25 Απριλίου, 2024

Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΕΡΟΣ 3ο

 Ἐπίσης εἶναι καθολικὴ στὰ μυστήριά της. Βάπτισμα, Χρίσμα καὶ πρὸ παντὸς Θεία Εὐχαριστία παρέχουν τὴ μυστηριακὴ χάρη, μία χάρη ἕνωσης. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Κύριο, ἐντάσσοντάς μας στὸ Σῶμα Του. Μᾶς ἑνώνει μεταξύ μας καὶ μᾶς καθιστᾶ ἕνα καθολικὸ σῶμα. Ὁ ὑπέρτατος λειτουργὸς τῶν μυστηρίων εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συγκροτεῖται προπάντων μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου, τὴν μυστηριακὴ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ τὴν ἀληθινὴ παρουσία. Ἡ παρουσία Του στὸ εὐχαριστιακὸ μυστήριο  διασώζει αὐθεντικὰ τὴν καθολικὴ ἑνότητα μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο. Μπροστὰ στὴ Ἁγία Τράπεζα δὲν συγκεντρώνεται μόνο μία τοπικὴ κοινότητα ζώντων πιστῶν, ἀλλὰ ὅλη μαζὶ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία εἶναι παροῦσα κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται τὸ σεπτὸ μυστήριο τῆς Ἑνότητας. Διότι ὁ Χριστὸς ποτὲ δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸ Σῶμα Του. Καὶ τὸ Σῶμα αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ περιλαμβάνει τόσο τὴ στρατευομένη ὅσο καὶ τὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ἀφοῦ μία καὶ μόνη εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι τὸ μυστικὸ κέντρο καὶ ἡ πνευματικὴ πηγὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς καθολικῆς ἑνότητάς της. Ἡ καθολικότητα της Ἐκκλησίας ἐκφράζει τὴν πληρότητα, ἀκεραιότητα καὶ ὁλότητα τῆς ζωῆς της, ἐν Χριστῷ, διὰ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ σ’ ὅλους τοὺς χώρους. Αὐτὸ τὸ μυστήριο ἐκφράζεται σὲ κάθε κοινότητα βαπτισμένων πιστῶν, ὅπου ἡ ἀποστολικὴ πίστη ὁμολογεῖται ἀλλὰ καὶ βιώνεται, τὸ εὐαγγέλιο κηρύττεται καὶ τὰ μυστήρια ἐπιτελοῦνται. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἁπλὰ ἕνα μέρος της. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία ἔτεινε πάντοτε πρὸς τὴν ἄποψη ὅτι ἡ τοπικὴ ἐκκλησία εἶναι μέρος τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας. Δηλ. ὅταν λέμε ἡ μία Ἐκκλησία ἐννοοῦμε μία παγκόσμια Ἐκκλησία ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ μέρη καὶ τὰ μέρη αὐτὰ εἶναι οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες. Γιὰ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία τὸ σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅταν ἀναφέρεται στὴν καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ λέει «Εἰς μίαν, ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν», ἑρμηνεύεται ὡς ἀναφερόμενο στὴν παγκόσμια Ἐκκλησία καὶ αὐτὸ ὁδήγησε τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς νὰ ἀπαιτοῦν μία κεφαλὴ γιὰ ὁλόκληρη αὐτὴ τὴ παγκόσμια Ἐκκλησία, τὸν Πάπα. Ἄρα ὅλοι οἱ ἐπὶ μέρους ἐπίσκοποι τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι κεφαλὲς καί, συνεπῶς, δὲν ὑπάρχει καθολικότητα καὶ πληρότητα σὲ κάθε τοπικὴ ἐκκλησία.

 Ἡ ἀνὰ τὴν οἰκουμένη ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν στὴν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας 

Μὲ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο ὁ ὅρος «Οἰκουμένη» γίνεται χριστιανικός. Οἱ ἔννοιες οἰκουμενικός (γεωγραφική) καὶ καθολικός (πνευματική) τελικὰ ταυτίζονται νοηματικά, σχετιζόμενες μὲ τὴν πληρότητα καὶ παγκοσμιότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. «Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία» σημαίνει ἁρμονικὴ σύζευξη τοπικότητας καὶ καθολικότητας.Κατὰ τὸν ἀνωτέρω ἅγιο κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, ὁλοκληρωμένη μὲ τὸν ἐπίσκοπό της, εἶναι ἡ καθολική, παγκόσμια Ἐκκλησία. Ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει «μέρος» τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀδιαίρετη, δὲν εἶναι ποτὲ ἕνα ἄθροισμα. Τὸ ὅτι οἱ Ἐκκλησίες κοινωνοῦν μεταξύ τους, αὐτὸ δὲν γίνεται μὲ σκοπὸ νὰ σχηματιστεῖ ἀθροιστικὰ μιὰ πληρέστερη Ἐκκλησία, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀνταποκριθοῦν στὸ δυναμικὸ χαρακτήρα τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἐπεκτατισμοῦ, χαρακτηριστικὸ τῆς οἰκουμενικότητας τῆς χριστιανοσύνης. Κατακόρυφα κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ κάθε ἐπίσκοπος δὲν εἶναι ποτὲ ἐπίσκοπος ἑνὸς μέρους, ἀλλὰ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία συνεκροτεῖτο σὲ σῶμα εὐχαριστιακὸ καὶ ἄρα ἦταν ἡ Ἐκκλησία πάντοτε περὶ τὸν ἐπίσκοπο. Αὐτὸς προΐστατο τῆς Θ.Εὐχαριστίας, περιστοιχισμένος ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σὲ εὐρύτερο, οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο, διασφαλίζεται μὲ τὴν ταύτιση, μὲ τὴ σύμπτωση τῶν κεφαλῶν τῶν τοπικῶν αὐτῶν Ἐκκλησιῶν, δηλ. τῶν ἐπισκόπων. Οἱ ἐπίσκοποι ὡς προεστοὶ μίας πλήρους καθολικῆς Ἐκκλησίας, εὑρισκόμενοι ἐν Συνόδῳ, διαπιστώνουν ἐὰν ὑπάρχει ταύτιση καὶ σύμπτωση τῶν τοπικῶν αὐτῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ τους καὶ ἐφ’ ὅσον διαπιστωθεῖ αὐτό, τότε ἔχουμε ἑνότητα τῆς κατὰ τὴν οἰκουμένη Ἐκκλησίας. «Ἡ καθολικότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὑπόθεση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, διότι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἐπὶ κεφαλῆς μιᾶς πλήρους Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ἑνὸς μέρους τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ ἡ Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι βρίσκονται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο, ταυτίζονται καὶ δὲν ἔχουμε προτεραιότητα ἡ μία ἔναντι τῆς ἄλλης»10. Σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία ποὺ τελεῖται ἡ Θ. Εὐχαριστία παρέχεται ἡ πληρότητα καὶ ἡ συνείδηση τῆς καθολικότητας αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο διότι στὴν Εὐχαριστία παρίσταται ὁ ὅλος Χριστός, «ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος»11. Ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία νοεῖται ὡς συγκεκριμένη φανέρωση τοῦ ὅλου, ἀφοῦ ζεῖ εὐχαριστιακὰ τὴν πληρότητα καὶ τὴν καθολικότητα. Στὴ Θ. Λειτουργία ἐπίσης εὐχόμαστε «ὑπὲρ παντὸς τοῦ λαοῦ σου...» καὶ «ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης», ποὺ σημαίνει γιὰ ὅλη τὴν ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία12

-167-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου