Ἡ ἐξαίρετη πραγματεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου·
«ὅτι τὸν ἑαυτὸν μὴ ἀδικοῦντα οὐδεὶς
παραβλάψαι δύναται», γράφτηκε τὴ χρονικὴ
περίοδο ποὺ ὁ Ἅγιος βρισκόταν
ἐξόριστος στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας.
Πιθανότατα τὸ 406 μ.Χ. Δὲν πρόκειται γιὰ λόγο
ἢ ὁμιλία ποὺ ἐκφωνήθηκε σὲ Ἱερὸ Ναό,
ὅπως συνήθως εἶναι οἱ περισσότερες
ὁμιλίες τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς ποὺ σώζονται
μέχρι σήμερα, ἀλλ᾿ εἶναι πραγματεία ποὺ
τὴν ἔγραψε γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν τὰ
πνευματικὰ παιδιά του, τὰ ὁποῖα ἦταν
πολὺ πονεμένα, διότι ὁ καθ᾿ ὅλα ἄξιος
Ποιμενάρχης τους, χωρὶς νὰ φταίει σὲ τίποτε,
καθαιρέθηκε καὶ ἐξορίστηκε στὰ βάθη τῆς
Ἀρμενίας. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε σὲ βάρος του
τὸ θεωροῦσαν κατάφωρη ἀδικία.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐξετάζει τὸ θέμα
τῆς ἀδικίας ἀπὸ ἐντελῶς διαφορετικὴ
ὀπτικὴ γωνία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πραγματεία
του ἔχει πολὺ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Λέει ὁ
χρυσορρήμων Πατὴρ ὅτι στὴν κοινὴ
γνώμη εἶναι βαθιὰ ριζωμένη ἡ ἀντίληψη
ὅτι σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο γίνονται πολλὲς
ἀδικίες. Κι ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ
μετρήσουμε τὰ κύματα τῆς θάλασσας, ἔτσι δὲν
μποροῦμε νὰ μετρήσουμε τὸ πλῆθος
τῶν κατατρεγμένων, τῶν ὑβριζομένων
καὶ ἀδικουμένων (ΕΠΕ 31, 499). Ἀλλὰ οἱ
ἀδικοῦντες ,αὐτοὺς ποὺ νήφουν καὶ
γρηγοροῦν, δὲν μποροῦν οὐσιαστικὰ νὰ
τοὺς βλάψουν. Μὲ τὶς ἀδικίες ποὺ
μηχανεύονται σὲ βάρος τους, τοὺς ἑαυτούς
τους ζημιώνουν, ὄχι τοὺς ἄλλους. Διότι
πραγματικὰ ἀδικημένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ
ἀπεργάζονται τὴν ἀδικία.
Λόγου χάριν, ὁ Κάιν ποὺ σκότωσε τὸν
ἀδελφό του Ἄβελ, τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ
ποὺ πούλησαν τὸν ἀδελφό τους Ἰωσὴφ
στοὺς Ἰσμαηλίτες ἐμπόρους, ὁ Ἰούδας
ποὺ πρόδωσε τὸν Χριστὸ καὶ γενικῶς
ὅλοι ὅσοι ἐργάζονται τὴν ἀδικία, αὐτοὶ
εἶναι πραγματικὰ ἀδικημένοι, ἀλλὰ ἀπὸ
τὸν ἑαυτό τους, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ
ὑπομονὴ καὶ μὲ καρτερία, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ
διάθεση συγχωρήσεως ἀντιμετωπίζουν
τὶς ἀδικίες ποὺ γίνονται σὲ βάρος τους,
σηκώνουν σταυρό, δοκιμάζονται, ἀλλὰ
δὲν βλάπτονται ἀπὸ τέτοιου εἴδους
«ἀδικίες». Διότι τὴν ἀρετὴ δὲν μποροῦν νὰ
τὴν βλάψουν οὔτε ἡ φτώχεια, οὔτε ἡ
ἀσθένεια, οὔτε ἡ χρηματικὴ ζημιά, οὔτε ἡ
συκοφαντία, οὔτε ὁ θάνατος, οὔτε ὁ
σεισμός, οὔτε ἡ πλημμύρα, οὔτε τίποτε ἄλλο
ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θεωροῦνται φυσικὸ κακό.
Σὲ τί ἀδικήθηκε ὁ πολύαθλος Ἰὼβ
ἀπὸ τὶς συμφορὲς ποὺ τοῦ προξένησε ὁ
παγκάκιστος διάβολος; Σὲ τί ἀδικήθηκε
ὁ Ἄβελ, ποὺ ἔχασε τὴ ζωή του ἀπὸ τὸ
φονικὸ μαχαίρι τοῦ ἀδελφοῦ του; Σὲ τί
ἀδικήθηκε ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὸ μίσος τῶν
ἀδελφῶν του, ἀπὸ τὴ συκοφαντία τῆς
γυναίκας τοῦ Πετεφρῆ καὶ ἀπὸ τὴ
φυλακή; Σὲ τί ἀδικήθηκαν οἱ Τρεῖς Παῖδες,
ποὺ τοὺς ἔριξαν «εἰς τὴν κάμινον τοῦ
πυρὸς τὴν καιομένην»; Σὲ τί ἀδικήθηκε
ὁ φτωχὸς Λάζαρος ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες
ποὺ ὑφίστατο στὸν πυλώνα τοῦ
πλουσίου; Σὲ τίποτε δὲν ἀδικήθηκαν.
Ἀπεναντίας λαμπρύνθηκαν καὶ δοξάστηκαν
ἀκόμη περισσότερο. «Οὐδὲν
παρεβλάβησαν, οὐ μικρόν, οὐ μέγα, ἀλλὰ καὶ μειζόνως διέλαμψαν» (Ἱερὸς Χρυσόστομος,
ΕΠΕ 31, 560).
Ἑπομένως, «ἐκεῖνον ποὺ δὲν θέλει νὰ
ἀδικήσει τὸν ἑαυτό του, κανεὶς ἄλλος
δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὸν ἀδικήσει, καὶ
ἂν ἀκόμη ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη
ξεσηκώσει σκληρὸ πόλεμο ἐναντίον του.
Διότι οὔτε τὰ δύσκολα περιστατικά, οὔτε
οἱ ἀλλαγὲς τῶν περιστάσεων, οὔτε οἱ
ἀπειλὲς τῶν ἀρχόντων, οὔτε οἱ
κατατρεγμοὶ ποὺ πέφτουν ἐπάνω μας ὁ ἕνας
κατόπιν τοῦ ἄλλου σὰν τὶς νιφάδες τοῦ
χιονιοῦ, οὔτε τὸ πλῆθος τῶν συμφορῶν,
οὔτε ὅλος ὁ συρφετὸς ὅλων τῶν
ἀνθρωπίνων κακῶν ἂν συγκεντρωθεῖ,
μποροῦν νὰ μετακινήσουν ἔστω καὶ λίγο
ἀπὸ τὴ θέση του τὸν γενναῖο καὶ
πρόθυμο καὶ προσεκτικό. Ὅπως πάλι τὸν
ράθυμο καὶ ἀμελὴ καὶ προδομένο ἀπὸ
τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, καὶ ἂν ἀκόμη τοῦ
παρέχονται ἀναρίθμητες φροντίδες, δὲν
τὸν κάνουν καθόλου καλύτερο ἀπ᾿ ὅ,τι
εἶναι» (ΕΠΕ 31, 541).
Συνεπῶς ἀπὸ τὶς ἀδικίες ποὺ γίνονται,
βλάπτονται μόνο οἱ ἀμελεῖς καὶ ράθυμοι,
διότι δὲν τὶς ἀντιμετωπίζουν σωστά. Ἄν,
λόγου χάριν, τοὺς ὑβρίσουν, τοὺς
συκοφαντήσουν, τοὺς ληστέψουν, τοὺς
ἐξορίσουν, κι αὐτοὶ ἀγανακτήσουν,
καταρασθοῦν, ἐκδικηθοῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς
ἀδίκησαν, τότε ἀδικοῦνται ὄντως, ἀλλὰ ἀπὸ
τὸν ἑαυτό τους, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Δυστυχῶς ὅλοι λένε: Μᾶς ἀδίκησαν
οἱ ἄλλοι, χωρὶς κἂν νὰ ὑποψιάζονται ὅτι
πολλὲς φορὲς ἀδικοῦν οἱ ἴδιοι τὸν
ἑαυτό τους ἁμαρτάνοντας, κατακρίνοντας,
ἀφήνοντας ἀπολέμητα τὰ πάθη τους,
ζώντας «ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ».
Ἐπομένως, ἂς προσέχουμε νὰ μὴν
προδίδουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὸν ἑαυτό μας. Κι ἂς
μένουμε σταθεροὶ στὴν ἀλήθεια τῆς
πίστεως καὶ τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ, γιὰ νὰ
ἑλκύουμε τὴ Χάρι καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ
Θεοῦ. Ἂς νήφουμε κι ἂς γρηγοροῦμε
ἐν Κυρίῳ, ὥστε ὅταν μᾶς «ἀδικοῦν» οἱ
ἄλλοι, νὰ πέφτουν στὸ κενὸ ὅσα
μηχανεύονται σὲ βάρος μας. Ἂς
ὑποφέρουμε μὲ γενναιότητα τὰ λυπηρά,
«φέρωμεν πάντα γενναίως τὰ λυπηρά», «γιὰ
νὰ πετύχουμε τὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα
ἀγαθά, μὲ τὴ Χάρι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει δόξα, τιμὴ
καὶ κράτος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν» (ΕΠΕ 31, 562).
''Ο ΣΩΤΗΡ''2165
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου