06 Φεβρουαρίου, 2019

Η ΑΓΙΑ ΦΑΥΣΤΑ


Τά μαρ­τύ­ρια τῶν Χρι­στια­νῶν εἶ­ναι ἕ­να ἀ­νε­ξή­γη­το θαῦ­μα, θαῦ­μα τό πῶς, πα­ρά τή σκλη­ρό­τη­τα τόσων διαφο­ρε­τι­κῶν μαρ­τυ­ρί­ων, οἱ Χρι­στια­νοί Μάρ­τυ­ρες, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες, παι­διά καί γέ­ρον­τες, ἔ­μει­ναν στα­θε­ροί στήν πί­στη τους, «χαί­ρον­τες καί ἀ­γαλ­λό­με­νοι». Θαῦ­μα, δι­ό­τι σέ πάμ­πολ­λες πε­ρι­πτώ­σεις, πα­ρά τά μαρ­τύ­ρια, τίς φυ­λα­κί­σεις, τίς μαστιγώσεις, τούς τρο­χούς καί τή φω­τιά… οἱ Μάρ­τυ­ρες ἔ­με­ναν ἀ­πα­θεῖς καί ἀ­βλα­βεῖς· θαῦ­μα ἀ­κό­μη, δι­ό­τι ὅ­λα αὐ­τά πολ­λές φο­ρές συγ­κι­νοῦ­σαν καί τούς πιό σκλη­ρούς εἰδωλολά­τρες βα­σα­νι­στές καί δη­μί­ους, τούς ἔ­πει­θαν γιά τήν ἀ­λή­θεια τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως καί τούς ἀ­ξί­ω­ναν νά ὁ­μο­λο­γή­σουν κι αὐ­τοί τήν πί­στη τους στόν Χρι­στό, νά δεχθοῦν καί οἱ ἴ­διοι μαρ­τύ­ρια. Μί­α τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση εἶ­ναι καί τῆς ἁ­γί­ας Μάρ­τυ­ρος Φαύ­στας.

Ἡ Φαύ­στα ἦ­ταν κό­ρη εὐ­γε­νῶν καί πλούσι­ων γο­νέ­ων. Γεν­νή­θη­κε στήν Κύ­ζι­κο, μιά ἀρ­χαί­α πό­λη κον­τά στήν Προ­πον­τί­δα. Ὅ­μως σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις 13 ἐ­τῶν ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νή καί ἀ­πό τούς δυ­ό γο­νεῖς της, ἔχοντας στήν κα­το­χή της πλοῦ­το ὑ­λι­κό καί πε­ρι­ου­σί­α τε­ρά­στια. Εἶ­ναι ὅ­μως θαυ­μα­στό, ὅ­τι ἡ δε­κα­τρι­ά­χρο­νη αὐ­τή κό­ρη εἶ­χε προι­κι­σθεῖ ἀ­πό τόν προ­νο­η­τή, πάν­σο­φο καί πα­νά­γα­θο Κύ­ριο μέ κρί­ση, ὡρι­μό­τη­τα καί ἰ­σχυ­ρή θέ­λη­ση. Συγ­χρό­νως εἶ­χε θη­σαυ­ρί­σει στήν ἁ­πα­λή καί εὐ­αί­σθη­τη ψυ­χή της τά θεῖ­α ἠ­θι­κά χρι­στι­α­νι­κά δι­δάγ­μα­τα, μέ τά ὁ­ποῖ­α τήν προί­κι­σαν οἱ γο­νεῖς της. Ἔ­τσι ὅ­λες οἱ προ­σπά­θει­ες πού ἔ­γι­ναν, με­λε­τη­μέ­νες μά­λι­στα καί πα­ρα­τε­τα­μέ­νες, ἀ­πό συγ­γε­νεῖς καί φί­λους νά ἀ­πο­σπά­σουν τήν πε­ρι­ου­σί­α ἤ καί νά τήν ἀ­πο­μα­κρύ­νουν ἀ­πό τήν χρι­στι­α­νι­κή πί­στη καί ἠ­θι­κή, ἀ­πέ­τυ­χαν πλή­ρως. Φω­τι­σμέ­νη αὐ­τή ἀ­πό τόν Κύ­ριο καί τό νό­μο του καί ἐ­νι­σχυ­μέ­νη ἀ­πό ὅ,τι πνευ­μα­τι­κό τῆς πρό­σφε­ρε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­με­νε στα­θε­ρή καί συγ­χρό­νως φι­λάν­θρω­πη, ὥ­στε ὅ­λοι νά θαυ­μά­ζουν, ἀλ­λά καί πολ­λοί νά τήν μι­σοῦν καί νά ἐ­πι­θυ­μοῦν νά τήν ἐκ­δι­κη­θοῦν.

Σ’ αὐ­τήν τήν ἡ­λι­κί­α τό 299 μ.Χ. ἡ Φαύ­στα προ­σκλή­θη­κε ἀ­πό τόν ἀ­πε­σταλ­μέ­νο συγ­κλη­τι­κό τῆς Ρώ­μης Εὐ­ϊ­λά­σιο νά ἀ­πο­λο­γη­θεῖ γιά τήν πί­στη της. Γέ­ρον­τας αὐ­τός 80 ἐ­τῶν, ὅ­ταν ἀν­τί­κρυ­σε τήν νε­α­ρή κό­ρη, νό­μι­σε ὅ­τι πο­λύ γρή­γο­ρα καί πο­λύ εὔ­κο­λα θά τήν με­τέ­πει­θε καί θά τήν ἐ­ξου­δε­τέ­ρω­νε. Ἡ Φαύ­στα ἀ­κού­ει τίς συ­νη­θι­σμέ­νες ὑ­πο­σχέ­σεις καί ἀ­πει­λές, βλέ­πει μπρο­στά της τά κο­λα­στή­ρια ὄρ­γα­να καί ὄ­χι μό­νο δέν πτο­εῖ­ται, ἀλ­λά μέ θάρ­ρος καί ὡ­ρι­μό­τη­τα τόν βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι δέν θά φο­βη­θεῖ τί­πο­τε ἀ­πο­λύ­τως. Εἶ­χε τήν ὑ­πο­μο­νή ἡ Φαύ­στα νά τοῦ ἐ­ξη­γή­σει γιά τήν πί­στη της στόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, νά τοῦ ἀ­να­πτύ­ξει ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­πό τίς ἀ­λή­θει­ες τῆς πί­στε­ως. Ὁ πει­στι­κός λό­γος, ἡ θαρ­ρα­λέ­α ὁ­μο­λο­γί­α, ἡ σεμνό­τη­τα τῆς νε­α­ρῆς κό­ρης ἄρ­χι­σε νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει τόν εἰ­δω­λο­λά­τρη συγ­κλη­τι­κό. Δέν μπο­ροῦ­σε ὅ­μως νά φερ­θεῖ δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ἔ­πρε­πε νά τήν τι­μω­ρή­σει. Γι’ αὐ­τό δι­έ­τα­ξε καί τήν ἔ­ρι­ξαν στή φω­τιά νά κα­εῖ ζων­τα­νή. Ἀλ­λά τί θαῦ­μα! Ὅ­σο κι ἄν πα­ρέ­τει­ναν τήν πα­ρα­μο­νή της στή φω­τιά, αὐ­τή, ἔ­με­νε ἄ­θι­κτη καί ἀ­βλα­βής, χω­ρίς τό πα­ρα­μι­κρό ἴ­χνος κακοπάθειας. Ἀλ­λά τό­τε ὁ Εὐ­ϊ­λά­σιος συγ­κλο­νί­σθη­κε. Πο­τέ ἄλ­λο­τε δέν εἶ­χε πα­ρα­κο­λου­θή­σει πα­ρό­μοι­ο θέ­α­μα. Τό ἐ­ξέ­λα­βε ὡς φω­νή καί κλή­ση τοῦ Θε­οῦ γι’ αὐ­τόν. Ζή­τη­σε ἀ­πό τή Φαύ­στα πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν πί­στη της. Ζή­τη­σε συγ­γνώ­μη γιά τά βα­σα­νι­στή­ρια, στά ὁ­ποῖ­α τήν ὑ­πέ­βα­λε, καί τε­λι­κά νι­κη­μέ­νος, με­τα­νι­ω­μέ­νος, συγ­κι­νη­μέ­νος, γε­μά­τος εὐ­γνω­μο­σύ­νη, ὁ­μο­λό­γη­σε καί ὁ ἴ­διος τήν πί­στη του στόν Χρι­στό.

Τό γε­γο­νός ἔ­γι­νε γρή­γο­ρα γνω­στό καί ἐ­ξόρ­γι­σε τόν τοπικό ἔ­παρ­χο Μά­ξι­μο. Λό­γιος αὐ­τός, σκέ­φθη­κε, ἐ­πί­ση­μος συγ­κλη­τι­κός, νά δε­λε­α­σθεῖ ἀ­πό μί­α μι­κρή κό­ρη;! Πρό­θυ­μος ὁ Εὐ­ϊ­λά­σιος, γιά νά πεί­σει τόν ἔ­παρ­χο, τοῦ ἔ­δω­σε τίς ἀ­νά­λο­γες ἐ­ξη­γή­σεις, τοῦ δι­η­γή­θη­κε τά συμ­βάν­τα, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος μά­νια­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Σκλη­ρός καί ἀ­νάλ­γη­τος, ἔ­δω­σε ἀμέσως ἐν­το­λή νά βα­σα­νί­σουν ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν Φαύ­στα καί μα­ζί της τόν Εὐ­ϊ­λά­σιο. Φρι­κτά καί δι­ά­φο­ρα βα­σα­νι­στή­ρια ἀ­κο­λού­θη­σαν. Ἀλ­λά μέ θαυ­μα­στό πά­λι τρό­πο καί οἱ δυ­ό, Φαύ­στα καί Εὐ­ϊ­λά­σιος, βγῆ­καν ἀ­νέ­πα­φοι. Τούς εἶ­δε ὁ Μά­ξι­μος καί ἔ­μει­νε ἐκ­στα­τι­κός. Δέν πί­στευ­ε στά μά­τια του. Ἀλ­λά στή φά­ση αὐ­τή ὁ Μά­ξι­μος δέν μπό­ρε­σε πλέ­ον νά συγ­κρα­τη­θεῖ. Ὁ Θε­ός ἔ­κα­με καί σ’ αὐ­τόν τό θαῦ­μα του. Ἄλ­λω­στε εἶ­δε τόν Θε­ό μπρο­στά του μέ νέ­ο θαῦ­μα. Ζή­τη­σε κι αὐ­τός συγγνώ­μη ἀ­πό τή Φαύ­στα καί τόν Εὐ­ϊ­λά­σιο καί ὁμολό­γη­σε τόν Χρι­στό ὡς Θε­ό ἀ­λη­θι­νό…

Οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες τῆς πε­ρι­ο­χῆς κα­τήγ­γει­λαν τά γε­γο­νό­τα στόν αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Ρώ­μης Δι­ο­κλη­τια­νό, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­έ­τα­ξε νά θα­να­τω­θοῦν καί οἱ τρεῖς. Τρεῖς Μάρ­τυ­ρες· τρεῖς ψυ­χές πέ­τα­ξαν στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. Πρω­τα­γω­νί­στρια ἡ μι­κρή Φαύ­στα (13 ἐ­τῶν). Γιά νά φα­νοῦν καί τά θαύ­μα­τα τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί τί μπο­ρεῖ νά κα­τορ­θώ­σει μί­α μι­κρή κό­ρη πι­στή καί ἐ­νά­ρε­τη, ἐμ­πνευ­σμέ­νη ἀ­πό τή χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου· καί ὄ­χι μό­νο τό­τε, ἀλ­λά πάν­το­τε.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθη τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου