26 Ιανουαρίου, 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΝΙΑΣ


Ὁ Κύ­ριος ἔ­δω­σε στούς μα­θη­τές του τήν ἐν­το­λή, ἀλ­λά καί τή δυ­­να­τό­τη­τα, νά εἶ­ναι φῶ­τα.
 Φῶ­τα πνευ­μα­τι­κά, ὥ­στε μέ τή ζω­ή τους καί τό φω­τει­νό τους πα­ρά­δειγ­μα, νά ἐ­πι­δροῦν καί νά φω­τί­ζουν τό πε­ρι­βάλ­λον τους, ἀ­κό­μη καί τούς ἀν­θρώ­πους πού βρί­σκον­ται μα­κριά ἀ­πό τήν πί­στη. 
Νά τούς ἐμ­πνέ­ουν νά πλη­σιά­σουν κι ἐ­κεῖ­νοι τό Φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, νά ζή­σουν τήν ἀ­λή­θεια καί νά δο­ξά­ζουν τόν οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα (Ματθ. ε΄ 16). 
Καί αὐ­τό ἰ­σχύ­ει ὡς νό­μος ἠ­θι­κός πάν­το­τε, ἔ­στω κι ἄν κά­πο­τε οἱ πι­στοί ζοῦν σέ ἀν­τί­θε­το πε­ρι­βάλ­λον καί σέ πε­ρι­ό­δους ἐ­χθρό­τη­τος καί δι­ωγ­μοῦ.
 Ἕνα τέτοιο θαυ­μα­στό πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι καί ὁ ἅ­γιος ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς Ἀ­να­νί­ας. 
 Ὁ Ἀ­να­νί­ας ἔ­ζη­σε πράγ­μα­τι σέ πε­ρί­ο­δο σκλη­ρῶν δι­ωγ­μῶν, στήν ἐ­πο­χή τοῦ γνω­στοῦ ὠμοῦ δι­ώ­κτη αὐ­το­κρά­το­ρος Δι­ο­κλη­τια­νοῦ (284 – 304). 
Ὁ Ἀ­να­νί­ας ἦ­ταν ἱ­ε­ρεύς στή Φοι­νί­κην. Ἱ­ε­ρεύς μέ συ­ναί­σθη­ση τῆς με­γά­λης του εὐ­θύ­νης ἀπέ­να­ντι στόν Θεό καί στούς ἀνθρώπους. Καί μάλιστα στήν ἐ­πο­χή τῶν δι­ωγ­μῶν, ἐ­φό­σον τήν δύ­σκο­λη, ἀλ­λά ἠ­ρω­ϊ­κή ἐ­κεί­νη ἐ­πο­χή ἔ­πρε­πε μέ πολ­λούς κιν­δύ­νους, ὡς ἱ­ε­ρεύς, νά τρέ­φει τούς Χρι­στια­νούς μέ τόν θεῖ­ο λό­γο καί τά Ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρια, ἀλ­λά καί νά τούς το­νώ­νει στήν πί­στη, νά ἐ­νι­σχύ­ει τό φρό­νη­μά τους, γιά νά εἶ­ναι κι ἐ­κεῖ­νοι γεν­ναῖ­οι ὑ­πε­ρα­σπι­στές καί στα­θε­ροί ὁ­μο­λο­γη­τές, ἄ­ξιοι καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, τοῦ στε­φά­νου τῆς δό­ξης. 
Ὁ Ἀ­να­νί­ας στε­κό­ταν ἀ­νάμ­ε­σα στούς πι­στούς ὡς πύρ­γος ἀ­πόρ­θη­τος καί  συμ­πα­ρα­στά­της   στορ­γι­κός, νου­θε­τών­τας «ἕ­να ἕ­κα­στον», γιά νά «μή ἐ­κλί­πῃ ἡ πί­στις» τους (Πράξ. κ΄ 31, Λουκ. κβ΄ 32). 

Πρέ­πει ὅ­μως νά ση­μει­ω­θεῖ,  ὅ­τι σ’ αὐ­τό τό ἱ­ε­ρό κα­θῆ­κον  προ­στί­θον­ταν καί ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξή του νά προ­σελ­κυ­σθοῦν στήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ καί οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πού ζοῦ­σαν μέσα στήν ἄγνοια, νά βροῦν κι αὐ­τοί τό φῶς καί τήν ἀ­λή­θεια. Καί δέν ὑ­πάρ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α, ὅ­τι μέ τήν ἐ­νί­σχυ­ση τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ πέ­τυ­χε πολ­λά καί στόν το­μέ­α αὐ­τό. Ὅ­μως, ὅ­σο ἀ­θό­ρυ­βα καί ἄν προ­σπα­θοῦ­σε νά κά­νει τό ἔρ­γο του αὐ­τό ὡς πο­λύ­πτυ­χο καί δη­μι­ουρ­γι­κό, κά­πο­τε ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτό ἀ­πό τούς ἀ­δι­άλ­λα­κτους εἰ­δω­λο­λά­τρες. Κι αὐ­τοί, σύμ­φω­να μέ τή συ­νή­θειά τους, τόν κα­τήγ­γει­λαν καί χω­ρίς κα­θυ­στέ­ρη­ση τόν ὁ­δή­γη­σαν στόν ἄρ­χον­τα τῆς Φοι­νί­κης Μά­­ξι­μο, πού ἦταν κι αὐτός φο­βε­ρός δι­ώ­κτης τῶν Χρι­στια­νῶν. Δέν εἶ­χε λό­γους νά κρύ­ψει τήν ἀ­λή­θεια ὁ θαρ­ρα­λέ­ος ἱ­ε­ρεύς, ἔ­στω κι ἄν ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή φά­νη­κε ἡ ὠ­μό­τη­τα τοῦ ἀ­να­κρι­τῆ ἄρ­χον­τα. Αὐ­τός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡς ἱ­ε­ρεύς ἐν­θάρ­ρυ­νε τούς Χρι­στια­νούς νά ὁ­μο­λο­γοῦν τήν πί­στη τους σέ ἡ­γε­μό­νες καί βα­σι­λεῖς (Μάτθ. ι΄ 17 ἑξ.), μέ παρ­ρη­σί­α ὁ­μο­λό­γη­σε τήν πί­στη του καί χω­ρίς πε­ρι­στρο­φές ἔ­δει­ξε ὅ­τι εἶ­ναι Χρι­στια­νός καί θά ἔ­με­νε στα­θε­ρός καί ἀ­με­τα­κί­νη­τος στήν πί­στη του. Ἀλ­λά ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δή κα­τη­γο­ρή­θη­κε καί ἀ­πο­δεί­χθη­κε Χρι­στια­νός καί μά­λι­στα ἱ­ε­ρεύς μέ ση­μαν­τι­κή δρά­ση, ἔ­πρε­πε νά βα­σα­νι­σθεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο καί πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά. Καί πράγ­μα­τι ἀ­μέ­σως ἐ­ξα­σκη­μέ­νοι δή­μιοι τόν κτυ­ποῦν γυ­μνό μέ ρα­βδιά ἐ­πί ὥ­ρα πολ­λή σ’ ὅ­λο του τό σῶ­μα. Κι ἀ­φοῦ τόν γε­μί­ζουν πλη­γές καί καῖ­νε τίς πλη­γές του μέ φω­τιά, ἀ­νε­λέ­η­τα τίς τρί­βουν μέ ξί­δι κι ἁ­λά­τι. Καί στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή, κτυ­πη­μέ­νο, πλη­γω­μέ­νο, κα­μέ­νο, τόν ρί­χνουν στή φυ­λα­κή. Τά συ­νε­χή αὐ­τά καί φρι­κτά, ἀ­πάν­θρω­πα καί θη­ρι­ώ­δη μαρ­τύ­ρια προ­κα­λοῦν πό­νους φο­βε­ρούς. Ὅ­μως ὁ Ἀ­να­νί­ας γνω­ρί­ζει τή θέ­ση του. Ξέ­ρει ὅ­τι ὡς Χρι­στια­νός ἱ­ε­ρεύς πρέ­πει καί στό μαρ­τύ­ριο νά δεί­ξει πα­ρά­δειγ­μα φω­τει­νό γιά τή δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου του. Καί μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ ὑ­πο­μέ­νει καρ­τε­ρι­κά. Στήν ἀ­παί­σια φυ­λα­κή ψάλ­λει καί ὑ­μνεῖ τόν Κύ­ριο καί Θε­ό του. Τό πρό­σω­πό του λάμ­πει ἀ­πό φῶς, πού ἀν­τα­να­κλᾶ τήν εὐ­φρο­σύ­νη τῆς ψυ­χῆς του. 
Ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας Πέ­τρος πα­ρα­κο­λου­θεῖ τό θέ­α­μα μέ πε­ρι­έρ­γεια. Γνω­ρί­ζει αὐ­τός ἀ­πό μύ­ρι­ες ἄλ­λες πα­ρό­μοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις τούς φρι­κτούς πό­νους τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου αὐ­τοῦ. Ἄλ­λοι κα­τά­δι­κοι εἰ­δω­λο­λά­τρες σφά­δα­ζαν στόν πόνο, ἔ­βρι­ζαν καί βλα­σφη­μοῦ­σαν. Γι’ αὐ­τό καί ὅ­ταν ἀν­τι­κρύ­ζει τόν Ἀ­να­νί­α στήν εὐ­φρό­συ­νη αὐ­τή κα­τά­στα­ση, θαυ­μά­ζει καί ἐ­ξί­στα­ται. Μέ ἀ­πο­ρί­α ζη­τᾶ ἐ­ξη­γή­σεις ἀ­πό τόν ἴ­διο. Καί σέ λί­γο κά­θε­ται δί­πλα στά πό­δια του ὡς τα­πει­νός καί ὑ­πά­κου­ος μα­θη­τής κι ἀ­κού­ει μέ πό­θο ἀ­πό τό στό­μα τοῦ κα­τα­δί­κου τή θεί­α δι­δα­σκα­λί­α.
Δέν ἀρ­γεῖ νά ὁ­μο­λο­γή­σει κι αὐ­τός μέ συ­ναί­σθη­ση τήν πί­στη του στόν Χρι­στό καί ζη­τᾶ νά βα­πτι­σθεῖ. Ὅ­μως δέν εἶ­ναι μό­νο ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας. Ἄλ­λοι ἑ­πτά στρα­τι­ῶ­τες, πού πα­ρα­κο­λου­θοῦν τήν ἐκ­πλη­κτι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά τοῦ φυ­λα­κι­σμέ­νου Χρι­στια­νοῦ, ὁ ἕ­νας με­τά τόν ἄλ­λο δι­α­φω­τί­ζον­ται, φω­τί­ζον­ται καί ζη­τοῦν νά γί­νουν κι αὐ­τοί Χρι­στια­νοί. Κι ἐ­νῶ ὁ Μά­ξι­μος πε­ρι­μέ­νει μή­πως καί ἀλ­λά­ξει γνώ­μη ὁ Ἀ­να­νί­ας, τώ­ρα πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται τήν ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ δε­σμο­φύ­λα­κα Πέ­τρου καί τῶν ἑ­πτά στρα­τι­ω­τῶν. Καί ἐ­ξα­νί­στα­ται. Δέν πρέ­πει νά μέ­νουν στή ζω­ή οὔ­τε ὁ Ἀ­να­νί­ας οὔ­τε οἱ ἄλ­­λοι ὀ­κτώ. Ἔτσι δίνει ἐν­το­λή καί τούς βά­ζουν σ’ ἕνα πλοιά­ριο καί τούς κα­τα­πον­τί­ζουν στά ἀ­νοι­κτά τῆς θά­λασ­σας. Ἐ­κεῖ πα­ρέ­δω­σαν τό πνεῦ­μα τους ὁ ἱ­ε­ρεύς τῶν Χρι­στια­νῶν Ἀ­να­νί­ας, ὁ δε­σμο­φύ­λακας Πέ­τρος καί οἱ ἑ­πτά ἀ­νώ­νυ­μοι γιά μᾶς, γνω­στοί ὅ­μως στόν Θε­ό στρα­τι­ῶ­τες, «ὧν τά ὀ­νό­μα­τα ἐν βί­βλῳ ζω­ῆς» (Φι­λιπ. δ΄ 3). 
Δέν ὑ­πάρ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι ὁ ἱ­ε­ρεύς Ἀ­να­νί­ας πα­ρου­σιά­ζει τόν τύ­πο καί τό ὑ­πό­δειγ­μα τοῦ ἐ­κλε­κτοῦ ἱ­ε­ρέ­ως, τοῦ κα­λοῦ ποι­μέ­νος τῶν Χρι­στια­νῶν. Ἔ­χει ζω­ή ἁ­γί­α, ἀ­νύ­στα­κτη φρον­τί­δα γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. 
Κα­τα­βάλ­λει σύν­το­νη προ­σπά­θεια νά ἑλ­κυ­σθοῦν καί ἄλ­λοι στήν ἐν Χρι­στῷ ζω­ή, καί μά­λι­στα μέ­σα σέ ἀν­τι­δρά­σεις καί σκλη­ρούς δι­ωγ­μούς. Τέ­λος ὁ­μο­λο­γεῖ τόν Χρι­στό καί ὑ­φί­στα­ται θά­να­το μαρ­τυ­ρι­κό γιά τόν Χρι­στό. Ἄς ἐμ­πνευ­σθοῦν οἱ ἱ­ε­ρεῖς μας ἀ­πό τό λαμ­πρό του πα­ρά­δειγ­μα! Ἄς δε­ό­μα­στε ὅ­λοι νά πλη­θύ­νει ὁ Κύ­ριος τούς κα­λούς ἱ­ε­ρεῖς μας, πού θά λάμ­πουν ὡς φῶ­τα στήν κοι­νω­νί­α μας! Τό­τε καί τό Ἔ­θνος μας θά δεῖ κα­λύ­τε­ρες μέ­ρες! 
Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου» Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Η ΦΟΙΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΑΛΙΛΑΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου