“Διδάσκαλε τί πρέπει νά κάνω, γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;”, ρώτησε τόν Κύριο ἕνας Ἑβραῖος “νoμικός”, ἑρμηνευτής δηλαδή τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δέν ἐνδιαφερόταν ὁ ὑποκριτής νά μάθει τί πρέπει νά κάνει, γιά νά σωθεῖ. Ἀλλά ὑπέβαλε αὐτό τό ερώτημα μέ σκοπό νά πειράξει τόν Κύριο, νά τόν φέρει σέ δύσκολη θέση. Ὁ Κύριος γνώριζε τούς κακούς σκοπούς του, καί τοῦ ἀπάντησε καί ὁ ἴδιος μέ μιά νεά ἐρώτηση.-Στό Νόμο τί ἔχει γραφεῖ σχετικά; Ἐσύ πού τόν μελετᾶς πῶς τό ἀντιλαμβάνεσαι;
-Εἶναι γραμμένο, ἀπάντησε ἐκεῖνος, πώς πρέπει νά ἀγαπᾶς “Κύριον τόν Θεόν σου” μέ ὅλη τήν καρδιά σου καί μέ ὅλη τήν ψυχή σου καί μέ ὅλη τή δύναμή σου καί μέ ὅλη τή διάνοιά σου. Καί ἀκόμη, νά ἀγαπᾶς τόν “πλησίον” σου ὅπως τόν ἑαυτό σου. –Σωστά ἀπάντησες. Αὐτό νά κάνεις κι ἐσύ, καί θά κερδίσεις τήν αἰώνια ζωή, τοῦ εἶπε ὁ Κύριος.
“Ἄγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου”.
Ἡ λέξη “καρδία” ἐδῶ φανερώνει ὅλο τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ λέξη “ψυχή” ἐκφράζει τό συναίσθημα,
ἡ λέξη “ἰσχύς” τή θέληση
καί ἡ λέξη ”διάνοια” τό νοῦ, τή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου.
Ἑπομένως τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου σημαίνουν πώς πρέπει νά ἀγαπᾶμε τό Θεό μέ ὅλο τό ἐσωτερικό μας, δηλαδή καί μέ τό συναίσθημα καί μέ τή θέληση καί μέ τόν νοῦ μας.
Στήν πράξη τώρα ἀγάπη “ἐξ ὅλης τῆς καρδίας” σημαίνει πώς μιά φλόγα ἀγάπης πρός τό Θεό πρέπει νά καίει διαρκῶς μέσα μας καί νά σκεπάζει κάθε ἄλλη ἀγάπη. Καμία ἄλλη ἀγάπη νά μήν ξεπερνάει τήν ἀγάπη πρός τό Δημιουργό μας. Οὔτε τῶν γονέων πρός τά παιδιά, οὔτε τῶν συζύγων μεταξύ τους, οὔτε πρός ἄλλο πρόσωπο ἤ πράγμα (χρήματα,κτήματα, ἐπιστήμη ἀθλήματα κ.τ.λ. ).
Νά εἶναι ἀγάπη πλούσια καί θερμή, ὄχι ἄψυχη καί παγωμένη. Ὅταν προσευχόμαστε ἤ ὅταν μετέχουμε στή λατρεία τῆς ἐκκλησίας, νά μήν προσφέρουμε στό Θεόν χασμουρητά καί ἀφηρημάδα, ἀλλά λατρεία θερμή, μέ αἰσθήματα ἀφοσιώσεως, μέ συντριβή καί κατάνυξη, μέ πόθο πολύ.
Νά εἶναι ἀκόμη ἀγάπη “ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος”. Ὄχι μόνο συναίσθημα, ὅπως συμβαίνει συχνά μέ πολλούς, ἀλλά καί θέληση, δηλαδή ἀγώνας καθημερινός γιά τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. Ὄχι ἀπό τή μιά μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν ἄλλη ἀπάτες στή δουλειά μας ἤ θεληματική ὑποδούλωση σε ἁμαρτωλά πάθη καί ἡδονές.
Καί βέβαια νά εἶναι ἀγάπη “ἐξ ὅλης τῆς διανοίας”. Κι αὐτό σημαίνει πώς τό κύριο θέμα πού θά ἀπασχολεῖ τό νοῦ μας πρέπει νά εἶναι ὁ Θεός. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅσο σκέπτονται οἱ ἔμποροι τά χρήματα, οἱ φιλόσοφοι τίς θεωρίες τους, θά πρέπει νά σκεφτόμαστε οἱ πιστοί τόν Κύριο. Αὐτό πού ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τό εἶπε τόσο ἐπιγραμματικά: “Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον”. Εἶναι ἀνάγκη νά θυμόμαστε τό Θεό πιό συχνά ἀπ΄ὅσο ἀναπνέουμε.
Ὅταν ὁ “νομικός” ἄκουσε τόν Κύριο νά τόν ἐπαινεῖ γιά τήν ἀπάντηση πού ἔδωσε, κατάλαβε πώς εἶχε ἐκτεθεῖ στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, πού ρώτησε κάτι γιά τό ὁποῖο γνώριζε τήν ἀπάντηση. Γιά νά δικαιολογηθεῖ λοιπόν, ὑπέβαλε νέα ἐρώτηση στόν Κύριο λέγοντας: - Καί ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου, τόν ὁποῖον ὀφείλω, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, νά ἀγαπήσω σάν τόν ἑαυτό μου;
Μέ ἀφορμή τό ἐρώτημα αὐτό τοῦ “νομικοῦ” ὁ Κύριος ἄρχισε νά διηγεῖται τή θαυμάσια παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.
Κάποιος ἄνθρωπος, εἶπε, κατεβαίνοντας ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχώ, ἔπεσε στά χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τόν λήστευσαν, τόν τραυμάτισαν καί τόν ἄφησαν μισοπεθαμένο στήν ἄκρη τοῦ δρόμου. Σέ λίγο ἀκούστηκαν βήματα στήν ἐρημιά ἐκείνη καί ὁ πληγωμένος ἀναθάρρησε. Ἦταν- γιά καλή του τύχη- ἕνας ἱερέας τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ ἱερέας ὅμως τοῦ ἔριξε μόνο ἕνα βλέμμα καί γρήγορα ἀπομακρύνθηκε. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ἑπόμενος διαβάτης, πού ἦταν Λευΐτης, ἄνθρωπος δηλαδή ἀφιερωμένος καί αὐτός στήν ὑπηρεσία τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Πλησίασε, τοῦ ἔριξε μιά ματιά καί ἔφυγε. Τώρα καινούργια βήματα ἀκούγονται. Ὁ πληγωμένος κοιτάζει μέ ἐλπίδα, ἀλλά παγώνει ὁλόκληρος. Ἦταν ἕνας Σαμαρείτης, πού οἱ Σαμαρεῖτες ἦσαν θανάσιμοι ἐχθροί μέ τούς Ἑβραίους.
Ὅμως ὁ Σαμαρείτης αὐτός φέρεται διαφορετικά. Συμπονεῖ τόν πληγωμένο, τόν περιποιεῖται καθαρίζοντας τά τραύματά του μέ κρασί, γιά νά τά ἀποστειρώσει, καί μέ λάδι γιά νά μαλακώσουν οἱ πληγές, τά δένει προσεκτικά, τόν φορτώνει στό ζῶο του καί τόν ὁδηγεῖ σέ ἕνα χάνι, ὅπου τόν φροντίζει ὅλη τήν νύχτα.
Τό πρωί, ὅταν ὁ κίνδυνος εἶχε πιά περάσει, ξεκίνησε νά φύγει, ἀφοῦ πρῶτα ἔδωσε στόν ξενοδόχο δύο δηνάρια καί τοῦ εἶπε: “Περιποιήσου τον καί ὅ,τι περισσότερο ξοδέψεις, ἐγώ ἐπιστρέφοντας θά σοῦ τό ἐξοφλήσω”.
-Ποιός λοιπόν ἀπό τούς τρεῖς, ρωτᾶ ὁ Κύριος τό “νομικό”, νομίζεις ὅτι ἀποδείχθηκε “πλησίον” τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τούς ληστάς;
- Ἐκεῖνος πού τόν συμπόνεσε καί τόν ἐλέησε, ἀπαντᾶ ὁ “νομικός”.
- ''Πήγαινε λοιπόν κι ἐσύ καί κάνε τό ἴδιο'', συμπλήρωσε ὁ Κύριος, κλείνοντας αὐτή τήν πρωτότυπη συζήτηση.
Ὁ καλός Σαμαρείτης! Μιά συγκινητική μορφή, στήν ὁποία ὁ Κύριος οὐσιαστικά ἀπεικόνισε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό Του.
Διότι αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος καί κατ᾽ἐξοχήν καλός Σαμαρείτης.
Αὐτός ὁ ὁποῖος βλέποντας τό ἀνθρώπινο γένος αἱμόφυρτο στά χέρια ἀπαισίων ληστῶν –τῶν δαιμόνων- δέν τό ἐγκατέλειψε ἀβοήθητο, ἀλλά τό “ἐσπλαχνίσθη”, τό συμπόνεσε.
Γι᾽ αὐτό κι ἔγινε καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος καί μέ τό λάδι (τήν διδασκαλία του) καί μέ τόν οἶνον ( τό Αἷμα τῆς λυτρωτικῆς θυσίας Του) τό θεράπευσε ἀπό τά θανάσιμα τραύματα τῆς ἁμαρτίας.
Καί μέσα στό θεϊκό του πανδοχεῖο (τήν Ἐκκλησία) ἀποκαθιστᾶ καθέναν ὁ ὁποῖος θέλει νά τόν ἀκολουθήσει στή δόξα τῆς Βασιλείας του.
Αὐτήν τήν ἴδια, τήν ἄπειρη δική του ἀγάπη μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος τώρα νά δείχνουμε κι ἐμεῖς ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον.
Νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας ὅπως τόν ἑαυτό μας. Ἀλλά “πλησίον”, μᾶς ἐξήγησε μέ τήν παραβολή, εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἔχει ἀνάγκη.
Ὄχι μόνο οἱ φίλοι μας, οἱ συγγενεῖς μας καί οἱ ὁμοεθνεῖς μας, ἀλλά καί οἱ ἐχθροί μας.
Ὅποιος δέν ἔχει αἰσθανθεῖ τήν ἀσύλληπτη δύναμη τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς, ἄς μή ξεγελᾶ τόν ἑαυτό του πώς εἶναι Χριστιανός.
Βρίσκεται ἀκόμη μακριά. Ἀκόμη δέν ἔχει καταλάβει τή μεγάλη ἀλλαγή πού ἔφερε τό Εὐαγγέλιο πάνω στή γῆ.
http://www.imdramas.gr/
-Εἶναι γραμμένο, ἀπάντησε ἐκεῖνος, πώς πρέπει νά ἀγαπᾶς “Κύριον τόν Θεόν σου” μέ ὅλη τήν καρδιά σου καί μέ ὅλη τήν ψυχή σου καί μέ ὅλη τή δύναμή σου καί μέ ὅλη τή διάνοιά σου. Καί ἀκόμη, νά ἀγαπᾶς τόν “πλησίον” σου ὅπως τόν ἑαυτό σου. –Σωστά ἀπάντησες. Αὐτό νά κάνεις κι ἐσύ, καί θά κερδίσεις τήν αἰώνια ζωή, τοῦ εἶπε ὁ Κύριος.
“Ἄγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου”.
Ἡ λέξη “καρδία” ἐδῶ φανερώνει ὅλο τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ λέξη “ψυχή” ἐκφράζει τό συναίσθημα,
ἡ λέξη “ἰσχύς” τή θέληση
καί ἡ λέξη ”διάνοια” τό νοῦ, τή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου.
Ἑπομένως τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου σημαίνουν πώς πρέπει νά ἀγαπᾶμε τό Θεό μέ ὅλο τό ἐσωτερικό μας, δηλαδή καί μέ τό συναίσθημα καί μέ τή θέληση καί μέ τόν νοῦ μας.
Στήν πράξη τώρα ἀγάπη “ἐξ ὅλης τῆς καρδίας” σημαίνει πώς μιά φλόγα ἀγάπης πρός τό Θεό πρέπει νά καίει διαρκῶς μέσα μας καί νά σκεπάζει κάθε ἄλλη ἀγάπη. Καμία ἄλλη ἀγάπη νά μήν ξεπερνάει τήν ἀγάπη πρός τό Δημιουργό μας. Οὔτε τῶν γονέων πρός τά παιδιά, οὔτε τῶν συζύγων μεταξύ τους, οὔτε πρός ἄλλο πρόσωπο ἤ πράγμα (χρήματα,κτήματα, ἐπιστήμη ἀθλήματα κ.τ.λ. ).
Νά εἶναι ἀγάπη πλούσια καί θερμή, ὄχι ἄψυχη καί παγωμένη. Ὅταν προσευχόμαστε ἤ ὅταν μετέχουμε στή λατρεία τῆς ἐκκλησίας, νά μήν προσφέρουμε στό Θεόν χασμουρητά καί ἀφηρημάδα, ἀλλά λατρεία θερμή, μέ αἰσθήματα ἀφοσιώσεως, μέ συντριβή καί κατάνυξη, μέ πόθο πολύ.
Νά εἶναι ἀκόμη ἀγάπη “ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος”. Ὄχι μόνο συναίσθημα, ὅπως συμβαίνει συχνά μέ πολλούς, ἀλλά καί θέληση, δηλαδή ἀγώνας καθημερινός γιά τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. Ὄχι ἀπό τή μιά μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν ἄλλη ἀπάτες στή δουλειά μας ἤ θεληματική ὑποδούλωση σε ἁμαρτωλά πάθη καί ἡδονές.
Καί βέβαια νά εἶναι ἀγάπη “ἐξ ὅλης τῆς διανοίας”. Κι αὐτό σημαίνει πώς τό κύριο θέμα πού θά ἀπασχολεῖ τό νοῦ μας πρέπει νά εἶναι ὁ Θεός. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅσο σκέπτονται οἱ ἔμποροι τά χρήματα, οἱ φιλόσοφοι τίς θεωρίες τους, θά πρέπει νά σκεφτόμαστε οἱ πιστοί τόν Κύριο. Αὐτό πού ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τό εἶπε τόσο ἐπιγραμματικά: “Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον”. Εἶναι ἀνάγκη νά θυμόμαστε τό Θεό πιό συχνά ἀπ΄ὅσο ἀναπνέουμε.
Ὅταν ὁ “νομικός” ἄκουσε τόν Κύριο νά τόν ἐπαινεῖ γιά τήν ἀπάντηση πού ἔδωσε, κατάλαβε πώς εἶχε ἐκτεθεῖ στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, πού ρώτησε κάτι γιά τό ὁποῖο γνώριζε τήν ἀπάντηση. Γιά νά δικαιολογηθεῖ λοιπόν, ὑπέβαλε νέα ἐρώτηση στόν Κύριο λέγοντας: - Καί ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου, τόν ὁποῖον ὀφείλω, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, νά ἀγαπήσω σάν τόν ἑαυτό μου;
Μέ ἀφορμή τό ἐρώτημα αὐτό τοῦ “νομικοῦ” ὁ Κύριος ἄρχισε νά διηγεῖται τή θαυμάσια παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.
Κάποιος ἄνθρωπος, εἶπε, κατεβαίνοντας ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχώ, ἔπεσε στά χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τόν λήστευσαν, τόν τραυμάτισαν καί τόν ἄφησαν μισοπεθαμένο στήν ἄκρη τοῦ δρόμου. Σέ λίγο ἀκούστηκαν βήματα στήν ἐρημιά ἐκείνη καί ὁ πληγωμένος ἀναθάρρησε. Ἦταν- γιά καλή του τύχη- ἕνας ἱερέας τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ ἱερέας ὅμως τοῦ ἔριξε μόνο ἕνα βλέμμα καί γρήγορα ἀπομακρύνθηκε. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ἑπόμενος διαβάτης, πού ἦταν Λευΐτης, ἄνθρωπος δηλαδή ἀφιερωμένος καί αὐτός στήν ὑπηρεσία τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Πλησίασε, τοῦ ἔριξε μιά ματιά καί ἔφυγε. Τώρα καινούργια βήματα ἀκούγονται. Ὁ πληγωμένος κοιτάζει μέ ἐλπίδα, ἀλλά παγώνει ὁλόκληρος. Ἦταν ἕνας Σαμαρείτης, πού οἱ Σαμαρεῖτες ἦσαν θανάσιμοι ἐχθροί μέ τούς Ἑβραίους.
Ὅμως ὁ Σαμαρείτης αὐτός φέρεται διαφορετικά. Συμπονεῖ τόν πληγωμένο, τόν περιποιεῖται καθαρίζοντας τά τραύματά του μέ κρασί, γιά νά τά ἀποστειρώσει, καί μέ λάδι γιά νά μαλακώσουν οἱ πληγές, τά δένει προσεκτικά, τόν φορτώνει στό ζῶο του καί τόν ὁδηγεῖ σέ ἕνα χάνι, ὅπου τόν φροντίζει ὅλη τήν νύχτα.
Τό πρωί, ὅταν ὁ κίνδυνος εἶχε πιά περάσει, ξεκίνησε νά φύγει, ἀφοῦ πρῶτα ἔδωσε στόν ξενοδόχο δύο δηνάρια καί τοῦ εἶπε: “Περιποιήσου τον καί ὅ,τι περισσότερο ξοδέψεις, ἐγώ ἐπιστρέφοντας θά σοῦ τό ἐξοφλήσω”.
-Ποιός λοιπόν ἀπό τούς τρεῖς, ρωτᾶ ὁ Κύριος τό “νομικό”, νομίζεις ὅτι ἀποδείχθηκε “πλησίον” τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τούς ληστάς;
- Ἐκεῖνος πού τόν συμπόνεσε καί τόν ἐλέησε, ἀπαντᾶ ὁ “νομικός”.
- ''Πήγαινε λοιπόν κι ἐσύ καί κάνε τό ἴδιο'', συμπλήρωσε ὁ Κύριος, κλείνοντας αὐτή τήν πρωτότυπη συζήτηση.
Ὁ καλός Σαμαρείτης! Μιά συγκινητική μορφή, στήν ὁποία ὁ Κύριος οὐσιαστικά ἀπεικόνισε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό Του.
Διότι αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος καί κατ᾽ἐξοχήν καλός Σαμαρείτης.
Αὐτός ὁ ὁποῖος βλέποντας τό ἀνθρώπινο γένος αἱμόφυρτο στά χέρια ἀπαισίων ληστῶν –τῶν δαιμόνων- δέν τό ἐγκατέλειψε ἀβοήθητο, ἀλλά τό “ἐσπλαχνίσθη”, τό συμπόνεσε.
Γι᾽ αὐτό κι ἔγινε καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος καί μέ τό λάδι (τήν διδασκαλία του) καί μέ τόν οἶνον ( τό Αἷμα τῆς λυτρωτικῆς θυσίας Του) τό θεράπευσε ἀπό τά θανάσιμα τραύματα τῆς ἁμαρτίας.
Καί μέσα στό θεϊκό του πανδοχεῖο (τήν Ἐκκλησία) ἀποκαθιστᾶ καθέναν ὁ ὁποῖος θέλει νά τόν ἀκολουθήσει στή δόξα τῆς Βασιλείας του.
Αὐτήν τήν ἴδια, τήν ἄπειρη δική του ἀγάπη μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος τώρα νά δείχνουμε κι ἐμεῖς ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον.
Νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας ὅπως τόν ἑαυτό μας. Ἀλλά “πλησίον”, μᾶς ἐξήγησε μέ τήν παραβολή, εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἔχει ἀνάγκη.
Ὄχι μόνο οἱ φίλοι μας, οἱ συγγενεῖς μας καί οἱ ὁμοεθνεῖς μας, ἀλλά καί οἱ ἐχθροί μας.
Ὅποιος δέν ἔχει αἰσθανθεῖ τήν ἀσύλληπτη δύναμη τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς, ἄς μή ξεγελᾶ τόν ἑαυτό του πώς εἶναι Χριστιανός.
Βρίσκεται ἀκόμη μακριά. Ἀκόμη δέν ἔχει καταλάβει τή μεγάλη ἀλλαγή πού ἔφερε τό Εὐαγγέλιο πάνω στή γῆ.
http://www.imdramas.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου