22 Σεπτεμβρίου, 2018

ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕΣΑ


Η μακαριστὴ γερόντισσα Ἄννα Γιοβά-
νογλου γεννήθηκε τὸ 1903 στὴν Πανόρμο
τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ γονεῖς πολὺ
εὐλαβεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Δήμητρα.
Ἦταν πρωτότοκη καὶ εἶχε ἄλλα ὀκτὼ
ἀδέλφια. Στὴν βάπτιση τῆς δόθηκε τὸ
ὄνομα Ἀναστασία. Με τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν
πληθυσμῶν, μετὰ ἀπὸ ταλαιπωρίες,
ἐγκαταστάθηκαν στὸ χωριὸ Πηγάδια Κυρ-
γίων Δράμας. Στὰ Πηγάδια ὁ πατέρας της
ἔγινε κτηνοτρόφος. Αὐτὴ ὡς μεγαλύτερη
φρόντιζε γιὰ τὰ μικρότερα ἀδέλφια της,
γιατί καὶ ἡ μητέρα της ἐργαζόταν.
Ἀπὸ μικρὴ ἀγαποῦσε τὸν Χριστό. Ὅταν
μιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία
ἔκλαιγε. Ἀπὸ μικρὴ κρατοῦσε ὅλες τὶς
νηστεῖες καὶ κρέας δὲν ἔφαγε ποτέ. Ὅταν
πήγαιναν στὸ χωριὸ της μοναχοὶ ἀπὸ τὰ
Κύργια, αὐτὴ πήγαινε κοντά τους καὶ ἤθελε
νὰ ἀκούει γιὰ τὸν Χριστό. Δὲν πῆγε σχολεῖο,
δὲν ἤξερε νὰ διαβάζει. 
Προσευχόταν καὶ μερικὲς νύχτες ἄκουγε ἀγγελικὲς ψαλμωδίες.
Διηγεῖτο: «Ἤμασταν ἐννιὰ ἀδέλφια καὶ
μόνο κρατούσαμε (τηρούσαμε) τοῦ πατέρα
μας τὸν λόγο. Ἀλλὰ ἦρθε καιρὸς ποὺ νὰ μὴν
τὸν κρατήσω ἐγώ, γιατί ἤμουν μεγαλύτερη
τριάντα χρόνων κοπέλα καὶ ἦρθε καιρὸς νὰ
παντρευτῶ καὶ τ’ ἀδέλφια μου ὅλα μεγάλω-
σαν καὶ ἦταν γιὰ παντρειὰ καὶ μουρμούρι-
ζαν (γόγγυζαν) ἐναντίον μου, πότε θὰ
παντρευτεῖς; τί θὰ κάνεις;».
Παντρεύτηκε ἕνα νέο ὀνόματι Γιάννη ποὺ
εἶχαν γιὰ βοσκὸ στὰ πρόβατά τους. Ἐπειδὴ
οἱ γονεῖς της δὲν συγκατατέθηκαν, τὴν ἔδιωξαν
ἀπὸ τὸ σπίτι. Ὁ σύζυγος λίγο μετὰ
ἀπὸ τὸν γάμο τους πῆγε στὴν Κοζάνη νὰ δεῖ
τοὺς δικούς του καὶ δὲν ξαναγύρισε ποτέ,
οὔτε καὶ ἔμαθε τί ἀπέγινε. Ἡ ἴδια δὲν γόγ-
γυξε ποτέ, δὲν τὸν κακολόγησε, δὲν παρα-
πονέθηκε. Τὸν συγχωροῦσε καὶ ἔλεγε νὰ
εἶναι καλά. Ἔλεγε: «Ἔτσι ἤθελε ὁ Θεὸς καὶ
ἔτσι ἔγινε».
Ὕστερα κατέφυγε σὲ μιὰ θεία της, τὴν
Σοφία ἡ ὁποία τὴν περιέθαλψε, τὴν βοή-
θησε νὰ γεννήσει καὶ βοήθησε στὴν
ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ. Ἡ Ἀναστασία
ἐργαζόταν στὰ καπνά, στὸ Δοξάτο καὶ στὰ
Κύργια. Δούλευε νύχτα-μέρα διότι
ἐπιπλέον βοηθοῦσε τ’ ἀδέλφια της καὶ γη-
ροκόμησε καὶ τὴν μητέρα της.
Ἐργαζόταν σκληρὰ ὅλη τὴν ἡμέρα στὰ χω-
ράφια καὶ τὴ νύχτα προσευχόταν. Συνήθιζε,
μὲ ἄλλες γυναῖκες τοῦ χωριοῦ, νὰ συγκεν-
τρώνονται σὲ κάποιο σπίτι ἐκ περιτροπῆς,
ἐνώπιον μιᾶς θαυματουργῆς εἰκόνας τοῦ
Ἁγίου Γεωργίου, νὰ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ προ-
σεύχονται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ ἡ ἴδια
ξυπνοῦσε πάντα πρωὶ γιὰ νὰ προσεύχεται,
γιατί πίστευε ὅτι ὁ Θεὸς τότε σ’ ἀκούει κα-
λύτερα. Ὅταν πιστεύεις καὶ παρακαλᾶς, ὁ
Θεὸς δὲν σὲ ξεχνᾶ.
Ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Θεό. Ἀνέφερε τὴν
λέξη «Θεός μου», χαιρόταν ἡ ψυχή της καὶ
ἔτρεχαν τὰ δάκρυά της. Ἔλεγε: «Ἀγαπάω
τόσο πολὺ τὸν Θεό. Θέλω νὰ πάω στὰ
Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσω».
Μάζευε δραχμὴ-δραχμὴ χρήματα γιὰ τὰ
Ἱεροσόλυμα. Πρῶτα πῆγε καὶ προσκύνησε
στὴν Τῆνο. Ἐκεῖ, ὅπως ἔλεγε, εἶδε ζωντανὴ
τὴν Παναγία καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ ποὺ τῆς
εἶπε «νὰ πᾶς στὰ Ἱεροσόλυμα». Πῆγε, προ-
σκύνησε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐκεῖ γνώ-
ρισε τὸν γέροντα Ἀμφιλόχιο καὶ τὴν μοναχὴ
Ἐλισάβετ στὸ Χοζεβά. Βαπτίσθηκε στὸν
Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὴ
προσευχὴ καὶ μεγάλη νηστεία ἔγινε μοναχὴ
μικρόσχημη μὲ τὸ ὄνομα Ἄννα. Ἔκανε
ὑπακοὴ στὸν π. Ἀμφιλόχιο, τῆς ἔδωσε
ἐντολὲς καὶ κανόνα γιὰ νὰ προετοιμασθῆ νὰ
πάρει ἀργότερα τὸ μεγάλο Σχῆμα.
Πῆγε ὕστερα καὶ διέμεινε σ’ ἕνα μονα-
στήρι τῆς περιοχῆς γιὰ σαράντα ἡμέρες.
Ἤθελε νὰ μείνει γιὰ πάντα ἐκεῖ, ἀλλὰ
ἐπειδὴ ἦταν ἡλικιωμένη δὲν τὴν κράτησαν.
Ὕστερα ἔμενε στὸ Δοξάτο μόνη της σ’ ἕνα
μικρὸ καὶ παλαιὸ κελλάκι, χωρὶς φῶς, μὲ
μιὰ σομπούλα. Δὲν θέλησε νὰ μείνει στὸ
σπίτι τῆς κόρης της ἀλλὰ κοντά της, ἀπὸ
εὐαισθησία γιὰ νὰ μὴν τὴν ἐπιβαρύνει,
ἀλλὰ καὶ γιὰ νά ζεῖ μὲ τὴν ἡσυχία, ὥστε νὰ
ἐκτελεῖ τὰ μοναχικά της καθήκοντα. Εἶχε
στρωμένες παλαιὲς μπαλωμένες
κουρελοῦδες ἀλλὰ ὁλοκάθαρες. Πάνω στὸ
κρεββατάκι της εἶχε μιὰ βαλιτσούλα ποὺ
μέσα εἶχε τὰ νεκρικά της φορέματα, κερά-
κια καὶ σάβανο ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Στὸν
τοῖχο πάνω ἀπὸ τὸ κρεββάτι της εἶχε τὰ
εἰκονίσματά της καὶ ἕνα κανδήλι ἀκοίμητο.
Ἡ γερόντισσα Ἄννα νήστευε καὶ προσευ-
χόταν νύχτα-μέρα. Ξυπνοῦσε στὶς 3 μετὰ τὰ
μεσάνυχτα. Ὅταν τὴν ρωτοῦσε ἡ κόρη της,
γιατί ξυπνᾶ τὴ νύχτα ἀπαντοῦσε: «Δὲν
μπορῶ νὰ κοιμηθῶ, παιδί μου. Ἄγγελος Κυ-
ρίου ἔρχεται καὶ μὲ ξυπνᾶ καὶ συνεχίζω τὴν
προσευχή». Ἀλληλογραφοῦσε μὲ τὸν π.
Ἀμφιλόχιο καὶ ἔστελνε δέματα στὴν μοναχὴ
Ἐλισάβετ. 
Προετοιμαζόταν νὰ πάρη τὸ μεγάλο Σχῆμα.
Τὴν πέμπτη φορὰ ποὺ πῆγε ἡ γερόντισσα
Ἄννα στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ γέροντας
Ἀμφιλόχιος, ἡγούμενος τοῦ Χοζεβᾶ, τὴν
ἔκειρε μεγαλόσχημη μοναχή, τὸ ἔτος 1972.
Ἀπὸ τότε ἔβλεπαν καὶ ἔνιωθαν οἱ γνωστοί
της μιὰ ἰδιαίτερη χάρη στὴν γερόντισσα
Ἄννα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἔλεγε: «Στὰ
Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγα κάτι ἔλαβε ἡ ψυχή
μου ἀπὸ τὸν Θεό μου καὶ δὲν μπορῶ νὰ
κάνω κακὸ οὔτε στὸν ἑαυτό μου οὔτε σὲ
ἄλλους. Ἔχω εὐλογία ἐπάνω μου. Δὲν
νιώθω κούραση οὔτε οἱ νηστεῖες μὲ
ἐξαντλοῦν, πετάω». Τὰ ράσα της
μοσχοβολοῦσαν.
Ὅποιος τὴν ἐπισκεπτόταν ἔνιωθε κοντά
της χαρὰ καὶ χάρη. Κερνοῦσε τοὺς
ἐπισκέπτες καὶ ἀπαντοῦσε στὶς ἐρωτήσεις
τους μεταδίδοντας τὴν χάρη καὶ τὰ βιώματά
της. Τὰ βαθυγάλαζα μάτια της ἔλαμπαν καὶ
ἀκτινοβολοῦσαν ἀπὸ καλωσύνη.
Θυμίαζε τὶς εἰκόνες στὸ κελλάκι της, ἀλλὰ
τὴ νύχτα ἔβγαινε στὸν δρόμο καὶ θυμίαζε
τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πήγαιναν στὰ καπνά.
Θυμίαζε ὅλο το Δοξάτο καὶ προσευχόταν
γιὰ τὸν κόσμο.
Ἡ γερόντισσα Ἄννα εἶχε τέτοια ἁπλότητα,
ὥστε δὲν τῆς περνοῦσε λογισμὸς
ὑπερηφάνειας, διότι τὰ θεωροῦσε ὅλα φυ-
σικά. Μὲ τὴν μακάρια ἁπλότητα, τὴν
εὐλάβεια, τὴν καθαρότητα καὶ τὸν φιλότιμο
ἀγώνα της, ἀξιώθηκε νὰ ἔχει πολλὲς
ἁγιοφάνειες. Εἶδε τὸν προφήτη Ἠλία καὶ
τοῦ ἀσπάσθηκε τὸ χέρι. Τὸν Τίμιο Πρό-
δρομο καὶ μάλιστα παρατήρησε τὸ σημάδι
τῆς ἀποτομῆς ἀπὸ τὸ ξίφος στὸν λαιμό του!
Τοὺς Ἁγίους Θεοδώρους τοὺς ἔβλεπε συχνὰ
νὰ περνοῦν τὶς νύχτες μὲ τὰ ἄλογα καὶ τὶς
στολὲς τους μέσα ἀπὸ τὸ Δοξάτο. Ὑπάρχει
ἐξωκκλήσι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καὶ αὐτοὶ
προστατεύουν τὸ χωριό. Εἶδε καὶ τὸν ἅγιο
Βασίλειο σὲ ὥρα Θείας Λειτουργίας.
Τὸ ὅλο της παρουσιαστικὸ θύμιζε παλαιὰ
ἀσκήτρια. Ἕνα μικρὸ ἄνθος τῆς ἐρήμου. Τὰ
φτωχικά της μοναχικὰ ἐνδύματα, τὸ
ἐξαϋλωμένο της παρουσιαστικὸ ἀπὸ τὶς
ἀέναες νυχθήμερες προσευχές της, τὰ βα-
θουλωμένα της μάτια, σοῦ δημιουργοῦσαν
τὴν ἐντύπωση ὅτι βρισκόσουν μπροστά σε
μιὰ ἀσκήτρια τοῦ ὅρους τῆς Νιτρίας.
Προπαντὸς δὲ ἡ ἀσκητικὴ εὐωδία ποὺ
ἀνέπεμπε στὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα γύρω της.
Στὴν Ἐκκλησία ἦταν πάντοτε ὄρθια, σπα-
νίως θὰ καθόταν. Μερικὲς φορές, ἐνῶ προ-
σευχόταν στὸ κελλί της καὶ χτυποῦσε
κάποιος τὴν πόρτα, αὐτὴ τὸν καλωσόριζε μὲ
τὸ ὄνομά του πρὶν νὰ τὸν δεῖ. Βάδιζε στοὺς
δρόμους τῆς Δράμας, καὶ ἐνῶ περνοῦσαν
πολλὰ αὐτοκίνητα, αὐτή, χωρὶς νὰ
παρατηρεῖ τ’ αὐτοκίνητα, φώναζε κάποιον
γνωστό της καὶ τὸν χαιρετοῦσε ἀπὸ μα-
κρυά, ἐνῶ ἦταν μέσα σὲ αὐτοκίνητο.
Ἀνθρωπίνως δὲν ἦταν δυνατὸν οὔτε τὸ
αὐτοκίνητο νὰ ξεχωρίσει, ἀλλὰ αὐτὴ τὰ
ἔβλεπε διαφορετικὰ καὶ διέκρινε ἀκόμη καὶ
τὰ γνωστά της πρόσωπα ἀπὸ μακρυά.
Ἡ γερόντισσα Ἄννα πολλὲς φορὲς ἔλαβε
πείρα δαιμόνων ἀλλὰ ἡ μακαρία ἁπλότητά
της καὶ ἡ ταπείνωσή της σὰν θώρακες τὴν
προστάτευαν ἀπὸ τὴν κακία τοῦ διαβόλου.
Ἐκοιμήθη τὸ ἔτος 1998 σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν.
Ὅταν ξεψυχοῦσε, ἐπικαλεῖτο ὅλους τους
γνωστούς της Ἁγίους καὶ ἰδιαίτερα τὸν ἅγιο
Ἀλέξιο ποὺ τὸν εἶχε σὲ ξεχωριστὴ εὐλάβεια.
Συμβούλευε: «Νὰ προσεύχεσαι χαράματα
καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ τὰ χέρια στὸν
οὐρανό. Τότε σὲ ἀκούει ὁ Θεός, βλέπεις καὶ
τοὺς Ἀγγέλους. Ὅταν παρακαλᾶς, νὰ
παρακαλᾶς πρῶτα τὸν Χριστὸ καὶ ἔπειτα
τοὺς Ἁγίους, ὅσους θυμᾶσαι, ὄχι μόνον
ἕναν. Καὶ αὐτὰ τὰ παρακάλια τὰ παίρνουν
οἱ Ἅγιοι καὶ τὰ πάνε στὴν Παναγία καὶ ἡ Πα-
ναγία τὰ δίνει στὸν Χριστό. Ἐγὼ μιὰ φορὰ
παρακαλοῦσα καὶ ξέχασα τὸν ἅγιο Θεό-
δωρο. Ἐμφανίστηκε, λοιπόν, καὶ μοῦ λέει:
“Ὅλους τούς παρακαλᾶς καὶ μένα μὲ ξεχα-
σες”. “Ποιος εἴσαι”, λέω, “δὲν σὲ γνώρισα”.
“Ο ἅγιος Θεόδωρος εἶμαι”, λέει. Ἀπὸ τότε
κάθε φορά τὸν παρακαλάω».
Ἔλεγε μὲ ἁπλότητα στὴν προσευχή της:
«Ἡ ἀδελφὴ Ἄννα σᾶς παρακαλεῖ: “Ἅγιε
Ἀλέξιε, ἅγιε Παντελεήμων”» καὶ μνημόνευε
πολλοὺς Ἁγίους ποὺ εἶχε σὲ εὐλάβεια, καὶ
ὅσων Ἁγίων εἶχε εἰκονάκια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου