Ἕνας ἄνθρωπος παρέθεσε «δεῖπνον μέγα»,
μεγάλο βραδινὸ συμπόσιο, καὶ κάλεσε
πολλούς. Τὴν ὥρα τοῦ Δείπνου ἔστειλε τὸν
δοῦλο του στοὺς καλεσμένους γιὰ τὴν
τελικὴ πρόσκληση, ἐκεῖνοι ὅμως
ἀρνήθηκαν προβάλλοντας διάφορες
δικαιολογίες. Ὁ οἰκοδεσπότης ὀργίστηκε καὶ
διέταξε τὸν δοῦλο του ἀρχικὰ μὲν νὰ
ὁδηγήσει στὸ Δεῖπνο τοὺς φτωχοὺς
καὶ ἀναπήρους τῆς πόλεως, κατόπιν
δὲ τοὺς ἀστέγους ποὺ ἔμεναν ἔξω ἀπὸ
αὐτήν. Διότι, κατέληξε ὁ οἰκοδεσπότης,
κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους τοὺς προσκεκλη
μένους δὲν θὰ γευθεῖ τὸ Δεῖπνο μου.
Τὸ Μέγα Δεῖπνο συμβολίζει τὴ
Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἂς δοῦμε λοιπὸν
σήμερα ποιὲς ἀρετὲς πρέπει νὰ
ἔχουμε γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς Βασιλείας τῶν
Οὐρανῶν.
1. ΕΜΠΡΑΚΤΟΣ ΠΟΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Οἱ προσκεκλημένοι ἀρνήθηκαν τὴν
πρόσκληση στὸ Δεῖπνο λόγῳ ἄλλων
ἀσχολιῶν. Ὁ ἕνας εἶπε ὅτι εἶχε ἀνάγκη
νὰ πάει νὰ δεῖ τὸ χωράφι ποὺ μόλις εἶχε
ἀγοράσει, ὁ ἄλλος ὅτι ἤθελε νὰ
δοκιμάσει στὸ ὄργωμα τὰ πέντε ζευγάρια
βόδια ποὺ ἐπίσης μόλις εἶχε ἀγοράσει, καὶ
ὁ τρίτος εἶπε ὅτι παντρεύτηκε.
Δὲν ἦταν ἐφάμαρτες οἱ
ἀπασχολήσεις τους· τὶς προτίμησαν ὅμως ἀπὸ τὸ
Δεῖπνο. Ἀπορροφήθηκαν ἀπὸ τὶς
ἐγκόσμιες ἀσχολίες καὶ τὶς οἰκογενειακὲς
ἀνέσεις καὶ φροντίδες τους. Ἔδωσαν
τὴν καρδιά τους στὰ ἐπίγεια καὶ ὄχι στὰ
οὐράνια ἀγαθά, καὶ γι᾿ αὐτὸ
ἀποκλείσθηκαν ἀπὸ τὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας.
Ἑπομένως γιὰ νὰ συμμετάσχουμε στὸ
Δεῖπνο, πρέπει νὰ τὸ θέλουμε· ὄχι ὅμως
ἁπλῶς νὰ τὸ θέλουμε – διότι καὶ ἐκεῖνοι
οἱ προσκεκλημένοι πιθανὸν νὰ τὸ
ἤθελαν, ἀλλὰ τελικὰ τοὺς κέρδισαν ἄλλα·
πρέπει νὰ τὸ ποθοῦμε ὁλόψυχα, νὰ
λαχταρᾶ ἡ καρδιά μας, νὰ ζοῦμε αὐτὸ ποὺ
λέμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως:
«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ
μέλλοντος αἰῶνος».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι εἰλικρινὴς ὁ πόθος
μας αὐτός, θὰ πρέπει νὰ εἶναι
ἔμπρακτος. Στὴ ζωή μας καὶ στὴν καρδιά μας
νὰ δώσουμε τὴν πρώτη θέση στὸ
Χριστό· νὰ ἀπαρνηθοῦμε ὅ,τι μᾶς χωρίζει
ἀπὸ Ἐκεῖνον, καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα
νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει πῶς θὰ
εὐαρεστήσουμε στὸν Κύριο. Κάθε πράξη, λόγος,
σκέψη μας νὰ ὑπηρετεῖ τὸ ὄνειρό μας,
τὴ συμμετοχή μας στὸ Μεγάλο Δεῖπνο.
Τότε θὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ
θυσιάσουμε τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ὄχι τὸν
Χριστὸ γιὰ ὁτιδήποτε ἄλλο.
2. ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Ὁ Κύριος δίδαξε τὴν Παραβολὴ κατὰ
τὴ διάρκεια ἑνὸς γεύματος στὸ σπίτι
ἑνὸς Φαρισαίου ἄρχοντα. Οἱ ἀκροατές
Του ἦταν Φαρισαῖοι καὶ νομοδιδάσκαλοι
(βλ. Λουκ. ιδ΄ 115). Αὐτοὶ θεωροῦσαν
ὅτι ἦταν ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ
καθὼς ἦταν Ἰουδαῖοι, φυσικοὶ
ἀπόγονοι τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ, ἀλλὰ καὶ
βαθεῖς γνῶστες καὶ πιστοὶ τηρητὲς τοῦ
Μωσαϊκοῦ Νόμου. Μάλιστα
περιφρονοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ γιὰ
τὴ θρησκευτική τους ἄγνοια καὶ πολὺ
περισσότερο τοὺς ἐθνικούς, δηλαδὴ
τοὺς μὴ Ἰουδαίους, καὶ τοὺς θεωροῦσαν
ἀποκλεισμένους ἀπὸ τὴ Βασιλεία.
Ὁ Κύριος λοιπὸν στὴν Παραβολὴ
παρουσιάζει αὐτὲς τὶς τρεῖς τάξεις
ἀνθρώπων κατὰ τὴν ἀλαζονικὴ ἀντίληψη τῶν
Φαρισαίων: τοὺς προσκεκλημένους,
ποὺ εἶναι οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ· τοὺς
φτωχοὺς τῆς πόλεως, ποὺ εἶναι οἱ ἁπλοὶ
Ἰουδαῖοι· τοὺς ἀστέγους ποὺ ἔμεναν
ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ εἶναι οἱ ἐθνικοί.
Οἱ πρῶτοι ἀποκλείσθηκαν, ἐνῶ οἱ
ὑπόλοιποι ἔλαβαν μέρος. Γιατί
ἀποκλείσθηκαν;
Διότι περιφρόνησαν τὴν κλήση τοῦ
Θεοῦ, ἡ ὁποία τοὺς ἔγινε διὰ τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ· διότι δὲν ταπεινώθηκαν
ἀπέναντί Του, δὲν δέχθηκαν τὸ
κήρυγμά Του, δὲν πίστεψαν σ᾿ Ἐκεῖνον.
Δηλαδὴ τελικὰ ἀποκλείονται ἀπὸ τὴ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅσοι θεωροῦν τὸν
ἑαυτό τους ἐπίσημο προσκεκλημένο,
ἐκλεκτὸ τοῦ Θεοῦ· ἐνῶ ἀξιώνονται τῆς
Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν «οἱ πτωχοὶ
τῷ πνεύματι», οἱ ταπεινοί. Αὐτοὶ
συναισθάνονται τὴν ἁμαρτωλότητά τους, τὴν
ἀναξιότητά τους νὰ παραστοῦν στὸ
Μέγα Δεῖπνο, καὶ γι᾿ αὐτὸ «ἀναγκάζονται
εἰσελθεῖν». Ἡ ταπεινοφροσύνη ἑλκύει
τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπεινοφροσύνη
εἰσάγει στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Σὲ λίγες ἡμέρες θὰ γιορτάσουμε
Χριστούγεννα, τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ
καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία τόσο
πόθησαν οἱ δίκαιοι Προπάτορες. Νὰ
τὴν γιορτάσουμε κι ἐμεῖς μὲ παρόμοια
διάθεση, μὲ ἱερὸ πόθο καὶ βαθιὰ
ταπείνωση. Νὰ μὴν ξεχαστοῦμε μὲ τὰ ψώνια,
τὶς ἐπισκέψεις καὶ τὶς ἄλλες ἐργασίες,
ἀλλὰ στὶς ἡμέρες ποὺ ἀπομένουν, νὰ
ἑτοιμάσουμε τὴν ψυχή μας.
Νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴ θεία κένωση καὶ
συγκατάβαση μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ ζήσουμε μὲ
βαθύτερη ὑπακοὴ στὸ Σωτήρα τοῦ
κόσμου, ποὺ γεννιέται στὴ Βηθλεέμ.
Νὰ ἐξομολογηθοῦμε, νὰ προσευχηθοῦμε
περισσότερο, νὰ μελετήσουμε σχετικά,
νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ μεγάλο μυστήριο
τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
Νὰ ἑτοιμαστοῦμε γιὰ νὰ κοινωνήσουμε. Ἔτσι, θὰ
ζήσουμε τὴν πνευματικὴ χαρὰ τῆς
Ἑορτῆς καὶ θὰ ἐξέλθουμε ἀπὸ τὸ ἅγιο
Δωδεκαήμερο γεμάτοι ψυχικά,
ἀνανεωμένοι, πνευματικότεροι.
''Ο ΣΩΤΗΡ''2165
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου