Ἡ ὀμορφότερη Πατρίδα τοῦ κόσμου
Τοῦ Ἀρχιµ. Ἰωαννικίου Καθηγουµένου
Ἱ. Μ. Μεταµορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Σοχοῦ
Ειναι βέβαιο ὅτι γιὰ τὴν ὁµολογία
µας αὐτὴ θὰ µᾶς κρίνουν καὶ θὰ
µᾶς κατακρίνουν οἱ γραικύλοι καὶ οἱ
ξενόδουλοι. Θὰ µᾶς περιγελάσουν
οἱ «ἐξυπνάκηδες». Θὰ µᾶς κατηγο-
ρήσουν οἱ κουλτουριάρηδες. Θὰ
µᾶς ποῦν «παλιὰ µυαλά», καθυ-
στερηµένους, αἰσθηµατίες, ροµαν-
τικούς, σωβινιστὲς αὐτοὶ ποὺ εἶναι
ἀπάτριδες ἢ δῆθεν κοσµοπολίτες
καὶ νεοεποχίτες. Μὰ δὲν θὰ «κιοτέ-
ψουµε» νὰ τὸ ποῦµε κι ἄλλη µία
φορά, πάλιν καὶ πολλάκις, καὶ χίλιες
φορὲς νὰ τὸ διαλαλήσουµε: «Ἡ
ὀµορφότερη πατρίδα τοῦ κόσµου»
εἶναι ἡ πατρίδα µας, ἡ Ἑλλάδα. ∆ὲν
θὰ δειλιάσουµε νὰ κηρύξουµε παν-
τοῦ τὴν ἀγάπη µας, τὸν πόνο µας,
τὸν ἐνθουσιασµό µας γιὰ τὴν
Ἑλλάδα. Αὐτὴ τὴν πατρίδα ποὺ
κοµµάτιασαν µὲ τὰ κόµµατά τους οἱ
ἄσπλαγχνοι οἱ κοµµατάρχες καὶ
τὴν ἔκαναν συντρίµµια
Σὰν Χριστιανοὶ ἀγαπᾶµε ὅλο τὸν
κόσµο, ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς,
ὅπως προστάζει καὶ τὸ Ἱερὸ Εὐαγ-
γέλιο καὶ ὁ Χριστός µας, ὅπως τὸ
ἐβίωσαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Ἀλλὰ δὲν θὰ
παύσουµε νὰ λέµε, µαζὶ µὲ τὸν ποιητή:
Ὅλες τὶς χῶρες νὰ σᾶς πῶ,
ὅλες τὶς χῶρες ἀγαπῶ,
ποὺ ἄκουσα καὶ εἶδα.
Ἀλλὰ καμμιὰ τόσο πολύ,
σὰν τὴν πατρίδα τὴν καλή,
σὰν τὴ γλυκειὰ πατρίδα.
Τῆς Οἰκουμένης τὰ καλά,
ὅσο κι ἂν εἶναι αὐτὰ πολλά,
μ’ ἐκείνη δὲν τ’ ἀλλάζω,
κι ἂν ἡ πατρίδα τ’ ἀπαιτῆ,
ἀπὸ καμμιὰ δυνατὴ,
θυσία δὲν τρομάζω.
(Γεώργιος Βιζυηνὸς)
Γιατί ᾽ναι ἡ πατρίδα µας ἡ ὀµορ-
φότερη τοῦ κόσµου; ∆ιότι εἶναι ἡ
χώρα τοῦ ἥλιου. Γεµάτη φυσικὸ φῶς καὶ γε-
µάτη πνευµατικὸ φῶς.
Ποιὰ ἄλλη χώρα ἔχει
αὐτὸν τὸν ἥλιο, αὐτὸ
τὸ φῶς;
Ποιὰ ἄλλη χώρα ἔχει
αὐτὸ τὸ κλῖµα, αὐτὴ τὴν ἀτµόσφαιρα, ποὺ
ἐπηρεάζει βαθειὰ τὴν ψυχοσύνθε-
ση, τὴν ἰδιοπροσωπία τοῦ Ρωµιοῦ;
Ἥλιέ μου, ἔβγα ἥλιέ μου,
ποὺ κάνεις τὸ χωράφι
καὶ γεμίζει ἀπὸ χρυσάφι.
(Ζαχαρίας Παπαντωνίου)
Ἡ πατρίδα µας εἶναι ἀδιάκοπα
λουσµένη στὴ θάλασσα, βαπτισµέ-
νη στὴν ὡραία θάλασσά της.
Μεσ’ ἀπὸ κύματα σὲ φῶς λουσμένη,
βγαίν’ ἡ πατρίδα μου. Ὢ τί χαρά!
Ἐκεῖ ἡ μανούλα μου μὲ περιμένει,
θωρεῖ τὴ θάλασσα καὶ λαχταρᾶ.
Τρέξε στὰ πόδια της! Ἀπ’ τ’ ἀκρογιάλι
ρίχνει ἀνήσυχη ἐδῶ ματιά.
Πές της πὼς μ’ ἔφερες ὀπίσω πάλι,
ἐσύ, ποὺ μ’ ἔσυρες στὴν ξενιτειά.
(Ἀριστ. Προβελέγκιος)
Γράφει ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος
γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Φύσι: «Αὐτὴ ἡ
Ἑλληνικὴ φύσις ἡ ἥµερος καὶ
σχεδὸν πτωχὴ εἶναι ἡ ὡραιοτέρα
τοῦ κόσµου. Πῶς; ∆ιατί; Ἕνας Γάλ-
λος σοφός, ἀρχαιολόγος καὶ συγ-
γραφεύς, ὁ ὁποῖος πολλάκις ἐπε-
σκέφθη τὴν Ἑλλάδα τὸ ἐξηγεῖ θαυ-
µάσια Εἶναι ἡ µοναδικὴ διαύγεια
τῆς ἑλληνικῆς ἀτµόσφαιρας ποὺ σὲ
κάνει νὰ διακρίνης τὰ πλέον ἀπο-
µεµακρυσµένα ἀντικείµενα
Ὑπάρχουν ὑψώµατα ἀπὸ τὰ ὁποῖα
ὁ θεατὴς ἠµπορεῖ νὰ συλλάβη ὁλό-
κληρον τὴν ἑλληνικὴν χώραν. Νὰ
ἰδῆ βουνὰ ἀλλεπάλληλα εἰς ἀτελεί-
ωτον βάθος τὰ ὁποῖα συγχέονται
ἐπὶ πλέον µὲ τὸ κυανοῦν τοῦ οὐρα-
νοῦ. Ἔπειτα κοιλάδας, πεδιάδας,
ποταµούς, κόλπους, θαλάσσας,
ἀκρωτήρια, νησιά, ὅλα ὡς ἐπὶ ἄβα-
κος (=σὰν σὲ τραπέζι) Λοιπόν,
παρόµοιον θέαµα δὲν ἀπαντᾶ κα-
νεὶς πουθενά. Καὶ τὰ ἐπὶ πλέον φη-
µισµένα τοπία τῆς Εὐρώπης -ἔξαφ-
να, τὰ πολυθρύλητα ἑλβετικὰ καὶ
ἰταλικὰ- εἶναι σχετικῶς περιωρισµέ-
να .Ἀπεναντίας ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλά-
δα οἱ ὁρίζοντες εἶναι πάντοτε ἀνοι-
κτοί, ἡ ὀπτικὴ ἀκτὶς ἀπεριόριστος
Ἀλλὰ ἡ ἀξία τῆς πατρίδας µας
εἶναι ἡ Παράδοση, ὁ Πολιτισµός
της -πνευµατικὸς καὶ λαϊκὸς πολιτι-
σµός, ὁ λαός της. «Ποιὰ ἄλλη φυλὴ
-γράφει ὁ Φ. Κόντογλου- στόλισε τὴ
ζωή της µὲ τέτοια ἀµάραντα λου-
λούδια; Σὲ ποιὰ χώρα τραγουδού-
σανε καὶ ψέλνανε ὅλοι, ἀπὸ τὸν
µικρὸν ὡς τὸν µεγάλον; Ποῦ τε-
χνουργέψανε, σὰν µὲ κάποιο κο-
φτερὸ σµιλάρι τέτοια τραγούδια
παλληκαρίσια, τέτοια ἐρωτικά, τέ-
τοια νανουρίσµατα, τέτοια µοιρολό-
για ποὺ νὰ ραγίζει ἡ γῆς ἀπὸ τὴν
πίκρα; Πουθενά!...».
Χαρὰ σ’ ἐσέ, χώρα λευκὴ
καὶ χώρα εὐτυχισμένη!
Καμμιὰ χώρα σ’ ὅλη τὴ γῆ,
καμμιὰ στὴν οἰκουμένη
δὲν ηὗρε τέτοιο φυλαχτὸ
σὰν τὸ δικό μου μάτι…
(Κωστὴς Παλαμᾶς)
∆ὲν ὑπερβάλλουµε. ∆ὲν βρισκό-
µαστε ἔξω ἀπὸ τὴν πραγµατικότη-
τα. Κι οὔτε εἶναι µόνο δική µας ἀντί-
ληψη. Εἶναι διατυπωµένο ἀπὸ κά-
θε σκεπτόµενον καὶ λόγιον ἄνθρω-
πον τῶν γραµµάτων καὶ τῶν
τεχνῶν ὅτι εἶναι ἡ πατρίδα τῆς Ποί-
ησης, ἡ πατρίδα τοῦ µέτρου καὶ τοῦ
κάλλους, ἡ πατρίδα τῶν Ἐπι-
στηµῶν, ἡ πατρίδα τῆς ∆ηµοκρα-
τίας. Γράφει ὁ Γερµανὸς ποιητὴς
καὶ συγγραφέας Φρειδερίκος Σίλερ:
«Ὅπου γυρίσω τὴν σκέψη μου, ὅπου καὶ
νὰ στρέψω τὴν ψυχή μου μπροστά μου
σὲ βλέπω, σὲ βρίσκω. Τέχνη λαχταρῶ,
Ποίηση, Θέατρο, Ἀρχιτεκτονική; Ἐσὺ
μπροστά μου πρῶτος καὶ ἀξεπέραστος.
Ἐπιστήμη ἀναζητῶ; Μαθηματικά,
Φιλοσοφία, Ἰατρική, κορυφαῖος
καὶ ἀνυπέρβλητος. Γιὰ Δημοκρα-
τία διψῶ, Ἰσονομία καὶ Ἰσότητα,
ἐσὺ μπροστά μου, Ἕλληνα… ἀσυν -
αγώνιστος καὶ ἀνεπισκίαστος…».
Ἡ πατρίδα μας εἶναι ἡ χώρα τοῦ
ἡρωισμοῦ, γῆ ἡρῴων, μάννα ἡρῴων.
Κι αὐτὸ μὲ μιὰ παγκόσμια διαπί-
στωση: Ὅτι οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν Ἕλληνες!!...
…Στὴ μακρινὴ πατρίδα μου
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρι
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι,
στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξι
γοργὰ τὰ χελιδόνια.
(Γ. Δροσίνης)
Ποιὸς τόπος ἔχει τέτοια ὑπέροχη
Ἱστορία; Ποιὰ γωνιὰ τοῦ πλανήτη
ἔχει τέτοια ὄµορφη καὶ πλούσια
Γλώσσα; Γι’ αὐτὸ λύσσαξαν ὅλοι οἱ
δαίµονες νὰ δολοφονήσουν τὴν
Ἱστορία µας, νὰ καρατοµήσουν τὴν
Γλώσσα µας.
Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ ΚΑΤΙ, ποὔχομε μεσ’ στὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀκτῖνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!
(Ἰ. Πολέμης)
Αὐτὸ τὸ «κάτι» εἶναι τὸ µεγαλύτε-
ρο διαµάντι τῆς Ρωµιοσύνης, τὸ
Φῶς, ὁ Ἥλιος, ἡ ∆όξα της. Εἶναι ἡ
Ὀρθοδοξία της.∆ὲν θὰ τὸ κρύψου-
µε. Ἡ πατρίδα µας εἶναι ἡ πατρίδα
τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐδῶ «ἡ δόξα τοῦ
Χριστοῦ». Ἐδῶ, στὸ «σκεῦος τῆς
ἐκλογῆς τῶν λαῶν», τὸ σκεῦος
ἐκλογῆς: ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἐδῶ ἡ κιβωτὸς τῆς
Ὀ ρ θ ο δ οξίας, ἡ Ρωµιοσύνη, τὸ
Βυζάντιο.
Ἐδῶ ἡ Καινὴ ∆ιαθήκη τῆς Πίσ τ ε ω ς ,
γραµµένη στὰ ἑλληνικὰ ὁλό-
σωµη. Ἐδῶ ἡ Θεολογία, ἡ Μουσική, ἡ Ὑµνολο-
γία, ὁ ἑλληνικὸς λόγος στὴν ὑπηρε-
σία τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ,
στὴ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐδῶ ἡ
Τέχνη τοῦ ὑπερβατικοῦ, τοῦ συµβο-
λισµοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τῆς
Αἰωνιότητος, τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ. Ἐδῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἐδῶ ἡ
χώρα τῶν ἁγίων.
Στὸ τελευταῖο βιβλίο του «Ἂν
ὑπάρχει ζωή θέλω νὰ ζήσω» τοῦ Σε-
βασµιωτάτου Μητροπολίτου Μεσο-
γαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ.κ. Νικολάου
στὸν ἐπίλογό του ἀναφέρονται τὰ
ἑξῆς ἀξιοσηµείωτα: « Βρέθηκα σὲ
διάφορα ὄµορφα µέρη τοῦ κόσµου
καὶ στὰ ἐνδιάµεσα πέρασα ἀπὸ τὰ
Κύθηρα, τὴ Σάµο, τὴν Πάρο, τὴν Πά-
τµο, τὸ Ἀγαθονήσι, τὴν Σαντορίνη
Σὲ πόσο καταπληκτικὴ ἀλήθεια χώρα
ζοῦµε! Ἀπίθανες ἐναλλαγὲς τοῦ τοπί-
ου, καταγάλανα νερά, πεντακάθαρος
οὐρανός, ἡλιόλουστες µέρες, σπά-
νιες γεύσεις καὶ µυρωδιές, ἀπερίγρα-
πτη λαογραφία, καρδιακὲς συνήθει-
ες, µοναδικὴ ἱστορία, εἰκόνες πρα-
γµατικοὶ πίνακες, καὶ πολιτισµὸς γε-
µάτος οὐσία, ἕνα ἀληθινὸ θαῦµα. Για-
τί αὐτὸς ὁ τόπος νὰ µὴ εἶναι ὁ καλύτε-
ρος τοῦ κόσµου γιὰ νὰ ζήσει κα-
νείς; .
Πῶς µπορεῖ αὐτὸς ὁ τόπος νὰ
περνάει κρίση; Πῶς γίνεται σὲ
αὐτὸν τὸν τόπο ποὺ διαχρονικὰ διεκδι-
κήθηκε ὁ Θεὸς καὶ πληθωρικὰ ἐκφρά-
στηκε ἡ παρουσία Του, σήµερα νὰ
ρωτᾶµε ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Ἡ Ἑλλά-
δα εἶναι µόνο χώρα φυσικοῦ κάλλους
καὶ ὀµορφιᾶς. Εἶναι κυρίως χώρα ποὺ
φιλοξένησε καὶ ἐξέφρασε τὴν ἀλήθεια.
Τὸν ἔδειξε τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἔζησε.
»Γυρίζεις στὸ παρελθὸν καὶ διαπι-
στώνεις ὅτι ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ
φτιάχνει ἕνα Παρθενῶνα Τὸ κυνήγι
τῆς ζωῆς µαζί του δηµιουργεῖ σὲ µε-
ταγενέστερους χρόνους ἕνα Ἅγιον
Ὄρος ἢ χιλιάδες βυζαντινὰ καὶ ἄλλα
ἀριστουργηµατικὰ µνηµεῖα. Ἡ ἀνάγ-
κη νὰ χαροῦν οἱ ἄνθρωποι τὴν πα-
ρουσία Του γεµίζει τὸν τόπο µας µὲ
ξωκκλήσια, µὲ ἐκκλησιαστικὰ πανη-
γύρια καὶ γιορτές. Ἡ ἐµπειρία τῆς κοι-
νωνίας Του γεννᾶ θεολογικὲς ἀναβά-
σεις, ὅπου ἡ καρδιὰ ξεπερνάει τὴ δι-
εισδυτικότητα τοῦ νοῦ καὶ εἰσέρχεται
στὴ θέα τῶν µὴ ὁρωµένων. Ἡ ἐπιθυ-
µία τῆς δοξολογίας Του ἐκφράζεται σὲ
µία γλώσσα πραγµατικὰ θεϊκή, ποὺ ἡ
ἀκρίβεια, ἡ πλαστικότητα καὶ ἡ ποιητι-
κότητά της εἶναι ὅ,τι καλύτερο ἀνθρω-
πίνως, γιὰ νὰ περιγραφεῖ τὸ ἀπρόσι-
το µυστήριο τοῦ Θεοῦ
»Ὅλο αὐτὸ εἶναι ἡ ἱστορία µας, ὁ
πολιτισµός µας, ἡ ταυτότητά µας, τὰ
γονίδιά µας, ἡ ἀνάσα µας, ἡ ζωή µας.
Μὲ µία λέξη ἡ πίστη µας. Σήµερα χά-
σαµε τὴ γλώσσα µας, µιµηθήκαµε τὸ
λίγο, µόνο καὶ µόνο ἐπειδὴ εἶναι ξένο,
προσβάλαµε τὸ πολὺ γιὰ τὸν ἁπλὸ
λόγο ὅτι τὸ κληρονοµήσαµε, στερη-
θήκαµε τὴ δική µας γνώση, κάναµε
συνήθεια τὸ παράξενο, φτώχηνε ἡ
λογική µας Ἐποχὴ µὲ πολυπρα-
γµοσύνη ἀλλὰ χωρὶς σοφία. Ἀνίκανη
νὰ γεννᾶ πνεῦµα καὶ πολιτισµό, ἀνί-
κανη νὰ µιµεῖται τὸ καλό. Ἐξειδικευµέ-
νη στὸ ἀσύνετο γκέµισµα ».
Πόσος πόνος νὰ βλέπεις τὰ νιᾶτα
τῆς πατρίδας σου ἀδικώντας τὸν ἑαυ-
τό τους, νὰ θαµπώνονται ἀπὸ τὴ µά-
ταιη ὕλη, νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν πατρί-
δα. Ὅσο φτωχὴ κι ἂν εἶναι. Ποιὸ
πιστὸ καὶ ἄξιο παιδὶ ἐγκαταλείπει τὴν
στοργική του µάννα; Ὅσο φτωχὴ κι
ἀνήµπορη κι ἂν εἶναι. Εἶναι ὅµως
πλούσια σὲ πνεῦµα, σὲ πίστη, σὲ
ἀληθινὴ ζωή. Παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος
παιδιά πέρα κεῖ στὰ ξένα πάρτε
«µόνο λίγο χῶµα, χῶµα ἑλληνικό».