22 Σεπτεμβρίου, 2018

Ἀπὸ τὴν ἀγριότητα στὴν ἁγιότητα, ἕνα «ρ» δρόμος!

Νεανικοί Ἀγκυροβολισμοί

Γεωργίου Καρκαμπάση, Φοιτητοῦ Νοσηλευτικῆς Ε.Κ.Π.Α.

Πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν γιὰ
τὴν ἁγιότητα παρουσιάζοντας τὴ μισὴ πραγ-
ματικότητα. Κι αὐτό, γιατὶ μιλώντας ἀρκετὰ
γιὰ τὰ χαρίσματα, τὶς ἀρετές, τὴν καθαρό-
τητα, τὴ λαμπρότητα τῶν Ἁγίων,
ἀποκρύπτουν τὰ πάθη, τὶς πτώσεις, τὸ σκο-
τάδι τῆς ψυχῆς τους πρὶν τὴ δωρεὰ τῆς
ἁγιότητας. Ἔτσι, διαβάζοντας ἢ ἀκούγοντας
κανεὶς τὸ συναξάρι ἑνὸς Ἁγίου φαντάζεται
κάποιον τέλειο ἄνθρωπο χωρὶς ἀδυναμίες.
Πῶς ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὁμοίασαν στὸν
Θεὸ καὶ σήμερα ἑορτάζονται ὡς Ἅγιοι; Ἡ δια-
δικασία αὐτὴ συνοψίζεται σὲ μιὰ λέξη, τὴ με-
τάνοια, ποὺ εἶναι τὸ διαχρονικὸ μήνυμα τοῦ
Εὐαγγελίου καὶ ὁ τρόπος ζωῆς κάθε ἐν
ἐπιγνώσει χριστιανοῦ.
Ἡ μετάνοια φαντάζει συχνὰ στὸ μυαλό μας
ὡς μιὰ πράξη στιγμιαία, ξαφνικὴ καὶ
ἐπιτακτική, ὡς μιὰ ἀπόφαση ποὺ παίρνει κά-
ποιος ὅταν ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ μιὰ σκοτεινὴ
πράξη του, ποὺ τοῦ δημιουργεῖ ντροπὴ γιὰ
τὴν ἀπόσταση ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ
ἢ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του. Αὐτὸ τὸ μοτίβο
ὅμως περιγράφει περισσότερο τὴ μεταμέ-
λεια παρὰ τὴ μετάνοια. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ
διόρθωση τῆς συμπεριφορᾶς μας, ὅταν αὐτὴ
δὲν ταιριάζει μὲ τοὺς κοινωνικοὺς ἢ
θρησκευτικοὺς κανόνες. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ
ἀλλαγὴ μιᾶς ὁλόκληρης νοοτροπίας,
ἀναθεώρηση ἑνὸς τρόπου ζωῆς, τὸ γκρέμι-
σμα μιᾶς προσωπικότητας, ἡ ὁποία χτίστηκε
πάνω στὰ σαθρὰ θεμέλια τοῦ ἐγωϊσμοῦ κὶ
ἔτσι δὲν ἄντεξε στὶς «σεισμικὲς δονήσεις»,
ποὺ ἐπιφέρει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχὴ
τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Ἡ μετάνοια, λοιπόν, εἶναι μιὰ διαδικασία
ποὺ ξεκινᾶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔρθει σὲ βιω-
ματική -καὶ ὄχι θεωρητική- ἐπαφὴ μὲ τὴν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ τελειώνει τὴ στιγμὴ τοῦ
θανάτου. Κανεὶς δὲν θὰ μπεῖ σὲ αὐτὴ τὴν
ἐπίπονη διαδικασία, ἐπειδὴ κάποιος ἄλλος
τοῦ εἶπε ὅτι ὁ τρόπος ζωῆς του εἶναι
ἁμαρτωλὸς καὶ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν
Θεό. Αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπιλέγουν ὅσοι θέ-
λουν νὰ ἀπεκδυθοῦν τὸ βάρος τῆς εὐθύνης,
ποὺ ἔχει μιὰ ζωντανὴ σχέση. Ὅσοι προτιμοῦν
τὴν ἀσφάλεια τῆς γνώσης καὶ ἀποφεύγουν
πεισματικὰ τὴ ζωντάνια καὶ τὸ ριψοκίνδυνο
τῆς ἐπίγνωσης.
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ θελήσει πραγματικὰ νὰ με-
τανοήσει καὶ θὰ εἶναι σίγουρος ὅτι ἡ μετά-
νοια εἶναι τελικὰ αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἡ
ψυχή του, εἶναι αὐτὸς ποὺ δέχτηκε τὴν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παρόλο ποὺ δὲν τὴν ἀξίζει.
Γιατί, ὅταν ξέρεις ὅτι κάποιος σὲ ἀγαπᾶ, σὲ
ἀποδέχεται καὶ σὲ σὺγχωρεῖ χωρὶς νὰ ζητᾶ τί-
ποτα ἀπὸ ἐσένα, δὲν σοῦ μένει ἄλλη ἐπιλογὴ
άπ’ τὸ νὰ ἀγωνιστεῖς ὥστε νὰ τοῦ μοιάσεις.
Ἡ μετάνοια λοιπὸν εἶναι ἀπόφαση ἑνὸς
ἀνθρώπου ποὺ νιώθει βαθύτατα
ἀγαπημένος καὶ ὄχι κάποιου ποὺ πνίγεται
στὶς ἐνοχές του καὶ βολεύεται στὸ νὰ θεωρεῖ
ἐκ προοιμίου τὸν ἑαυτό του ἀσυγχώρητο καὶ
ἀναξιαγάπητο.
Ὅταν ξεκινήσει κάποιος τὸ ταξίδι τῆς μετά-
νοιας, θὰ ἀρχίσει συστηματικὰ νὰ
παρακολουθεῖ τὸν ἑαυτό του, τὶς σκέψεις, τὰ
συναισθήματα καὶ τὴ συμπεριφορά του.
Κατὰ τὴν αὐτοπαρατήρησή του ὁ ἄνθρωπος
θὰ ἀρχίσει νὰ συνειδητοποιεῖ πόσο
ἀνεπαρκὴς εἶναι, πόσο σκοτάδι καὶ πόση
ἀγριότητα κρύβει μέσα του. Μέσα του θὰ
συναντήσει τὸν ἐγκληματία, τὸν φονιά, τὸν
κλέφτη, τὸν πόρνο, τὸν μοιχό, τὸν κουτσομ-
πόλη, τὸν προδότη, τὸν ἀγνώμονα καὶ ἄλλες
σκοτεινὲς πλευρὲς τοῦ ἐαυτοῦ του, τὶς ὁποῖες
οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δὲν
ὑποψιαζόμαστε κἂν πὼς τὶς φιλοξενοῦμε
στὴν ψυχή μας. Ὕστερα, μέσα ἀπὸ τὴν
εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση θὰ ἀρχίσει σιγὰ σιγὰ
νὰ ἀποδέχεται τὸ ἐσωτερικὸ σκοτάδι του καὶ
ἀπογυμνωμένος ἀπὸ κάθε αἴσθηση τελειότη-
τας, αὐτοδυναμίας καὶ αὐτάρκειας καὶ στολι-
σμένος μὲ τὴν ταπείνωση θὰ ἐμπιστευθεῖ τὴν
κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὸν ἁγιασμό του
στὸν μόνο ἅγιο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Αὐτὴ ἡ διαδικασία δὲν εἶναι καθόλου
εὔκολη καί, μάλιστα, ἔχει μεγάλο κόστος.
Εἶναι δύσκολο γιὰ κάποιον ποὺ παρακολουθεῖ
συνεχῶς τὶς ζωὲς τῶν ἄλλων νὰ ἀρχίσει νὰ τὸ
κάνει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Κοστίζει πολὺ σὲ κά-
ποιον ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς δικαιοῦχο
τοῦ παραδείσου νὰ ἀνακαλύπτει μέρα μὲ τὴ
μέρα πόσο σκληρὸς κὶ ἐπικριτικὸς εἶναι μὲ
τοὺς ἀδελφούς του καὶ πόσο ἀνελεήμων εἶναι
τελικά, παρόλο ποὺ νηστεύει τὸ λάδι σὲ κάθε
νηστεία. Κοστίζει πολὺ νὰ ἀντέξει τὸν «κακὸ»
ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν ὑπομείνει μέχρι ἡ Θεία
Χάρις νὰ τὸν κάνει πιὸ λευκὸ καὶ ἀπ’ τὸ χιόνι.
Γι’ αὐτὸ εἶναι εὔκολο νὰ πέσει κανεὶς στὴν πα-
γίδα κὶ ἐνῶ ἀκόμη βρίσκεται στὸ
«νηπιαγωγεῖο» τῆς πνευματικῆς ζωῆς, νὰ θε-
ωρήσει πὼς κατέκτησε μιὰ θέση στοὺς πτυχι-
ούχους τοῦ πανεπιστημίου της…
Νὰ γιατὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔβλεπαν ὅλους τους
ἁμαρτωλούς, ποὺ τοὺς πλησίαζαν, μὲ συμπά-
θεια καὶ εἰλικρινῆ ἀγάπη. Γιατὶ στὰ πρόσωπά
τους ἔβλεπαν τὸν πληγωμένο ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία ἑαυτό τους. Οἱ ἁμαρτίες τῶν ἄλλων
ἀνθρώπων γίνονταν καθρέφτες τῶν δικῶν
τοὺς ἁμαρτιῶν. Κὶ ἐπειδὴ ἔνιωθαν
πραγματικὰ συγχωρεμένοι καὶ ἀγαπημένοι
ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογὴ άπ’ τὸ νὰ δώσουν στοὺς ἀδελφούς τους αὐτὴν τὴν
ἀγάπη ποὺ εἶχαν λάβει.
Ὅταν οἱ χριστιανοὶ γινόμαστε σκληροὶ κὶ
ἐπικριτικοὶ μὲ τοὺς ἄλλους, σημαίνει ὅτι
ἔχουμε μαῦρα μεσάνυχτα ὡς πρὸς τὴν κατά-
σταση τῆς ψυχῆς μας. Ὅταν δὲν
ἀγκαλιάζουμε, δὲν κατανοοῦμε, δὲν
συμπαθοῦμε τὸν ξεπεσμένο καὶ ταλαιπωρη-
μένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀδελφό μας, σημαίνει
ὅτι ποτὲ δὲν ἀποδεχτήκαμε τὴν ἀγάπη καὶ τὴ
συγχώρεση τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ εἶναι χειρότερο
καὶ περισσότερο κολάσιμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία
μας. Γιατὶ ἡ μετάνοια ὀφείλει νὰ βλασταίνει
πάνω στὴ χαρά, πάνω σε ἔργα λαμπρά.(1)
Οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ μιμούμαστε τὰ
ἀσκητικὰ παλαίσματα καὶ τὶς ἀρετὲς τῶν
Ἁγίων χωρὶς νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς
ἁμαρτωλότητάς μας. Θέλουμε νὰ γίνουμε
Ἅγιοι, χωρὶς ὅμως νὰ δοῦμε καὶ νὰ διανύ-
σουμε τὴν ἀπόσταση ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴν ἁγιότητα. Γι’ αὐτὸ μᾶς συμβαίνει πολὺ συχνὰ  νὰ «συγχωροῦμε», γιατὶ ἔτσι ἔκανε ὁ τάδε  Ἅγιος καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπ’ τοὺς  ἄλλους τὴν ἐπιβεβαίωση ὅτι πράγματι μετάνιωσαν γιὰ τὸ λάθος τους. Ἢ μᾶς συμβαίνει  νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνη καὶ ταυτόχρονα νὰ  θεωροῦμε ὑπόχρεο σὲ ἐμᾶς τὸν ἄλλον καὶ  ὅταν βροῦμε τὴν εὐκαιρία τοῦ τὸ χτυπᾶμε:
«Δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις αὐτὴ τὴ χάρη,
ἐμένα ποῦ σὲ εἶχα βοηθήσει τότε;!»
Τὸ  γεγονὸς ὅτι ἡ ἁγιότητα μοιάζει
ὀρθογραφικὰ καὶ ἠχητικὰ μὲ τὴν ἀγριότητα
δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο. Ὅλοι μας -καὶ κυ-
ρίως οἱ νέοι- χρειαζόμαστε πρῶτα νὰ συναν-
τήσουμε τὴν ἀγριότητά μας, τὸ σκοτάδι τῆς
ψυχῆς μας, τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, τὰ
ζωώδη ἔνστικτα ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ
τοὺς προγόνους μας καὶ ἀφοῦ τὰ φέρουμε
ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὴ
σωτηρία μας σὲ Ἐκεῖνον, ὅπως μᾶς προτρέπει  ἕνας ὕμνος ποὺ λέμε πρὶν τὴ Θεία Κοινωνία:  «τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίω τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου». Χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς ἄγχος. Γιατὶ  μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπ’ τὴν ἀγριότητα στὴν  ἁγιότητα ἕνα «ρ» δρόμος!
(1) «Τὸ μυστήριο τῆς ἴασης», Anthony Bloom,
σέλ. 72, ἔκδ. «Ἐν πλῶ».
ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ Ο «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ» |201

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου