Το καλοκαίρι του 1904, ο Άγιος Νεκτάριος, μαζί με μια ομάδα νέων γυναικών που επιθυμούσαν να γίνουν μοναχές, επισκέπτεται την Αίγινα. Στη θέση Κόντος, απέναντι από την Παλαιοχώρα, υπήρχε ένα ερειπωμένο μοναστήρι, όπου διατηρούνταν μόνο το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, το περιτείχισμα και δύο σαθρά κελιά, στα οποία ζούσαν τρεις ηλικιωμένες γυναίκες. Με μεγάλο κόπο, αυτοθυσία και τη βοήθεια των ντόπιων, ξεκίνησε η ανοικοδόμηση της μονής, που μετέτρεψε το ερειπωμένο μοναστήρι σε τόπο πνευματικής αναγέννησης9 . Έτσι, το Πάσχα του 1908, ο Άγιος Νεκτάριος εγκαθίσταται μόνιμα στο μοναστήρι. Παρά τις παρακλήσεις των μαθητών του, του διοικητικού συμβουλίου της Ριζαρείου και των συνεργατών του, αποφασίζει να αναχωρήσει για την έρημο. Όπως έλεγε ο Άγιος Νεκτάριος, η δόξα της Εκκλησίας βρίσκεται στη ζωή της άσκησης, του ταπεινού φρονήματος και της φυγής στην έρημο. Το αύριο της Ορθοδοξίας θα στηριχτεί στις ιερές μονές της, αρκεί αυτές να είναι φάροι που θα ακτινοβολούν το ανέσπερο «φως Χριστού πάσι τοις εγγύς και τοις μακράν» 10.
Η έρημος για τον Άγιο Νεκτάριο ήταν η Παλαιοχώρα, ένας ερειπωμένος μεσαιωνικός οικισμός, όπου είχαν απομείνει 40 μικροί ναοί. Την αποκαλούσε «γη αγίαν» και δάκρυζε όταν περπατούσε στα μονοπάτια της. Προσκυνούσε τους Αγίους της παλαιάς χώρας και όταν επισκεπτόταν τους ναούς αυτούς συγκλονιζόταν. Είχε τη βεβαιότητα ότι χορός Αγίων Πατέρων και Μητέρων τον υποδέχονταν με τα χαράγματα των τοιχογραφιών, σύμβολα του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού.
Στα 12 χρόνια που έζησε στην Αίγινα, βοήθησε τους κατοίκους, αλλά και εκεί δέχτηκε συκοφαντίες και αντιμετώπισε προβλήματα. Τα δέχτηκε όλα με υπομονή, όπως και τα δικά του προβλήματα υγείας. Ενημερώθηκε με τη γλώσσα των Αγίων για τον θάνατό του και αισθάνθηκε μεγάλη πνευματική χαρά, καθώς θα ελευθερωνόταν από τα δεσμά της ύλης. Στις 2 Ιανουαρίου 1920, συνέταξε τη διαθήκη του. Η σύνταξη της διαθήκης είναι Πατερική εντολή για κάθε πιστό. Στη διαθήκη του μνημονεύει ότι η μονή γειτονεύει με την παλαιά χώρα της Αίγινας και τα 40 παρεκκλήσια αυτής. Άλλωστε, η ύπαρξη της παλαιάς χώρας συνέτεινε στην ανάπτυξη της ιεράς μονής σε αυτό το μέρος11 . Μπροστά στον θρήνο και τα δάκρυα της τυφλής μοναχής Ξένης και των υπόλοιπων αδελφών της μονής και γνωρίζοντας ότι ο Κύριος αφού τον ειδοποίησε για την εκδημία του δεν του επιτρεπόταν να ζητήσει τη μετάθεση της ώρας αυτής, καταφεύγει στην Παναγία, ξέροντας ότι σ’ αυτή κατέφυγαν και πολλοί παλιοί Πατέρες. Έτσι, στις 16 Αυγούστου 1920, πηγαίνει στην ιερά μονή Χρυσολεοντίσσης μαζί με μικρή συνοδεία, προκειμένου να παρακαλέσει την Παναγία. Μένει εκεί περίπου μία εβδομάδα και προσεύχεται καθημερινά στη θαυματουργή εικόνα της Χρυσολεοντίσσης. Όταν πληροφορείται ότι δεν θα ικανοποιηθεί το αίτημά του, αφού ευχαρίστησε τον Χριστό και την Παναγία, δίνει εντολή να επιστρέψουν στην ιερά μονή Αγίας Τριάδος12 . Δίνοντας μέγιστο μάθημα υπακοής, μπήκε στο Αρεταίειο Νοσοκομείο όπως τον παρακαλούσαν οι αδερφές του μοναστηριού του. Δίκαια θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε «δεσπότη της υπακοής», τίτλος αληθινά δυσεύρετος13 . Ο ίδιος επιθυμούσε να παραμείνει στο κελί του. Το βράδυ της Κυριακής 8 Νοεμβρίου του 1920, ο Άγιος Νεκτάριος , σε ηλικία 74 ετών αφήνει την τελευταία του πνοή στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών14 . Την επόμενη μέρα, το λείψανο του Άγιου Νεκταρίου μεταφέρεται στην Αίγινα και ενταφιάζεται στο μοναστήρι του. Στις 2 Νοεμβρίου του 1953 γίνεται η ανακομιδή των λειψάνων του, και το 1961 το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον αναγνωρίζει ως Άγιο. Στις 15 Ιανουαρίου 1998, (ίδια ημερομηνία με τη βαπτισή του και τη χειροτονία του σε διάκονο και επίσκοπο), αποκαθίσταται η αδικία κατά του Αγίου Νεκταρίου την περίοδο της διαμονής του στην Αίγυπτο με τη «συνοδική διαγνώμη» του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας15 .
-13-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου