28 Φεβρουαρίου, 2019

ΑΝ ΗΞΕΡΕΣ .....!


Εκλαψε ὁ Χριστός! 
Γιὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ ἔκλαψε. Καὶ δὲν ἦταν τώρα ἁπλῶς κάποια δάκρυα ποὺ ράντισαν τὸ τίμιο πρόσωπό του, ὅπως πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες στὸ φίλο του Λάζαρο. Ἐδῶ ἦταν κλαυθμὸς ἀ- συγκράτητος. 
Ἐκεῖ ἐπιβλήθηκε μὲ δύναμη βουλήσεως στὸ συναίσθημά του καὶ τελικὰ ἁπλῶς «ἐδάκρυσεν» (Ἰω. ια΄ 35). Ἐδῶ «ἔκλαυσεν» (Λουκ. ιθ΄ 41). Τὸν κατέλαβαν λυγμοί, ἄφησε ἐλεύθερο τὸ θυμικό του νὰ ἐκδηλωθεῖ, ἔχυσε ἄφθονα δάκρυα... «Ἔκλαυσεν» ὁ Ἰησοῦς «ἰδὼν τὴν πόλιν», τὴν πατρίδα του, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἦταν τότε ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καθισμένος ἐπάνω σὲ πουλάρι, καὶ ὅλος ὁ κόσμος Τὸν ἀνευφημοῦσαν βασιλιὰ καὶ Μεσσία καὶ ἔστρωναν τὰ ροῦχα τους νὰ περάσει ἀπὸ ἐπάνω. 
Τότε, καὶ ἀφοῦ εἶχε σχεδὸν κατέλθει τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὸ ὄρος πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, προσέπεσε στοὺς ὀφθαλμούς του ἡ ὄψη τῆς πόλεως. Θέαμα ἐπιβλητικό, μεγαλοπρεπές, μὲ τὸν Ναὸ νὰ ἀπαστράπτει ἀπὸ τὴ λευκότητα τῶν λίθων καὶ μαρμάρων του, μοναδικὸ μνημεῖο λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο. Ἡ Ἱερουσαλήμ, ἡ πρωτεύουσα τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐκλεκτοῦ ἔθνους, ποὺ εἶχε ἀξιωθεῖ τῆς «περιποιήσεως» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, τῆς πατρικῆς εὐνοίας του!

 Καὶ ὅμως – τί τραγικό! – ἡ Ἱερουσαλήμ, «ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν!» (Ματθ. κγ΄ 37). Αὐτὴ ποὺ εἶχε δεχθεῖ ὅλη τὴ στοργικὴ ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα τοῦ Ὑψίστου, ὅλη τὴν «πρόσκλισιν», τὸ σκύψιμό του ἐπάνω της, τὴν ἰδιαίτερη μεταχείριση ἐκ μέρους του, τήν εὐμενὴ πρὸς αὐτὴν διάθεσή του, ναὶ αὐτή· αὐτὴ Τὸν ὕβρισε τὸν Τροφέα καὶ Κηδεμόνα της. Ξυπάστηκε ἀπὸ τὶς ἄφθονες εὐλογίες ποὺ τὴ συνάντησαν, «ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη» καὶ τέλος «ἀπελάκτισε», κλώτσησε, βλασφήμησε, ἀποστάτησε (Δευτ. λβ΄ 15). 

 Αὐτὴ τὴν πόλη ἀντίκρισε ὁ Χριστός, καὶ ἐνῶ οἱ ἐπευφημίες τοῦ πλήθους ἀκόμα ἠχοῦσαν γύρω του, αὐτὸς «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτῇ».

 Τόσο καιρὸ τοὺς καλοῦσε κοντά του. Τοὺς ἀπηύθυνε πρόσκληση, προσκλήσεις ἐπανειλημμένες, τοὺς παρακαλοῦσε. Μὲ λόγια, μὲ πράξεις, μὲ θαύματα, μὲ φόβητρα, μὲ ἀπειλές, μὲ δάκρυα, μὲ ἱκεσίες, κάθε μέρα, ὅλη τὴν ἡμέρα... «Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα» (Ρωμ. ι΄ 21· Ἡσ. ξε΄ [65] 2). 
Σὰν τὸν στοργικὸ πατέρα, σὰν τὴν τρυφερὴ μάνα, ὅλη τὴν ἡμέρα ἅπλωνα τὰ χέρια μου, καλοῦσα, ἱκέτευα, ζητοῦσα νὰ ἀναδεχθῶ, νὰ περιπτυχθῶ, νὰ ἐγκολπωθῶ, καὶ τὸ μόνο ποὺ εἰσέπραττα ἦταν ἡ ἀντίρρηση, ἡ ἀπόρριψη. 

Πῶς νὰ μὴν κλάψει ὁ Χριστός; Ἂν ἤξερες, Ἱερουσαλήμ! «Εἰ ἔγνως... καί γε ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου ταύτῃ, τὰ πρὸς εἰρήνην σου!» (Λουκ. ιθ΄ 42). Ἔστω καὶ τώρα, τὴν τελευταία αὐτὴ ἡμέρα, τὴν ἔσχατη προθεσμία ποὺ σοῦ δίνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἂν ἤξερες ἐκεῖνα ποὺ θὰ σὲ ὁδηγοῦσαν στὴν εἰρήνη σου, στὴν εὐημερία σου! Ἂν μποροῦσες νὰ τὰ καταλάβεις! Ἂν ἐπιτέλους τώρα ἄνοιγαν τὰ μάτια σου νὰ δεῖς τὸ συμφέρον σου!... 

 Σταματᾶ ἐδῶ ὁ Θεάνθρωπος. Τὸ «ἂν» ποὺ εἶπε, τὸ ἀφήνει μετέωρο, χωρὶς ἀπόδοση τοῦ λόγου. Τί θὰ γινόταν, ἂν ἡ Ἱερουσαλὴμ καταλάβαινε τὸ συμφέρον της, συναισθανόταν τὴν ἀποστασία της καὶ ἐπέστρεφε, ἔστω κι αὐτὴ τὴν τελευταία στιγμή, στὸν Θεό; Δὲν συνέχισε ὁ Κύριος. Τόσες φορὲς τὰ εἶχε πεῖ. Τώρα δὲν συνέχισε. Μόνον ἔκλαψε. Κι ἔπειτα συμπλήρωσε καὶ κάτι ἄλλο: «Νῦν δὲ ἐκρύβη ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου» (στίχ. 42). Τώρα πάει, τελείωσε. Τώρα ἔπεσε σκοτάδι στὰ μάτια σου, τυφλώθηκες, πωρώθηκες, δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ δεῖς τὸ συμφέρον σου.
 Δὲν μπορεῖς νὰ βρεῖς τὸ δρόμο ποὺ θὰ σὲ βγάλει ἀπὸ τὸν ὁριστικὸ χαμό σου. Ἱερουσαλήμ, ἂν ἤξερες! 
 ❁ ❁ ❁
 Ἑλλάδα, ἂν ἤξερες!... 
 –Μή, Κύριε. «Μὴ ἀπορρίψῃς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ προσώπου σου. Ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν σφόδρα. Βοήθησον ἡμῖν, ὁ Θεός, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Κύριε, ρῦσαι ἡμᾶς καὶ ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου. Μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς, ἀλλὰ ποίησον μεθ’ ἡμῶν κατὰ τὴν ἐπιείκειάν σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου. Ἐπίστρεψον ἡμᾶς, ὁ Θεὸς τῶν σωτηρίων ἡμῶν» (Ψαλμ. ν΄ [50] 13, οη΄ [78] 8-9, Δαν. γ΄ [Προσ. 18], Ψαλμ. πδ΄ [84] 5). 

 Προτοῦ εἶναι πιὰ ἀργά. Προτοῦ «κρυβῇ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν» μας ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς σὲ Σένα. Προτοῦ αὐτὴ ἡ πατρίδα, ἡ ἀγαπημένη, ἡ χιλιοευλογημένη ἀπὸ Σένα, χάσει ὁριστικὰ τὸ φῶς της. Ἐσένα, τὸν Κύριο καὶ Θεό της...
Ο ΣΩΤΗΡ 2038

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου