4.3 Η Σερβική Εκκλησία κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής. Η υπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
Το Πατριαρχείο της Σερβίας επιβίωσε της υποδούλωσης του Σερβικού κράτους από τους Οθωμανούς το 1459, καθώς ο κατακτητής δεν το κατήργησε, και διατηρήθηκε ακέφαλο μετά τον θάνατο του Σέρβου Πατριάρχη Αρσένιου το 1463 λόγω της αδυναμίας σύγκλισης Συνόδου για την εκλογή διαδόχου του, για να ανασυσταθεί το 1557 με Βεράτιο του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς περί εγκαθιδρύσεως του Επισκόπου Μακαρίου ως Πατριάρχη (με παραχώρηση ελευθερίας και προνομίων ίσης αξίας και σπουδαιότητας με εκείνα του Οικουμενικού Πατριάρχη) υπό τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Πεκίου, Πατριάρχης Σέρβων και Βουλγάρων» 89 . Θα επιζήσει, δε, με διάφορες διακυμάνσεις μέχρι το 1766, οπότε η φιλοδυτική πολιτική των προκαθημένων του από τα τέλη του 16ου αιώνα και η απροκάλυπτη εμπλοκή της Σερβικής Εκκλησίας στον Αυστροτουρκικό πόλεμο των ετών 1736-9 υπέρ της Αυστρίας90 , θα οδηγήσουν στην κατάργηση της Αρχιεπισκοπής του Πεκίου και την υπαγωγή της στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης91 με την αντικατάσταση της Σερβικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας από Έλληνες Επισκόπους92 .
4.4 Η πορεία προς την Αυτονομία και την Πατριαρχική περιωπή. Η νεώτερη εποχή.
Το καθεστώς της εξάρτησης της Σερβικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα διαρκέσει έναν περίπου αιώνα, μέχρι το 1831. Κατά το έτος αυτό, ο Οικουμενικός Θρόνος, κάτω από την πίεση των εξελίξεων στην ιστορία του Σερβικού κράτους και λαού, αλλά και της συνοδοιπορούσας Σερβικής Εκκλησίας, τις οποίες δρομολόγησαν τα επαναστατικά κινήματα των Καραγιώργη Πέτροβιτς και Μίλος Ομπρένοβιτς (1804-1830) (και) με τη σταθερή υποστήριξη των Ρώσων. Ως κατάληξη ήρθε η αναγνώριση κατά το έτος 1830 της Σερβίας ως αυτόνομης Ηγεμονίας με κληρονομικό Σέρβο ηγεμόνα υπό την επικυριαρχία των Τούρκων, της παραχώρησε εσωτερική αυτονομία υπό την εποπτεία του, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα εκλογής του μητροπολίτη από τον σερβικό λαό93 . Η ζωή της Σερβικής Εκκλησίας ως αυτόνομης υπό την τυπική εξάρτησή της από το Πατριαρχείο, διήρκεσε μισό αιώνα περίπου, όσο και αυτή της αυτόνομης Σερβικής Ηγεμονίας υπό την επικυριαρχία των Τούρκων και σε άμεση συνάρτηση μαζί της. Μετά την ολοκλήρωση των απελευθερωτικών πολέμων 1876-1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου αποφασίζεται, με την υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας, η μετατροπή του Πριγκιπάτου της Σερβίας σε ανεξάρτητο Κράτος με ταυτόχρονη γεωγραφική επέκταση των εδαφικών ορίων του διά της προσάρτησης νέων περιοχών, ανάμεσα στις οποίες και αυτή της Νύσσας94 (Niss). Οι αλλαγές στο πολιτικό πεδίο και τον συσχετισμό των δυνάμεων στον Βαλκανικό χώρο, τις οποίες επέφερε η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Σερβίας, δημιούργησαν τις ευνοϊκές προϋποθέσεις και για την εκκλησιαστική χειραφέτηση του Σερβικού κράτους. Πραγματοποιήθηκε το 1879 και μετά από τη θετική ανταπόκριση του Οικουμενικού Θρόνου στο επίσημο αίτημα της σερβικής κυβέρνησης περί παραχώρησης Αυτοκεφάλου στη Σερβική Εκκλησία95 . Στις 20 Οκτωβρίου του 1879, επί Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο με τον οποίο η Εκκλησία της Σερβίας ανακηρυσσόταν ανεξάρτητη και Αυτοκέφαλη υπό τον τίτλο «Αρχιεπισκοπή Βελιγραδίου και πάσης Σερβίας» 96 . Το επόμενο βήμα στην πορεία της Εκκλησίας της Σερβίας ήταν η «ανύψωσή» της σε Πατριαρχείο, που, όπως και η κατάκτηση της Αυτοκεφαλίας της, αποτέλεσε συνάρτηση των πολιτικών εξελίξεων και όχι των εκκλησιαστικών κανόνων. Το 1918 -με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου και τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίαςιδρύθηκε το «Βασιλείο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων» από την ένωση των Σέρβων και των άλλων σλαβικών οικογενειών των Κροατών και των Σλοβένων97 στο πλαίσιο της ιδεολογικής τάση του «Γιουγκοσλαβισμού» 98 , κατά κυριολεκτική σημασία των νότιων σλαβικών εθνών. Η συγκρότηση του εν λόγω βασιλείου δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την ένωση όλων των επί μέρους ανεξάρτητων εκκλησιαστικών τμημάτων των ορθοδόξων Σέρβων σε μία ενιαία Εκκλησία99 , η οποία θα «επανακτούσε», κατά τους Σέρβους την αίγλη και τον τίτλο του Πατριαρχείου, εκπληρώνοντας το όραμα του Α΄ Αρχιεπισκόπου της Σερβικής Εκκλησίας Αγίου Σάββα. Η τελική αναγνώριση (και ανασύσταση) του Σερβικού Πατριαρχείου εκ μέρους της Μητέρας Εκκλησίας έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1920 κι αφού είχαν προηγηθεί όλες οι κατά κανονική τάξη ενέργειες από πλευράς της σερβικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο «δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να αντιδράσει στη νέα κατάσταση» 101 . Σ’ αυτό το πλαίσιο, υιοθετώντας νέες μεθόδους, πιο απλές και προσαρμοσμένες στη σύγχρονη εκκλησιαστικοπολιτική ιδεολογία, όσον αφορά στην παραχώρηση τίτλων και ανεξαρτησίας, αναγνώρισε το Σερβικό Πατριαρχείο ως προϊόν «ανύψωσης» του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Σερβίας, και μάλιστα, κατά τρόπο όχι σύμφωνο με την ακρίβεια των ιερών κανόνων, αλλά επιλεγμένο χάριν οικονομίας και με γνώμονα την ωφέλεια της Εκκλησίας102 . Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πολιτικής του Οικουμενικού Θρόνου σ’ αυτή την τελική φάση της προαγωγής της Σερβικής Εκκλησίας σε Πατριαρχείο ήταν η αποφυγή οποιονδήποτε αναφορών στις τριβές μεταξύ της Μητέρας Εκκλησίας και της Σερβικής. Ό,τι διατάραξε το κλίμα συναλλαγής και αλληλοσεβασμού τους στο παρελθόν εντέχνως δεν αναφέρθηκε, και τηρήθηκαν αποστάσεις από παρωχημένες αντιλήψεις, τάσεις και πολιτικές, οι οποίες θα μπορούσαν να τις αναβιώσουν. Τούτο αποδεικνύει, σύμφωνα με τον Ιωάννη Ταρνανίδη, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διαθέτει την ελευθερία και την ικανότητα «να κινείται έξω και πάνω από τους τύπους και να δίνει λύσεις στα αναφυόμενα προβλήματα με βάση την ευρύτερη ιδεολογία της, το γενικό συμφέρον και την ενότητά της» 103 . Και είναι ακριβώς χάρη σ’ αυτές της τις ιδιότητες που διατηρεί αμείωτη την Αποστολική της αξία στην κοσμοϊστορική αποστολή, την οποία έχει αναλάβει, να ενσκήπτει πάντα στα μεγάλα και δισεπίλυτα προβλήματα του ανθρώπου και να δίνει λύσεις σ’ αυτά ιδιαίτερα σε χαλεπούς καιρούς, όπως οι σημερινοί.
-44-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου