Κανένας λοιπὸν ἂς μὴν ὀδύρεται, κι ἂς μὴ θρηνεῖ, κι ἂς μὴ δυσφημεῖ τὸ κατόρθωμα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί νίκησε τὸν θάνατο. Τί θρηνεῖς λοιπὸν ἄδικα; Ὁ θάνατος μεταβλήθηκε σὲ ὕπνο. Γιατί ὀδύρεσαι καὶ κλαῖς; Ἔτσι, ἐὰν τὸ ἔκαναν αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες, ἔπρεπε νὰ τοὺς περιγελᾷς. Ὅταν ὅμως διαπράττει τέτοιες ἀσχημίες ὁ πιστὸς Χριστιανός, ποιά δικαιολογία καὶ ποιά συγγνώμη ὑπάρχει γιά μᾶς στὶς τέτοιες ἀνοησίες μας καὶ μάλιστα ὕστερα καὶ ἀπὸ τόσον καιρό, κι ἀπὸ τόσο ξεκάθαρη ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως; Ἐσὺ ὅμως σπεύδεις σὰν νὰ θέλεις νὰ αὐξήσεις τὸ ἁμάρτημα, καὶ μᾶς φέρνεις εἰδωλολάτρισσες γυναῖκες γιὰ νὰ θρηνήσουν αὐξάνοντας κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ πένθος καὶ ζωηρεύοντας τὴν φωτιὰ τῆς καμίνου, χωρὶς νὰ ἀκοῦς τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «Τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; (:Ποιά συμφωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Σατανᾶ καὶ ποιό κοινὸ μερίδιο μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας πιστὸς μὲ ἕναν ἄπιστο;)» [Β΄ Κορ. 6,15].
Καὶ τὰ παιδιὰ τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ γνώσῃ γιὰ τὴ ἀνάσταση, βρίσκουν ὡστόσο λόγους παρηγοριᾶς. «Ὑπόμενε μὲ γενναιότητα», λένε· «διότι δὲν μπορεῖς νὰ ἀκυρώσεις ὅ,τι ἔγινε, οὔτε νὰ τὸ ἐπανορθώσεις μὲ τοὺς θρήνους σου». Ἐσὺ ὅμως ποὺ ἀκοῦς πιὸ πνευματικοὺς καὶ πιὸ ὠφέλιμους λόγους, δὲν ντρέπεσαι νὰ προβαίνεις σὲ μεγαλύτερες ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀσχημίες; Οὔτε λέμε· «Ὑπόμεινε μὲ γενναιότητα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ ἀκυρώσουμε ὅ,τι ἔγινε». Ἀλλὰ λέμε: «Ὑπόμεινε μὲ γενναιότητα, γιατί θὰ ἀναστηθεῖ ὁπωσδήποτε». Κοιμᾷται τὸ παιδί, δὲν πέθανε. Ἀναπαύεται, δὲν χάθηκε. Τὸ περιμένει ἀνάσταση καὶ παντοτινὴ ζωὴ καὶ ἀθανασία καὶ κατάσταση ἀγγελική. Δὲν ἀκοῦτε τὸν ψαλμὸ ποὺ λέει: «ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε (:Γύρισε, ψυχή μου, στὴν ἀνάπαυσή σου, γιατί ὁ Κύριος σὲ εὐεργέτησε)»; [Ψαλμ. 114,7]. Εὐεργεσία ὀνομάζει ὁ Θεὸς τὸ πρᾶγμα καὶ σὺ θρηνεῖς;
Καὶ τί περισσότερο θὰ ἔκανες, ἂν ἤσουν ἀντίπαλος κι ἐχθρὸς ἐκείνου ποὺ πέθανε; Ἄν πρέπει νὰ θρηνεῖ κάποιος, πρέπει νὰ θρηνεῖ ὁ διάβολος. Ἐκεῖνος ἂς θρηνεῖ καὶ ἂς ὀδύρεται, γιατί ἀκολουθοῦμε τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μεγαλύτερα ἀγαθά. Σὲ ἐκείνου τὴν πονηρία ἀξίζει αὐτὸς ὁ θρῆνος, ὄχι σὲ ἐσένα ποὺ πρόκειται νὰ λάβεις ὡς ἀμοιβὴ τὸν στέφανο καὶ νὰ ἀναπαυθεῖς, καθόσον ὁ θάνατος εἶναι λιμάνι γαλήνιο. Κοίταξε πόσα κακὰ γεμίζουν τὴ ζωὴ αὐτή· τὰ πράγματα προχωροῦν στὸ χειρότερο καὶ ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ δὲν ἦταν μικρὴ ἡ καταδίκη ποὺ ἔλαβες ὡς κληρονομιὰ ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα: «Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα (:Μὲ λῦπες θὰ γεννᾷς τὰ παιδιά σου)», λέει [Γέν. 3,16]· καὶ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου (:Μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θὰ φᾷς τὸ ψωμὶ σου)» [Γέν. 3,17]· καὶ «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε (:Μέσα στὸν κόσμο θὰ δοκιμάσετε θλίψη)» [Ἰω. 16,33].
Γιὰ τὴν ἐκεῖ ζωὴ ὅμως τίποτα τέτοιο δὲν ἔχει λεχθεῖ, ἀλλὰ ἐξ ὁλοκλήρου τὸ ἀντίθετο· «ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός (:Δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ ὁ πόνος, ἡ λύπη κι ὁ στεναγμός)» [Ἠσ. 35,10] καὶ «πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν (:Σας διαβεβαιώνω λοιπὸν ὅτι πολλοὶ σὰν τὸν ἑκατόνταρχο θὰ ἔλθουν ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύσῃ, ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὸ εὐφρόσυνο δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν)» [Ματθ. 8,11]· καὶ ὅτι ἡ ζωὴ ἐκεῖ εἶναι παστάδα πνευματικὴ καὶ λαμπάδες φαιδρὲς καὶ μετάσταση πρὸς τὸν οὐρανό.
[...] Μὲ τέτοιες σκέψεις λοιπὸν ἂς συγκρατούμαστε. Ἔτσι καὶ τὸν νεκρό μας εὐχαριστοῦμε καὶ θὰ λάβουμε τοὺς ἐπαίνους πολλῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπ᾿ τὸν Θεὸ θὰ λάβουμε τοὺς μεγάλους μισθοὺς τῆς ὑπομονῆς καὶ θὰ κερδίσουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά. Αὐτὰ μακάρι νὰ τὰ ἐπιτύχουμε ὅλα μέ τὴν χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
https://ethnegersis.blogspot.com/2024/10/841-56.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου