνῶ εἶναι καλά, νά λέη ὅτι θά πεθάνη! Μετά ὅμως ἀπό ὅλη τήν συζήτηση καί τίς νουθεσίες του ἐπί δυόμισι ὧρες, ἄρχισα νά τό πιστεύω αὐτό...
Ἐδῶ βλέπει κανείς τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ στούς Ἁγίους Του, ὅπως καί στόν μικρό Ὅσιο Πέτρο, τόν ὁποῖο δέν τόν ἀσπάσθηκαν νεκρό οἱ φίλοι του, ἀλλά πέρασε μόνος του ἀπό τούς φίλους του, γιά νά τόν ἀσπασθοῦν ζωντανό τόν "τελευταῖον ἀσπασμόν".
Στήν συνέχεια, πέρασε ἀπό τίς Καρυές, πῆρε τά ἀπαιτούμενα γιά τόν ἐνταφιασμό του καί ἀπό ἐκεῖ πῆγε στήν Μετάνοιά του, στόν Ὅσιο Νεῖλο. Τήν ἑπομένη ἔκανε Θεία Λειτουργία, στίς 12 Ἰουνίου, πού γιόρταζε καί ὁ ἴδιος (μνήμη τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου). Εἶχαν μαζευτῆ καί οἱ Πατέρες ἀπό γύρω (οἱ Ἀσκητές). Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, καί κοινώνησε ὁ Γερο‐Πέτρος, βγῆκε ἔξω, ἑτοίμασε γιά τούς Πατέρες νερό καί λουκούμι καί αὐτός, μόλις κάθισε κοντά τους, ἔκλεισε τά μάτια του καί παρέδωσε τήν ἁγιασμένη του ψυχή στόν Χριστό. Οἱ Πατέρες νόμιζαν ὅτι νύσταξε καί περίμεναν νά ἀνοίξη τά μάτια του, γιά νά τόν εὐχηθοῦν. Ὅταν τόν σκούντηξαν, κατάλαβαν πώς ἔφυγε γιά τόν Οὐρανό καί τοῦ εὐχήθηκαν "καλή ἀνάπαυση". Ἀνεπαύθη στίς 12 Ἰουνίου, τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, τό 1958» (Ἁγιορεῖται Πατέρες καί Ἁγιορείτικα).
*
Αὐτές ἦταν οἱ 3.000 λέξεις τοῦ ἡσυχαστή Πέτρου Κατουνακιώτου, τοῦ ὁποίου «τό σκεῦος δέν διέθετε λόγον, ἀλλά ἦτο γεμάτος χάρη». Καί θά ἐδικαιοῦτο νά μᾶς πῆ τό τοῦ Γεροντικοῦ: «εἰ οὐκ ὠφελεῖσθε ἐν τῇ σιωπῇ μου οὐδὲ ἐν τῷ λόγῳ μου ὠφεληθῆναι ἔχετε». Ὅμως, ὁ Πετράκης «μέ τό λεπτό καί φωτεινό του πρόσωπο, μέ τήν παιδική του ἁπλότητα καί εὐαισθησία», μᾶλλον οὔτε αὐτό θά μᾶς ἔλεγε.
Νά ἔχουμε τήν εὐχή του. Ἀμήν.-
Δ. Π.
https://parembasis.gr/index.php/el/journal/current-issue/7988-2024-330-14
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου