11 Οκτωβρίου, 2018

«Πειρασμὸς παντοτινὸς» 1ο μερος


Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ «ἕνας πόλεμος καὶ πειρασμὸς παντοτινός» κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη1. 
Σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ὅλοι ζοῦμε μιὰ πολεμικὴ σύγκρουση, μιὰ συνεχὴ καὶ ἀδιάκοπη πολεμικὴ σύρραξη, ποὺ δὲν εἶναι βέβαια ὁρατὴ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνο- μάζεται μάχη πνευματική, πόλεμος πνευματικός, πόλεμος ἀόρατος. 
 Κάθε λεπτό, κάθε στιγμὴ τῆς πρόσκαιρης καὶ τόσο σύντομης ζωῆς μας ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ καλούμαστε νὰ πολεμήσουμε μὲ σθένος καὶ ἀποφασιστικότητα στὸν ἀόρατο αὐτὸ πόλεμο καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τρεῖς μεγάλους ἐχθρούς, τρεῖς ἐχθροὺς ποὺ πολὺ εὔκολα μπο- ροῦν νὰ ἀφαιρέσουν τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἀπ’ τὴν ψυχή μας. Οἱ τρεῖς μέγιστοι αὐτοὶ ἐχθροί μας εἶναι οἱ δαίμονες, ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας καὶ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος ποὺ κρύβουμε μέσα μας. Σύμφωνα μὲ τὴ θεόπνευστη διδασκα- λία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅλα τὰ ἔργα τῆς δημιουργικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι «καλὰ λίαν», τέλεια δηλαδὴ ἀπὸ κάθε ἄποψη καὶ στολισμένα μὲ ἐκπληκτικὴ ὡραιότητα, λαμπρότητα καὶ χάρη. Τέτοιοι ἦταν καὶ οἱ δαίμονες, πρὶν ἐπαναστατήσουν κατὰ τοῦ παντοκράτορος Δημιουργοῦ τους. Ἄγγελοι ἦταν φωτεινοί, ἀστραπόμορφοι, ἐκπληκτικῆς ὡραιότητος καὶ καλοσύνης, πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὴν ἄκτιστη θεία Χάρι καὶ προορισμένοι νὰ ὑπηρετοῦν τὶς θεῖες βουλές. Ξαφνικὰ ὅμως ἄλλαξαν διάθεση. Γέμισαν ὑπερη- φάνεια, ἐπαναστάτησαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ θέλησαν νὰ ἀνεβάσουν τὸν θρόνο τους πάνω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Ὑψίστου. Αὐτὴ ἦταν ἡ τραγικότερη στιγμὴ τῆς Δη- μιουργίας. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε καταστροφικό. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἀγρίεψαν, ἔγιναν σκοτεινοί, γεμάτοι κακία, δόλο, πονηρία, καὶ ἄσβεστο μίσος πρὸς κάθε καλὸ καὶ ὡραῖο. Καὶ πολεμοῦν ἀπὸ τότε συστηματικὰ τὸν Θεὸ καὶ μάλιστα τὸ πλαστούργημά Του, τὸν ἄνθρωπο. Οἱ δόλιοι, ἀνύσταχτοι, μοχθηροὶ καὶ πανοῦργοι αὐτοὶ ἐχθροὶ μᾶς πολεμοῦν μὲ λύσσα καὶ ἐπιχειροῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ καταστρέψουν ὅ,τι θεϊκὸ ὑπάρχει μέσα μας, καὶ μάλιστα τὸ θεῖο δῶρο τῆς εἰ­ρήνης, γιὰ νὰ στήσουν τὸ βασίλειο τοῦ σκότους στὰ βάθη τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε μαζί τους στὴν ἀπέραντη καὶ βαθιὰ νύκτα τῆς Κολάσεως. Δροῦν μὲ ποικίλους τρόπους· π.χ. παρουσιάζουν τὴν ἁμαρτία γοητευτική, ἐνῶ μετὰ τὴν ἁμαρτία προσπαθοῦν νὰ μᾶς ρίξουν στὴν ἀπελπισία, μᾶς πολιορκοῦν μὲ σκέψεις ἐναντίον τοῦ Θεοῦ (βλασφημίας, ἀπιστίας, ἀχαριστίας) καὶ ἐναντίον τῶν συνανθρώπων μας (κατακρίσεως, μίσους, ἐκδικητικότητας, ὑποψίας, μνησικακίας). Δεύτερος ἐχθρός μας εἶναι ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἁμαρτί- ας δηλαδὴ ποὺ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ζοῦν παραδομένοι στὴν ἐξουσία καὶ ἐπίδραση τῶν πονηρῶν δαιμόνων (βλ. Α΄ Ἰω. ε΄ 19). Ἡ χριστιανικὴ ὅμως ζωὴ δὲν συμβαδίζει μὲ τὸ φρόνημα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχει τὶς σκέψεις, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὴ νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἁμαρτίας καὶ συγχρόνως νὰ θέλει νὰ ζήσει κατὰ Θεόν. Ἐὰν δὲν ἀποβάλει τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὸς Χριστιανός. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ περίπτωση κάποιος νὰ ζεῖ μὲ πνευματικὸ ἀγώνα καὶ σιγά­  σιγὰ νὰ κάνει ὑποχωρήσεις, νὰ παραδίνεται στὸν κόσμο καὶ νὰ ἐγκαταλείπει κάθε προσπάθεια. Ὁ ὅσιος Παΐσιος μιλοῦσε γιὰ τὴ σταδιακὴ εἴσοδο τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀνέφερε ἕνα σχετικὸ παράδειγμα: «Τὸ κο- σμικὸ πνεῦμα μπαίνει σιγά­σιγά, ὅπως ὁ σκαντζόχοιρος μπῆκε στὴ φωλιὰ τοῦ λαγοῦ. Στὴν ἀρχὴ ὁ σκαντζόχοιρος ζήτησε νὰ βάλει λίγο τὸ κεφάλι του μέσα στὴ φωλιὰ τοῦ λαγοῦ, γιὰ νὰ μὴ βρέχεται. Μετὰ ἔβαλε τὸ ἕνα πόδι, μετὰ τὸ ἄλλο, καὶ τελικὰ μπῆκε ὁλόκληρος, καὶ μὲ τὰ ἀγκάθια του ἔβγαλε τελείως ἔξω τὸν λαγό. Ἔτσι καὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα μᾶς ξεγελάει μὲ μικρὲς παραχωρήσεις καὶ σιγά­σιγὰ μᾶς κυριεύει». Τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς. Μπορεῖ ἀργὰ ἀλλὰ συστηματικὰ νὰ ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειες, π.χ. ἀπὸ τοὺς φίλους καὶ γνωστοὺς μας ποὺ ἔχουν ἄγνοια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν τηλεόραση, τὸ διαδίκτυο, τὴ μόδα, τὴ μουσικὴ κ.ἄ. 
 Ὁ πρῶτος πάντως αἴτιος τῆς δυσκολίας, ὁ πρώτιστος ἐχθρός μας, βρίσκεται μέσα μας καὶ εἶναι ὁ ἑαυτός μας! Ὁ παλαιὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος, ποὺ βρίσκεται καλὰ κρυμμένος μέσα μας καὶ μᾶς ὠθεῖ νὰ πράξουμε ὅσα δὲν πρέπει, ὅσα δὲν θέλουμε καὶ αὐτὰ μάλιστα ποὺ μισοῦμε. Δυστυχῶς μετὰ τὴν πτώση μας στὴ δυσώδη ἁμαρτία ἡ ροπὴ πρὸς τὸ κακὸ κυρίευσε τὴ θέλησή μας καὶ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τό- τε ἕλκεται πρὸς τὸ κακὸ πολὺ εὐκολότερα ἀπὸ ὅ,τι στὸ καλό. Ἐνῶ θαυμάζουμε τὴν ὡραιότητα τῆς δημιουργίας, τὴν καλοσύνη τῶν Ἁγίων καὶ τὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τοῦ Θεοῦ, ἐντούτοις πολὺ εὔκολα στρέφουμε τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς μας στὴν ἀσχημοσύνη τῆς ἁμαρτίας, στὴν κακία τῆς πονηρίας καὶ στὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου. Ἐνῶ παίρνουμε ἀπόφαση νὰ ἀκολου­θήσουμε τὸν Χριστὸ μὲ πιὸ μεγάλη ἀφοσίωση, αἰσθανόμαστε συγχρόνως νὰ φουντώνει μέσα μας πλῆθος παθῶν, ὅ­πως ἡ περιέργεια, ὁ ἐγωισμός, ἡ
 ὑπερ­ηφάνεια, ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία, ἡ φιλοδοξία καὶ καταλαβαίνουμε τότε ἐμ­πειρικὰ τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ φωλιάζει τόσο ὕπουλα μέσα στὴ θε- όπλαστη ὕπαρξή μας. Εἴδαμε μὲ συντομία τοὺς τρεῖς μεγα- λύτερους ἐχθρούς μας καὶ στὸ ἑπόμενο ἄρθρο θὰ δοῦμε, μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ, πῶς πρέπει νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε. 

 1. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἀόρατος Πόλεμος, Μέρος Β΄, Κεφ. ΙΔ΄, ἐκδ. Νεκτ. Παναγό- πουλος, Ἀθῆναι 20038, σελ. 262.
''ο σωτηρ''2163

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου