04 Απριλίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Παπα–Παναῆς Θεοδωρακόπουλος 1ο Μερος


Γεννήθηκε τό 1896 καί ἡ ζωή του ἐκάλυψε ὅλο σχεδόν τόν περασμένο (20ό) αἰῶνα. Πρωτότοκος γυιός ὑπερπολυτέκνων γονέων πιστῶν καί θεοσεβῶν, τοῦ Σπήλιου Θεοδωρακόπουλου καί τῆς Γιαννούλας. Ἡ μητέρα του χαρακτηριζόταν γιά τήν θρησκευτικότητά της καί κρατοῦσε μ᾿ εὐλάβεια τίς ἱερές παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό νέος ἦταν σκληραγωγημένος μέσα στήν λιτή ζωή τῆς μᾶλλον φτωχῆς οἰκογενείας του. Ὁ πατέρας του ἦταν μαραγκός στό ἑπτακοσίων περίπου κατοίκων ἄγονο, φτωχό καί πανέμορφο χωριό Καλούσι πού ἦταν σάν σέ μπαλκόνι στήν κακοτράχηλη πλαγιά τοῦ Ἐρυμάνθου μέ τά πρίνα, τά ρείκια καί τίς ἀγριοβελανιδιές σέ ὕψος 750 μέτρων καί εἶχε ἕνα εὑρύ ὁρίζοντα μέχρι τήν μακρινή παραλία τοῦ Πατραϊκοῦ κόλπου.

Μέσα στήν ἤρεμη, ὄμορφη καί σεμνή χριστιανική ἀτμόσφαιρα τῆς οἰκογενείας του καί τήν ὡραία φύση τοῦ χωριοῦ του ζυμώθηκαν τά πρῶτα νεανικά του χρόνια ἐμποτισμένα μέ πίστη, σωφροσύνη καί φυσική καλωσύνη καί εὐγένεια. Τούς μεγαλυτέρους του τούς σεβόταν καί ξεχωριστά βέβαια τούς γονεῖς του. Ἡ αὐθάδεια ἦταν ξένη πρός αὐτόν. Τά πρῶτα γράμματα τἄμαθε στό τότε τετρατάξιο Δημοτικό τοῦ χωριοῦ του. Τοῦ ἄρεσαν τά γράμματα, γι᾿ αὐτό τόν ἔγραψε ὁ πατέρας του στό Σχολαρχεῖο τῆς Χαλανδρίτσας, τρεῖς ὧρες κατσικόδρομος ἀπό τό Καλούσι. Ἦταν εὐφυής ὁ Παναῆς, ὅπως τόν ἔλεγαν οἱ δικοί του, διψοῦσε γιά γράμματα, ἀλλά δέν εἶχε τά οἰκονομικά γιά νά προχωρήση στό Γυμνάσιο Πατρῶν. Στήν Χαλανδρίτσα ἦταν συμμαθητής τοῦ κοντοχωριανοῦ του Γεωργίου Παπανδρέου, ὁ ὁποῖος καί ὡς πρωθυπουργός, τιμοῦσε κι ἀγαποῦσε τόν ἀξέχαστο φίλο του παπα–Παναῆ.

Μετά τό Σχολαρχεῖο βοηθοῦσε στήν μαραγκική καί σ᾿ ὅλες τίς δουλειές τόν πατέρα του.

Ὅταν στρατεύθηκε ἐκτυλισσόταν ὁ Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος καί ἔλαβε μέρος στίς ἐπιχειρήσεις τῆς Κριμαίας καί τῆς Μικρασιατικῆς ἐκστρατείας μέχρι τόν Σαγγάριο. Ἔλεγε στά βαθειά γεράματά του, πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, πού δέν μποροῦσε νά περπατήση: «Περπάτησα κιόλας, βρέ παιδί μου. Δέν ἔχω παράπονο. Περπάτησα. Ὄργωσα τήν Μικρά Ἀσία ἀπό Τσεσμέ μέχρι Σαγγάριο. Ἀνεβοκατέβηκα στήν Κριμαία…».

Ἔχοντας ζωηρή τήν πίστη του στόν Χριστό μέσα στό καμίνι τῶν κακουχιῶν τοῦ πολέμου, ἐξαγνιζόταν «ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ» καί προόδευε στήν πνευματική ζωή, ὥστε ὅταν εἶχε φθάσει στά βάθη τῆς Μ. Ἀσίας, στόν Σαγγάριο, ἀξιώθηκε κάποιας μυστικῆς θεοφανείας, ἡ ὁποία τοῦ ἐσφράγισε τήν ὑπόλοιπη ζωή του, ὥστε νά μένη διά παντός ἀμόλυντος ἀπό τήν πονηριά τοῦ κόσμου καί ἡ καρδιά του νά πάλλη γιά τόν Χριστό. Σ᾿ ὅλη του τήν ζωή συχνό ἦταν τό ἐπιφώνημά του «Χριστέ μου!». Γιά τό ὅραμα ἐκεῖνο, πού τόν συγκλόνισε, δέν ἔδωσε λεπτομερεῖς ἐξηγήσεις, ὅπως ἄλλοτε ὁ ἀπ. Παῦλος δέν μίλησε γιά τό τί εἶδε καί τί ἄκουσε κατά τήν ἁρπαγή του «μέχρι τρίτου οὐρανοῦ»˙ μόνο παραπονιόταν ὁ παπαΠαναῆς ὅτι ἔκτοτε δέν ξαναεῖδε ποτέ κάποιο ὅραμα. Ἦταν μία «ἐφ᾿ ἅπαξ» δωρεά τοῦ Χριστοῦ, γιά νά γίνη εὐλαβέστερος, πιό φιλόθεος, πιό φιλόχριστος καί νά ζωηρέψη στήν καρδιά του ἡ ἐπιθυμία του κάποτε νά γίνη Ἱερεύς.

Ἡ τρίχρονη θητεία του στόν στρατό τέλειωσε πρίν τήν Μικρασιατική καταστροφή, διότι εἶχε καί ἄλλο ἀδελφό στρατιώτη, πού πολεμοῦσε στό Μέτωπο. Ἐπιστρέφει στό ἀγαπημένο του χωριό πού τόσο τὄχε νοσταλγήσει, ἀλλά καί πάλι σέ λίγο φεύγει στήν Πάτρα γιά νά φοιτήση στό μονοετές προπαρασκευαστικό Ἐκκλησιαστικό Φροντιστήριο τοῦ σπουδαίου π. Γερβασίου Παρασκευοπούλου. Δάσκαλο, ἀλλά καί Πνευματικό του εἶχε τόν π. Γερβάσιο, ἀπό τόν ὁποῖο πῆρε ὅλα τά ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιά νά γίνη ἕνας σωστός ἐφημέριος!

Ἀμέσως μετά ἀκολούθησε ἡ οἰκογενειακή ἀπoκατάστασή του. Πῆρε σύζυγο τήν διαλεχτή κόρη τοῦ χωριοῦ του, τήν Διονυσία Παπαθάνου. Εἰρηνικά καί εὐλογημένα τά τρία πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τῆς οἰκογενείας του.

Ἐκεῖνο τόν καιρό συνέβη νά εἶναι κενή ἡ θέση τοῦ ἐφημερίου τοῦ Καλουσίου. Οἱ συγχωριανοί του, ὅλοι ζήτησαν ἀπό τόν Παναγιώτη νά γίνη ἱερέας τους. Ἐγνώριζαν τό ἦθος του, τήν πίστη του, τήν φρόνηση καί τά ἄλλα του προσόντα καί ἐπρότειναν στόν Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Ἀντώνιο, νά τόν χειροτονήση καί νά τόν τοποθετήση ὡς ἐφημέριο στό χωριό τους. Ὁ Παναγιώτης δέχτηκε τήν πάνδημη πρόσκληση τῶν Καλουσιωτῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τά κρατοῦντα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τόν ἐψήφισαν καί μάλιστα ὅλοι, πλήν ἑνός.

Ὁ Παναγιώτης βαθύτατα συγκινημένος, χειροτονήθηκε διάκονος στίς 12 Αὐγούστου 1923, σέ ἡλικία 27 ἐτῶν, καί στίς 4 Ἰανουαρίου 1924 πρεσβύτερος, ἀπό τόν Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Ἀντώνιο.

Ὅπως βεβαιώνει ὁ συμπατριώτης του ἐκλεκτός ἱερέας Ἀθανάσιος Γιαννακόπουλος «ἡ μικρή Κοινότητα τοῦ Καλουσίου εἶχε βρῆ στό πρόσωπο τοῦ παπα–Παναγῆ τόν ἀληθινό ποιμένα».

Πραγματικά, ἦταν ὁ ἀγγελικός λειτουργός, ὁ χαρισματικός κήρυκας τοῦ θείου Λόγου, πού ἐσαγήνευε μέ τό κήρυγμά του κατά τίς Κυριακές καί τίς γιορτές, ὁ φιλόστοργος ποιμένας τοῦ λογικοῦ ποιμνίου του, ὁ σοφός σύμβουλος, ὁ πάντοτε καί κατά πάντα σεμνός (π.χ. πάντα, καί στό δωμάτιό του ἀκόμα φοροῦσε τό «ἀντερί», ἐσώρασο), τό λαμπρό ὑπόδειγμα χριστιανικῆς ζωῆς, ὁ ἐμπνευστής καλῶν ἔργων, ὁ ἀνακαινιστής τῆς κοινωνίας τοῦ Καλουσίου, ὁ φροντιστής τῶν πτωχῶν, τῶν ἀρρώστων καί τῶν ἀδυνάτων ἐνοριτῶν του, ὁ πρός τόν Κύριον μεσίτης τους, πού πάντοτε μνημόνευε στήν Ἁγία Πρόθεση τά ὀνόματα ὅλων, ζώντων καί κεκοιμημένων, ὁ ὀλιγογράμματος μέν, εὐφυέστατος δέ, ὁ ἱερεύς τόν ὁποῖον δέν ἦταν δυνατόν κανείς νά τόν καταφρονήση ἤ παραμερίση, ὅσο μορφωμένος καί ἄν ἦταν, ἔστω κι ἄν εἶχε διαφορετικά φρονήματα.


Εἶχε ἔμφυτη ἐξαιρετική νοημοσύνη, ἀλλά ἦταν καί ἐπιμελής στόν πνευματικό καταρτισμό του. Καθημερινά διάβαζε ἤ μᾶλλον μελετοῦσε τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη καί πολλά ὑπογράμμιζε γιά νά τά προσέχη περισσότερο. Ἐντρύφημά του ἦταν καί πατερικά βιβλία, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Μ. Βασιλείου καί ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Διάβαζε ἀκόμα βίους Ἁγίων, Ὀρθόδοξα περιοδικά, ἀπολογητικά βιβλία καί ἄλλα οἰκοδομητικά, μέ τά ὁποῖα γινόταν πιό σοφός κατά Θεόν καί πιό δυνατός στήν πίστη, ἀνεπίληπτος, σώφρων, κόσμιος, διδακτικός, ἀφιλάργυρος καί πλήρης Πνεύματος Ἁγίου. Ἦταν φανερή σ᾿ ὅλους ἡ καλή  προκοπή του. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtes_ston_kosmo/24-askites-mesa-ston/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου