Η Λαμπρινή γεννήθηκε τό 1918 στό χωριό Ἁγία Παρασκευή Ἄρτης. Οἱ γονεῖς της Σπυρίδων Δρίβας καί Θεοδώρα ἦταν ἀπό τούς πιό εὔπορους τοῦ χωριοῦ καί εἶχαν ἄλλα τρία ἀγόρια. Ἡ Λαμπρινή ἦταν ἡ μικρότερη καί τ᾿ ἀδέλφια της τήν ὑπεραγαποῦσαν γιά τόν χαρακτῆρα της, τό ἦθος καί τήν πολύ καλή συμπεριφορά της πρός ὅλους.
Μεγάλωσε μέ χριστιανικές ἀρχές. Ἀπό μικρή ἔμαθε νά ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους καί νά ζῆ σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τελείωσε μόνο τό δημοτικό σχολεῖο καί διάβαζε μέ πόθο τήν Ἁγία Γραφή καί ἄλλα πνευματικά βιβλία. Διηγήθηκε ἡ ἴδια: «Ἤμουν ὀκτώ χρόνων καί καθόμουν σ᾿ ἕνα καρεκλάκι στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ. Κρατοῦσα μιά μικρή Ἁγία Γραφή, μπῆκα στόν ἐνθουσιασμό καί μοῦ ἄρεσε νά τήν διαβάζω. Εἶχα διαβάσει τό χωρίο: “Πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει”[1]. Ἔτσι μπῆκε μέσα στήν καρδιά μου καί ἀγάπησα πάρα πολύ τόν Κύριο. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄναψε ὁ πόθος γιά νά ἀκολουθήσω τήν μοναχική ζωή καί σκέφθηκα: “Δέν θέλω τίποτε, οὔτε χωράφια οὔτε περιουσίες, θά πάω γιά μοναχή”.
»Τότε ἐμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου κάποιος ντυμένος μέ ἱερατικά ἄμφια καί μοῦ ἄρεσε πολύ ἡ ὄψη του, ἦταν πολύ ὄμορφη. Τόν κοιτοῦσα μέ θαυμασμό. Μοῦ εἶπε:
–Τί μέ θαυμάζεις; Καί τά χεράκια σου ἐγώ τά ἔπλασα καί εἶσαι καί σύ ὄμορφη σάν ἐμένα.
–Ἐμένα μέ γέννησε ἡ μάννα μου καί εἶναι στήν κουζίνα. Νά τήν φωνάξω;
–Ὄχι, ἐγώ ἐσένα θέλω, καί ἔπιασε τά μαλλάκια μου. Αὐτά ποιός τά ἔπλασε;
–Ἀφοῦ μέ ἔπλασες ἐσύ καί αὐτά σύ θά τά ἔπλασες.
–Ναί, μοῦ εἶπε. Τώρα τί θά κάνεις, ποιά ζωή θά ἀκολουθήσεις;
–Αὐτό τό βιβλίο μοῦ ἄναψε τόν πόθο γιά τόν μεγάλο μου Θεό, θέλω νά τόν ἀπολαύσω. Αὐτός νά ἐργάζεται γιά μένα καί ἐγώ γι᾿ αὐτόν.
–Θά γίνεις μεγάλη, παιδί μου, καί θά ἐργασθεῖς καί σύ γιά μένα.
–Ποιός εἶσαι σύ;
–Αὐτός πού εἶπες ἐσύ, μοῦ εἶπε. Ἀφοῦ θέλεις ἔτσι, θά τρῶς Τετάρτη καί Παρασκευή ψωμί καί σκόρδο. Ἐσύ εἶσαι καλό παιδί, ἔχω ὅμως καί ἄλλα καλά παιδιά˙ θά ἔρθω μιά μέρα νά μαζέψω ὅλα αὐτά τά καλά παιδιά.
»Ὕστερα ἔγινε ἄφαντος».
Ἄρχισε μετά ἀπ᾿ αὐτό νά ἀγωνίζεται περισσότερο, νά νηστεύη, νά προσεύχεται καί νά ἑτοιμάζεται νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό. Πνευματικός της ἦταν ὁ π. Μητροφάνης, ὁ Γέροντας τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ροβέλιστας Ἄρτης. Διηγήθηκε ἡ ἴδια: «Ἀπό μικρή ἤθελα νά γίνω μοναχή˙ ὅταν ἔγινα δεκαεπτά χρόνων πῆγα στό Μοναστήρι καί εἶπα στόν Γέροντα ὅτι θέλω νά γίνω μοναχή. Μοῦ εἶπε “νἄρθης, παιδάκι μου”. Τήν ἄλλη μέρα ἦρθαν οἱ γονεῖς μου μέ φωνές νά μέ πάρουν. Ὁ Ἡγούμενος, ὅπως τούς εἶδε ἔτσι ἀγριεμένους, μέ ἔδωσε λέγοντάς με νά μεγαλώσω λίγο καί μετά ξαναπηγαίνω.
»Αὐτοί μέ πῆραν καί σέ λίγες μέρες ἄρχισαν τά προξενειά. Ἐγώ ἤμουν ἀρνητική καί εὕρισκα προφάσεις. Μετά μέ ρώτησαν τί θέλω καί τούς εἶπα: “Θά προσευχηθῶ ὅλη τή νύχτα καί ὅ,τι μοῦ πεῖ ὁ Θεός”.
»Προσευχήθηκα καί εἶπα: “Θεέ μου, ἕνα πρᾶγμα σοῦ ζητῶ. Νά μοῦ δώσης ἄδεια νά πάρω τόν οὐράνιο (νυμφίο) καί ᾿γώ, ὅπως παίρνουν οἱ καλές ψυχές. Νά μή συζευχτῶ μέ ἐπίγειον ἄνδρα”. Ἄκουσα φωνή: “Σέ ἔχομε ὑπ᾿ ὄψη. Μιά ὥρα δική μας θά γίνεις. Πρέπει ὅμως νά συζευχθῆς αὐτοῦ γιά νά δυναμώσης. Νά βάλης χαλινάρια στό στόμα, στά πόδια, στά χέρια, στήν σάρκα”.
–Στήν σάρκα; Στήν παντρειά μέ στέλνεις.
–Σέ στέλνω ἐγώ καί ἡ σάρκα εἶναι εὐλογημένη. Δοκιμασίες θά ἔχεις.
»Ἐγώ συνέχισα νά προσεύχωμαι γιά τό καλύτερο, νά γίνω μοναχή, ὅμως μοῦ ἔλεγε ὅτι “τό καλύτερο γιά σένα εἶναι νά παντρευτῆς, νά δοκιμαστῆς, νά ψηθῆς. Ἄν πᾶς στό Μοναστήρι, δέν θά βασανισθῆς τόσο. Στό Μοναστήρι ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι θά κάνεις καί σύ, εἴτε τρῶνε εἴτε προσεύχονται. Στόν κόσμο ὅμως θά συναντήσεις κακότητα, μοχθηρία. Ἐμεῖς τελειώσαμε τώρα, πάρε τήν δύναμη καί τήν φώτιση καί ἐργάσου ὅσο μπορεῖς”.
»Ἐργάσθηκα σέ ὅλη μου τήν ζωή. Ἀγωνίστηκα. Τά πεθερικά μου μετά δέν μέ ἤθελαν, μέ ἔδιωχναν, μέ ἔβριζαν μέ ἄπρεπα λόγια. Ὅσα μοῦ εἶπε ἡ φωνή, τό Πνεῦμα, τά βρῆκα ὅλα».
Ἔτσι λοιπόν μετά τά εἴκοσί της τήν πάντρεψαν μέ τόν Ἀριστείδη Βέτσιο ἀπό τά Κολομόδια Ἄρτης καί ἀπέκτησαν δύο παιδιά, τόν Σπύρο καί τήν Σταθούλα.
Ἡ ζωή της δέν ἦταν καθόλου εὔκολη στήν οἰκογένεια τοῦ συζύγου της, γιατί ζοῦσαν δεκατρία ἄτομα μαζί στό ἴδιο σπίτι καί ὁ καθένας εἶχε τίς δικές του ἰδιοτροπίες καί τόν δικό του τρόπο σκέψεως. Ἰδιαίτερα ὁ πεθερός της φερόταν πρός αὐτήν μέ ἄσχημο τρόπο, μέ περιφρόνηση καί σκληρότητα τήν πλήγωνε μέ τά λόγια του. Ἡ Λαμπρινή ὅμως κατάφερε μέ τήν ὑπομονή νά τά ξεπεράση ὅλα. Στίς βρισιές του ἔλεγε: «Πές με ὅ,τι θέλεις. Ἐγώ εἶμαι μουγκή». Καί ἀπό τόν σύζυγό της εἶχε δυσκολίες. Κάποτε πού βρισκόταν σέ ἀγρυπνία στόν ἅγιο Φανούριο στό γειτονικό χωριό Γλυκόριζο, ἄκουσε φωνή πού τῆς εἶπε: «Αὐτήν τήν στιγμή καίγεται τό σπίτι σου». Ὅταν τέλειωσε ἡ ἀγρυπνία καί γύρισε μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες μέ τά πόδια, εἶδε τά βιβλία της καμμένα καί πεταμένα ἔξω ἀπό τό σπίτι καί τόν σύζυγό της σέ ἔξαλλη κατάσταση νά τῆς φωνάζη νά φύγη ἀπό τό σπίτι. Ἡ Λαμπρινή ἀπάντησε: «Δέν φεύγω. Ἐσύ εἶσαι ὁ ἄντρας μου, ἐδῶ εἶναι τό σπίτι μου, σκότωσέ με, κάνε με ὅ,τι θέλεις, ἐγώ δέν φεύγω». Τή νύχτα τήν κλείδωσε ἔξω ἀπό τό σπίτι. Ὑπέμεινε ἤρεμα καί ἔλεγε: «Ὁ πειρασμός τόν βάζει, θά τοῦ περάσει. Αὐτός εἶναι καλός, ἀλλά στό καφενεῖο τόν “ἄναψε” ὁ τάδε καί ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, μέχρι νά τοῦ περάση ὁ θυμός».
Παρά τίς τόσες δυσκολίες καί τίς κοπιαστικές ἀγροτικές ἐργασίες, δέν ἄφηνε δευτερόλεπτο τῆς ἡμέρας χωρίς νά προσεύχεται καί νά εὐχαριστῆ τόν Θεό. Μαζί της στό χωράφι πού πήγαινε νά ἐργασθῆ ἔπαιρνε καί βιβλία πνευματικά γιά νά διαβάζη καί νά προσεύχεται. Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της χάλασε ἀπό τήν πολλή χρήση τέσσερα βιβλία «Μεγάλα Ὡρολόγια». Τά βιβλία της ἦταν ἡ περιουσία της, ὅπως ἔλεγε, καί ἀπό τήν μελέτη τους ἔπαιρνε πολλή δύναμη.
Μετά πού ἀπέκτησε τά δυό της παιδιά μέ τόν ἄνδρα της ζοῦσαν σάν ἀδέλφια. Αὐτός τίς νύχτες κοιμόταν καί ἡ Λαμπρινή διάβαζε τά βιβλία της μέ τό φῶς ἑνός καντηλιοῦ καί ἑνός κεριοῦ.
Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της εἶχε μονοφαγία καί ξηροφαγία. Ἔτρωγε συνήθως ψωμί καί ἐλιές. Στό τριήμερο δέν ἔτρωγε καί δέν ἔπινε τίποτε. Κοινωνοῦσε τήν καθαρά Τετάρτη καί μετά συνέχιζε τήν τελεία νηστεία. Τίς ἡμέρες πού δέν ἔτρωγε τίποτε ἔπινε γύρω στίς 3 μ.μ. ἕνα κουταλάκι ζεστό νερό. Τό συνηθισμένο φαγητό της ἦταν μιά πατάτα βρασμένη μέ ξύδι. Τά παιδιά της τήν πίεζαν νά φάη, ἀλλά ἀρνιόταν καί ἀπαντοῦσε: «Μή στενοχωριέστε, δέν θά πεθάνω ἀπό τή νηστεία. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ τροφή μου. Τό σῶμα θά τό περιποιηθῶ γιατί εἶναι ἡ κατοικία τῆς ψυχῆς μου. Ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα θά φάω. Μήν ἀνησυχῆτε». Τήν ἔκανε τό πρωΐ ἡ κόρη της καφέ καί τό ἀπόγευμα πού πήγαινε νά πάρη τό φλυντζάνι ἦταν ἀπείραχτο. Τό Πάσχα πού κάθονταν ὅλοι μαζί νά φᾶνε, ἡ Λαμπρινή μιλοῦσε γιά τόν Θεό καί μετά ἀπό πίεση ἔτρωγε μιά κουταλιά γιαούρτι ἤ μιά πηρουνιά σαλάτα. Ἔλεγε: «Σήμερα εἶναι ἡ μεγαλύτερη γιορτή. Σήμερα ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Ἄν ἐρχόταν ἕνα πεθαμένο παιδί μου ἐγώ θά ἔτρωγα; Θά στόλιζα τό σπίτι μου νά τό ὑποδεχθῶ».
Τήν τελευταία εἰκοσαετία τῆς ζωῆς της ἔτρωγε μόνο ψωμί, νερό καί ξύδι. Κάποτε θά πήγαινε στήν Ἀθήνα γιά μιά ἑβδομάδα, διότι θά ἔκανε ἐγχείρηση ὁ ἀδελφός της. Μιά γνωστή της ἔψηνε ψωμί ἀπό καλαμπόκι καί τῆς ἔδωσε μιά φέτα. Τό δέχθηκε μέ μεγάλη χαρά γιατί ἤξερε ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτή χάραξε τόν σταυρό πάνω στό ψωμί. Ὅταν γύρισε ἀπό τήν Ἀθήνα εὐχαρίστησε τήν γυναῖκα πού τῆς ἔδωσε τό ψωμί καί τῆς ἐκμυστηρεύτηκε ὅτι αὐτό τό ψωμάκι ἦταν ἡ τροφή της γιά ὅλη τήν ἑβδομάδα πού πέρασε στήν Ἀθήνα. «Ἔτρωγα λίγο κάθε μέρα καί ἐρχόταν ὁ Κύριος καί μοῦ τό αὐγάταγε (αὔξανε)».
Πρίν τήν κοίμησή της γιά ἕνα διάστημα ἀρκεῖτο μόνο σ᾿ ἕνα κουταλάκι ἁγίασμα, στό ἀντίδωρο καί φυσικά στήν θεία Κοινωνία. Σέ κάποιον πού τήν ρώτησε τί εἶχε φάει ἀπάντησε ὅτι ἔφαγε μόνο ἀντίδωρο πού εἶχε κρατήσει ἀπό τήν θεία Λειτουργία ὅτι μ᾿ αὐτό ἦταν χορτασμένη καί θά τήν κρατήσει γιά κανά–δυό μέρες ἀκόμη.
Ἀφοῦ πάντρεψε τά παιδιά της, ἀπό τήν ἡλικία τῶν 45 ἐτῶν σταμάτησε τίς ἀγροτικές ἐργασίες καί ἀφωσιώθηκε στήν ἄσκηση καί στήν προσευχή. Ἡ ζωή της πλέον ἦταν μιά συνεχής προσευχή στό σπίτι καί στήν Ἐκκλησία, ὅπου τακτικά πήγαινε καί κοινωνοῦσε συχνά.
Τό καθημερινό τυπικό της ἦταν περίπου τό ἐξῆς: Κοιμόταν μέχρι δύο ὧρες τό ἡμερονύκτιο ἀπό τίς 3 μέχρι τίς 4.30 τή νύχτα. Ἔκανε κομποσχοίνι γονατιστή καί μεγάλες μετάνοιες. Ἔκανε ὅλες τίς ἀκολουθίες κάθε ἡμέρα. Τό Μεσονυκτικό καί τόν Ὄρθρο τά διάβαζε μέ τό ἁμυδρό φῶς ἀπό τό καντήλι καί μέ ἕνα κεράκι. Μελετοῦσε πολύ τήν Ἁγία Γραφή καί πατερικά βιβλία. Τήν ἡμέρα, διάβαζε, ἔκανε τήν ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν καί προσευχή. Σέ ὅσους τήν θαύμαζαν πού μποροῦσε καί ἀφιέρωνε τήν ἡμέρα της στό διάβασμα ἔλεγε πώς χρόνος ὑπάρχει γιά ὅλους. Καί μιά σελίδα τήν ἡμέρα νά διαβάζης εἶναι ἀρκετό, ἀρκεῖ νά γίνεται μέ πίστη. Ὅλα αὐτά τά ἔκανε μέ εὐλογία ἀπό τόν Πνευματικό της π. Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε δώσει τόν κανόνα τῆς προσευχῆς. Τήν Μ. Σαρακοστή, ἔκανε τό Μεγάλο Ἀπόδειπνο καί ὅταν κάποιος τήν διέκοπτε δέν τό συνέχιζε, ἀλλά τό ἄρχιζε πάλι ἀπό τήν ἀρχή.
Ὅταν γινόταν ἀγρυπνία σέ κάποια Ἐκκλησία ἦταν πάντα πρώτη. Συνήθως τήν ἀκολουθοῦσαν καί γυναῖκες ἀπό τά γύρω χωριά. Πολλές νύχτες συγκέντρωνε τίς γυναῖκες στό σπίτι της καί ἔκαναν ὁμαδική προσευχή.
Ἀπό τήν ἡλικία τῶν τριάντα ἐτῶν ἔρραψε ἕνα τρίχινο σάκκο καί τόν φοροῦσε κατάσαρκα σ᾿ ὅλη τήν ζωή της, γιά ἄσκηση καί κακοπάθεια. Κανείς δέν τό ἤξερε. Γιά 54 χρόνια τόν φοροῦσε καί ποτέ δέν τόν ἔπλυνε. Πρίν ἀπό τήν κοίμησή της ἄφησε ἐντολή στήν κόρη της νά μήν τόν πλύνη ποτέ. Ὅσοι τόν εἶδαν μαρτυροῦν ὅτι φαίνεται σάν νά βγῆκε ἀπό πλυντήριο καί μοσχοβολᾶ (εὐωδιάζει).
Παρ᾿ ὅλο πού ζοῦσε μέσα στόν κόσμο ὁ πόθος της γιά τόν μοναχισμό καί τήν Ἐκκλησία τήν ἔκαναν νά μετατρέψη τό δωμάτιό της σ᾿ ἕνα μοναχικό κελλί. Ὅ,τι χαρτάκι εὕρισκε πού εἶχε φωτογραφία κάποιου ἁγίου τό κολλοῦσε στόν τοῖχο, δημιουργώντας μιά ξεχωριστή ἀτμόσφαιρα.
Δέν ἀγαποῦσε τά χρήματα, ἦταν ἀνάργυρη. Τό μόνο πού τήν ἐνδιέφερε ἦταν νά μπορῆ νά κάνη ἐλεημοσύνες καί νά βοηθᾶ τόν κόσμο. Ὅλη τήν σύνταξή της τήν μοίραζε σέ ἐλεημοσύνες. Ἐπίσης ὅταν τά παιδιά της τῆς ἔδιναν χρήματα, τά διέθετε καί αὐτά γιά νά βοηθᾶ φτωχούς. Ἔλεγε στά παιδιά της: «Τά χρήματα αὐτά πού δίνω, δέν εἶναι δικά μου. Πιάνονται (λογίζονται) σέ σᾶς, γιατί δικά σας εἶναι». Ἀπέφευγε μάλιστα νά πιάνη μέ τά χέρια της τά χρήματα, ἀλλά μέ μιά χαρτοπετσέτα ἤ μέ ἕνα κομμάτι ὕφασμα. Καί ὅταν πήγαινε νά ψωνίση ἄνοιγε τό πορτοφόλι ἤ τήν χαρτοπετσέτα καί ἔπαιρνε ὁ μπακάλης μόνος του. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
https://enromiosini.gr/biografies/23askites-mesa-ston-kosmo-3/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου