Η δημιουργία μιας συνείδησης προϋποθέτει πολιτιστική ταυτότητα, γλώσσα και θρησκευτική συνείδηση ταυτισμένα όλα μαζί τη συγκεκριμένη εποχή στα Βαλκάνια.
Η ιδεολογική αυτοσυνειδησία είναι αυτή που επιβάλλει να αυτοπροσδιορίζονται στο ιστορικό γίγνεσθαι ως Βούλγαροι. Ήταν η εποχή που για την βουλγαρική εξαρχία τα εκκλησιαστικά καθώς και τα κρατικά σύνορα ήταν το ίδιο, επειδή η διεύρυνση των συνόρων του κράτους βασίζονταν αποκλειστικά στην διεύρυνση των εκκλησιαστικών ορίων. Όπως ο μητροπολιτης Α. Νανάκης σημειώνει: «Δεν είναι υπερβολή, εάν στην εθνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα θεωρήσουμε ως προϋπόθεση για την εθνική υπόσταση των Βουλγάρων αλλά και των άλλων Ορθοδόξων στα Βαλκάνια, εξαιρουμένων ημών, την μικρή ή μεγάλη διαφοροποίησή τους από το Φανάρι»63 .
Μία άλλη προοπτική η οποία εμφανίστηκε το έτος 1860 για την επίλυση του βουλγαρικού ζητήματος υπήρξε η άποψη πως η καλύτερη λύση είναι η προσχώρηση στην ουνία. Η Βουλγαρία είχε ξαναμπεί σε μία παρόμοια διαδικασία τον μεσαίωνα. Τον Οκτώβριο του έτους 1860 φιλορωμαιοκαθολικοί Βούλγαροι με γράμμα τους στον ιεράρχη Μακαριουπόλεως Ιλαρίωνα ζητούν να ενταχθούν στους κόλπους της ούνιας, πράγμα που επιτυγχάνεται τον Δεκέμβριο του 1860, προσχωρούν στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα με την στήριξη των Γάλλων και μέσω της αρμενοκαθολικής Εκκλησίας (ενός καινούργιου μιλλέτ στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που εμφανισθηκε μερικές δεκαετίες νωρίτερα) και με την αμέριστη συμπαράσταση του διπλωματικού σώματος της Γαλλίας στην Υψηλή Πύλη64 .
Το έτος 1870 έγινε επίσημα από την Α' Βατικανή η δογματοποίηση του παπικού αλάθητου από τον Πάπα Πίο Θ'. Υπάρχει διάχυτη η αντίληψη πως η Ρώμη αναγκάστηκε να προσχωρήσει σε μία τετοια κίνηση, όταν χάθηκε το παπικό κράτος για να έρθει μία αλλαγή τάσεως μέσα στην Ευρώπη, αφού η θεσμοποίηση του αλαθήτου οδήγησε σε μία πορεία που είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωση μιας πνευματικής ανωτερότητας της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σε σχέση με την κοσμική εξουσία η οποία είχε προσωρινά επιβληθεί στην Ιταλία εκείνη την εποχή65 .
Στην κρίσιμη δεκαετία του 1870 έχουμε την κορύφωση όλων των φάσεων όλων των ανοιχτών ζητημάτων στο βαλκανικό χώρο, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα.
Η μικρή Ελλάδα βρίσκεται πάλι στο κέντρο των εξελίξεων, αφού η όξυνση του Ανατολικού ζητήματος (δηλαδή της τύχης των εδαφών που ανήκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία) ήταν ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για το σύνολο των ξένων μεγάλων κρατών, που αποσκοπούσαν στην απόκτηση επιρροής στο συγκεκριμένο χώρο.
Οι κινήσεις όλων των λαών της περιοχής είναι συνδεδεμένες με αυτό το πολύπλευρο ζήτημα. Εφόσον το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών που κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί, ήταν εκτός των συνόρων του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδας τον 19ο αιώνα, η αναζωπύρωση της ελπίδας για την ενσωμάτωσή τους στην Ελλάδα έρχονταν στο προσκήνιο με την παραμικρή αφορμή. Βασικό στάδιο σε αυτή την πορεία ήταν όλα τα γεγονότα της Ανατολικής κρίσης του 1875-1878.
Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα ένα μεγάλο ζήτημα που απασχολούσε την πολιτική, πολιτειακή ηγεσία αλλά και το σύνολο της νεοελληνικής κοινωνίας, ήταν οι ελληνορωσικές σχέσεις στην δύσκολη αυτή εποχή. Η διάθεση όλων αυτών των πληθυσμών που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία την κρίσιμη αυτή δεκαετία, δημιούργησε επαναστάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες66 .
Μέσα σε αυτό το πολυσύνθετο τοπίο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και σε τεχνολογικό επίπεδο, οι οποίες γίνονται ορατές στα όρια του νεοελληνικού κράτους που βοηθούν στη διακίνηση ειδήσεων και ιδεών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 έχουμε νέα δεδομένα στο χώρο του Τύπου. Οι εφ. περνούν από την εφημεριδογραφία στην κλασική δημοσιογραφία, οι εφ. γίνονται επιχειρήσεις, ενώ σταδιακά οι περισσότερες γίνονται ημερήσιες.
Ο εκσυγχρονισμός των τεχνικών μέσων όπως τα "σύρματα", ο ηλεκτρικός τηλέγραφος δηλαδή, βοήθησε στη συλλογή και στην ταχύτερη μεταφορά των ειδήσεων από κάθε μεριά του κόσμου, ώστε να ικανοποιείται η δίψα του κοινού για ενημέρωση. Η εφεύρεση και υιοθέτηση του περιστροφικού πιεστηρίου κατά τη δεκαετία του 1860-1870 έφερε επανάσταση στο χώρο του Τύπου. Οι εφ. στην Ελλάδα αρχίζουν συνεργασίες με τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Το 1875 ιδρύεται το "Τηλεγραφικό Πρακτορείο Στεφανόπολι" από τον Αντώνιο Τζανετάκη Στεφανόπολι. Στα ενδιαφέροντα των νέων εντύπων συμπεριλαμβάνονται πάντοτε τα εθνικά ζητήματα για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας του έθνους, ανεξαρτήτως πολιτικών αποχρώσεων, με ιδιαίτερη ευαισθησία στην τήρηση του Συντάγματος.
Η παραίτηση της κυβέρνησης του Δημ. Βούλγαρη και των 92 "στηλιτών" βουλευτών ήταν ένα από τα "επιτεύγματα" της συντονισμένης αντίδρασης του Τύπου με στόχο την αποκατάσταση της νομιμότητας67 . Η πάλη μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας για το ζήτημα της Ανατολής έφερε στο προσκήνιο τις επιδιώξεις της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Οι φοβίες για αυτούς που προσπαθούσαν να δέσουν τη χώρα στο άρμα του πανσλαβισμού θα τελείωναν στις αρχές του αιώνα με το ξέσπασμα μιας μεγάλης κρίσης που ήταν το αποκορύφωμα αυτής της καταστάσεως που δημιούργησε ο πανσλαβισμός. Ήταν τα τραγικά γεγονότα που έμειναν γνωστά στην ιστορία ως "Ευαγγελικά" ή "Ευαγγελιακά".
Τις παραμονές της Ανατολικής Κρίσης 1875-1878 η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να απεμπλακεί από την βαλκανική κρίση που βρισκόταν στο ζενίθ. Ο βασιλιάς Γεώργιος αποφάσισε να αναθέσει το σχηματισμό νέας κυβέρνησης στον πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη μετά την μεγάλη κρίση που εκδηλώθηκε στην πολιτική σκηνή του τόπου το Μάιο του έτους 1875. Ο μοναδικός όρος του νεαρού βασιλιά Γεωργίου ήταν να μην αφήσει περιθώρια στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ούτε για μία στιγμή να σχηματιστεί η εντύπωση πως το ελληνικό κράτος αλλάζει ρώτα στην εξωτερική του πολιτική. Ο Χ. Τρικούπης κατάφερε να αλλάξει στάση ο άνακτας και να ανακαλέσει από την Κωνσταντινούπολη τον Σίμο απεσταλμένο της κυβερνήσεως και υποστηρικτή της ενώσεως των δύο κρατών. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας διαβεβαίωσε τον πρέσβη της Μ. Βρετανίας Στιούαρτ ότι το Βασίλειο της Ελλάδος του 1875 ήταν προσανατολισμένο να ενισχύσει τις σχέσεις του με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η εξέγερση των χριστιανών το έτος 1875 στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη έκανε το ζήτημα να εισέλθει για ακόμα μία φορά στο προσκήνιο, άφησε ουσιαστικά αδιάφορη την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Ρώσο απεσταλμένο Π.Σ. Σαμπούροφ η αδιαφορία αυτή οφείλονταν στην ύπαρξη του Βουλγαρικού ζητήματος. Ο Χ. Τρικούπης διατυμπάνιζε την ουδετερότητα της χώρας ενώ την ίδια ώρα πολιτικοί κύκλοι και ώριμοι Έλληνες προσανατολίζονταν σε αλλαγή πλεύσης, για το ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Ο ίδιος πολιτικός σε συζήτηση που είχε με τον Ρώσο απεσταλμένο τον Οκτώβριο του 1875 είπε πως προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες στην παρούσα φάση χωρίς να αγνοεί το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ελλάδας. Θύμιζε επίσης τον Ρώσο διπλωμάτη πως κατά τη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) η Σερβία δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του λαού της Ελλάδας. Έτσι, κατα την συγκεκριμένη φάση δεν ένιωθαν οι Ελληνες φιλικά αισθήματα για τον αγώνα των κατοίκων στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
-38-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου