17 Απριλίου, 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΠΑΤΜΟΥ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ ΜΕΡΟΣ 5ο

 
Η παρότρυνση για μελέτη της Αγίας Γραφής, των βίων των αγίων και των πατερικών έργων, αποτελούσε τη βάση της διδασκαλίας του και το κύριο μέλημά του286 (Π. Νικηταρά, Ο Γέροντας, σ.51-52: «… Δεν παρέλειπε όμως να μας προτρέπει ως πραγματικός Γέροντας στην ανάγνωση πατερικών κειμένων… το Γεροντικό και η Φιλοκαλία των πατέρων ήσαν τα μοναδικά μας αναγνώσματα, το ένα περιείχε τις πράξεις των πατέρων και ασκητών μας και το δεύτερο τη θεωρία της μοναχικής πολιτείας…»), προκειμένου να εμπνεύσει και να οδηγήσει τους αποδέκτες του λόγου του σ’ αυτή την κατεύθυνση287(Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.103: «…Ήθελε ο μοναχός συνεχώς να διαβάζη. Συνηθισμένη του ερώτηση ήταν: - Τι μελετάς στο κελλί σου; - και προσέθετε – Χωρίς μελέτη, παιδί μου, δεν μπορείς να γνωρίσης το θέλημα του Θεού και την διδασκαλία των αγίων Πατέρων…»).. Πίστευε ότι οι χριστιανοί πρέπει να βαδίζουν στα ίχνη των Αγίων και να ενστερνισθούν τη διδασκαλία των Πατέρων, για να αντλούν από την ασκητική παράδοση νάματα ζωής288, έχοντας κατανοήσει πλήρως ότι «…είναι προφανής η σημασία της μελέτης των έργων των διά την βοήθειαν την οποίαν ταύτα προσφέρουν εις την ακριβή και ορθήν ερμηνείαν των Γραφών, εις την ανάλυσιν της δογματικής διδασκαλίας, εις την κατανόησιν της χριστιανικής λατρείας˙ και ακόμη περισσότερον διά την μαρτυρίαν πίστεως και ζωής την οποίαν προβάλλουν…»289. Συχνά χρησιμοποιούσε αγιογραφικά ή πατερικά αποσπάσματα, κυρίως στους εξομολογούμενους και στις παραινέσεις του προς αυτούς 290 , ακριβώς γιατί κύριο μέλημά του ήταν η μετάγγιση της πατερικής σκέψης και παράδοσης291, ενώ μένοντας πιστός μαθητής του μαθητή της αγάπης, απέφευγε κάθε είδους κινδυνολογίες, εκφοβισμούς ή απειλές292( Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.144 και 119 όπου σημειώνεται: «… Είχε ως αρχή να μη στηλιτεύη το κακό, αλλά να παρουσιάζη με τα πιο ζωηρά χρώματα την υπεροχή του καλού. Κάποτε, τον συνάντησε ο μακαριστός Αυγουστίνος (μετέπειτα επίσκοπος Φλωρίνης)… και του είπε: - Αμφιλόχιε, όχι μόνον ωφελιμιστικά και ευσέβειες, αλλά και δρεπάνι στο κακό. – Ξεσκεπάζοντας το κακό –του απήντησε– ίσως πολλούς θα βλάψουμε και θα σκανδαλίσουμε, ενώ ανοίγοντας την θύρα του καλού, πολλούς θα ωφελήσουμε…».) . Στο σύνολό της η διδαχή του, έτσι όπως διασώζεται στην αλληλογραφία του και σε όσα, γραπτά ή προφορικά, διαφύλαξαν οι μαθητές του, είναι εμποτισμένη από τα διδάγματα και τη θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας και την πνευματική επίδραση των Κολλυβάδων 293 . Καλύπτει πλήθος θεμάτων, αλλά ωστόσο, η διδασκαλία του δεν υπήρξε συστηματική και πλήρως ανεπτυγμένη294 , με την έννοια ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για συγγραφικό έργο295(Ο αρχιμανδρίτης π. Ηλίας Καλατζής, σε προσωπική επικοινωνία που είχαμε μαζί του την 1η Αυγούστου 2019, στην Ι. Μ. «Ευαγγελισμού» στην Πάτμο, επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός Οδοιπορικού, το οποίο αναφέρει και ο Μητροπολίτης Τριάντης, ό.π., σ.369. Στο Οδοιπορικό αυτό ο άγιος καταγράφει το ταξίδι του στους Αγίους Τόπους και περιγράφει πρόσωπα, γεγονότα και πνευματικές εμπειρίες τις οποίες είχε. Μεταξύ των όσων μας είπε ο π. Ηλίας, έκανε λόγο για την αναφορά του αγίου στο εν λόγω Οδοιπορικό, σχετικά με την σκληρότητα των ανθρώπων που συνάντησε αλλά και την πνευματική εμπειρία που είχε, όταν κατά την βάπτισή του στον Ιορδάνη ποταμό χωρίστηκαν τα ύδατα! Από το ταξίδι του εκείνο έφερε ως ενθύμιο φύλλα ευκαλύπτου, τα οποία χρησιμοποιούσε ως σελιδοδείκτες και σώζονται μέχρι σήμερα, μεταξύ των σελίδων κάποιων βιβλίων του, στο κελί του!  ) του αγίου Αμφιλοχίου296. Ακόμα και οι επιστολές του, οι οποίες διασώζονται στην «Ιερά  Μονή Ευαγγελισμού» Πάτμου ή στο προσωπικό αρχείο των παραληπτών, δεν έχουν εκδοθεί, ούτε μελετηθεί, μέχρι τώρα, στην πληρότητά τους297. Ο Άγιος μιλούσε ευκαιριακά 298 στα πνευματικά του παιδιά, τους υποτακτικούς, τις μοναχές, τα παιδιά της Πατμιάδας ή τους σπουδαστές της Χάλκης, με σκοπό πάντα την πνευματική οικοδομή τους. Αν και συνήθιζε να μιλάει σε συνάξεις της αδελφότητας του Ευαγγελισμού, δεν έχουν διασωθεί καταγεγραμμένες ομιλίες του299. Διασώθηκε πλήθος επιστολών του, στις οποίες απευθύνεται σε πνευματικά του παιδιά, παρέχοντας την πνευματική του καθοδήγηση300 και ό,τι φύλαξε ως πνευματικό θησαυρό στην καρδιά του κάθε ακροατής ή παραλήπτης των λόγων του301 . Τα θέματα με τα οποία καταπιανόταν, είτε γραπτά είτε προφορικά, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, ανάλογα με την αφορμή που δινόταν, τις ανάγκες του κάθε αποδέκτη και τις ιδιαίτερες συνθήκες του βίου του302 και κοσμούνται με την διάκριση. Ποτέ δεν μιλούσε για τα υψηλά και δύσκολα της πνευματικής ζωής σε ανθρώπους που γνώριζε ότι δεν κατέχουν τα βασικά της πίστεως303 και υποστήριζε ότι «… πολλοί δρόμοι οδηγούν στην βασιλεία των ουρανών και πολλοί εδοξάσθηκαν από τον Κύριο με την διακονία και την αφοσίωση στην ζωή του κοινοβίου… Αν κάνουμε την σωτηρία μονόδρομο, φοβούμαι πως κανένας δεν θα σωθή…» 304. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και σ’ αυτό το πλαίσιο σκέψης, είτε με το λόγο είτε με τη σιωπή του305( Χαρακτηριστικά είναι όσα ανασύρει ο π. Γρηγόριος από τις νεανικές του αναμνήσεις κοντά στον άγιο: «… Ήταν, ακόμη, εργάτης της σιωπής. Στα μαθητικά μου χρόνια πολλές φορές καθίσαμε ολόκληρο απόγευμα χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντες, κι αφού έφτανε η ώρα να φύγω, μου έλεγε με θαυμασμό: -Είδες τι ωραία που ήτανε! Κι εγώ, έφηβος φλύαρος, σκεπτόμουνα: “Μα πού είναι η ομορφιά, αφού τίποτε δεν είπαμε;”…», Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.106.), αλλά κυρίως με το παράδειγμα της ζωής του306,δίδασκε για την υπακοή, την υπομονή πάντα συνδεδεμένη με την ελπίδα, το πνεύμα θυσίας, την ταπείνωση, την άσκηση και την νηστεία, την αγάπη, την μυστηριακή ζωή, την προσευχή307 . Εκτιμούσε ιδιαίτερα και ένιωθε ως ευλογία του Θεού το γεγονός ότι «… ήρθε στον κόσμο στα τέλη των αιώνων και όχι στους πρώτους του χριστιανισμού. “- Η λατρεία έχει ολοκληρωθή, τα δόγματα έχουν κωδικοποιηθή. Οι Πατέρες έχουν αναπτύξει την αποστολική και ευαγγελική διδασκαλία στο έπακρο. Οι καλώς αθλήσαντες είναι μυριάδες, οι Όσιοι εκατομμύρια, οι Ιεράρχες αμέτρητοι. Όλοι οι καρποί του Αγίου Πνεύματος δικοί μας. Απέραντο είναι το βασιλικό περιβόλι. Απλανή έχομεν την τρίβον. Τραγούδι το δόγμα και το ήθος. Μπροστά μας είναι ο δρόμος της ζωής και του θανάτου˙ η επιλογή δική μας”…» 308, καθιστώντας έτσι σαφές ότι η διδασκαλία των Αγίων και των Συνόδων δεν είναι «μουσειακό είδος, αλλά… μια δυναμική φανέρωση της ίδιας της αλήθειας, στην οποία καλούνται να μετάσχουν οι πιστοί όλων των εποχών…» 309 . Και ο ίδιος είχε κάνει την επιλογή του˙ «… δεν μελετούσε για να διδάξη, αλλά για να πραγματώση την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Αυτό γινόταν πιο κατανοητό, όταν έβλεπες πόσο συνεσταλμένα μιλούσε, όταν μας άφηνε παρακαταθήκες…» 310 , αλλά και από το πλούσιο σε πνευματικούς καρπούς ποιμαντικό και κοινωνικό έργο που άφησε311, γεγονός που μαρτυρά ότι ζούσε την παράδοση της Εκκλησίας ως μία συνεχή και προσωπική ερμηνεία της αλήθειας του Ευαγγελίου, στη γλώσσα312και τα ιστορικά δεδομένα της εποχής του, με κύρια χαρακτηριστικά της την προσαρμογή της στις επιταγές του καιρού του, τον εμπλουτισμό και την δημιουργικότητα313 . 

Το μοναχοϊεραποστολικό όραμα του και οι Ιερές Μονές314 

Οι αρχές του 20ου αι. είναι η εποχή που ο μοναχισμός παρακμάζει315. Το πνεύμα του Διαφωτισμού, που έχει εισβάλει στην ελληνική πραγματικότητα ήδη από τα  τέλη του 18ου αι., σε συνδυασμό με την εκκοσμίκευση και την στροφή στα δυτικά πρότυπα, εκφράζεται ως «… υποτίμηση της παραδόσεως του Γένους για χάρη του εκσυγχρονισμού και της προόδου…» 316. Στην ορθόδοξη κοινωνία «… το πνεύμα του ευσεβισμού, ως πεφωτισμένης θρησκευτικότητος, επιβάλλει το δικό του ανθρωπολογικό πρότυπο, ανταποκρινόμενο στις κοινωνικές συμβατικότητες της θρησκεύουσας αστικής κοινωνίας…» 317 και η «δυτικοποίηση της Εκκλησίας» επεκτείνεται και στον θεσμό του Μοναχισμού, με κύρια έκφραση την διάλυση των Ιερών Μονών318(«… Ο Μοναχισμός, στα όρια της Εθναρχίας και του Ελληνικού Κράτους κατά την εποχή του αγίου Νεκταρίου, ποσοτικά μεν παρουσιάζει εν πολλοίς συρρίκνωση σε σχέση με το παρελθόν, διότι όχι μόνον εξέλειψαν οι λόγοι της αθρόας καταφυγής στα μοναστήρια, άλλα και το νέο ευρωπαϊκό πνεύμα ενίσχυε την αποστροφή προς τον μοναχικό βίο. Εξ άλλου, ή Ελληνική Πολιτεία αποδυνάμωσε στα όριά της και τα εναπομείναντα μοναστήρια, μετά τη διάλυση των περισσοτέρων από αυτά (1833), ώστε να δικαιολογείται απόλυτα, όσον αφορά στην ελλαδική πραγματικότητα, ο λόγος για “κρίση” και “κατάπτωση”, κατάσταση πού θα παραταθεί και μετά τα μέσα του 20ού αιώνος…», Μεταλληνού, «Ό μοναχισμός») .Ο Μοναχισμός θεωρείται θεσμός ξεπερασμένος και εν πολλοίς αποτυχημένος, αφού ακόμη και στο Άγιον Όρος καταφεύγουν άνθρωποι περιθωριακοί και κοινωνικά αποτυχημένοι, συχνά εγκληματίες και ως επί το πλείστον «αγράμματοι και άξεστοι» 319. Στον αντίποδα αυτού του φαινομένου κάνουν την εμφάνισή τους οι ιεραποστολικές αδελφότητες, που διαγράφουν την δική τους πορεία στον ελλαδικό χώρο, αριθμώντας έκτοτε αρκετές δεκαετίες ζωής και δράσης στην ελληνική κοινωνία320 («… Οι ιεραποστολικές συσσωματώσεις από τον Μακράκηκ.έ. ωφέλησαν άλλους στόχους και τις εθνικές επιδιώξεις˙ δεν συνέβαλαν όμως στη συνέχεια του πνεύματος του μοναχισμού και της ασκήσεως. Αντίθετα, ενίσχυσαν τη γενικότερη μείωση του ενδιαφέροντος για εγκαταβίωση σε μονές και την στροφή στον κόσμο…», Μεταλληνού, «Ό μοναχισμός», σ.205, ). «… Η φρενίτιδα που ενσπείρει το αίτημα της “κοινωνικής προόδου” όλο τον 19ον αιώνα, μειώνει το ενδιαφέρον για άσκηση και πνευματική ζωή. Η σχέση με την Εκκλησία περιορίζεται στα “θρησκευτικά καθήκοντα”. Ο Μοναχισμός, και υπό την επιρροή παθολογικών φαινομένων, έντεχνα προβαλλομένων από τούς αρχιτέκτονες του εθνικού βίου, συσχετίζεται με παρωχημένα ιστορικά φαινόμενα εκφυλισμού και καταπτώσεως, παρακωλυτικά στην πρόοδο της κοινωνίας. Το πνεύμα δε της ενδοκοσμικότητος εισέρχεται και στο ίδιο το μοναστικό περιβάλλον, με την αναζήτηση της μοναστικής καταξιώσεως, όχι   στα παραδεδομένα, αλλά σε μιαν “ενεργότερη συμμέτοχη” στα πράγματα της κοινωνίας και του κόσμου… »321(. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτές τις τάσεις υποβοηθούσε και η ακαδημαϊκή Θεολογία, καθώς κατανοούσε και προσέγγιζε τη Θεολογία «… ώς αυτόνομη επιστήμη, έξω από την εκκλησιαστική εμπειρία και τις παραδοσιακές “θεολογικές σχολές” της Ορθοδοξίας, τα Μοναστήρια...», ό.π., σ.205. Περισσότερα για την ιστορία και τον ρόλο των θεολογικών σχολών στην ελληνική κοινωνία, βλ.: Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, σ.303-347.  ) .

-52-


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου