20 Οκτωβρίου, 2018

Γέρων Ἡρωδίων, ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς

Σύγχρονες μορφές Γερόντων καί Ἀσκητῶν           ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ Ο «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ»

 Ἀρχιμ. π. Εὐσεβίου Ρασσιᾶ

  Ο γέροντας Ἡρωδίων, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, γεννήθηκε τὸ 1904 στὴ Ρουμανία στὴν ἐπαρχία Ὀρντάσεστ. Ὁ πατέρας του λεγόταν Πέτρος Μαντούφ, ἡ μητέρα του Ἑλένη. Ἦταν πτωχοὶ ἀλλὰ τίμιοι ἄνθρωποι. Ὁ Πέτρος δούλευε στὰ χωράφια, ἔβοσκε τὰ λιγοστά του πρόβατα, ἔτρωγε δηλαδὴ τὸ ψωμί του μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου του.
 Ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε ἕναν υἱό, τὸν Ἰωάννη. Ἦταν ἕνα ἀθῶο καὶ φιλότιμο παλληκάρι. Ψηλός, γεροδεμένος, μὲ γαλανὰ φωτεινὰ μάτια. Βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὰ πρόβατα καὶ καλλιεργοῦσαν μαζὶ τα χωράφια. Ὁ Ἰωάννης εἶχε μιὰ ἔντονη θρησκευτικὴ φύση. Ἦταν φιλέρημος χαρακτήρας. Τοῦ ἄρεσε νὰ ἀκούει ἱστορίες γιὰ μεγάλους ἐρημίτες, ποὺ ἀσκήτευαν στὰ σπήλαια καὶ σὲ μικρὲς καλύβες ποὺ ἔφτιαχναν ἀπὸ κορμοὺς δένδρων στὰ Καρπάθια ὄρη καὶ ἡ καρδιά του καιγόταν νὰ τοὺς μιμηθεῖ. 
Τοῦ ἔλεγαν οἱ γεροντότεροι ὅτι στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει ἕνα ὄρος, στὸ ὅποιο ὑπάρχουν μόνο μοναστήρια, σκῆτες καὶ φτωχικὲς καλύβες, ποὺ ἐδῶ καὶ χίλια χρόνια περίπου ζοῦν μόνο ἀσκητές. Ὁ πρῶτος ἐρημίτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, λεγόταν Πέτρος. Ἦταν στρατηγὸς καὶ φίλος τοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκᾶ. 
Ὁ ἐρημίτης Πέτρος ζοῦσε ἀσκητικὰ σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ πολὺ βασάνιζε τὸ σῶμα του. Πολὺ τὸν ταλαιπωροῦσαν οἱ δαίμονες. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ τοῦ παρουσιάστηκε σ’ ἕνα ὅραμα γεμάτο φῶς καὶ τοῦ εἶπε. «Ἔχε ὑπομονὴ στὶς παγίδες καὶ τὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ, ἐκλεκτέ μου. Τὸ ὄρος αὐτὸ εἶναι δικό μου. Τὸ ζήτησα ἀπὸ τὸν Υἱό μου, καὶ αὐτὸς μοῦ τὸ ἔδωσε. Ἐδῶ θὰ ἔρχονται νὰ κατοικοῦν ὅσοι θέλουν νὰ ἀφιερωθοῦν εἰς τὸν Θεό. Ὅσο ζοῦν, θὰ ἔχουν τὴν προστασία μου. Θὰ τοὺς τρέφω καὶ θὰ τοὺς συντηρῶ. Δὲν θὰ τοὺς λείψει τίποτε. Καὶ ὅταν φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, θὰ τοὺς δωρίσω τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θὰ τὸ κάμω γνωστὸ καὶ ἔνδοξο σ’ ὅλον τὸν κόσμο. Βασιλιάδες καὶ ἄρχοντες θὰ ἔρχονται ἐδῶ νὰ προσκυνοῦν. Γυναίκα δὲν θὰ πατήσει τὸ πόδι τῆς ἐδῶ. Μόνον ἐγὼ θὰ βασιλεύω, κανένας βασιλιὰς ἢ ἄρχοντας δεν θὰ βασίλευσει ἐδῶ». Ἡ καρδιὰ τοῦ Ἰωάννη σκίρτησε. Ἄραγε πῶς ἐγὼ θὰ τὰ καταφέρω νὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος; Μὲ τί μέσον; Μὲ τί τρόπο; Δὲν θὰ μὲ ἀναζητήσουν οἱ γονεῖς μου; Δὲν θὰ μὲ βροῦν; Ὅμως ὁ Ἰωάννης τὸ ἀποφάσισε. Φεύγει, λοιπόν, ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἔρχεται στὴ Μαύρη Θάλασσα, βρίσκει ἕνα πλοῖο, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. 
Ὅμως θέλει νὰ δεῖ, νὰ μελετήσει, νὰ κατανοήσει τὴν καλογερικὴ ζωή. Ἔτσι γίνεται ἐργάτης στὴ Μονὴ Καρακάλλου. Δουλεύει στοὺς λαχανόκηπους καὶ στὶς ἐλιές. Πάντα πρόθυμος, πάντα γελαστός, πάντα χαρούμενος. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ἦταν τὸ χαρακτηριστικό του καὶ τὸν συνόδευε σ’ ὅλη του τὴ ζωή. Ἔπειτα ἀποφασίζει νὰ συναριθμηθεῖ σὲ μιὰ μοναχικὴ συνοδεία. Πρῶτα ἀσκητεύει στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Τί τὸν εἵλκυσε ἐκεῖ; Τὸ αὐστηρὸ τυπικό, οἱ ζηλωτὲς ἀσκητὲς καὶ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων. Ἐκεῖ σώζεται, πολύτιμος θησαυρός, τὸ δεξιὸ χέρι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τὸ χέρι μὲ τὸ ὁποῖο βάπτισε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ὅμως ὁ Ἰωάννης θέλει νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ζήσει καὶ σὲ ἄλλες μοναχικὲς παλαῖστρες. Ἔτσι ἀφήνει τὸ ἁγιασμένο αὐτὸ μοναστήρι καὶ ἔρχεται στὸ μοναστήρι τοῦ Φιλόθεου. Ἐδῶ μένει ἀρκετὸ καιρό. Γυμνάζεται στοὺς πνευματικοὺς πολέμους. Δέχεται τὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἀπαντάει ὡσὰν γενναῖος στρατιώτης. Ἡ καρδιὰ τοῦ γίνεται ἕνα πεδίο βολῆς. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ οἱ δαίμονες. Τὸν πολεμοῦν μὲ ὅλη τους τὴ δύναμη, μὲ ὅλο τους τὸ μίσος. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἡρωικὸς ἀγωνιστής. Δὲν πολεμάει τὸν ἐχθρὸ μὲ ὁρατὰ ὅπλα. Ὁ πόλεμος δὲν εἶναι ὁρατός. Εἶναι ἀόρατος. Τὸν πολεμάει μὲ πνευματικὰ ὅπλα. Νηστεία, ὑπομονή, σιωπή, ταπείνωση, ἀγρυπνία, μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἰδιαίτερα τὸν πολεμάει μὲ τὴν προσευχή. 
Γιὰ τὸν μοναχὸ ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ πρῶτο του θέμα. Ἐὰν ἐπιτύχει στὴν προσευχή, ἐπέτυχε στοὺς στόχους του. Ἐὰν ἀποτύχει στὴν προσευχή, ἔχει κάμει μεγάλα ρήγματα ὁ ἐχθρὸς στὸ κάστρο τῆς ψυχῆς του, καὶ πρέπει νὰ βιασθεῖ γιὰ νὰ κερδίσει τὸ χαμένο ἔδαφος. Ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος οἱ μοναχοὶ προσεύχονται μὲ μιὰ ἁπλὴ προσευχή, ποὺ ἔγινε ἀληθινὴ ἐπιστήμη. Προσεύχονται μὲ τὴν προσευχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὅμως ὁ γέροντας σκέφθηκε ὅτι ἐδῶ, στὸ μοναστήρι μὲ τοὺς τόσους θορύβους, δὲν μπορεῖ ἡ ψυχὴ νὰ καλλιεργήσει τὴν καρδιακὴ προσευχή, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πηγαίνει στὴν ἔρημο τῆς Καψάλας, στὴν ὁποία πολλοὶ μοναχοὶ καὶ πολλοὶ Ρουμάνοι ζοῦσαν ἡσυχαστικὸ βίο, μὲ ἀπόλυτη σιωπή, ἀπομόνωση, νηστεία, ἐργαζόμενοι στὴν νοερὰ ἢ καρδιακὴ προσευχή. Μὲ πολλὴ προσοχὴ πέρασε ἀπὸ τὰ καλύβια, τὶς σκῆτες, τὶς μικρὲς συνοδεῖες καὶ ἡ ψυχή του ἀναπαύτηκε σὲ ἕνα κελλὶ πολὺ ἀπομονωμένο, αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ποὺ ἀπεῖχε σαράντα λεπτὰ ἀπὸ τὸν δρόμο. Ἦταν δὲ παντελῶς ἔρημο, ἀκατοίκητο, μισοερειπωμένο. Τὰ παράθυρα κατεστραμμένα, οἱ πόρτες ἐπίσης, οἱ λαμαρίνες ἐπίσης. Ὅταν φυσοῦσε ἄνεμος, σφύριζε μέσα στὸ κελλί, ὅταν χιόνιζε, τὸ κελλὶ ἦταν πάντα χιονισμένο μέσα. Ὁ π. Παΐσιος, γνωρίζοντας τὴν κατάσταση τοῦ κελλιοῦ του, τοῦ ἔστειλε τρεῖς ὑποτακτικούς του, νὰ τοῦ τὸ διορθώσουν. Ἐκεῖ ἔζησε σαράντα ὁλόκληρα χρόνια. Μόνος. Ἔρημος. Ἀπλησίαστος ἐρημίτης. Δὲν περιποιόταν καθόλου τὸν ἑαυτό του. Ποτέ του δὲν πλύθηκε, ποτέ του δὲν φρόντισε νὰ βρεῖ ἕνα καλὸ ροῦχο. Δὲν ἔπαιρνε καμιὰ μέριμνα γιὰ τροφή. Πατέρες ἀπὸ τὰ γειτονικὰ κελλιά, Ἕλληνες καὶ Ρουμάνοι, τοῦ ἄφηναν εὐλογίες, καὶ μὲ αὐτὲς συντηρεῖτο. Ἀπὸ ἔγκλειστος καὶ ἡσυχαστὴς ἔγινε κατὰ Θεὸν σαλός. Κατὰ Θεὸν τρελός. Ἔλεγε τοῦ κόσμου τὶς τρέλες, ἀσυναρτησίες, ἔκαμε τρελὲς χειρονομίες. Δὲν ἦταν εὐγενής. Στοὺς περίεργους πολὺ ἀπότομος. Ὅταν τοὺς ἔδιωχνε καὶ δὲν φεύγανε, τοὺς περιποιόταν μὲ βρισιές. Τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του, κατάλαβαν τί θησαυρὸς ἦταν. Τί θησαυρὸ ἔκρυβε. Τί διορατικὰ καὶ προφητικὰ χαρίσματα ἔκρυβε καὶ πολλοὶ τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ αὐτὸς ἔκαμε συγκατάβαση καὶ τοὺς δε- χόταν. Ἀναφέρει ἕνας. Ἀγοράσαμε μακαρόνια, μπισκότα, ἀχλάδια, ροδάκινα, ντομάτες καὶ πήγαμε νὰ τὸν δοῦμε. Μᾶς δέχτηκε. «Ὤ, εὐχαριστῶ καλοὶ πατέρες. Εὐχαριστῶ πολύ». Τοῦ δώσαμε τὰ δῶρα μας. Κόβει τὰ μπισκότα μικρὰ-μικρὰ κομματάκια καὶ τὰ πετάει στὸν ἀέρα. «Νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια». Ἔπειτα, κομματιάζει τὰ μακαρόνια καὶ τὰ πετάει σ’ ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Ἔπειτα, παίρνει τὰ ἀχλάδια, τὰ ροδάκινα, τὶς ντομάτες καὶ τὶς πετοῦσε στοὺς τοίχους τοῦ κελλιοῦ του. «Τὰ χρειαστήκαμε», ἔλεγαν. Μέσα δὲ τὸ κελλί του, μὴ χειρότερα. Στοὺς τοίχους χυμένοι καφέδες, πορτοκαλάδες. Στὸ δάπεδο σὲ ὕψος τριάντα ἑκατοστῶν, πεταμένα κουτιὰ κονσέρβας ὅλων τῶν εἰδῶν, φιάλες ἀπὸ πορτοκαλάδες, πώματα, καὶ σκουπίδια πολλῶν εἰδῶν. Καὶ οἱ σύντροφοί του νὰ ζοῦν εἰρηνικὰ καὶ νὰ κυκλοφοροῦν ἐλεύθερα, ἄφοβα. Σαῦρες, σαμιαμίδια, κατσαρίδες, μύγες, ποντίκια. Ὅλων τῶν εἰδῶν καὶ ὅλων τῶν μεγεθῶν. Εἶχε τὸ διορατικὸ χάρισμα. «Ἐσύ, εἶσαι ἀπὸ τὴν Κέρκυρα», λέγει σὲ ἕναν. «Ἐσὺ νὰ πᾶς στὴ Συκιά», λέγει σὲ ἄλλον. Σὲ ποιὰ συκιά, διερωτόταν. Συκιὰ λέγανε τὸ χωριό του. Ἕνα ἀπόγευμα, εἶχε βγεῖ στὸν ὑποτυπώδη κῆπο του γιὰ νὰ φυτεύσει κουκιά. Ὅμως ψιλόβρεχε. Ὑψώνει τὰ βλέμματα στὸν οὐρανὸ καὶ λέγει: «Σταμάτα». Καὶ ἡ βροχὴ σταμάτησε. Ὅταν φύτεψε τὰ κουκιά, ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: «Τώρα βρέξε». Καὶ ἄρχισε νὰ βρέχει. Στὴ σωματικὴ διάπλαση ἦταν εὔσωμος, εὐθυτενής, μὲ ὀλίγα γένια, τῆδε κακεῖσε φυτρωμένα. Εἶχε ἁπαλά, φυσιολογικὰ καὶ συμπαθητικὰ χαρακτηριστικά. Πάντοτε χαμογελαστός. Οἱ ὀφθαλμοί του ἦταν γαλανοί, μεγάλοι, λαμπεροί. Ὁλόκληρος ἔλαμπε. Πολλὲς φορὲς τὸ πρόσωπό του φωτιζόταν ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, καὶ τότε δὲν μποροῦσες νὰ τὸν δεῖς κατὰ πρόσωπον. Ὅταν παραγέ- ρασε, τὸν πῆρε ὁ π. Μελέτιος, Ρουμάνος κατὰ τὴν φυλή, καὶ τὸν γηροκόμησε. Ὅταν κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὶς 12 Δεκεμβρίου 1990, τὸν ἔθαψε σύμφωνα μὲ τὸ μοναχικὸ τυπικό. Ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ γέροντα Ἡρωδίωνα ἔγινε ἑπτὰ χρόνια ἀργότερα, ἡ δὲ ἁγία του κάρα φυλάσσεται στὸ κελλὶ τοῦ πατρὸς Μελετίου. 
 Συγγραφέας: Ἀρχιμ. Σεραφεὶμ Δημόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου