Ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὁ πλέον ἄσημος ἢ κατὰ κόσμον ἀπαίδευτος, ὅταν συμμαχήσει μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὑπακούει μὲ ἐμπιστοσύνη στὶς ἅγιες ἐντολές του, ἀναδεικνύεται μέγας καὶ θαυμαστός. Γίνεται γνωστὸς ὡς ἅγιος στὴν οἰκουμένη ὅλη. Γίνεται φωτεινὸς ὁδοδείκτης ὅλων τῶν γενεῶν τῶν ἀνθρώπων μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.
Μιὰ τέτοια ὁδηγητικὴ μορφὴ τοῦ Δ´ μ.Χ. αἰῶνος ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Παρθένιος ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Λαμψάκου ποὺ τὸν ἑορτάζουμε στὶς 7 Φεβρουαρίου.
Γεννήθηκε στὴ Μιλητόπολη τῆς Μ. Ἀσίας στὰ χρόνια τοῦ Μ. Κωνσταντίνου (318 μ.Χ.). Τότε ποὺ ἡ ἁγία ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐξερχόταν ἐξαγνισμένη μέσα ἀπὸ τὶς κατακόμβες, ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς στὸ φῶς τῆς ἐλευθερίας γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν μαρτυρική της πορεία καὶ νὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία τοὺς ἀνθρώπους τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ ἦσαν ἀκόμη πολλοί.
Στὸν ἀγῶνα αὐτὸ συμμετέχουν ὅλα τὰ γενναῖα πιστὰ παιδιά της. Πιστὸ τέκνο τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι καὶ ὁ Παρθένιος. Καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια πιστός. Ἀνετράφη μέσα σὲ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ τὸν διάκονο πατέρα του Χριστοφόρο ἔμαθε τὴν ᾿Ορθόδοξη πίστη καὶ ζωὴ ὄχι μόνο θεωρητικὰ ἀλλὰ καὶ πρακτικά. Μέσα ἀπὸ τὰ ἐποπτικὰ μαθήματα τοῦ ἁγίου ἱερατικοῦ παραδείγματός του.
Ὁ Παρθένιος δὲν προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ἰδιαίτερα τάλαντα. Οὔτε εὐφυΐα ἐξαίρετη διέθετε οὔτε μόρφωση ἰδιαίτερη εἶχε οὔτε πλοῦτο κατεῖχε. Ὁ κόσμος τῆς ἐποχῆς του τὸν γνώρισε χωρὶς κοσμικὰ προσόντα, χωρὶς πτυχία, περγαμηνὲς καὶ κοινωνικὴ προβολή. Τὸν γνώρισε μὲ ἄλλα, μὲ πνευματικὰ προσόντα, ὡς ἄνθρωπο τῆς ἀγάπης, τῆς θυσίας καὶ τῆς φιλοστοργίας. Τὸν ἤξερε ὡς «τὸν φιλάνθρωπο ψαρᾶ». Ὁ Ἅγιος ὡς νέος ψάρευε στὴν Ἀπολλωνιάδα λίμνη (δίπλα στὴ Μιλητόπολι). Καὶ ὅσα ψάρια ἔπιανε, ἢ τὰ πουλοῦσε καὶ ἔδινε τὰ χρήματα στοὺς πτωχοὺς ἢ ἀπ᾿ εὐθείας τὰ μοίραζε σὲ οἰκογένειες πτωχές, χωρὶς ποτὲ ὁ ἴδιος νὰ τρώει ἀπὸ ὅσα ἔπιανε.
Ὁ Παρθένιος δὲν ἀσκοῦσε ὅμως μία στεγνὴ φιλανθρωπία. ῞Ολες οἱ κινήσεις τῆς ἀγάπης του συνοδεύονταν ἀπὸ λόγους παρηγοριᾶς, λόγους πνευματικῆς ἀφυπνίσεως πρὸς τὸν λαὸ τῆς Μιλητοπόλεως «τὸν καθήμενον ἐν σκότει». ῞Ολη ἡ ἱεραποστολική του δραστηριότητα ἦταν θεμελιωμένη στὴν πύρινη προσευχή του καὶ στὴ θερμή του πίστη. Καὶ ὁ πανάγιος Θεὸς τίμησε τὸν ἄδολο καὶ πιστὸ δοῦλο του μὲ τὸ ἰδιαίτερο χάρισμα τῆς θαυματουργίας. «Πολλοὺς δαιμονιζομένους ἰάτρευσε, διὰ τὴν πολλήν του φιλανθρωπίαν καὶ ταπείνωσιν», λέγει ὁ Συναξαριστής. Καὶ δίκαια ὁ ὑμνογράφος τὸν ὑμνεῖ· «᾿Εκ νεαρᾶς ἡλικίας, θεοφορούμενος τὰ τῶν δαιμόνων στίφη, πυρὶ τῶν προσευχῶν σου, κατέφλεξας παμμάκαρ…».
Μία τέτοια χαρισματικὴ μορφὴ ὁ Θεὸς πρόκειται νὰ ἀνυψώσει σὲ λίγο στὸ ἀνώτατο λειτούργημα τῆς ῾Ιερωσύνης. Ὁ ταπεινὸς Παρθένιος πιεζόμενος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Μιλητοπόλεως Φιλητὸ ἢ Φίλιππο πείθεται καὶ χειροτονεῖται πρεσβύτερος. Καὶ ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου ἔκθαμβος σημειώνει· «῞Οταν ἔλαβε τὴν θείαν χάριν εἰς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ δαψιλέστερον (=πολὺ πιὸ ἄφθονα), ἐτέλει καθ᾿ ἑκάστην θαύματα. Τόσην ἐξουσίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεὸν κατὰ τῶν ὑπερηφάνων δαιμόνων ὁ ταπεινόφρων Παρθένιος ποὺ μόνον νὰ τὸν ἔβλεπον, ἔφευγαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς φεύγει ἀπὸ τὸ φῶς τὸ σκότος καὶ ἀφανίζεται».
Σύντομα ὅμως θὰ δεχθεῖ καὶ νέα κλήση ἀπὸ τὸν Δομήτορα τῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Παρθένιος χειροτονεῖται ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κυζίκου Ἀσχόλιο καὶ γίνεται ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Λαμψάκου. Μιᾶς πόλεως ποὺ εἶναι βυθισμένη στὰ εἴδωλα. ᾿Εδῶ ὁ Ἅγιος μὲ ὅπλα τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη ξεκινᾶ τὸν μεγάλο ἀγῶνα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς δύσκολης ἐπισκοπῆς του. Ὁ βιογράφος του σημειώνει· «Καὶ αὐτὸς μὲ τὰς προσευχάς του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὰς νηστείας· μὲ τὰς πρὸς τὸν λαὸν νουθεσίας καὶ ὑποδείγματα… τοὺς ἔκαμε καὶ ἐμίσησαν τὸ ψεῦδος καὶ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Σύντομα «οἱ ναοὶ τῶν εἰδώλων ἐρημώθηκαν» καὶ μεγαλοπρεπὴς ὡραιότατος ναὸς ἐκτίσθη στὴν χριστιανικὴ τώρα Λάμψακο πρὸς τιμὴν τοῦ «παντοκράτορος Κυρίου».
῾Η δράση τοῦ ταπεινοῦ ῾Ιεράρχου θὰ συνεχισθεῖ λίγα ἀκόμη χρόνια. Τὸ κήρυγμά του μὲ σαφήνεια θὰ ἀκούγεται πρὸς τὸν κάθε πιστό του· «Ἀγάπα τοὺς πτωχούς, ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη ἀρέσει τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὅλας τὰς ἀρετὰς περισσότερον». Θὰ καταπλήσσει ὅλους μὲ ὅσα θαυμαστὰ δι᾿ αὐτοῦ ἐνεργεῖ ὁ Θεός. «Ἀναβὰς ἐν τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν ἀστράπτεις τοῖς πέρασι τῷ φωτὶ τῶν ἰάσεων», λέγει ὁ ὑμνογράφος του· καὶ συνεχίζει· «Τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καθάρας πᾶσαν τὴν ῾Ελλήσποντον (χώραν)».
Δαίμονας ἐξεδίωκε, ἀσθενοῦντας ἐθεράπευε, νεκροὺς ἀνέστησε, παραλυτικὸν ἀνώρθωσε, ξηραμμένη γῆ — μὲ τὴ δύναμι τῆς προσευχῆς του — τὴν ἐπότισε μὲ ἄφθονα ὕδατα βροχῆς…
῏Ηλθε ὅμως καὶ ἡ ὥρα ποὺ ὁ θνητὸς Παρθένιος, «τὸ ῾Ελλησπόντου καύχημα», «ὁ πάντα χρηστὸς καὶ πᾶσιν ἐλεήμων», ἐκοιμήθη. Ἔγειρε σὰν ὥριμο στάχυ καὶ μεταφυτεύθηκε στὸν Παράδεισο. Τὸ τέλος του ἦταν εἰρηνικὸ καὶ μακάριο. Καὶ ἡ κηδεία του ὑπῆρξε μεγαλοπρεπής. Πλήθη κόσμου μὲ θρήνους καὶ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς Μητροπολίτες τῶν γύρω περιοχῶν τὸν κήδευσαν. Καὶ «ψάλλοντες μετ᾿ εὐλαβείας πολλῆς (ὕμνους) ἐνεταφίασαν τὸ παρθενικὸν τοῦ Παρθενίου σῶμα εἰς τὴν ᾿Εκκλησία ποὺ αὐτὸς ἔκτισεν».
Ἀγαπητοί, τὸ μεγάλο μυστικὸ τῶν Ἁγίων δὲν εἶναι τόσον ἡ κοσμικὴ μόρφωση, ὅσο ἡ κατὰ Θεὸν σοφία, ἡ θεοσέβεια ἡ θεμελιωμένη ἐπάνω στὴν ἀγάπη, στὴν πίστη καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη. «Ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» ὁ Θεός. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ἀνέδειξαν καὶ τὸν Παρθένιο ἅγιο, περιφανῆ καὶ ἔνδοξο. Τὸν δρόμο του ἂς ἀγαπήσουμε καὶ ἂς βαδίσουμε… «῾Ως θαυμαστά σου τὰ ἔργα, ῾Ιερουργὲ Παρθένιε!… Σὲ ὑμνοῦμεν, ὡς μέγαν μύστην Θεοῦ τῆς Χάριτος. Πρέσβευε τοῦ σωθῆναι ἡμᾶς…».
«Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Ο ΟΣΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ὁ Στειριώτης
Η καταγωγὴ τῶν προπατόρων τοῦ ὁσίου Λουκᾶ ἦταν ἀπὸ τὴν Αἴγινα. Ἐξ αἰτίας ὅμως τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν (865-870 μ.Χ.) ἀναγκάσθηκαν μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους νὰ μετοικήσουν. Αὐτοὶ ἔφθασαν στὴν Φωκίδα. Ἐδῶ, στὸ χωριὸ Καστόριο (σημ. Καστρί) κοντὰ στοὺς ἀρχαίους Δελφοὺς γεννήθηκε ὁ ὅσιος Λουκᾶς τὸ 896 μ.Χ. ἀπὸ τοὺς γονεῖς του Στέφανο καὶ Εὐφροσύνη. Εἶναι ὁ Ὅσιος τὸ τρίτο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ τῆς οἰκογενείας. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία παρουσίασε ἔμφυτο καὶ ζωηρὸ πόθο πρὸς τὴν μοναχικὴ ζωή. Προσηύχετο μὲ θερμότητα, ἀγαποῦσε πολὺ τὴν νηστεία. Ἀπέφευγε τὰ ἐκλεκτὰ φαγητά. Ζοῦσε λιτὰ καὶ ἀσκητικά. Ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ σπιτιοῦ τους. Δούλευε στὰ χωράφια τους. Ἀγαποῦσε πολὺ τοὺς πτωχοὺς καὶ πονεμένους. Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς τοὺς ἔδινε μὲ πολλὴ χαρὰ ὄχι μόνο τὸ λιτό του φαγητὸ ἀλλὰ καὶ τὰ ροῦχα του.
Σὲ ἡλικία 13 ἐτῶν μένει ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ὁ πόθος του πρὸς τὴν μοναχικὴ ζωὴ γίνεται ἰσχυρότερος. Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες συμπτωματικὰ πέρασαν ἀπὸ τὸ χωριό τους δύο μοναχοὶ ποὺ πήγαιναν ἀπὸ τὴ Ρώμη πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἄκουσαν μὲ προσοχὴ τὸν ἁγνό του πόθο. Παρὰ τὶς ἀρχικὲς ἐπιφυλάξεις τῆς μητέρας του τὸν ὡδήγησαν στὴν Ἀθήνα καὶ τὸν παρέδωσαν στὰ χέρια ἑνὸς εὐλαβοῦς ἡγουμένου, ἴσως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντανάσσης στὸ Μοναστηράκι. Ἐδῶ κείρεται μοναχός. Σύντομα ὅμως ἐπιστρέφει στὴ γενέτειρά του.
Γιὰ 7 χρόνια θὰ ἀσκηθεῖ στὸ ὄρος Ἰωαννίτζη (σημ. Βαρδούσια) νότια τῆς Δεσφίνας Φωκίδος. Ζεῖ ἐδῶ σὲ ἕνα μικρὸ κελλὶ χωρὶς ἀνέσεις. Ἔχει σκάψει μάλιστα καὶ ἕνα λάκκο, γιὰ νὰ τοῦ θυμίζει τὸν θάνατο. Προσεύχεται θερμὰ καὶ ἀδιάλειπτα στὸν παντοκράτορα Κύριο. Ἑνώνεται μαζί του.
Ζεῖ ἐμπειρίες δυνατές. Φωτίζεται ὁ νοῦς του. Καθαίρεται ἡ ψυχή του ἀπὸ τὰ πάθη. Παράλληλα ὅμως καλλιεργεῖ καὶ ἕνα μικρὸ κῆπο. Ὅ,τι παράγει, τὸ προσφέρει ἐλεημοσύνη. Ἀλλὰ καὶ τὸν πνευματικό του πλοῦτο καὶ αὐτὸν τὸν προσφέρει σὲ πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ καταφθάνουν ἐκεῖ καὶ ζητοῦν βοήθεια, λύσεις στὰ προβλήματά τους, φῶς στὰ ἀδιέξοδα, καὶ ἔχουν δίψα γιὰ γνωριμία μὲ τὸν Χριστό. Πρὸς ὅλους αὐτοὺς ὁ Ὅσιος γίνεται πνευματικὸς καθοδηγὸς καὶ σοφὸς σύμβουλος. Ἀσκεῖ ἀξιόλογη κοινωνική, ποιμαντική, φιλανθρωπικὴ καὶ ἱεραποστολικὴ δράση. Ὅλοι τὸν σέβονται καὶ τὸν ἀγαποῦν. Ἀκόμη καὶ τὰ ἄλογα ζῶα καὶ τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς. Ὁ Θεὸς ἐπροίκισε τὸν ἅγιό του καὶ μὲ χάρισμα θαυματουργίας καὶ προφητείας.
Τὸ 917 λόγῳ τῆς ἀπειλητικῆς ἐπιδρομῆς τῶν Βουλγάρων (τὴν ὁποία μάλιστα προεῖδε καὶ προεφήτευσε) ἀναγκάζεται νὰ ἐγκαταλείψει τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του καὶ νὰ ἔλθει στὴν Κορινθία. Ἐκεῖ γιὰ 10 χρόνια στὸ Ζεμενὸ τοῦ Ξυλοκάστρου ἀσκεῖται σὲ πολὺ σκληρὴ μορφὴ ὑπακοῆς σὲ ἐνάρετο στυλίτη γέροντα, στὸν εὐκτήριο οἶκο τοῦ μάρτυρα Προκοπίου. Ὁ Ὅσιος ἐξαγνίζεται. Ὁ γέροντάς του διδάσκεται καὶ συγκινεῖται ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ νέου αὐτοῦ βιαστοῦ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν…
Ὅταν τὸ 927 ὁ νέος τσάρος Βουλγαρίας Πέτρος ὑπέγραψε συνθήκη εἰρήνης μὲ τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ τὰ πράγματα ἠρέμησαν, ὁ Ὅσιος ἐπιστρέφει καὶ πάλι στὸ ἀγαπητό του ὄρος Ἰωαννίτζη. Ἐδῶ γιὰ 12 χρόνια φωτίζει καὶ πάλι μὲ τὴν πλούσια πνευματική του δράση καὶ τὶς ἀκαταπόνητες ἱεραποστολικὲς προσπάθειές του γιὰ νὰ συνδέσει μὲ τὸν Χριστὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ζεῖ ταπεινὰ καὶ ἁπλᾶ. Λέγεται ὅτι κάποτε τὸν ἐπεσκέφθη ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ὁ ὁποῖος βλέποντας τὴν πτωχεία τοῦ κελλίου του θέλησε νὰ τοῦ προσφέρει χρήματα γιὰ τὸν ἀνακαινισμό του. Καὶ ὁ Ὅσιος σεβαστικὰ τὰ ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι «ἔχω ἀνάγκην τῶν προσευχῶν σας καὶ τῶν διδαχῶν σας καὶ ὄχι τῶν χρημάτων».
Καθὼς τὰ χρόνια περνοῦν, ἡ φήμη τοῦ ἐναρέτου καὶ ὁσίου αὐτοῦ γέροντος ἁπλώνεται παντοῦ. Φοβήθηκε ὅμως ὁ ἅγιος τὸν ἐγωϊσμό του. Γι’ αὐτὸ ἀποσύρεται σὲ πιὸ ἥσυχο μέρος, στὸ λιμανάκι «Καζάμιον» κοντὰ στὰ Ἀντίκυρα τῆς Φωκίδος. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νέες ἐπιδρομὲς τῶν Οὕγγρων τὸν ὡδήγησαν στὴ βραχονησίδα Ἀμπελών. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐνίσχυε τοὺς θαλασσινούς, παρηγοροῦσε καὶ γαλήνευε τὶς ταραγμένες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν ἀναζητοῦσαν ἐπίμονα.
Ὕστερα ὅμως ἀπὸ ἐπώδυνη ἀσθένεια πιέζεται ἀπὸ τοὺς μαθητάς του καὶ ἐπιστρέφει πάλι στὴν Φωκίδα τὸ 946. Τοῦ ὑποδεικνύουν τὸ Στείριο ὄρος. Ἐδῶ σὲ ἥσυχο καὶ μαγευτικὸ τόπο θὰ ζήσει τὰ τελευταῖα ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς του. Θὰ ὀργανώσει κοινόβιο αὐστηρό. Θὰ συνεχίσει νὰ ἀκτινοβολεῖ μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ τὰ θαύματά του. Πολλοὶ ζητοῦν τὴ φιλία του, ἁπλοῖ ἀλλὰ καὶ ἐπώνυμοι, ὅπως ὁ στρατηγὸς τοῦ θέματος τῆς Ἑλλάδος Πόθος. Θὰ δοῦν θαύματα στὶς οἰκογένειές τους ἀπὸ τὶς ὁλόθερμες προσευχὲς τοῦ ὁσίου Λουκᾶ. Καὶ πρὸς ὅλους θὰ αἰσθάνεται ὑποχρεωμένος νὰ ξεχρεώνει καθημερινὰ τὸ γραμμάτιο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς θυσίας.
Τὸ βράδυ τῆς 7ης Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 953 μ.Χ. ὁ ὅσιος Λουκᾶς σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν καὶ μετὰ ἀπὸ ὀλιγοήμερη ἀσθένεια, ἀφοῦ ἐχαιρέτησε γιὰ τελευταία φορὰ τοὺς συνασκητὰς καὶ μαθητάς του καὶ τοὺς παρεκάλεσε νὰ προσεύχωνται γι’ αὐτόν, ἀνεχώρησε γιὰ τὸ οὐράνιο ταξίδι, τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ποὺ τόσο ἐπόθησε καὶ ἀγάπησε.
Παρὰ τὴν κακοκαιρία τῶν ἡμερῶν ἐκείνων πλῆθος λαοῦ εὐεργετημένου ἔτρεξε γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ καὶ νὰ κηδεύσει μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν Ὅσιό του. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἀνέβλυζε ἔλαιο ἀρωματικὸ καὶ θεραπευτικό.
Τὸν 11ο αἰῶνα ὁ ἡγούμενος Φιλόθεος ἔκτισε ἐπιβλητικὸ καθολικό. Καὶ σήμερα ἡ Μονὴ τοῦ ὁσίου Λουκᾶ Βοιωτίας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ λαμπρότερα βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς πατρίδος μας μὲ δύο περικαλλεῖς Ναούς, περίφημα ψηφιδωτά, προπαντὸς δὲ μὲ τὸν θησαυρὸ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος τοῦ ὁσίου Λουκᾶ τοῦ Στειριώτου.
Ὁ ὅσιος Λουκᾶς ὁ νέος ὁ Στειριώτης μᾶς διδάσκει πὼς μόνο ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ διανοίας καὶ ἰσχύος» μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει ἀληθινὰ καὶ σωστὰ τοὺς ἀνθρώπους. Διότι τότε τοὺς βλέπει ὅλους σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἀγαπητὰ καὶ αὐτά. Στὸ πρόσωπό τους βλέπει τὸν Θεό. Καὶ Αὐτὸν ὑπηρετεῖ καὶ διακονεῖ. Αὐτὸν τὸν συνδυασμὸ ὁ ὅσιος Λουκᾶς ἄριστα συνεδύασε στὴ ζωή του. Ἀσκητισμός, θεῖος ἔρωτας καὶ ἀγάπη πρὸς ὅλους. Δίκαια τὸ Ἀπολυτίκιό του τὸν ὀνομάζει «ὁσίων καύχημα», «Στειρίου φωστῆρα», «Ἑλλάδος κλέος». Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή του. Καὶ ἂς βαδίζουμε στὰ ἴχνη τοῦ ὁσιακοῦ καὶ ἱεραποστολικοῦ του βίου.
«Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου