07 Φεβρουαρίου, 2019

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΜΨΑΚΟΥ

           

Ὁ ἄν­θρω­πος, καὶ ὁ πλέ­ον ἄ­ση­μος ἢ κα­τὰ κό­σμον ἀ­πα­ί­δευ­τος, ὅ­ταν συμ­μα­χή­σει μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ ὑ­πα­κο­ύ­ει μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὶς ἅ­γι­ες ἐν­το­λές του, ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται μέ­γας καὶ θαυμα­στός. Γίνεται γνω­στὸς ὡς ἅ­γιος στὴν οἰ­κου­μέ­νη ὅ­λη. Γίνεται φω­τει­νὸς ὁ­δο­δε­ί­κτης ὅ­λων τῶν γε­νε­ῶν τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­χρι συν­τε­λε­ί­ας τῶν αἰ­ώ­νων.

Μιὰ τέ­τοι­α ὁ­δη­γη­τι­κὴ μορ­φὴ τοῦ Δ´ μ.Χ. αἰ­ῶ­νος ὑ­πῆρ­ξε καὶ ὁ ἅ­γιος Παρ­θέ­νιος ὁ πρῶ­τος ἐ­πί­σκο­πος Λαμ­ψά­κου ποὺ τὸν ἑ­ορ­τά­ζου­με στὶς 7 Φε­βρου­α­ρί­ου.

Γεν­νή­θη­κε στὴ Μι­λη­τό­πο­λη τῆς Μ. Ἀ­σί­ας στὰ χρό­νια τοῦ Μ. Κων­σταν­τί­νου (318 μ.Χ.). Τότε ποὺ ἡ ἁ­γί­α ᾿Εκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­ξερχόταν ἐ­ξα­γνι­σμέ­νη μέ­σα ἀ­πὸ τὶς κατακόμβες, ἀ­πὸ τὰ σπλάγ­χνα τῆς γῆς στὸ φῶς τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας γιὰ νὰ συ­νε­χί­σει τὴν μαρ­τυ­ρι­κή της πο­ρε­ί­α καὶ νὰ ὁ­δη­γή­σει στὴ σω­τη­ρί­α τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς πλά­νης καὶ τῆς εἰδω­λο­λα­τρί­ας, ποὺ ἦ­σαν ἀ­κό­μη πολ­λοί.

Στὸν ἀ­γῶ­να αὐ­τὸ συμ­με­τέ­χουν ὅ­λα τὰ γεν­ναῖ­α πι­στὰ παι­διά της. Πι­στὸ τέ­κνο τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι καὶ ὁ Παρ­θέ­νιος. Καὶ μά­λι­στα ἀ­πὸ τὰ παι­δι­κά του χρό­νια πι­στός. Ἀ­νε­τρά­φη μέ­σα σὲ ἱ­ε­ρα­τι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια. Ἀ­πὸ τὸν δι­ά­κο­νο πα­τέ­ρα του Χρι­στο­φό­ρο ἔ­μα­θε τὴν ᾿Ορ­θό­δο­ξη πί­στη καὶ ζω­ὴ ὄ­χι μό­νο θε­ω­ρη­τι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ πρα­κτι­κά. Μέσα ἀ­πὸ τὰ ἐ­πο­πτι­κὰ μαθή­μα­τα τοῦ ἁ­γί­ου ἱ­ε­ρα­τι­κοῦ πα­ρα­δε­ίγ­μα­τός του.

Ὁ Παρ­θέ­νιος δὲν προι­κί­σθη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ μὲ ἰ­δι­α­ί­τε­ρα τά­λαν­τα. Οὔ­τε εὐ­φυ­ΐ­α ἐ­ξα­ί­ρε­τη δι­έ­θε­τε οὔ­τε μόρ­φω­ση ἰ­δι­α­ί­τε­ρη εἶ­χε οὔ­τε πλοῦ­το κα­τεῖ­χε. Ὁ κό­σμος τῆς ἐ­πο­χῆς του τὸν γνώ­ρι­σε χω­ρὶς κο­σμι­κὰ προ­σό­ντα, χω­ρὶς πτυ­χί­α, περ­γα­μη­νὲς καὶ κοι­νω­νι­κὴ προ­βο­λή. Τὸν ­γνώ­ρι­σε μὲ ἄλ­λα, μὲ πνευ­μα­τι­κὰ προ­σό­ντα, ὡς ἄν­θρω­πο τῆς ἀ­γά­πης, τῆς θυ­σί­ας καὶ τῆς φι­λο­στορ­γί­ας. Τὸν ἤ­ξε­ρε ὡς «τὸν φι­λάν­θρω­πο ψα­ρᾶ». Ὁ Ἅ­γιος ὡς νέ­ος ­ψά­ρευ­ε στὴν Ἀ­πολ­λω­νι­ά­δα λί­μνη (δί­πλα στὴ Μι­λη­τό­πο­λι). Καὶ ὅ­σα ψά­ρια ἔ­πια­νε, ἢ τὰ πουλοῦσε καὶ ἔ­δι­νε τὰ χρή­μα­τα στοὺς πτω­χοὺς ἢ ἀπ᾿ εὐ­θεί­­ας τὰ ­μο­ί­ρα­ζε σὲ οἰ­κο­γέ­νει­ες πτω­χές, χω­ρὶς πο­τὲ ὁ ἴ­διος νὰ τρώει ἀ­πὸ ὅ­σα ἔ­πια­νε.

Ὁ Παρ­θέ­νιος δὲν ἀ­σκοῦ­σε ὅ­μως μί­α στε­γνὴ φι­λαν­θρω­πί­α. ῞Ο­λες οἱ κι­νή­σεις τῆς ἀ­γά­πης του συ­νο­δε­ύ­ον­ταν ἀ­πὸ λό­γους πα­ρη­γο­ριᾶς, λό­γους πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­φυ­πνί­σε­ως πρὸς τὸν λα­ὸ τῆς Μι­λη­το­πό­λε­ως «τὸν κα­θή­με­νον ἐν σκό­τει». ῞Ο­λη ἡ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἦ­ταν θε­με­λι­ω­μέ­νη στὴν πύ­ρι­νη προ­σευ­χή του καὶ στὴ θερ­μή του πί­στη. Καὶ ὁ πα­νά­γιος Θε­ὸς ­τί­μη­σε τὸν ἄ­δο­λο καὶ πι­στὸ δοῦ­λο του μὲ τὸ ἰ­δι­α­ί­τε­ρο χά­ρι­σμα τῆς θαυ­μα­τουρ­γί­ας. «Πολ­λοὺς δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους ἰ­ά­τρευ­σε, διὰ τὴν πολ­λήν του φι­λαν­θρω­πί­αν καὶ τα­πε­ί­νω­σιν», λέ­γει ὁ Συ­να­ξα­ρι­στής. Καὶ δί­και­α ὁ ὑ­μνο­γρά­φος τὸν ὑ­μνεῖ· «᾿Εκ νε­α­ρᾶς ἡ­λι­κί­ας, θε­ο­φο­ρο­ύ­με­νος τὰ τῶν δαι­μό­νων στί­φη, πυ­ρὶ τῶν προ­σευ­χῶν σου, κα­τέ­φλε­ξας παμ­μά­καρ…».

Μία τέ­τοι­α χα­ρι­σμα­τι­κὴ μορ­φὴ ὁ Θε­ὸς πρό­κει­ται νὰ ἀ­νυ­ψώ­σει σὲ λί­γο στὸ ἀ­νώ­τα­το λει­το­ύρ­γη­μα τῆς ῾Ι­ε­ρω­σύ­νης. Ὁ τα­πει­νὸς Παρ­θέ­νιος πι­ε­ζό­με­νος ἀ­πὸ τὸν ἐ­πί­σκο­πο Μιλητοπό­λε­ως Φι­λη­τὸ ἢ Φίλιππο πε­ί­θε­ται καὶ χει­ρο­το­νεῖ­ται πρε­σβύ­τε­ρος. Καὶ ὁ βι­ο­γρά­φος τοῦ Ἁ­γί­ου ἔκ­θαμ­βος ση­μει­ώ­νει· «῞Ο­ταν ἔ­λα­βε τὴν θε­ί­αν χά­ριν εἰς τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ δα­ψι­λέ­στε­ρον (=πο­λὺ πιὸ ἄ­φθο­να), ἐ­τέ­λει καθ᾿ ἑ­κά­στην θα­ύ­μα­τα. Τόσην ἐ­ξου­σί­αν ἔ­λα­βεν ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸν κα­τὰ τῶν ὑ­πε­ρη­φά­νων δαι­μό­νων ὁ τα­πει­νό­φρων Παρ­θέ­νιος ποὺ μόνον νὰ τὸν ἔ­βλε­πον, ἔ­φευ­γαν ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, κα­θὼς φε­ύ­γει ἀ­πὸ τὸ φῶς τὸ σκό­τος καὶ ἀ­φα­νί­ζε­ται».

Σύντομα ὅ­μως θὰ δε­χθεῖ καὶ νέ­α κλή­ση ἀ­πὸ τὸν Δο­μή­το­ρα τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας, τὸν Κύριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Ὁ Παρ­θέ­νιος χει­ρο­το­νεῖ­ται ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πὸ τὸν Μη­τρο­πο­λί­τη Κυ­ζί­κου Ἀσχό­λιο καὶ γί­νε­ται ὁ πρῶ­τος ἐ­πί­σκο­πος τῆς Λαμ­ψά­κου. Μιᾶς πό­λε­ως ποὺ εἶ­ναι βυ­θι­σμέ­νη στὰ εἴ­δω­λα. ᾿Ε­δῶ ὁ Ἅ­γιος μὲ ὅ­πλα τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴν πί­στη ξε­κι­νᾶ τὸν με­γά­λο ἀγῶνα τοῦ ἐκ­χρι­στι­α­νι­σμοῦ τῆς δύ­σκο­λης ἐ­πι­σκο­πῆς του. Ὁ βι­ο­γρά­φος του ση­μει­ώ­νει· «Καὶ αὐ­τὸς μὲ τὰς προ­σευ­χάς του πρὸς τὸν Θε­ὸν καὶ τὰς νη­στε­ί­ας· μὲ τὰς πρὸς τὸν λαὸν νου­θε­σί­ας καὶ ὑ­πο­δε­ίγ­μα­τα… τοὺς ἔ­κα­με καὶ ἐ­μί­ση­σαν τὸ ψεῦ­δος καὶ ἐ­βα­πτί­σθη­σαν εἰς τὸ ὄ­νο­μα τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος». Σύντομα «οἱ να­οὶ τῶν εἰ­δώ­λων ἐ­ρη­μώ­θη­καν» καὶ μεγαλοπρε­πὴς ὡ­ραι­ό­τα­τος να­ὸς ἐ­κτί­σθη στὴν χρι­στι­α­νι­κὴ τώ­ρα Λάμψακο πρὸς τι­μὴν τοῦ «παν­το­κρά­το­ρος Κυ­ρί­ου».

῾Η δρά­ση τοῦ τα­πει­νοῦ ῾Ι­ε­ράρ­χου θὰ συ­νε­χι­σθεῖ λί­γα ἀ­κό­μη χρό­νια. Τὸ κή­ρυγ­μά του μὲ σα­φή­νεια θὰ ἀ­κο­ύγ­ε­ται πρὸς τὸν κά­θε πι­στό του· «Ἀ­γά­πα τοὺς πτω­χο­ύς, ὅ­τι ἡ ἐλεημοσύ­νη ἀ­ρέ­σει τοῦ Θε­οῦ ἀ­πὸ ὅ­λας τὰς ἀ­ρε­τὰς πε­ρισ­σό­τε­ρον». Θὰ κα­τα­πλήσ­σει ὅ­λους μὲ ὅ­σα θαυ­μα­στὰ δι᾿ αὐ­τοῦ ἐ­νερ­γεῖ ὁ Θε­ός. «Ἀ­να­βὰς ἐν τῷ ὕ­ψει τῶν ἀ­ρε­τῶν ἀστράπτεις τοῖς πέ­ρα­σι τῷ φω­τὶ τῶν ἰ­ά­σε­ων», λέ­γει ὁ ὑ­μνο­γρά­φος του· καὶ συ­νε­χί­ζει· «Τῆς πλά­νης τῶν εἰ­δώ­λων κα­θά­ρας πᾶ­σαν τὴν ῾Ελ­λή­σπον­τον (χώ­ραν)».

Δα­ί­μο­νας ἐ­ξε­δί­ω­κε, ἀ­σθε­νοῦν­τας ἐ­θε­ρά­πευ­ε, νε­κροὺς ἀ­νέ­στη­σε, πα­ρα­λυ­τι­κὸν ἀ­νώρ­θω­σε, ξη­ραμ­μέ­νη γῆ — μὲ τὴ δύ­να­μι τῆς προ­σευ­χῆς του — τὴν ἐ­πό­τι­σε μὲ ἄ­φθο­να ὕ­δα­τα βρο­χῆς…

῏Ηλ­θε ὅ­μως καὶ ἡ ὥ­ρα ποὺ ὁ θνη­τὸς Παρ­θέ­νιος, «τὸ ῾Ελ­λη­σπό­ντου κα­ύ­χη­μα», «ὁ πά­ντα χρη­στὸς καὶ πᾶ­σιν ἐ­λε­ή­μων», ἐ­κοι­μή­θη. Ἔ­γει­ρε σὰν ὥ­ρι­μο στά­χυ καὶ με­τα­φυ­τεύ­­θηκε στὸν Πα­ρά­δει­σο. Τὸ τέ­λος του ἦ­ταν εἰ­ρη­νι­κὸ καὶ μα­κά­ριο. Καὶ ἡ κη­δε­ί­α του ὑ­πῆρ­ξε με­γα­λο­πρε­πής. Πλή­θη κό­σμου μὲ θρή­νους καὶ ἐ­πὶ κε­φα­λῆς τοὺς Μη­τρο­πο­λί­τες τῶν γύ­ρω πε­ρι­ο­χῶν τὸν ­κή­δευ­σαν. Καὶ «ψάλ­λον­τες μετ᾿ εὐ­λα­βε­ί­ας πολ­λῆς (ὕ­μνους) ἐ­νε­τα­φί­α­σαν τὸ παρ­θε­νι­κὸν τοῦ Παρ­θε­νί­ου σῶ­μα εἰς τὴν ᾿Εκ­κλη­σί­α ποὺ αὐ­τὸς ἔ­κτι­σεν».

Ἀ­γα­πη­τοί, τὸ με­γά­λο μυ­στι­κὸ τῶν Ἁ­γί­ων δὲν εἶ­ναι τό­σον ἡ κο­σμι­κὴ μόρ­φω­ση, ὅ­σο ἡ κα­τὰ Θε­ὸν σο­φί­α, ἡ θε­ο­σέ­βεια ἡ θε­με­λι­ω­μέ­νη ἐ­πά­νω στὴν ἀ­γά­πη, στὴν πί­στη καὶ τὴν ταπει­νο­φρο­σύ­νη. «Τα­πει­νοῖς δί­δω­σι χά­ριν» ὁ Θε­ός. Τὰ στοι­χεῖ­α αὐ­τὰ ἀ­νέ­δει­ξαν καὶ τὸν Παρ­θέ­νιο ἅ­γιο, πε­ρι­φα­νῆ καὶ ἔν­δο­ξο. Τὸν δρό­μο του ἂς ἀ­γα­πή­σου­με καὶ ἂς βαδίσουμε… «῾Ως θαυ­μα­στά σου τὰ ἔρ­γα, ῾Ι­ε­ρουρ­γὲ Παρ­θέ­νι­ε!… Σὲ ὑ­μνοῦ­μεν, ὡς μέ­γαν μύ­στην Θε­οῦ τῆς Χάριτος. Πρέ­σβευ­ε τοῦ σω­θῆ­ναι ἡ­μᾶς…».

«Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ο ΟΣΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ὁ Στει­ρι­ώ­της

Η κα­τα­γω­γὴ τῶν προ­πα­τό­ρων τοῦ ὁ­σί­ου Λου­κᾶ ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γι­να. Ἐξ αἰ­τί­ας ὅ­μως τῶν ἐ­πι­δρο­μῶν τῶν Σα­ρα­κη­νῶν (865-870 μ.Χ.) ἀ­ναγ­κά­σθη­καν μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους νὰ με­τοι­κή­σουν. Αὐ­τοὶ ἔ­φθα­σαν στὴν Φω­κί­δα. Ἐ­δῶ, στὸ χω­ριὸ Κα­στό­ριο (σημ. Κα­στρί) κον­τὰ στοὺς ἀρ­χαί­ους Δελ­φοὺς γεν­νή­θη­κε ὁ ὅ­σιος Λου­κᾶς τὸ 896 μ.Χ. ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς του Στέ­φα­νο καὶ Εὐ­φρο­σύ­νη. Εἶ­ναι ὁ Ὅ­σιος τὸ τρί­το ἀ­πὸ τὰ ἑ­πτὰ παι­διὰ τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας. Ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α πα­ρου­σί­α­σε ἔμ­φυ­το καὶ ζω­η­ρὸ πό­θο πρὸς τὴν μο­να­χι­κὴ ζω­ή. Προσηύ­χε­το μὲ θερ­μό­τη­τα, ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λὺ τὴν νη­στεί­α. Ἀ­πέ­φευ­γε τὰ ἐ­κλε­κτὰ φα­γη­τά. Ζοῦ­σε λι­τὰ καὶ ἀ­σκη­τι­κά. Ἔ­βο­σκε τὰ πρό­βα­τα τοῦ σπι­τιοῦ τους. Δού­λευ­ε στὰ χω­ρά­φια τους. Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λὺ τοὺς πτω­χοὺς καὶ πο­νε­μέ­νους. Γι’ αὐ­τὸ πολ­λὲς φο­ρὲς τοὺς ἔ­δι­νε μὲ πολ­λὴ χα­ρὰ ὄ­χι μό­νο τὸ λι­τό του φα­γη­τὸ ἀλ­λὰ καὶ τὰ ροῦ­χα του.

Σὲ ἡ­λι­κί­α 13 ἐ­τῶν μέ­νει ὀρ­φα­νὸς ἀ­πὸ πα­τέ­ρα. Ὁ πό­θος του πρὸς τὴν μο­να­χι­κὴ ζω­ὴ γί­νε­ται ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος. Ἐ­κεῖ­νες τὶς ἡ­μέ­ρες συμ­πτω­μα­τι­κὰ πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ τὸ χω­ριό τους δύ­ο μο­να­χοὶ ποὺ πή­γαι­ναν ἀ­πὸ τὴ Ρώ­μη πρὸς τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἄ­κου­σαν μὲ προ­σο­χὴ τὸν ἁ­γνό του πό­θο. Πα­ρὰ τὶς ἀρ­χι­κὲς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις τῆς μη­τέ­ρας του τὸν ὡ­δή­γη­σαν στὴν Ἀ­θή­να καὶ τὸν πα­ρέ­δω­σαν στὰ χέ­ρια ἑ­νὸς εὐ­λα­βοῦς ἡ­γου­μέ­νου, ἴ­σως τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Παν­τα­νάσ­σης στὸ Μο­να­στη­ρά­κι. Ἐ­δῶ κεί­ρε­ται μο­να­χός. Σύν­το­μα ὅ­μως ἐ­πι­στρέ­φει στὴ γενέτειρά του.

Γιὰ 7 χρό­νια θὰ ἀ­σκη­θεῖ στὸ ὄ­ρος Ἰ­ω­αν­νίτ­ζη (σημ. Βαρ­δού­σια) νό­τια τῆς Δε­σφί­νας Φω­κί­δος. Ζεῖ ἐ­δῶ σὲ ἕ­να μι­κρὸ κελ­λὶ χω­ρὶς ἀ­νέ­σεις. Ἔ­χει σκά­ψει μά­λι­στα καὶ ἕ­να λάκ­κο, γιὰ νὰ τοῦ θυ­μί­ζει τὸν θά­να­το. Προ­σεύ­χε­ται θερ­μὰ καὶ ἀ­δι­ά­λει­πτα στὸν παν­το­κρά­το­ρα Κύ­ριο. Ἑ­νώ­νε­ται μα­ζί του.

Ζεῖ ἐμ­πει­ρί­ες δυ­να­τές. Φω­τί­ζε­ται ὁ νοῦς του. Κα­θαί­ρε­ται ἡ ψυ­χή του ἀ­πὸ τὰ πά­θη. Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως καλ­λι­ερ­γεῖ καὶ ἕ­να μι­κρὸ κῆ­πο. Ὅ,τι πα­ρά­γει, τὸ προ­σφέ­ρει ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἀλ­λὰ καὶ τὸν πνευ­μα­τι­κό του πλοῦ­το καὶ αὐ­τὸν τὸν προ­σφέ­ρει σὲ πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων ποὺ κα­τα­φθά­νουν ἐ­κεῖ καὶ ζη­τοῦν βο­ή­θεια, λύ­σεις στὰ προ­βλή­μα­τά τους, φῶς στὰ ἀδιέξοδα, καὶ ἔ­χουν δί­ψα γιὰ γνω­ρι­μί­α μὲ τὸν Χρι­στό. Πρὸς ὅ­λους αὐ­τοὺς ὁ Ὅ­σιος γί­νε­ται πνευ­μα­τι­κὸς κα­θο­δη­γὸς καὶ σο­φὸς σύμ­βου­λος. Ἀ­σκεῖ ἀ­ξι­ό­λο­γη κοι­νω­νι­κή, ποιμαντική, φι­λαν­θρω­πι­κὴ καὶ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὴ δρά­ση. Ὅ­λοι τὸν σέ­βον­ται καὶ τὸν ἀ­γα­ποῦν. Ἀ­κό­μη καὶ τὰ ἄ­λο­γα ζῶ­α καὶ τὰ ἑρ­πε­τὰ τῆς γῆς. Ὁ Θε­ὸς ἐ­προί­κι­σε τὸν ἅ­γιό του καὶ μὲ χά­ρι­σμα θαυ­μα­τουρ­γί­ας καὶ προ­φη­τεί­ας.

Τὸ 917 λό­γῳ τῆς ἀ­πει­λη­τι­κῆς ἐ­πι­δρο­μῆς τῶν Βουλ­γά­ρων (τὴν ὁ­ποί­α μά­λι­στα προ­εῖ­δε καὶ προ­ε­φή­τευ­σε) ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸν τό­πο τῆς ἀ­σκή­σε­ώς του καὶ νὰ ἔλ­θει στὴν Κο­ριν­θί­α. Ἐ­κεῖ γιὰ 10 χρό­νια στὸ Ζε­με­νὸ τοῦ Ξυ­λο­κά­στρου ἀ­σκεῖ­ται σὲ πο­λὺ σκλη­ρὴ μορ­φὴ ὑ­πα­κο­ῆς σὲ ἐ­νά­ρε­το στυ­λί­τη γέ­ρον­τα, στὸν εὐ­κτή­ριο οἶ­κο τοῦ μάρ­τυ­ρα Προκοπί­ου. Ὁ Ὅ­σιος ἐ­ξα­γνί­ζε­ται. Ὁ γέ­ρον­τάς του δι­δά­σκε­ται καὶ συγ­κι­νεῖ­ται ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ νέ­ου αὐ­τοῦ βια­στοῦ τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν…

Ὅ­ταν τὸ 927 ὁ νέ­ος τσά­ρος Βουλ­γα­ρί­ας Πέ­τρος ὑ­πέ­γρα­ψε συν­θή­κη εἰ­ρή­νης μὲ τοὺς Βυ­ζαν­τι­νοὺς καὶ τὰ πράγ­μα­τα ἠ­ρέ­μη­σαν, ὁ Ὅ­σιος ἐ­πι­στρέ­φει καὶ πά­λι στὸ ἀ­γα­πη­τό του ὄρος Ἰ­ω­αν­νίτ­ζη. Ἐ­δῶ γιὰ 12 χρό­νια φω­τί­ζει καὶ πά­λι μὲ τὴν πλού­σια πνευ­μα­τι­κή του δρά­ση καὶ τὶς ἀ­κα­τα­πό­νη­τες ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὲς προ­σπά­θει­ές του γιὰ νὰ συν­δέ­σει μὲ τὸν Χριστὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ζεῖ τα­πει­νὰ καὶ ἁ­πλᾶ. Λέ­γε­ται ὅ­τι κά­πο­τε τὸν ἐ­πε­σκέ­φθη ὁ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κο­ρίν­θου, ὁ ὁ­ποῖ­ος βλέ­πον­τας τὴν πτω­χεί­α τοῦ κελ­λί­ου του θέ­λη­σε νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει χρή­μα­τα γιὰ τὸν ἀ­να­και­νι­σμό του. Καὶ ὁ Ὅ­σιος σε­βα­στι­κὰ τὰ ἀρ­νή­θη­κε λέ­γον­τας ὅ­τι «ἔ­χω ἀ­νάγ­κην τῶν προ­σευ­χῶν σας καὶ τῶν δι­δα­χῶν σας καὶ ὄ­χι τῶν χρημάτων».

Κα­θὼς τὰ χρό­νια περ­νοῦν, ἡ φή­μη τοῦ ἐ­να­ρέ­του καὶ ὁ­σί­ου αὐ­τοῦ γέ­ρον­τος ἁ­πλώ­νε­ται παν­τοῦ. Φο­βή­θη­κε ὅ­μως ὁ ἅ­γιος τὸν ἐ­γω­ϊ­σμό του. Γι’ αὐ­τὸ ἀ­πο­σύ­ρε­ται σὲ πιὸ ἥ­συ­χο μέρος, στὸ λι­μα­νά­κι «Κα­ζά­μιον» κον­τὰ στὰ Ἀν­τί­κυ­ρα τῆς Φω­κί­δος. Ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ νέ­ες ἐ­πι­δρο­μὲς τῶν Οὕγ­γρων τὸν ὡ­δή­γη­σαν στὴ βρα­χο­νη­σί­δα Ἀμ­πε­λών. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ἐνίσχυ­ε τοὺς θα­λασ­σι­νούς, πα­ρη­γο­ροῦ­σε καὶ γα­λή­νευ­ε τὶς τα­ραγ­μέ­νες ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ τὸν ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν ἐ­πί­μο­να.

Ὕ­στε­ρα ὅ­μως ἀ­πὸ ἐ­πώ­δυ­νη ἀ­σθέ­νεια πι­έ­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τάς του καὶ ἐ­πι­στρέ­φει πά­λι στὴν Φω­κί­δα τὸ 946. Τοῦ ὑ­πο­δει­κνύ­ουν τὸ Στεί­ριο ὄ­ρος. Ἐ­δῶ σὲ ἥ­συ­χο καὶ μαγευτικὸ τό­πο θὰ ζή­σει τὰ τε­λευ­ταῖ­α ἑ­πτὰ χρό­νια τῆς ζω­ῆς του. Θὰ ὀρ­γα­νώ­σει κοι­νό­βιο αὐ­στη­ρό. Θὰ συ­νε­χί­σει νὰ ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ μὲ τὴν ἀ­γά­πη του καὶ τὰ θαύ­μα­τά του. Πολ­λοὶ ζη­τοῦν τὴ φι­λί­α του, ἁ­πλοῖ ἀλ­λὰ καὶ ἐ­πώ­νυ­μοι, ὅ­πως ὁ στρα­τη­γὸς τοῦ θέ­μα­τος τῆς Ἑλ­λά­δος Πό­θος. Θὰ δοῦν θαύ­μα­τα στὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους ἀ­πὸ τὶς ὁ­λό­θερ­μες προ­σευ­χὲς τοῦ ὁ­σί­ου Λου­κᾶ. Καὶ πρὸς ὅ­λους θὰ αἰ­σθά­νε­ται ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ ξε­χρε­ώ­νει κα­θη­με­ρι­νὰ τὸ γραμ­μά­τιο τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς θυ­σί­ας.

Τὸ βρά­δυ τῆς 7ης Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ ἔ­τους 953 μ.Χ. ὁ ὅ­σιος Λου­κᾶς σὲ ἡ­λι­κί­α 56 ἐ­τῶν καὶ με­τὰ ἀ­πὸ ὀ­λι­γο­ή­με­ρη ἀ­σθέ­νεια, ἀ­φοῦ ἐ­χαι­ρέ­τη­σε γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ τοὺς συνασκητὰς καὶ μα­θη­τάς του καὶ τοὺς πα­ρε­κά­λε­σε νὰ προ­σεύ­χων­ται γι’ αὐ­τόν, ἀ­νε­χώ­ρη­σε γιὰ τὸ οὐ­ρά­νιο τα­ξί­δι, τὴν Βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν, ποὺ τό­σο ἐ­πό­θη­σε καὶ ἀ­γά­πη­σε.

Πα­ρὰ τὴν κα­κο­και­ρί­α τῶν ἡ­με­ρῶν ἐ­κεί­νων πλῆ­θος λα­οῦ εὐ­ερ­γε­τη­μέ­νου ἔ­τρε­ξε γιὰ νὰ ἀ­σπα­σθεῖ καὶ νὰ κη­δεύ­σει μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὸν Ὅ­σιό του. Ἀ­πὸ τὸν τά­φο του ἀ­νέ­βλυ­ζε ἔλαι­ο ἀ­ρω­μα­τι­κὸ καὶ θε­ρα­πευ­τι­κό.

Τὸν 11ο αἰ­ῶ­να ὁ ἡ­γού­με­νος Φι­λό­θε­ος ἔ­κτι­σε ἐ­πι­βλη­τι­κὸ κα­θο­λι­κό. Καὶ σή­με­ρα ἡ Μο­νὴ τοῦ ὁ­σί­ου Λου­κᾶ Βοι­ω­τί­ας εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ λαμ­πρό­τε­ρα βυ­ζαν­τι­νὰ μνη­μεῖ­α τῆς πα­τρί­δος μας μὲ δύ­ο πε­ρι­καλ­λεῖς Να­ούς, πε­ρί­φη­μα ψη­φι­δω­τά, προ­παν­τὸς δὲ μὲ τὸν θη­σαυ­ρὸ τοῦ ἱ­ε­ροῦ σκη­νώ­μα­τος τοῦ ὁ­σί­ου Λου­κᾶ τοῦ Στει­ρι­ώ­του.

Ὁ ὅ­σιος Λου­κᾶς ὁ νέ­ος ὁ Στει­ρι­ώ­της μᾶς δι­δά­σκει πὼς μό­νο ὅ­ποι­ος ἀ­γα­πᾶ τὸν Θε­ὸν «ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας καὶ δι­α­νοί­ας καὶ ἰ­σχύ­ος» μπο­ρεῖ νὰ ἀ­γα­πή­σει ἀ­λη­θι­νὰ καὶ σω­στὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Δι­ό­τι τό­τε τοὺς βλέ­πει ὅ­λους σὰν παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ ἀ­γα­πη­τὰ καὶ αὐ­τά. Στὸ πρό­σω­πό τους βλέ­πει τὸν Θε­ό. Καὶ Αὐ­τὸν ὑ­πη­ρε­τεῖ καὶ δι­α­κο­νεῖ. Αὐ­τὸν τὸν συνδυα­σμὸ ὁ ὅ­σιος Λου­κᾶς ἄ­ρι­στα συ­νε­δύ­α­σε στὴ ζω­ή του. Ἀ­σκη­τι­σμός, θεῖ­ος ἔ­ρω­τας καὶ ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­λους. Δί­και­α τὸ Ἀ­πο­λυ­τί­κιό του τὸν ὀ­νο­μά­ζει «ὁ­σί­ων καύ­χη­μα», «Στειρί­ου φω­στῆ­ρα», «Ἑλ­λά­δος κλέ­ος». Ἂς ἔ­χου­με τὴν εὐ­χή του. Καὶ ἂς βα­δί­ζου­με στὰ ἴ­χνη τοῦ ὁ­σια­κοῦ καὶ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κοῦ του βί­ου.

«Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου