Βέβαια, πολύ συντελοῦσαν στόν πνευματικό του ἐφοδιασμό καί οἱ ἀδιάλειπτες ἱερές Ἀκολουθίες του, Μεσονυκτικό, Ὄρθρος, Ἑσπερινός, Ἀπόδειπνο. Σ᾿ αὐτές συμμετεῖχε μέ τήν καρδιά του. Τά λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τούς ἀμύθητους θησαυρούς τῶν Εὐχῶν καί τῶν Ὕμνων, τόν ἔκαναν ἀληθινό θεολόγο ἐμποτισμένο μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά μποροῦσε νά ἐπαναλάβη τό τοῦ ἀπ. Παύλου «Ὁ Χριστός ἐγεννήθη ἡμῖν σοφία ἀπό Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καί ἁγιασμός καί ἀπολύτρωσις» (Α΄ Κορ. α΄, 30).
Ἀπό τά νειᾶτα του ὁ παπα–Παναῆς πραγματοποιοῦσε τήν παραγγελία τοῦ ἀπ. Παύλου στόν Τιμόθεο˙ «Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλά τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ (=ἁγνότητα)» (Α΄ Τιμ. δ΄, 9).
Βέβαια, ὁ ἀντίθεος καί μισάνθρωπος, μισόκαλος Σατανᾶς, δέν ἄντεχε τήν προκοπή τοῦ παπα–Παναῆ. Ζήτησε τρόπο νά τόν ἀνατρέψη, νά τόν ἀχρηστεύση, νά τόν γελοιοποιήση καί ἀπό στῦλο τῆς Ἐκκλησίας καί στήριγμα τῶν πιστῶν νά τόν κάνη ἕνα σκάνδαλο, ἕνα κουρέλι. Καί νά! στόν τρίτο ἤ τέταρτο χρόνο μετά τόν γάμο του, ὅταν ἦταν τριανταενός ἤ τριανταδύο χρόνων, ἡ καλή πρεσβυτέρα του ἀπεβίωσε πάνω στήν γέννα τοῦ δεύτερου παιδιοῦ της, πού καί αὐτό πέθανε μαζί της.
Ἐπί εἴκοσι ἡμέρες μετά τά ἐννιάμερα τῆς πρεσβυτέρας, ὁ παπα–Παναῆς ἦταν ἐξαφανισμένος˙ πολλοί ἔβαλαν κακό λογισμό στόν νοῦ τους… Αὐτός ὅμως χτυπημένος ἀπό τήν συμφορά, ἐρημίτης σέ ἄγνωστο τόπο, γιά νά κλάψη καί νά πενθήση μόνος του καί ἀπερίσπαστος νά προσεύχεται καί νά ἐκφράζη τόν πόνο του στόν μοναδικό παρηγορητή Ἐσταυρωμένο Χριστό˙ «Ἐπλήσθη κακῶν ἡ ψυχή μου καί ἡ ζωή μου τῷ ᾅδῃ ἤγγισε». «Ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰσχύς μου». «Ἀπηνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου…». «Ἐγενήθην ὡσεί ἄνθρωπος ἀβοήθητος». «Κύριε ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου… κλῖνον τό οὗς σου εἰς τήν δέησίν μου». Ἐκούρνιασε γιά λίγο στήν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ πάσης παρακλήσεως.
Πῆρε δυνάμεις, ἐπέστρεψε στήν ἐνορία του… Ὅμως οὔτε πέντε μῆνες πέρασαν ἀπό τόν θάνατο τῆς πρεσβυτέρας του καί δέχεται σάν τόν Ἰώβ δεύτερο ἰσχυρό χτύπημα˙ πεθαίνει τό χαριτωμένο τρίχρονο κοριτσάκι του ἀπό ἀλεργικό σόκ, ὅταν τοῦ ἔκαναν τό ἐμβόλιο. Τό χωριό ἐθρήνησε. Αὐτός;!… Στά σαράντα τῆς κόρης του πού συνέπιπταν μέ τά ἑξάμηνα τῆς συζύγου του, ὅταν ἑτοιμαζόταν νά μεταβῆ στήν Ἐκκλησία, ἀκούει στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ μοιρολόγια… Βλέπει νά ἔρχωνται πρωΐ–πρωΐ ἀνηφορίζοντας ἀπό τά γύρω χωριά ὁμάδες, ἄλλοι μέ γαϊδουράκια, ἄλλοι πεζοί πού -κατά τά τότε ἀνθρώπινα τοπικά ἔθιμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης- ἔσπευδαν μοιρολογώντας νά λάβουν μέρος στά μνημόσυνα, ἑξάμηνα τῆς παπαδιᾶς καί τά σαράντα τῆς κόρης… Συγκλονίστηκε! Πιάστηκε ἡ ἀναπνοή του! Ἐκεῖ ἀπό τήν βεράντα πού παρακολουθοῦσε, ὁ Σατανᾶς τόν ἔσπρωχνε νά δρασκελίση τά κάγκελα καί νά φουντάρη κάτω στόν γκρεμό θέτοντας τέρμα στήν ζωή του. Κράτησε ἀντίσταση. Πισωπλάτησε καί σωριάστηκε σέ μία πολυθρόνα. Ὅπως ἀναφέρει ὁ συγχωριανός του, γνωστός θεολόγος Κωνσταντῖνος Κούρκουλας, εἶπε ὁ παπα–Παναῆς:
- Μοὖρθε ἡ σκέψη τότε˙ Μωρέ, νά τὄμαθε τάχατες ὁ Θεός τό κακό πού μέ βρῆκε; Νά τὄμαθε;
- Τί κουταμάρες εἶναι αὐτές πού διαλογᾶσαι παπα–Παναγῆ; ἀντιλόγησα. Ἐδῶ τὄμαθε ὅλος ὁ κόσμος καί μοιρολογάει καί δέν θά τὄμαθε ὁ Θεός; Τί παραλογᾶσαι;…
- Ὥστε τὄμαθε ὁ Θεός, ξανασκέφτηκα… Τότες ἀφοῦ τό ξέρει ὁ Θεός, ξέρει καί τά μέτρα πού θά λάβη γιά νά τά βγάλω πέρα. Ἀκοῦς παπᾶ; φώναξα μέσα μου. Ὁ Θεός τό ξέρει καί εἶπε ὅτι θά τά βγάλης πέρα. Δέν θά βουλιάξης. Αὐτό εἶπε ὁ Θεός. Καί δέν μπορεῖς ἐσύ, παπᾶ, νά βγάλης ψεύτη τόν Θεό. Τ᾿ ἀκοῦς;… Καί εἶπα, ψεύτη ἐγώ τόν Θεό δέν τόν βγάζω. Ρίχτηκα στό πέλαγος καί μέ τήν βοήθειά Του τἄβγαλα πέρα. Διάβηκα τόν καύσωνα τῆς χηρείας μου καί τόν παγετῶνα τῆς μοναξιᾶς μου κρατώντας Τον ἀπό τό χέρι… Καί δέν κιότεψα (=δέν δείλιασα, δέν τἄχασα) πουθενά».
Πραγματικά δέν κιότεψε πουθενά, γιατί ἀπό τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας του τό εἶχε ἀποφασίσει πλέον ὅτι δέν ἀνήκει στόν ἑαυτό του, ἀλλά εἶναι τοῦ Θεοῦ κτῆμα. Δέν κιότεψε, γιατί, ἀφοῦ νίκησε τόν Σατανᾶ, τοῦ δόθηκε βραβεῖο ἡ θεία Χάρη περισσότερη. Ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός «ὅτι ἐτήρησας τόν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σέ τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ… Ὁ νικῶν ποιήσω αὐτόν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου καί ἔξω οὐ μή ἐξέλθῃ ἔτι…» (Ἀ- ποκ. Γ΄ 10, 12). Ἡ ὑπόσχεση αὐτή τοῦ Κυρίου πραγματοποιήθηκε πλήρως. Ὁ παπα–Παναῆς φυλάχθηκε ἀσκανδάλιστος καί μέ καθαρό τό μέτωπο γιά πάντα, καί οἱ ἐνορῖτες του πού τόν γνώριζαν ἀπό κοντά πολύ καλά, τόν τιμοῦσαν, τόν ἐμπιστεύονταν, τόν ὑπάκουαν ἀνεπιφύλακτα, τόν εἶχαν κορώνα στό κεφάλι τους ὅλοι. Ἀλλά καί αὐτός, πού παρέμενε ἁγνός καί εἰρηνικός καί ἑδραῖος καί ἀμετακίνητος στήν πίστη καί στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἦταν συμπαθής στίς ἀδυναμίες καί ἀτέλειες τῶν ἐνοριτῶν του, ἐπιεικής, εὐγενής, γεμᾶτος εὐσπλαγχνία, ἀλλά καί δέν ἐκoλάκευε, ἔμενε ἀμερόληπτος, ἔλεγε τίς ὀρθές ἀπόψεις του μέ θάρρος καί κάποτε σ᾿ αὐτούς πού «ζαβο- τραβάγανε» ἦταν αὐστηρός πρός διόρθωση κατά περίπτωση, σύμφωνα μέ τήν παραγγελία˙ «ἔλεγχε αὐτούς ἀποτόμως» (Τίτ. α΄, 13). Πάντως «συμμεριζόταν τίς ἀγωνίες τους καί συγχωροῦσε τά παραπτώματά τους», ὅταν μετάνοιωναν. Ἦταν ἀπό τούς ἁγίους «τούς ἐν τῇ γῇ», πού ἐμπιστεύονται οἱ ἄνθρωποι καί «ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος».
Ὅταν ζοῦσε ἀκόμα ἡ πρεσβυτέρα του, κατά τόν πρῶτο καιρό τῆς ἱερατείας του, ἦταν παραμονή τῶν Φώτων, καί ἔκανε τήν πρωτάγιαση σέ ἕνα ἕνα σπίτι τοῦ χωριοῦ, στόν δρόμο τόν συνάντησε αὐτός, πού δέν τόν ψήφισε καί τοῦ εἶπε ἀπειλητικά: «Παπᾶ, νά μήν πᾶς στό σπίτι μου, γιατί θά σέ σκοτώσω». Ὁ παπα–Παναγῆς ἤρεμος καί ἀπείραχτος συνέχισε τόν δρόμο του γιά τόν ἁγιασμό ἀπό σπίτι σέ σπίτι. Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι τοῦ ἐχθροῦ του, αἰσθάνθηκε τό χρέος νά τό ἁγιάση καί αὐτό. Μπῆκε, τόν δέχθηκαν εὐχαρίστως τά ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας, τούς ἁγίασε, τοῦ προσέφεραν καί τσάϊ καί τήν ὥρα πού τό ἔπινε, κατέφθασε καί ὁ ἐχθρός σπιτονοικοκύρης πού τόν παρακολουθοῦσε ἀπό μακρυά… Ὁρμάει πρός τόν ἱερέα…, τόν ἀγκαλιάζει καί μεταμελημένος, τοῦ λέει: «Δέν τό περίμενα, παπᾶ! Σέ εὐχαριστῶ! Σέ εὐχαριστῶ! Σέ εὐχαριστῶ!». Ἔκτοτε ἔγινε ὁ πιό ὑπάκουος ἐνορίτης του, ὁ ὑποτακτικός του, πρόθυμος πάντα νά ἐξυπηρετῆ τόν ἱερέα τους, τόν παπα–Παναῆ, σέ ὅλα.
Τό Καλούσι δέν ἦταν τόσο καλό, ὅπως μετά πενήντα χρόνια ἱερατικῆς θητείας τό ἄφησε ὁ παπα–Παναῆς. Στήν ἀρχή ἦταν ἀγριεμένοι οἱ Καλουσιῶτες˙ τούς βρῆκε «ἐκλελυμένους καί ἐρριμένους (=ἀποκαμωμένους πνευματικά καί παραμελημένους) ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα». Ἀρκετή ἄγνοια θρησκευτική, ἔριδες, ἔχθρες, ζωοκλοπές, δικαστικές ἀντιδικίες πολλές, σκληρότητες, ἀντεκδικήσεις, οἰκονομική κακοδαιμονία, ἠθικές παραβάσεις καί ὄχι καί τόσο καλές σχέσεις μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή.
Ὁ παπα–Παναῆς προχωροῦσε μέσα στίς τόσες δυσκολίες καί ἐλλείψεις καί τόσες πνευματικές ἀνάγκες τοῦ χωριοῦ, χωρίς ἐγωϊστική αὐτοπεποίθηση, μέ πίστη στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί μέ καλωσυνάτη ὑπομονή, μέ θάρρος καί δύναμη Θεοῦ, μέ «πνεῦμα βουλῆς καί ἰσχύος». Πρῶτα βέβαια φρόντιζε γιά τήν προσωπική του πνευματική τροφοδοσία καί κατάρτιση, ὥστε ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα νά γίνεται ὅλο καί περισσότερο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, φωτεινό παράδειγμα καί γερό στήριγμα τῶν ἐνοριτῶν του, ἕνας καλός ποιμένας τοῦ λογικοῦ ποιμνίου του. Τό πρῶτο πού ἔκανε, ἦταν «νά διατηρῆ τόν ἑαυτό του ἄρρηκτα συνδεδεμένο μέ τόν Χριστό καί σέ κάθε στιγμή νά ἔχη ζωντανή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ δίπλα του». Δέν εἶπε ὁ Κύριος «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν;». Ἔτσι ἐξασφάλιζε ἐσωτερική σιγουριά˙ ἦταν πάντα αἰσιόδοξος, εἰρηνικός, ἀλλά καί εἰρηνοποιός. Ἐξομολογήθηκε σέ κάποιον δικό του: «Πιστεύω, πιστεύω ἀκράδαντα! Ἄν δέν πίστευα δέν θά μποροῦσα νά ὑποφέρω οὔτε τήν ζωή, οὔτε τόν θάνατο».
Ἐξασφαλίζοντας πρῶτα τήν προσωπική του πνευματική ὑγεία καί εἰρήνη, φρόντιζε συγχρόνως νά ἐγκαθιδρύση τήν εἰρήνη μεταξύ τῶν συγχωριανῶν του, πού συχνά ἔμπλεκαν σέ δικαστικές ἀντιδικίες μέ ἄσχημες συνέπειες συνήθως. Ὁ παπα–Παναῆς ἀπό τόν πρῶτο καιρό τῆς ἱερατικῆς ἐφημερίας του, τούς παρακάλεσε πρίν τά δικαστήρια νά πηγαίνουν σ᾿ αὐτόν καί νά συζητᾶνε οἱ διάδικοι τίς ὑποθέσεις τους. Αὐτός θά προσπαθοῦσε νά τούς βρῆ λύση, κι ἄν δέν τούς ἄρεσε αὐτή, ἄς προχωροῦσαν σέ δικαστικές λύσεις. Ἀπό τότε, δέν παρουσιάστηκε Καλουσιώτης στά Δικαστήρια τῶν Πατρῶν ἤ στό Εἰρηνοδικεῖο τῆς Χαλανδρίτσας μέχρι τόν θάνατο τοῦ παπα–Παναῆ. Κάποιες σπάνιες ἐξαιρέσεις ὑπῆρξαν, πού καί αὐτές τελικά τακτοποιήθηκαν ἀπό αὐτόν. Τό ἰδιότυπο αὐτό «μονομελές Δικαστήριο» τό ἵδρυσε στήν σκιά τοῦ πλατάνου τῆς κάτω πλατείας τοῦ χωριοῦ, ὅπου μαζεύονταν οἱ χωριανοί γιά νά συμμετάσχουν στίς μεγαλύτερες ὑποθέσεις. Τέτοιο κῦρος εἶχε, πού ὅποιες ἀποφάσεις ἔβγαιναν ἀπό τόν σοβαρό αὐτό γαλήνιο καί ἀμερόληπτο Δικαστή ἦταν σεβαστές, τελεσίδικες, παραδεκτές ἀπ᾿ ὅλους. «Ὁ ἀριστοτεχνικός χειρισμός κάθε διαφορᾶς πού προέκυπτε μεταξύ τους, οἱ Σολωμόντιες λύσεις πού ἔδιδε στά καθημερινά προβλήματά τους, τόν ἀναδείκνυαν μοναδικό». «Μέ τήν ἐπιβλητική παρουσία του ὁ παπα–Παναῆς ἔγινε εἰρηνοποιός!».
Τό κατόρθωνε τό ἔργο τοῦ εἰρηνοποιοῦ, διότι ὅπως μαρτυρεῖ ἕνας συμπατριώτης του (Α. Παπαϊωάννου), ὁ παπα–Παναῆς ἦταν «σπάνια πολυτάλαντη φυσιογνωμία καί ἐκλεκτή ρωμαλέα προσωπικότητα μέ συγκεντρωμένα τά στοιχεῖα τοῦ χαρισματικοῦ ἡγέτη». Μαζί μέ τά χαρίσματα αὐτά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, διέθετε καί σπουδαῖο προσόν, τήν ταπείνωση, πού ἑλκύει τήν θεία Χάρη˙ δέν εἶχε τήν ἐγωϊστική αὐτοπεποίθηση. Γιά νά δώση τήν καλύτερη λύση σέ δύσκολα προβλήματα συγχωριανῶν του, ζητοῦσε τήν γνώμη τοῦ ἀγράμματου πολύπειρου καί φρόνιμου πατέρα του. «Πατέρα, ἐσύ τί λές; πῶς νά ἀντιμετωπίσω αὐτό τό πρόβλημα;». Ἀναλάμβανε τό εἰρηνευτικό αὐτό ἔργο γιά νά μήν ξοδεύωνται οἰκονομικά, γιά νά ἀποφεύγωνται οἱ ὅρκοι καί οἱ ψευδορκίες στά Δικαστήρια, νά ἀποφεύγωνται οἱ ἀδικίες ἀπό τυχόν δικαστικές πλάνες, ἀλλά καί τά μίση πού ἄναβαν μετά τίς ἀποφάσεις τῶν ἐπισήμων Δικαστηρίων. Κατά τόν Κ. Κούρκουλα «ἡ σοφία του συμπλήρωνε τήν ἁγιότητά του καί ἡ ἁγιωσύνη του στεφάνωνε τήν σοφία του».ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtes_ston_kosmo/24-askites-mesa-ston/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου