26 Μαρτίου, 2024

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Λαμπρινή Βέτσιου 1/3

Η Λα­μπρι­νή γεν­νή­θη­κε τό 1918 στό χω­ριό Ἁγία Πα­ρα­σκευ­ή Ἄρ­της. Οἱ γο­νεῖς της Σπυ­ρί­δων Δρί­βας καί Θεο­δώ­ρα ἦταν ἀπό τούς πιό εὔ­πο­ρους τοῦ χω­ριοῦ καί εἶ­χαν ἄλλα τρία ἀγό­ρια. Ἡ Λαμ­πρι­νή ἦταν ἡ μι­κρό­τε­ρη καί τ᾿ ἀδέλ­φια της τήν ὑπε­ρα­γα­ποῦ­σαν γιά τόν χα­ρα­κτῆ­ρα της, τό ἦθος καί τήν πο­λύ κα­λή συ­μπε­ρι­φο­ρά της πρός ὅλους.

Με­γά­λω­σε μέ χρι­στια­νι­κές ἀρχές. Ἀπό μι­κρή ἔμα­θε νά ἀγα­πᾶ τούς ἀν­θρώ­πους καί νά ζῆ σύμ­φω­να μέ τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Τε­λεί­ω­σε μό­νο τό δη­μο­τι­κό σχο­λεῖ­ο καί διά­βα­ζε μέ πό­θο τήν Ἁγία Γρα­φή καί ἄλ­λα πνευ­μα­τι­κά βι­βλία. Διη­γή­θη­κε ἡ ἴδια: «Ἤμουν ὀκτώ χρό­νων καί κα­θό­μουν σ᾿ ἕνα κα­ρε­κλά­κι στήν αὐ­λή τοῦ σπι­τιοῦ. Κρα­τοῦ­σα μιά μι­κρή Ἁγία Γρα­φή, μπῆ­κα στόν ἐν­θου­σια­σμό καί μοῦ ἄρε­σε νά τήν δι­α­βά­ζω. Εἶ­χα δι­α­βά­σει τό χω­ρί­ο: “Πᾶς ὅς ἀ­φῆ­κεν οἰ­κί­ας ἤ ἀ­δελ­φούς ἤ ἀ­δελ­φάς ἤ πα­τέ­ρα ἤ μη­τέ­ρα ἤ γυ­ναῖ­κα ἤ τέ­κνα ἤ ἀ­γρούς ἕ­νε­κεν τοῦ ὀ­νό­μα­τός μου, ἑκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να λή­ψε­ται καί ζω­ήν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σει”[1]. Ἔτσι μπῆ­κε μέ­σα στήν καρ­διά μου καί ἀγά­πη­σα πά­ρα πο­λύ τόν Κύ­ριο. Ἀ­πό ἐκεί­νη τήν στιγ­μή ἄνα­ψε ὁ πό­θος γιά νά ἀ­κο­λου­θή­σω τήν μο­να­χι­κή ζω­ή καί σκέ­φθη­κα: “Δέν θέ­λω τί­πο­τε, οὔ­τε χω­ρά­φια οὔ­τε πε­ρι­ου­σί­ες, θά πά­ω γιά μο­να­χή”.

»Τό­τε ἐμ­φα­νί­στη­κε ξαφ­νι­κά μπρο­στά μου κά­ποι­ος ντυ­μέ­νος μέ ἱ­ε­ρα­τι­κά ἄμ­φια καί μοῦ ἄ­ρε­σε πο­λύ ἡ ὄ­ψη του, ἦ­ταν πο­λύ ὄ­μορ­φη. Τόν κοι­τοῦ­σα μέ θαυ­μα­σμό. Μοῦ εἶ­πε:

–Τί μέ θαυ­μά­ζεις; Καί τά χε­ρά­κια σου ἐγώ τά ἔπλα­σα καί εἶ­σαι καί σύ ὄ­μορ­φη σάν ἐμέ­να.

–Ἐμέ­να μέ γέν­νη­σε ἡ μάν­να μου καί εἶ­ναι στήν κου­ζί­να. Νά τήν φω­νά­ξω;

–Ὄ­χι, ἐ­γώ ἐ­σέ­να θέ­λω, καί ἔ­πια­σε τά μαλ­λά­κια μου. Αὐ­τά ποι­ός τά ἔπλα­σε;

–Ἀφοῦ μέ ἔ­πλα­σες ἐ­σύ καί αὐ­τά σύ θά τά ἔ­πλα­σες.

–Ναί, μοῦ εἶ­πε. Τώ­ρα τί θά κά­νεις, ποι­ά ζω­ή θά ἀκο­λου­θή­σεις;

–Αὐ­τό τό βι­βλί­ο μοῦ ἄ­να­ψε τόν πό­θο γιά τόν με­γά­λο μου Θε­ό, θέ­λω νά τόν ἀ­πο­λαύ­σω. Αὐ­τός νά ἐρ­γά­ζε­ται γιά μέ­να καί ἐ­γώ γι᾿ αὐ­τόν.

–Θά γί­νεις με­γά­λη, παι­δί μου, καί θά ἐρ­γα­σθεῖς καί σύ γιά μέ­να.

–Ποι­ός εἶ­σαι σύ;

–Αὐ­τός πού εἶ­πες ἐ­σύ, μοῦ εἶ­πε. Ἀ­φοῦ θέ­λεις ἔ­τσι, θά τρῶς Τετ­άρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή ψω­μί καί σκόρ­δο. Ἐ­σύ εἶ­σαι κα­λό παι­δί, ἔχω ὅμως ­καί ἄλ­λα κα­λά παι­διά˙ θά ἔρ­θω μιά μέ­ρα νά μα­ζέ­ψω ὅ­λα αὐ­τά τά κα­λά παι­διά.

»Ὕστε­ρα ἔ­γι­νε ἄ­φαν­τος».

Ἄρ­χι­σε με­τά ἀπ᾿ αὐ­τό νά ἀγω­νί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, νά νη­στεύη, νά προ­σεύ­χε­ται καί νά ἑτοι­μά­ζε­ται νά ἀφιε­ρω­θῆ στόν Θεό. Πνευ­μα­τι­κός της ἦταν ὁ π. Μη­τρο­φά­νης, ὁ Γέ­ρο­ντας τῆς ἱε­ρᾶς Μο­νῆς Ρο­βέ­λι­στας Ἄρ­της. Διη­γή­θη­κε ἡ ἴδια: «Ἀπό μι­κρή ἤθε­λα νά γί­νω μο­να­χή˙ ὅταν ἔγι­να δε­κα­ε­πτά χρό­νων πῆ­γα στό Μο­να­στή­ρι καί εἶ­πα στόν Γέ­ρο­ντα ὅ­τι θέ­λω νά γί­νω μο­να­χή. Μοῦ εἶ­πε “νἄρ­θης, παι­δά­κι μου”. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἦρ­θαν οἱ γο­νεῖς μου μέ φω­νές νά μέ πά­ρουν. Ὁ Ἡγού­με­νος, ὅ­πως τούς εἶ­δε ἔ­τσι ἀ­γρι­ε­μέ­νους, μέ ἔδω­σε λέ­γον­τάς με νά με­γα­λώ­σω λί­γο καί με­τά ξα­να­πη­γαί­νω.

»Αὐ­τοί μέ πῆ­ραν καί σέ λί­γες μέ­ρες ἄρ­χι­σαν τά προ­ξε­νειά. Ἐ­γώ ἤ­μουν ἀρ­νη­τι­κή καί εὕ­ρι­σκα προ­φά­σεις. Με­τά μέ ρώ­τη­σαν τί θέ­λω καί τούς εἶ­πα: “Θά προ­σευ­χη­θῶ ὅ­λη τή νύ­χτα καί ὅ,τι μοῦ πεῖ ὁ Θε­ός”.

»Προ­σευ­χή­θη­κα καί εἶ­πα: “Θε­έ μου, ἕ­να πρᾶγ­μα σοῦ ζη­τῶ. Νά μοῦ δώ­σης ἄ­δεια νά πά­ρω τόν οὐ­ρά­νιο (νυμ­φί­ο) καί ᾿γώ, ὅπως παίρ­νουν οἱ κα­λές ψυ­χές. Νά μή συ­ζευ­χτῶ μέ ἐπί­γει­ον ἄν­δρα”. Ἄκου­σα φω­νή: “Σέ ἔχο­με ὑπ᾿ ὄψη. Μιά ὥρα δι­κή μας θά γί­νεις. Πρέ­πει ὅ­μως νά συ­ζευ­χθῆς αὐ­τοῦ γιά νά δυ­να­μώ­σης. Νά βά­λης χα­λι­νά­ρια στό στό­μα, στά πό­δια, στά χέ­ρια, στήν σάρ­κα”.

–Στήν σάρ­κα; Στήν παν­τρειά μέ στέλ­νεις.

–Σέ στέλ­νω ἐγώ καί ἡ σάρ­κα εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νη. Δο­κι­μα­σί­ες θά ἔ­χεις.

»Ἐγώ συ­νέ­χι­σα νά προ­σεύ­χω­μαι γιά τό κα­λύ­τε­ρο, νά γί­νω μο­να­χή, ὅ­μως μοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι “τό κα­λύ­τε­ρο γιά σέ­να εἶ­ναι νά παν­τρευ­τῆς, νά δο­κι­μα­στῆς, νά ψη­θῆς. Ἄν πᾶς στό Μο­να­στή­ρι, δέν θά βα­σα­νι­σθῆς τό­σο. Στό Μο­να­στή­ρι ὅ,τι κά­νουν οἱ ἄλ­λοι θά κά­νεις καί σύ, εἴ­τε τρῶ­νε εἴ­τε προ­σεύ­χον­ται. Στόν κό­σμο ὅμως θά συ­ναν­τή­σεις κα­κό­τη­τα, μο­χθη­ρία. Ἐμεῖς τε­λει­ώ­σα­με τώ­ρα, πά­ρε τήν δύ­να­μη καί τήν φώ­τι­ση καί ἐρ­γά­σου ὅσο μπο­ρεῖς”.

»Ἐρ­γά­σθη­κα σέ ὅλη μου τήν ζω­ή. Ἀ­γω­νί­στη­κα. Τά πε­θε­ρι­κά μου με­τά δέν μέ ἤθε­λαν, μέ ἔδι­ω­χναν, μέ ἔβρι­ζαν μέ ἄπρε­πα λό­για. Ὅσα μοῦ εἶ­πε ἡ φω­νή, τό Πνεῦ­μα, τά βρῆ­κα ὅ­λα».

Ἔτσι λοι­πόν με­τά τά εἴ­κο­σί της τήν πάν­τρε­ψαν μέ τόν Ἀρι­στεί­δη Βέ­τσιο ἀπό τά Κο­λο­μό­δια Ἄρ­της καί ἀπέ­κτη­σαν δύο παι­διά, τόν Σπύ­ρο καί τήν Στα­θού­λα.


Ἡ ζωή της δέν ἦταν κα­θό­λου εὔ­κο­λη στήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ συ­ζύ­γου της, για­τί ζοῦ­σαν δε­κα­τρία ἄτο­μα μα­ζί στό ἴδιο σπί­τι καί ὁ κα­θέ­νας εἶ­χε τίς δι­κές του ἰδιο­τρο­πί­ες καί τόν δι­κό του τρό­πο σκέ­ψε­ως. Ἰδι­αί­τε­ρα ὁ πε­θε­ρός της φε­ρό­ταν πρός αὐ­τήν μέ ἄσχη­μο τρό­πο, μέ πε­ρι­φρό­νη­ση καί σκλη­ρό­τη­τα τήν πλή­γω­νε μέ τά λό­για του. Ἡ Λαμ­πρι­νή ὅμως κα­τά­φε­ρε μέ τήν ὑπο­μο­νή νά τά ξε­πε­ρά­ση ὅλα. Στίς βρι­σιές του ἔλε­γε: «Πές με ὅ,τι θέ­λεις. Ἐγώ εἶ­μαι μου­γκή». Καί ἀπό τόν σύ­ζυ­γό της εἶ­χε δυ­σκο­λί­ες. Κά­πο­τε πού βρι­σκό­ταν σέ ἀγρυ­πνία στόν ἅγιο Φα­νού­ριο στό γει­το­νι­κό χω­ριό Γλυ­κό­ρι­ζο, ἄκου­σε φω­νή πού τῆς εἶ­πε: «Αὐ­τήν τήν στιγ­μή καί­γε­ται τό σπί­τι σου». Ὅταν τέ­λειω­σε ἡ ἀγρυ­πνία καί γύ­ρι­σε μα­ζί μέ τίς ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες μέ τά πό­δια, εἶ­δε τά βι­βλία της καμ­μέ­να καί πε­τα­μέ­να ἔξω ἀπό τό σπί­τι καί τόν σύ­ζυ­γό της σέ ἔξαλ­λη κα­τά­στα­ση νά τῆς φω­νά­ζη νά φύ­γη ἀπό τό σπί­τι. Ἡ Λα­μπρι­νή ἀπά­ντη­σε: «Δέν φεύ­γω. Ἐσύ εἶ­σαι ὁ ἄντρας μου, ἐδῶ εἶ­ναι τό σπί­τι μου, σκό­τω­σέ με, κά­νε με ὅ,τι θέ­λεις, ἐγώ δέν φεύ­γω». Τή νύ­χτα τήν κλεί­δω­σε ἔξω ἀπό τό σπί­τι. Ὑπέ­μει­νε ἤρε­μα καί ἔλε­γε: «Ὁ πει­ρα­σμός τόν βά­ζει, θά τοῦ πε­ρά­σει. Αὐ­τός εἶ­ναι κα­λός, ἀλ­λά στό κα­φε­νεῖο τόν “ἄνα­ψε” ὁ τά­δε καί ἔκα­νε ὅ,τι ἔκα­νε, μέ­χρι νά τοῦ πε­ρά­ση ὁ θυ­μός».

Πα­ρά τίς τό­σες δυ­σκο­λί­ες καί τίς κο­πια­στι­κές ἀγρο­τι­κές ἐρ­γα­σί­ες, δέν ἄφη­νε δευ­τε­ρό­λε­πτο τῆς ἡμέ­ρας χω­ρίς νά προ­σεύ­χε­ται καί νά εὐ­χα­ρι­στῆ τόν Θεό. Μα­ζί της στό χω­ρά­φι πού πή­γαι­νε νά ἐρ­γα­σθῆ ἔπαιρ­νε καί βι­βλία πνευ­μα­τι­κά γιά νά δια­βά­ζη καί νά προ­σεύ­χε­ται. Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της χά­λα­σε ἀπό τήν πολ­λή χρή­ση τέσ­σε­ρα βι­βλία «Με­γά­λα Ὡρο­λό­για». Τά βι­βλία της ἦταν ἡ πε­ρι­ου­σία της, ὅπως ἔλε­γε, καί ἀπό τήν με­λέ­τη τους ἔπαιρ­νε πολ­λή δύ­να­μη.

Με­τά πού ἀπέ­κτη­σε τά δυό της παι­διά μέ τόν ἄν­δρα της ζοῦ­σαν σάν ἀδέλ­φια. Αὐτός τίς νύ­χτες κοι­μό­ταν καί ἡ Λαμ­πρι­νή διά­βα­ζε τά βι­βλία της μέ τό φῶς ἑνός κα­ντη­λιοῦ καί ἑνός κε­ριοῦ.

Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της εἶ­χε μο­νο­φα­γία καί ξη­ρο­φα­γία. Ἔτρω­γε συ­νή­θως ψω­μί καί ἐλιές. Στό τρι­ή­με­ρο δέν ἔτρω­γε καί δέν ἔπι­νε τί­πο­τε. Κοι­νω­νοῦ­σε τήν κα­θα­ρά Τε­τάρ­τη καί με­τά συ­νέ­χι­ζε τήν τε­λεία νη­στεία. Τίς ἡμέ­ρες πού δέν ἔτρω­γε τί­πο­τε ἔπι­νε γύ­ρω στίς 3 μ.μ. ἕνα κου­τα­λά­κι ζε­στό νε­ρό. Τό συ­νη­θι­σμέ­νο φα­γη­τό της ἦταν μιά πα­τά­τα βρα­σμέ­νη μέ ξύ­δι. Τά παι­διά της τήν πί­ε­ζαν νά φάη, ἀλ­λά ἀρ­νιό­ταν καί ἀπα­ντοῦ­σε: «Μή στε­νο­χω­ριέ­στε, δέν θά πε­θά­νω ἀπό τή νη­στεία. Ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι ἡ τρο­φή μου. Τό σῶ­μα θά τό πε­ρι­ποι­η­θῶ για­τί εἶ­ναι ἡ κα­τοι­κία τῆς ψυ­χῆς μου. Ὅταν ἔρ­θη ἡ ὥρα θά φάω. Μήν ἀνη­συ­χῆτε». Τήν ἔκα­νε τό πρωΐ ἡ κό­ρη της κα­φέ καί τό ἀπό­γευ­μα πού πή­γαι­νε νά πά­ρη τό φλυ­ντζά­νι ἦταν ἀπεί­ρα­χτο. Τό Πά­σχα πού κά­θο­νταν ὅλοι μα­ζί νά φᾶ­νε, ἡ Λα­μπρι­νή μι­λοῦ­σε γιά τόν Θεό καί με­τά ἀπό πί­ε­ση ἔτρω­γε μιά κου­τα­λιά για­ούρ­τι ἤ μιά πη­ρου­νιά σα­λά­τα. Ἔλε­γε: «Σή­με­ρα εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη γιορ­τή. Σή­με­ρα ἀνα­στή­θη­κε ὁ Χρι­στός. Ἄν ἐρ­χό­ταν ἕνα πε­θα­μέ­νο παι­δί μου ἐγώ θά ἔτρω­γα; Θά στό­λι­ζα τό σπί­τι μου νά τό ὑπο­δε­χθῶ».

Τήν τε­λευ­ταία εἰ­κο­σα­ε­τία τῆς ζω­ῆς της ἔτρω­γε μό­νο ψω­μί, νε­ρό καί ξύ­δι. Κά­πο­τε θά πή­γαι­νε στήν Ἀθή­να γιά μιά ἑβδο­μά­δα, διό­τι θά ἔκα­νε ἐγ­χεί­ρη­ση ὁ ἀδελ­φός της. Μιά γνω­στή της ἔψη­νε ψω­μί ἀπό κα­λα­μπό­κι καί τῆς ἔδω­σε μιά φέ­τα. Τό δέ­χθη­κε μέ με­γά­λη χα­ρά για­τί ἤξε­ρε ὅτι ἡ γυ­ναῖ­κα αὐ­τή χά­ρα­ξε τόν σταυ­ρό πά­νω στό ψω­μί. Ὅταν γύ­ρι­σε ἀπό τήν Ἀθή­να εὐ­χα­ρί­στη­σε τήν γυ­ναῖ­κα πού τῆς ἔδω­σε τό ψω­μί καί τῆς ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ὅτι αὐ­τό τό ψω­μά­κι ἦταν ἡ τρο­φή της γιά ὅλη τήν ἑβδο­μά­δα πού πέ­ρα­σε στήν Ἀθή­να. «Ἔτρω­γα λί­γο κά­θε μέ­ρα καί ἐρ­χό­ταν ὁ Κύ­ρι­ος καί μοῦ τό αὐ­γά­τα­γε (αὔ­ξα­νε)».

Πρίν τήν κοί­μη­σή της γιά ἕνα διά­στη­μα ἀρ­κεῖ­το μό­νο σ᾿ ἕνα κου­τα­λά­κι ἁγί­α­σμα, στό ἀντί­δω­ρο καί φυ­σι­κά στήν θεία Κοι­νω­νία. Σέ κά­ποιον πού τήν ρώ­τη­σε τί εἶ­χε φά­ει ἀπά­ντη­σε ὅτι ἔφα­γε μό­νο ἀντί­δω­ρο πού εἶ­χε κρα­τή­σει ἀπό τήν θεία Λει­τουρ­γία ὅτι μ᾿ αὐ­τό ἦταν χορ­τα­σμέ­νη καί θά τήν κρα­τή­σει γιά κανά–δυό μέ­ρες ἀκό­μη.

Ἀφοῦ πά­ντρε­ψε τά παι­διά της, ἀπό τήν ἡλι­κία τῶν 45 ἐτῶν στα­μά­τη­σε τίς ἀγρο­τι­κές ἐρ­γα­σί­ες καί ἀφω­σιώ­θη­κε στήν ἄσκη­ση καί στήν προ­σευ­χή. Ἡ ζωή της πλέον ἦταν μιά συ­νε­χής προ­σευ­χή στό σπί­τι καί στήν Ἐκ­κλη­σία, ὅπου τα­κτι­κά πή­γαι­νε καί κοι­νω­νοῦ­σε συ­χνά.

Τό κα­θη­με­ρι­νό τυ­πι­κό της ἦταν πε­ρί­που τό ἐξῆς: Κοι­μό­ταν μέ­χρι δύο ὧρες τό ἡμε­ρο­νύ­κτιο ἀπό τίς 3 μέ­χρι τίς 4.30 τή νύ­χτα. Ἔκα­νε κο­μπο­σχοί­νι γο­να­τι­στή καί με­γά­λες με­τά­νοι­ες. Ἔκα­νε ὅλες τίς ἀκο­λου­θί­ες κά­θε ἡμέ­ρα. Τό Με­σο­νυ­κτι­κό καί τόν Ὄρ­θρο τά διά­βα­ζε μέ τό ἁμυ­δρό φῶς ἀπό τό κα­ντή­λι καί μέ ἕνα κε­ρά­κι. Με­λε­τοῦ­σε πο­λύ τήν Ἁγία Γρα­φή καί πα­τε­ρι­κά βι­βλία. Τήν ἡμέ­ρα, διά­βα­ζε, ἔκα­νε τήν ἀκο­λου­θία τῶν Ὡρῶν καί προ­σευ­χή. Σέ ὅσους τήν θαύ­μα­ζαν πού μπο­ροῦ­σε καί ἀφι­έ­ρω­νε τήν ἡμέ­ρα της στό διά­βα­σμα ἔλε­γε πώς χρό­νος ὑπάρ­χει γιά ὅλους. Καί μιά σελί­δα τήν ἡμέ­ρα νά δια­βά­ζης εἶ­ναι ἀρ­κε­τό, ἀρ­κεῖ νά γί­νε­ται μέ πί­στη. Ὅλα αὐ­τά τά ἔκα­νε μέ εὐ­λο­γία ἀπό τόν Πνευ­μα­τι­κό της π. Μη­τρο­φά­νη, ὁ ὁποῖ­ος τῆς εἶ­χε δώ­σει τόν κα­νό­να τῆς προ­σευ­χῆς. Τήν Μ. Σα­ρα­κο­στή, ἔκα­νε τό Με­γά­λο Ἀπό­δει­πνο καί ὅταν κά­ποιος τήν διέ­κο­πτε δέν τό συ­νέ­χι­ζε, ἀλ­λά τό ἄρ­χι­ζε πά­λι ἀπό τήν ἀρ­χή.

Ὅταν γι­νό­ταν ἀγρυ­πνία σέ κά­ποια Ἐκ­κλη­σία ἦταν πά­ντα πρώ­τη. Συ­νή­θως τήν ἀκο­λου­θοῦ­σαν καί γυ­ναῖ­κες ἀπό τά γύ­ρω χω­ριά. Πολ­λές νύ­χτες συ­γκέ­ντρω­νε τίς γυ­ναῖ­κες στό σπί­τι της καί ἔκα­ναν ὁμα­δι­κή προ­σευ­χή.

Ἀπό τήν ἡλι­κία τῶν τρι­ά­ντα ἐτῶν ἔρ­ρα­ψε ἕνα τρί­χι­νο σάκ­κο καί τόν φο­ροῦ­σε κα­τά­σαρ­κα σ᾿ ὅλη τήν ζωή της, γιά ἄσκη­ση καί κα­κο­πά­θεια. Κα­νείς δέν τό ἤξε­ρε. Γιά 54 χρό­νια τόν φο­ροῦ­σε καί πο­τέ δέν τόν ἔπλυ­νε. Πρίν ἀπό τήν κοί­μη­σή της ἄφη­σε ἐντο­λή στήν κό­ρη της νά μήν τόν πλύ­νη ποτέ. Ὅσοι τόν εἶ­δαν μαρ­τυ­ροῦν ὅτι φαί­νε­ται σάν νά βγῆ­κε ἀπό πλυ­ντή­ριο καί μο­σχο­βο­λᾶ (εὐ­ω­διά­ζει).

Παρ᾿ ὅλο πού ζοῦ­σε μέ­σα στόν κό­σμο ὁ πό­θος της γιά τόν μο­να­χι­σμό καί τήν Ἐκ­κλη­σία τήν ἔκα­ναν νά με­τα­τρέ­ψη τό δω­μά­τιό της σ᾿ ἕνα μο­να­χι­κό κελ­λί. Ὅ,τι χαρ­τά­κι εὕ­ρι­σκε πού εἶ­χε φω­το­γρα­φία κά­ποιου ἁγί­ου τό κολ­λοῦ­σε στόν τοῖ­χο, δη­μι­ουρ­γώ­ντας μιά ξε­χω­ρι­στή ἀτ­μό­σφαι­ρα.

Δέν ἀγα­ποῦ­σε τά χρή­μα­τα, ἦταν ἀνάρ­γυ­ρη. Τό μό­νο πού τήν ἐν­διέ­φε­ρε ἦταν νά μπο­ρῆ νά κά­νη ἐλε­η­μο­σύ­νες καί νά βο­η­θᾶ τόν κό­σμο. Ὅλη τήν σύ­ντα­ξή της τήν μοί­ρα­ζε σέ ἐλε­η­μο­σύ­νες. Ἐπί­σης ὅταν τά παι­διά της τῆς ἔδι­ναν χρή­μα­τα, τά διέ­θε­τε καί αὐ­τά γιά νά βο­η­θᾶ φτω­χούς. Ἔλε­γε στά παι­διά της: «Τά χρή­μα­τα αὐ­τά πού δί­νω, δέν εἶ­ναι δι­κά μου. Πιά­νο­νται (λο­γί­ζο­νται) σέ σᾶς, για­τί δι­κά σας εἶ­ναι». Ἀπέ­φευ­γε μά­λι­στα νά πιά­νη μέ τά χέ­ρια της τά χρή­μα­τα, ἀλ­λά μέ μιά χαρ­το­πε­τσέ­τα ἤ μέ ἕνα κομ­μά­τι ὕφα­σμα. Καί ὅταν πή­γαι­νε νά ψω­νί­ση ἄνοι­γε τό πορ­το­φό­λι ἤ τήν χαρ­το­πε­τσέ­τα καί ἔπαιρ­νε ὁ μπα­κά­λης μό­νος του. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

https://enromiosini.gr/biografies/23askites-mesa-ston-kosmo-3/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου