27 Ιανουαρίου, 2019

ΓΙΑΤΙ ΚΥΡΙΕ ΕΧΕΙΣ ΣΤΑΘΕΙ ΜΑΚΡΙΑ ΜΑΣ ?

 Δὲν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἄνθρωποι σεβόμενοι τὸν Θεὸ ἐκφράζουν σὲ καιροὺς δοκιμασίας τὸ παράπονο ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς παραθεωρεί. Ἢ ὅτι τοὺς ἐγκαταλείπει στὰ χέρια ἀνθρώπων ἀπίστων, ἀλαζονων καὶ τυραννικῶν. 
 Τέτοιο παράπονο ἐκφράζει καὶ ὁ δίκαιος Δαβὶδ στὸν 9ο Ψαλμό. Τοῦ λέγει ταπεινὰ καὶ μὲ εὐλαβικὸ παράπονο: «Ἱνατί, Κύριε, ἀφέστηκας μακρόθεν, ὑπερορᾷς ἐν εὐκαιρίαις ἐν θλίψεσιν;» (Ψαλμ. θ΄ 22). Γιατί, Κύριε, ἔχεις σταθεῖ μακριά μας; Γιατί σηκώνεις ἐπάνω τὰ μάτια σου καὶ φαίνεται σὰν νὰ μὴ μᾶς βλέπεις; καὶ σὰν νὰ μὴ μᾶς προσέχεις σ’ αὐτὲς τὶς κρίσιμες περιστάσεις καὶ θλίψεις ποὺ μᾶς κυκλώνουν; 
Παραπονεῖται ὁ Ψαλμωδὸς ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐγκαταλείπει στὶς προσβολὲς ὑπερήφανων καὶ δόλιων ἀνθρώπων. Μὲ ἄλλα λόγια Τοῦ λέει: Γιατί, Κύριε, ἐνῶ εἶσαι παρὼν στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δοκιμάζονται καὶ θλίβονται, φαίνεσαι ὅτι δὲν τοὺς προσέχεις; Γιατί δείχνεις μὲ τὴν πολλὴ μακροθυμία καὶ ὑπομονή σου ὅτι δὲν τιμωρεῖς ἐκείνους ποὺ μᾶς στενοχωροῦν, μᾶς ἐκμεταλλεύονται καὶ μᾶς καταπιέζουν; Ἐσὺ βλέπεις καὶ παρακολουθεῖς τὰ πάντα· γιατί λοιπὸν κάνεις πὼς δὲν τὰ βλέπεις; Διότι δὲν βοηθεῖς οὔτε στὶς θλίψεις οὔτε καὶ ἐπεμβαίνεις σ’ αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιροὺς ποὺ περνοῦμε. Βέβαια τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Δαβίδ, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος «κατὰ τὴν καρδίαν» τοῦ Κυρίου (Πράξ. ιγ΄ [13] 22), δηλαδὴ ὅπως τὸν ἤθελε ὁ Θεός, δὲν τὰ λέει ἐγκαλώντας καὶ κατηγορώντας τὸν Θεό. Οὔτε τὰ λέει ἀπαιτώντας τὴν τιμωρία τῶν ἐνόχων. Τὰ λέει ὑποφέροντας φοβερὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες δοκιμασίες του καὶ προσευχόμενος στὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει. Ὅτι δὲ σ’ αὐτὸ στοχεύει ὁ Ψαλμωδός, τὸ βεβαιώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μὲ τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα. Γράφει:'' Πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πιέζονται ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς ζητοῦν νὰ γίνει ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πρέπει. Ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ ἐγχειρίζονται, πρὶν ἀκόμη τελειώσει ἡ ἐγχείρηση, παρακαλοῦν τὸν γιατρὸ νὰ ἀπομακρύνει τὸ χέρι του ἀπὸ τὴν πληγή (ΣΣ τότε δὲν εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἀκόμη ἡ ἐπιστήμη τῆς ἀναισθησιολογίας), ζητοῦν δηλαδὴ μιὰ χάρη ἐπιβλαβὴ γιὰ τὴν ὑγεία τους, πάσχουν ὅμως ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ ὑποφέρουν τοὺς πόνους. Καὶ πολλὲς φορὲς φωνάζουν πρὸς τοὺς γιατρούς: «Μὲ βασάνισες, μὲ κατέστρεψες, μὲ κατέσφαξες». Αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι λόγια τῆς λογικῆς ἀλλὰ τοῦ πόνου. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπὸν ἐκφράζονται καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὀλιγόψυχους στὶς στιγμὲς τῶν θλίψεων, μὴ ὑποφέροντας τοὺς πόνους καὶ τὴ δυστυχία (*)''. 

Ἀλλὰ στὸ παράπονο αὐτὸ τοῦ Δαβὶδ ὁ Κύριος μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει καὶ μὲ λόγια τοῦ προφήτη Ἡσαΐα. Ὁ μεγάλος αὐτὸς προφήτης ὅσους νόμιζαν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλώνας ἢ ἀπὸ ἄλλες συμφορές, ἀμφιβάλλοντας γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ νομίζοντας ὅτι εἶναι ἀδιάφορος, τοὺς ρωτᾶ: Μήπως εἶναι ἀδύναμο τὸ χέρι τοῦ Κυρίου νὰ σᾶς σώσει; Ἢ ἔγινε βαρύκοο τὸ αὐτί του, ὥστε νὰ μὴ σᾶς εἰσακούσει; Ἔχει τὴ δύναμη νὰ σᾶς σώσει, γνωρίζει τὴν κατάστασή σας, ἀκούει τοὺς στεναγμούς σας. Γιὰ τὸ ὅτι συνεχίζεται ἡ δοκιμασία καὶ ἡ συμφορά σας, δὲν εὐθύνεται Ἐκεῖνος ἀλλὰ οἱ ἁμαρτίες σας. Αὐτὲς σᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ σας. Αὐτὲς εἶναι ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς σήκωσε τὸ προστατευτικὸ καὶ εὐμενὲς βλέμμα του ἀπὸ ἐπάνω σας, ὥστε νὰ μὴ σᾶς ἐλεήσει (βλ. Ἡσ. νθ΄ [59] 1-2). Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ ἀπάντηση στὸ γεμάτο ἀγωνία καὶ παράπονο ἐρώτημα τοῦ Δαβίδ. Ὁ πανάγιος καὶ παντοδύναμος Θεὸς ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του, διότι θέλει νὰ θεραπεύσει τὴν ἁμαρτία, τὸ κάνει γιὰ τὸ καλό μας, περιμένοντας τὴ βαθιὰ μετάνοια καὶ ἀλλαγή μας. Ὅμως τὸ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα τοῦ Δαβὶδ «ἱνατί, Κύριε, ἀφέστηκας μακρόθεν, ὑπερορᾷς ἐν εὐκαιρίαις ἐν θλίψεσιν;» εἶναι καὶ ἐρώτημα ποὺ διατυπώνεται αὐθόρμητα καὶ ἀπὸ πολλοὺς στὴν πατρίδα μας, ἡ ὁποία πολὺ δοκιμάζεται τοὺς τελευταίους καιρούς. Ἀλλ’ ἡ ἀπάντηση εἶναι καὶ ἐδῶ ἡ ἴδια. Ὁ Θεὸς καὶ στοὺς δύσκολους αὐτοὺς καιροὺς δὲν εἶναι ἀπὼν ἀπὸ τὴ χώρα μας· δὲν στέκεται μακριά, δὲν ἀδιαφορεῖ. Εἶναι παρών, ἀγρυπνεῖ, παρακολουθεῖ τὰ πάντα. Σιωπᾶ ὅμως καὶ μακροθυμεῖ, διότι περιμένει τὴ μετάνοια ἀρχόντων καὶ λαοῦ. Ἐνόσῳ δὲν βλέπει συντριβὴ καὶ μετάνοια, δὲν ἐπεμβαίνει. Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε χωρὶς 
περιστροφὲς καὶ μὲ συντριβή: «Ἡμάρτομεν, Κύριε, ἠνομήσαμεν», ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ Ἐσένα μαγνητισμένοι ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ ἄσματα τῶν σειρήνων τοῦ κόσμου καὶ τὰ παραπλανητικὰ συνθήματα τῆς ἀθεΐας. Οἱ εὐεργετημένοι ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά σου Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι ἁμαρτήσαμε ὁλωσδιόλου καὶ δὲν ὑπακούουμε πιὰ στὶς σωτήριες ἐντολές σου, ἀλλὰ στὰ δόλια καὶ δῆθεν προοδευτικὰ κηρύγματα ὅσων πολεμοῦν τὴν ἁγία σου Ἐκκλησία. Στρέψαμε τὴν προσοχή μας στὸ χρῆμα, νομίζοντας ὅτι θὰ βροῦμε σ’ αὐτὸ τὴν εὐτυχία μας. Ἀπατηθήκαμε ὅμως οἰκτρά. Γι’ αὐτὸ ἀντὶ εὐτυχίας δοκιμάζουμε σήμερα κρίση μεγάλη καὶ στερήσεις. Καὶ τώρα Σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς συγχωρήσεις καὶ νὰ μᾶς ἐλεήσεις. Μὴ μᾶς παραβλέψεις. «Ἀνάστα (σήκω), Κύριε, βοήθησον ἡμῖν καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς», διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ τὴν εὐσπλαχνία σου (Ψαλμ. μγ΄ [43] 27). 
Ἂν ἔτσι πολιτευθοῦμε, πιστεύουμε ὅτι οἱ ἐλπίδες μας στὴ σωτήρια ἐπέμβαση τοῦ Κυρίου δὲν θὰ μείνουν χωρὶς ἀνταπόδοση καὶ ἱκανοποίηση. 
(*) Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν Θ΄ ψαλμόν, §9, PG 55, 135. 
Ο ΣΩΤΗΡ 2037

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου