24 Μαΐου, 2016

Χαρμπατζούμ Μαρδίρος Χιτζιάν: Ο Αρμένιος που επέζησε της γενοκτονίας του 1915


 Ottoman Armenians are marched to a prison in Kharpert, Armenia by armed Turkish soldiers in April 1915. About 972,000 Armenians disappeared from population records in 1915 and 1916. (Project Save via The New York Times)*EDITORIAL USE ONLY*  *FILE PHOTO*(NYT22)
 Ottoman Armenians are marched to a prison in Kharpert, Armenia by armed Turkish soldiers in April 1915. About 972,000 Armenians disappeared from population records in 1915 and 1916. 

 της Μαρία Γουαδαλούπε Φλόρες Λιέρα * 

Στο Μεξικό, χώρα που δεν έχει αναγνωρίσει ακόμα την αρμενική γενοκτονία- όπου o όρος «γενοκτονία», σε επίσημο επίπεδο έχει νόημα μόνο για την περίπτωση των Εβραίων- χώρα, επιπλέον, όπου υπάρχει, από το 2003, άγαλμα του Κεμάλ Ατατούρκ σε πολυσύχναστη λεωφόρο της πρωτεύουσας και που, τέλος, βρίσκεται στα πρόθυρα να υπογράψει με την Τουρκία μια συμφωνία ελεύθερης αγοράς που θα εκτινάξει το σημερινό ποσό των εμπορικών συναλλαγών από 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε 5 δισεκατομμύρια, με απώτερο σκοπό να εισχωρήσει η Τουρκία σε πολιτιστικό και εμπορικό επίπεδο στην Λατινική Αμερική, ο μεξικανικός εκδοτικός οίκος Aip-Pen-Kim Ediciones εξέδωσε το 2014 τα απομνημονεύματα του Χαμπαρτζούμ Μαρδίρος Χιτζιάν, ενός από τους λίγους επιζώντες στην μαζική εξόντωση που διέπραξαν οι Νεοτούρκοι εις βάρος του αρμενικού λαού το 1915- 1923.
Πρόκειται για τη μετάφραση στα Ισπανικά της αγγλόφωνης έκδοσης «A Hair’s Breadth from Death» (Μια τρίχα από το θάνατο), που κυκλοφόρησε αρχικά στην αρμενική γλώσσα και έχει μεταφραστεί ήδη στα Ρωσικά.  
Ο Μαρδίρος Χιτζιάν, που όταν ξεκίνησαν τα γεγονότα ήταν 14 χρονών, ήταν κάτοικος της πόλης Πέρι, της επαρχίας Χαρπέρτ. Έζησε για έξη χρόνια κυνηγημένος μετά τη μεγάλη σφαγή, αναζητώντας άλλους επιζώντες της οικογένειας του, μέχρι που κατάφερε να εγκαταλείψει την Τουρκία και να μεταναστέψει. Πέθανε στο Λος Άνζελες, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 2003, όταν ήταν 102 χρόνων. «Είμαι ένας επιζών των αποτρόπαιων πράξεων που διέπραξαν οι Τούρκοι εναντίον του αρμενικού λαού. Το όνομά μου είναι Χαμπρατζούμ Χιτζιάν. Γεννήθηκα το 1901, στην Ισμιέλ. […] Για να ακριβολογήσω, είμαι ένα από τα θύματα που γλύτωσαν, από θαύμα, από τα βάρβαρα, δυσκολονόητα και απάνθρωπα ιστορικά γεγονότα της συνωμοσίας της οθωμανικής κυβέρνησης το 1915».
Με αυτό τον τρόπο ξεκινά το βιβλίο που αφηγείται το απίθανο και οδυνηρό ταξίδι προς την επιβίωση, το οποίο άρχισε τη μέρα που συνέλαβαν τον πατέρα του μαζί με όλους τους οικογενειάρχες και τους επιφανείς κατοίκους της επαρχίας του και τους οδήγησαν σε κρατητήρια με την κατηγορία ότι αποτελούσαν απειλή για την Τουρκία. Αμέσως μετά, ξεκίνησαν τα βασανιστήρια, οι απελάσεις, οι εκτελέσεις, οι κατασχέσεις περιουσιών, οι πορείες θανάτου. Για εκείνη την ημέρα, ο συγγραφέας λέει: «Το 1915, ένας ανήλεος Θεός γύρισε την πλάτη στους Αρμένιους [?] το πρώτο έθνος που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Παρ? όλα αυτά, επέτρεψε στους Τούρκους να διαπράξουν τις πιο βάρβαρες και απεχθείς πράξεις εναντίον της ανθρωπότητας και να επιχειρήσουν τον αφανισμό ενός ολόκληρου έθνους. Γιατί;» Ο Χιτζιάν συνήθιζε να λέει ότι «δεν υπάρχουν επιζώντες σε μία γενοκτονία». Γιατί το υπόλοιπο της ζωής του ανθρώπου που επέστρεψε από την κόλαση είναι ένα καθημερινό μαρτύριο, οι μνήμες τον κυνηγούν και δύσκολα καταφέρνει να επιζεί στον ίδιο τον εαυτό του. Από την άλλη, είναι αναγκασμένος να μιλήσει για αυτούς που χάθηκαν τόσο άδικα. «Αν μπόρεσα να ξεφύγω ζωντανός ήταν από θεία χάρη. Πάντα αναρωτήθηκα γιατί επέζησα εγώ ενώ τόσοι άλλοι πέθαναν. […] Δραπέτευσα απλώς και μόνο για να μπορέσω να διηγηθώ τις εμπειρίες μου ως επιζώντα;» Ο μεγαλύτερος φόβος του Χιτζιάν ήταν να μη χαθεί η αλήθεια μέσα στους ομαδικούς τάφους ή στις χαράδρες όπου οι Τούρκοι δολοφόνοι πέταξαν τα πτώματα των θυμάτων τους. «Οι φρικαλεότητες των Τούρκων σχεδιάστηκαν ύπουλα και εφαρμόστηκαν με αγριότητα» επαναλαμβάνει στην αφήγησή του. Μνήμες πιο βαριές κι από τη σιωπή Για δεκαετίες στην προσφυγιά, ενώ προσπαθούσε να ξαναφτιάξει, πρώτα στο Μεξικό και ύστερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια ζωή που να τιμήσει τη μνήμη των εκλιπόντων συγγενών και συμπατριωτών του, ο Μαρδίρος Χιτζιάν ένιωθε ότι κουβαλούσε ένα ασήκωτο βάρος: Πώς να μιλήσεις για τους άλλους που δεν μπόρεσαν να διαφύγουν το μακελειό, τους βιασμούς, τη σκλαβιά, τις λεηλασίες, τα βασανιστήρια, τον αφανισμό και να επιμένεις να το κάνεις όταν ο δράστης το αρνείται πεισματικά και άνανδρα και όταν δεν υπάρχουν αυτιά που θα θελήσουν να ακούσουν αυτά που δύσκολα μπορείς να διηγηθείς και οι άλλοι να πιστέψουν; Πολλά από τα θύματα της γενοκτονίας δεν μπόρεσαν να σπάσουν τη σιωπή τους ποτέ, ούτε καν για να μεταδώσουν τη μαρτυρία τους στους απογόνους τους. Τα δάκρυα και ο πόνος τούς κατέκλυζαν και η σιωπή επιβαλλόταν. Ο Χιτζιάν κατάφερε να την σπάσει όταν ήταν 74 χρονών. Μετά από τις πρώτες 50 σελίδες διέκοψε για πολλά χρόνια, ανήμπορος να ολοκληρώσει την αφήγησή του, μέχρι που ο θάνατος της αγαπημένης συζύγου του, Οβσάνα, τον έσπρωξε να συνεχίσει τις προσπάθειες του. Σε προχωρημένη ηλικία, με τις μνήμες νωπές, έγραψε την συγκλονιστική μαρτυρία του αίσχους που διέπραξε και επιμένει να αρνείται η Τουρκία: Πώς ένα εκατομμύριο πεντακόσιοι χιλιάδες αθώων ανθρώπων εξαλείφθηκαν από τα πάτρια εδάφη τους. «Ποτέ δεν κατάφερα να υπομείνω αυτές τις εικόνες […] οι οποίες έγιναν εντονότερες γιατί δεν είδα αποκατάσταση στο κακό που έγινε, ούτε δικαιοσύνη.» Γιατί δεν πρόκειται μόνο για την απώλεια των αγαπημένων προσώπων, αλλά για την ενσυνείδητη και οργανωμένη προσπάθεια του τουρκικού κράτους να εξαφανίσει από προσώπου γης οτιδήποτε αποτελούσε καθημερινότητα για έναν ολόκληρο λαό- την άρνηση στο δικαίωμα να ζει κανείς σύμφωνα με τις παραδόσεις και τα έθιμά του στη γη όπου κατοικούσαν οι πρόγονοί του τρεις χιλιάδες χρόνια. Μοίρα, που μαζί με τους Αρμένιους, έζησαν και ζουν ακόμη οι Έλληνες, οι Κύπριοι, οι Ασύριοι και οι Κούρδοι. Για τον Χιτζιάν, το γεγονός ότι οι Τούρκοι στράφηκαν εναντίον των λαών με τους οποίους συνυπήρχαν για αιώνες με σκοπό να τους εξοντώσουν παραμένει δυσκολονόητο μυστήριο. Γι’ αυτό και αναζητούσε εναγωνίως τη δικαίωση και την επικράτηση της αλήθειας. Κι αν αποφάσισε να μεταφέρει στο χαρτί ό,τι για δεκαετίες παρέμεινε εγκλωβισμένο στη μνήμη του είναι επειδή πίστευε ότι η μαρτυρία του μπορούσε να αποτρέψει να ξαναγίνει παρόμοιο έγκλημα: «Οι Τούρκοι αξιωματούχοι όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για να αποτρέψουν τις επιθέσεις, αλλά παρότρυναν τους Κούρδους να προκαλέσουν όσες μεγαλύτερες ζημιές μπορούσαν εναντίον των Αρμένιων, για να μπορέσουν με αυτό τον τρόπο να δημιουργήσουν έχθρα μεταξύ των δυο κοινοτήτων με σκοπό να επιτύχουν το τουρκικό πρόγραμμα.» Ένας υποταγμένος λαός στην ίδια του την πατρίδα Όπως ισχυρίζεται ο εκδότης της ισπανόφωνης έκδοσης, ο Μεξικανός καθηγητής και ερευνητής – αρμενικής καταγωγής – Κάρλος Ανταραμιάν Σάλας, «η τρομακτική εμπειρία (του Χαμπαρτζούμ Μαρδίρος Χιτζιάν) πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα που να βοηθήσει ώστε να αποτραπεί η διάπραξη παρομοίων φρικαλεοτήτων, κυρίως όταν ο δράστης παραμένει ατιμώρητος και αρνείται το έγκλημα του». Ο Ανταραμιάν Σάλας έχει καταγράψει την πορεία της αρμενικής μειονότητας στο Μεξικό, έχει γράψει πολλά άρθρα και βιβλία, έχει γυρίσει ντοκιμαντέρ για αυτό το θέμα και, το 2015, ήταν ένας από τους επιμελητές της περιοδεύουσας έκθεσης «Εκατό χρόνια από την Αρμενική Γενοκτονία» στο Μουσείο της Ανεκτικότητας και της Ιστορικής Μνήμης της Πόλης του Μεξικού. Τα απομνημονεύματα του Χαμπαρτζούμ Μαρδίρος Χιτζιάν είναι επίσης ένα ανεκτίμητο ντοκουμέντο για την καθημερινή ζωή της αρμενικής κοινότητας τη στιγμή που η μισαλλοδοξία του τουρκικού κράτους αποφάσισε να την εξαφανίσει με οργανωμένο τρόπο. «Ήμασταν ήδη ένας υποταγμένος λαός στην ίδια την πατρίδα μας. Αυτή η γη ανήκε σε μας κάποτε. Οι ρίζες μας περιπλέκονται με το ίδιο το τοπίο και έτσι θα είναι για πάντα…» γράφει. Ένα ερώτημα θέτει επανειλημμένα ο Χαμπαρτζούμ και μένει ως και σήμερα αναπάντητο: Το 1918, όταν τελείωσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Τουρκία και έφτασαν οι Αμερικανοί. «Ενστικτωδώς μου φάνηκε ότι οι Αμερικανοί, όπως όλες οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, θα πρόδιναν τους Αρμένιους και θα στέκονταν στο πλευρό των Τούρκων» αναφέρει. Εκείνον τον καιρό, λέει, «άλλοι Αμερικανοί στρατιώτες προσλάμβαναν τουρκόπουλα για να μεταβούν στην περιοχή και να συλλέξουν τα κόκαλα των Αρμένιων που είχαν μείνει διάσπαρτα σε ολόκληρη την περιοχή. Πολλά από τα κόκαλα βρίσκονταν ακόμα ακριβώς στο σημείο όπου οι Αρμένιοι στους όποιους ανήκαν είχαν βρει τη μοίρα τους. […] Για κάθε σακί γεμάτο με αρμένικα κόκαλα που μετά χαράς οι Τούρκοι παρέδιναν λάμβαναν ένα αμερικανικό δολάριο. Μία ακόμα προσβολή!» Επιμένει, λοιπόν ο Χιτζιάν, στο δικαίωμα των Αρμένιων να γνωρίσουν πού βρίσκονται αυτά τα κόκαλα που οι Αμερικανοί στρατιώτες ζήτησαν από τους Τούρκους να συλλέξουν ακολουθώντας εκ των άνω εντολές: «Πώς συνδέεται αυτό με τις πολιτικές περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα θρησκευτικά πιστεύω και τις χριστιανικές αξίες; Ας μου τα γράψουν όλα αυτά στην πλάτη!» Ας ελπίσουμε ότι ο Μεξικανός αναγνώστης και, γενικότερα, ο ισπανόφωνος (ας ευχηθούμε πως σύντομα και ο Έλληνας), θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει σε βάθος το φοβερό αυτό ιστορικό γεγονός που διέπραξαν οι Νεότουρκοι σε βάρος του αρμενικού λαού το 1915 και, επίσης, ότι το άγαλμα του Ατατούρκ, που γειτονεύει με εκείνα των τοπικών ηρώων και άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ο Γκάντι, σε κεντρική λεωφόρο της πρωτεύουσας του Μεξικού, εξυμνεί τον υπεύθυνο της αρμενικής γενοκτονίας. 
Η Μαρία Γουαδαλούπε Φλόρες Λιέρα είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Έχει εκδώσει μελέτες και πέντε ποιητικές συλλογές και έχει μεταφράσει στα Ισπανικά, μεταξύ άλλων, Βασίλη Βασιλικό, Νίκο Καζαντζάκη, Βάσο Λυσσαρίδη και Νίκη Λαδάκη- Φιλίππου. Αρθρογραφεί σε διάφορα μέσα ενημέρωσης του Μεξικού. Το βιβλίο στο οποίο αναφέρεται το άρθρο της κ. Φλόρες Λιέρα είναι το «Hampartzoum Mardiros Chitjian, Al filo de la muerte. Memorias de un sobreviviente del Genocidio Armenio» – Χαρμπαδούμ Μαρδίρος Χιτζιάν Μια τρίχα από το θάνατο. Τα απομνημονεύματα ενός επιζώντα της Αρμενικής Γενοκτονίας (Αip-Pen-Kim Ediciones, Μεξικό, 2014) Πηγή:http://mignatiou.com/2016/05/charmpatzoum-mardiros-chitzian-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου