Διά τῆς χάριτος καί τοῦ ἀπείρου ἐλέους τοῦ ἐν Τριάδι δοξαζομένου ἁγίου Θεοῦ, γιά ἄλλη μιά φορά ἀγαπητοί ἀδελφοί, βιώνουμε τήν περίοδο τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Μιᾶς περιόδου τῆς ὁποίας τό νόημα καί τή σημασία ἀναγνωρίζουν ἀκόμα καί αὐτοί πού εἶναι κάπως μακριά, ἀπό αὐτό πού μέ μιά λέξη στήν καθομιλουμένη ὀνομάζουμε θρησκεία ή πίστη. Μέ ὅποια λέξη τελικά ὁ καθένας κατανοεῖ καί ὀνομάζει αὐτό πού γιά ἐμᾶς τούς χριστιανούς καί στό δόγμα ὀρθοδόξους ἀφορᾶ τή σχέση μας μέ τό Θεό.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι μιά τέτοια κατάσταση καί περίοδος, πού πραγματικά δέν μπορεῖ νά μείνει κανένας ἀνεπηρεάστος ἀπό αὐτήν. Λιγότερο ἤ περισσότερο, θά ἀναφερθεῖ σ’αὐτήν, θά σκεφτεῖ γι αὐτήν, θά προγραμματίσει ἀναλόγως μ’αὐτήν ἐφ’ὅσον ἡ ζωή, ὅπως εἶναι καί ὄχι ὅπως τή ζοῦμε, δέν εἶναι μοναξιά ἀλλά σχέσεις. Εἶναι κοινωνία καί συνάντηση μεταξύ προσώπων. Ὅσο καί νά μή θέλει θά ἐπηρεαστεῖ καί θά συντονιστεῖ ὡς πρός αὐτήν, ἀφοῦ καί ἀδιάφορος νά εἶναι πρός τά τῆς θρησκείας, κάποιοι ἄλλοι πού συναναστρέφεται ἤ θά συναναστραφεῖ τήν ζοῦν καί μοιραία θά πρέπει νά συνεργαστεῖ μαζί τους. Ἡ Μεγάλλη Τεσσαρακοστή, εἶναι ἡ μόνη ἴσως νηστεία πού ἀναγνωρίζουν σχεδόν ὅλοι οἱ τύποι τῶν πιστῶν.
Βρέθηκα πρίν λίγες ἡμέρες σέ ἕνα γραφείο καί καθῶς περίμενα τή σειρά μου, περιεργάστικα γιά λίγο τό χῶρο. Σέ ἕνα μικρό καδράκι διάβασα τά ἐξῆς· Μιά κοινωνία μπορεῖ νά καταστραφεῖ, ὅταν μάθει καί θά θέλει νά ἔχει: Πλοῦτο δίχως μόχθο. Ἠδονή δίχως συνείδηση. Γνώση δίχως χαρακτῆρα. Ἐμπόριο χωρίς ἠθική. Ἐπιστήμη δίχως ἀνθρωπιά. Πολιτική δίχως ἀρχές. Λατρεία δίχως θυσία. Τά λόγια αὐτά τά ἔχει πεῖ ἕνας μεγάλος στοχαστής-φιλόσοφος καί ἡγέτης τῆς πατρίδος του τῆς Ἰνδίας, ὁ Μαχάτμα Γκάντι.
Μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση καί ἄρχισα νά τά σκέφτομαι καί νά τά ἐπεξεργάζομαι στό μυαλό μου. Βεβαίως ὡς κληρικός, ἡ φράση πού μέ ἐντυπωσίασε περισσότερο καί μέ ὁδήγησε στήν ἐπεξεργασία τῶν λόγων αὐτῶν καί νά φτάσω ὥς στό σημεῖο νά τά ἀναφέρω στήν ἀγάπη σας, εἶναι ἡ τελευταία φράση. Λατρεία δίχως θυσία. Αὐτή ἡ φράση νομίζω πώς συνδέει τό νόημα τῶν λόγων πού διάβασα μέ τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς, ἀλλά καί τή στιγμή αὐτή τῆς συνάντησής μας κατά τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας τῶν προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.
Λατρεία δίχως θυσία. Ἀλήθεια, ἄραγε, μᾶς ἀπασχολεῖ ἤ μᾶς ἔχει ἀπασχολήσει κάποτε τό ἐρώτημα, σέ ποιά κατάσταση νά βρίσκεται ἄραγε ἡ σχέση μας μέ τό Θεό; Δηλαδή ἡ πίστη, ἡ θρησκεία ἤ ὅπως ἀλλιῶς κάποιος ἄλλος μπορεῖ νά τήν ὀνομάσει; Καί αὐτό τό λέω γιά ὅλους ἐμᾶς πού ὅπως θέλουμε νά λέμε ἤ καί νά πιστεύουμε, εἴμαστε θρήσκοι. Ἄνθρωποι τῆς ἐκκλησίας. Τηρητές τῆς παραδόσεως καί τῶν ἐθίμων τῆς πατρίδος μας. Καλοί ἄνθρωποι καί χριστιανοί.
Λατρεία. Διαβάζουμε στή Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια. «Τό φαινόμενο τῆς θρησκευτικῆς λατρείας εἶναι μιά ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων ἐκδηλώσεων τοῦ γνησίου θρησκευτικοῦ βιώματος, κατά τό ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος συνάπτει ζῶσαν προσωπικήν σχέσιν πρός τό θεῖον ἤ τό ἅγιον. Ἡ λατρεία εἶναι ἔν ἐκ τῶν οὐσιωδεστάτων ἐνεργημάτων τῆς θρησκευούσης ψυχῆς.»
Λατρεία. Ἔχει σίγουρα πολύ μεγάλο νόημα καί σημασία ἡ λέξη αὐτή. Λατρεία. Σημαίνει πώς αὐτός πού τή ζεῖ καί ἄρα τήν ἔχει, γιατί ἄν δέν τή ζεῖς δέν τήν ἔχεις, εἶναι συγκλονισμένος σέ μεγάλο, τόσο μεγάλο βαθμό, πού γιά νά ἔχει ἤ νά ζεῖ αὐτό πού λατρεύει, εἶναι ἰκανός νά θυσιάσει ὅ,τιδήποτε ἄλλο γιά νά μπορεῖ νά ἔχει καί νά ζεῖ αὐτό πού λατρεύει. Ἐδῶ ἀκριβῶς, θαρρῶ πώς εἶναι τό σημεῖο πού ἐφάπτει αὐτός ὁ λόγος μέ τά δικά μας. Ὁ λόγος ἑνός ξένου καί ἀλλόθρησκου ὡς πρός ἐμᾶς ἀνθρώπου, τοῦ Γκάντι,.
Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἴσον νηστεία. Ὅλοι μας τή γνωρίζουμε κυρίως ἀπό αὐτό. Τήν κόψη της κατά τό στίχο τοῦ ἐθνικοῦ μας ὕμνου. Νομίζω πώς δέ λανθάνω. Τό πρῶτο πού ἔρχεται στό μυαλό τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός της εἶναι ἡ νηστεία πού περιέχει. Ἐκεῖ ἀρχίζουν τά δύσκολα. Νηστεία, στέρηση τροφῶν καί μάλιστα τῶν καλύτερων καί γευστικότερων. Πῶς νά στερηθεῖς, νά ζήσεις χωρίς αὐτά; Ὅταν μάλιστα ἔχεις ταυτίσει τή ζωή σου μ’αὐτά καί ἔχουν γίνει ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς καθημερινότητάς σου;
Γιά νά τό πῶ πιό στοχαστικά κατά τό πνεῦμα τῶν λόγων πού προαναφέραμε, πῶς νά νηστέψεις, ὅταν ἔχεις ταυτιστεῖ μ’ἕνα τρόπο ζωῆς, ποῦ προέκυψε τίς τελευταίες δεκαετίες, ὁ ὁποίος σοῦ ψυθιρίζει μέ τρόπο στό αὐτί: «Αὐτή ἡ ζωή εἶναι μόνο γιά ἀπολαύσεις, εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιες καί θά εἶσαι κοροΐδο καί ἀπαρχαιομένος ἄν τίς ἀρνηθεῖς.» Αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς ὀνομάζεται μέ μιά λέξη «εὐδαιμονισμός», σέ ἀπλά ἑλληνικά, καλοπέραση.
Αὐτή ἡ ζωή δημιουργεῖται ὅταν ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει καί συνηθίζει νά ζεῖ μέ ὅλα αὐτά πού ἐπισημαίνει ὁ Ἴνδός στοχαστής: Πλοῦτο δίχως μόχθο. Ἠδονή δίχως συνείδηση. Γνώση δίχως χαρακτῆρα. Ἐμπόριο χωρίς ἠθική. Ἐπιστήμη δίχως ἀνθρωπιά. Πολιτική δίχως ἀρχές. Λατρεία δίχως θυσία. Μήπως ὅλα αὐτά εἶναι ξένα μέ ἐμᾶς, τή ζωή καί τόν τόπο μας; Μήπως τόσα χρόνια δέν μάθαμε νά διδάσκουμε καί νά ἐπιζητοῦμε τόν εὔκολο πλουτισμό; Μήπως τόσα χρόνια δέν συνηθίσαμε μόνο νά ζητοῦμε τήν ἀπόλαυση μέ κάθε τρόπο καί νά μήν ἰκανοποιοῦμαστε ποτέ; Μήπως δέν εὐχαριστιόμαστε νά μαθαίνουμε ὅλο καί περισσότερα ὅμως αὐτά νά μή μᾶς ἀγγίζουν καθόλου; Ξερές γνώσεις;
Μήπως στό βωμό τοῦ προσωπικοῦ κέρδους δέν τσαλαπατίσαμε κάθε ἠθική ἀξία καί ἀναστολή; Μήπως δέν καλιεργήσαμε μέν τίς ἐπιστῆμες καί τίς τέχνες, ἀλλά βγάλαμε μέσα ἀπ’αὐτές κάθε ἀνθρωπιστική-κοινωνική διάσταση; Μήπως δέν καλλιεργήσαμε τήν πολιτική χωρίς σεβασμό καί ἀποδοχή τῶν ἀξιῶν καί τῶν νόμων πού πρεσβεύει; Τέλος μέσα ἀπ’ὅλα αὐτά, μήπως δέν μάθαμε τόσα χρόνια νά λέμε ὅτι πιστεύουμε καί ἀγαποῦμε τό Χριστό, ὄμως νά Τόν χρησιμοποιοῦμε μέ ἕνα χυδαίο πολλές φορές τρόπο, κι ἀντί τελικά νά γινόμαστε ἐμεῖς σάν Αὐτόν, νά κάνουμε Αὐτόν σάν ἐμᾶς;
Ὁ Χριστός ὅπως ξέρουμε νήστεψε σαράντα ἡμέρες καί νύκτες τελείως κι ἀπό ὅλα. Βέβαια Αὐτός ἦταν Θεός καί μπορούσε νά τό κάνει. Ἐμεῖς ὅμως δέν μποροῦμε νά βαστάξουμε πραγματικά καί φιλότιμα τή νηστεία μας, μέ ὅλα ὅσα χρόνια τώρα ἐπιτρέπει ἡ ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Ἔτσι στούς ἔσχατους καιρούς φτιάξαμε καί τυρί καί κασέρι καί γάλα νηστίσιμα, ἔτσι γιά νά μή ξεχνιόμαστε, μή χάσουμε τήν ἐπαφή.
Κι ὅλα αὐτά ξέρετε γιατί; Γιατί μέσα ἀπό αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς πού στήσαμε σιγά-σιγά τόσα χρόνια, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, ἐκούσια ἤ ἀκούσια, μάθαμε νά μήν κάνουμε θυσίες. Μάθαμε μόνο νά ζητοῦμε καί νά ἀπολαμβάνουμε. Ξεχάσαμε νά ἐγκρατευόμαστε καί νά λέμε εὐχαριστῶ στό Θεό γιά τά λίγα καί ἀπλά, πού εἶναι καί ἀρκετά γιά νά ζήσουμε. (Μετά ἀποροῦμε γιατί τά παιδιά μας δέν νηστεύουν). Ξεχάσαμε πίσω ἀπό τόν ἦλιο πού μᾶς ζεσταίνει, τό ἀέρα καί ὀξυγόνο πού ἀναπνέουμε, τή βροχή πού ἀνασταίνει τή γῆ καί ὅλα ὅσα θεωροῦμε αὐτονόητα, τήν πατρική φροντίδα, μέριμνα καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ζήσει ὁ κόσμος.
Ξεχάσαμε δηλαδή νά κάνουμε αὐτό πού μέσα ἀπό τήν ἱστορία τοῦ τόπου μας λέγεται χαλάλι, δηλαδή χάρισμα, δηλαδή θυσία. Νά μάθω δηλαδή αὐτό πού εἶμαι, αὐτό πού ἔχω νά τό ἀναφέρω στό Θεό καί νά τό μοιράζομαι μέ τούς ἄλλους, τούς ἐν Χριστῶ ἀδελφούς. «Τά σά ἐκ τῶν σῶν, σοί προσφέρωμεν κατά πάντα καί διά πάντα». Αὐτή ἡ φράση ἐμπεριέχει καί ἐπισημαίνει αὐτό ἀκριβῶς πού προαναφέραμε! Ἄραγε τό καταλαβαίνουμε; Ὑγεία πάνω ἀπ΄ὅλα, εὐχόμαστε μεταξύ μας συνήθως. Ἄραγε, πραγματικά μᾶς ἀρκεῖ μόνο αὐτό;
Αὐτό πού νομίζω εἶναι σημαντικό καί θά ἤθελα νά συγκρατησουμε ἀπό ὅσα ἀναφέραμε εἶναι τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Τῆς δυνάμεως δηλαδή πού μᾶς κάνει νά μποροῦμε νά νικοῦμε καί νά ὑπερβαίνουμε τό ἐγώ μας καί νά δίνουμε μέ ἄνεση καί μεγαλείο καρδιᾶς, δηλαδή ἀγάπης, κάτι ἀπό ἐμᾶς ὅταν πρέπει καί ἐκεῖ πού πρέπει χωρίς νά προσδοκοῦμε κανένα ὄφελος καί νά μή περιμένουμε καμιά ἀνταπόδοση. Καί κυρίως πρός τό Θεό. Νά τοῦ προσφέρουμε τή ζωή, τή ψυχή, τήν καρδιά μας, τή νηστεία μας, ὡς θυσία καί χάρισμα. Χωρίς νά σκεφτόμαστε τί καί ἄν θά ὡφεληθοῦμε ἀπό αὐτό πού Τοῦ δίνουμε. Νά Τοῦ τό δίνουμε ἔτσι ἀπλά. Γιατί Αὐτόν ἀγαποῦμε κι ὄχι τά δῶρα καί τίς εὐλογίες Του. Αὐτόν ζητοῦμε, Αὐτόν ποθοῦμε, Αὐτόν ἐπιδιώκουμε καί μόνο Αὐτόν.
Τότε ἡ πίστη, ἡ λατρεία μας καί ὅ,τι ἄλλο αὐτές δημιουργοῦν, ἡ νηστεία ἐν προκειμένω, εἶναι πραγματικές, ἀληθινές, καθάριες καί ἔχουν τή διάσταση καί τήν ἔκφραση τῆς θυσίας. Τότε πραγματικά θά βιώσουμε τήν πίστη μας δηλαδή τή σχέση μας μέ τό Θεό, ὥς λατρεία. Ὥς κάτι δηλαδή πού εἶναι ἔκφραση καί κατάθεση καρδιᾶς καί γι΄ αὐτό εἶναι ζεστό καί πυρωμένο ἀπό ἀληθινή καί ἀνιδιοτελή ἀγάπη πρός τό Θεό. Εἷναι δηλαδή ἡ κατάσταση ἑνός δυνατοῦ ἔρωτα μεταξύ δύο προσώπων. Εἶναι ὁ θείος ἔρωτας γιά τόν ὁποίον μιλοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἀσκητές τῆς πίστεώς μας. Ἄν συμβεῖ αὐτό, νά εἶστε σίγουροι πώς δέ θά μᾶς λείπει τίποτε, γιατί μέσα ἀπό αὐτό θά μᾶς δωθεῖ ὁ Θεός. Καί ἄν σοῦ δωθεῖ ὁ Θεός; Ἐχεις τά πάντα καί δέ σοῦ λείπει τίποτε.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι μιά τέτοια κατάσταση καί περίοδος, πού πραγματικά δέν μπορεῖ νά μείνει κανένας ἀνεπηρεάστος ἀπό αὐτήν. Λιγότερο ἤ περισσότερο, θά ἀναφερθεῖ σ’αὐτήν, θά σκεφτεῖ γι αὐτήν, θά προγραμματίσει ἀναλόγως μ’αὐτήν ἐφ’ὅσον ἡ ζωή, ὅπως εἶναι καί ὄχι ὅπως τή ζοῦμε, δέν εἶναι μοναξιά ἀλλά σχέσεις. Εἶναι κοινωνία καί συνάντηση μεταξύ προσώπων. Ὅσο καί νά μή θέλει θά ἐπηρεαστεῖ καί θά συντονιστεῖ ὡς πρός αὐτήν, ἀφοῦ καί ἀδιάφορος νά εἶναι πρός τά τῆς θρησκείας, κάποιοι ἄλλοι πού συναναστρέφεται ἤ θά συναναστραφεῖ τήν ζοῦν καί μοιραία θά πρέπει νά συνεργαστεῖ μαζί τους. Ἡ Μεγάλλη Τεσσαρακοστή, εἶναι ἡ μόνη ἴσως νηστεία πού ἀναγνωρίζουν σχεδόν ὅλοι οἱ τύποι τῶν πιστῶν.
Βρέθηκα πρίν λίγες ἡμέρες σέ ἕνα γραφείο καί καθῶς περίμενα τή σειρά μου, περιεργάστικα γιά λίγο τό χῶρο. Σέ ἕνα μικρό καδράκι διάβασα τά ἐξῆς· Μιά κοινωνία μπορεῖ νά καταστραφεῖ, ὅταν μάθει καί θά θέλει νά ἔχει: Πλοῦτο δίχως μόχθο. Ἠδονή δίχως συνείδηση. Γνώση δίχως χαρακτῆρα. Ἐμπόριο χωρίς ἠθική. Ἐπιστήμη δίχως ἀνθρωπιά. Πολιτική δίχως ἀρχές. Λατρεία δίχως θυσία. Τά λόγια αὐτά τά ἔχει πεῖ ἕνας μεγάλος στοχαστής-φιλόσοφος καί ἡγέτης τῆς πατρίδος του τῆς Ἰνδίας, ὁ Μαχάτμα Γκάντι.
Μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση καί ἄρχισα νά τά σκέφτομαι καί νά τά ἐπεξεργάζομαι στό μυαλό μου. Βεβαίως ὡς κληρικός, ἡ φράση πού μέ ἐντυπωσίασε περισσότερο καί μέ ὁδήγησε στήν ἐπεξεργασία τῶν λόγων αὐτῶν καί νά φτάσω ὥς στό σημεῖο νά τά ἀναφέρω στήν ἀγάπη σας, εἶναι ἡ τελευταία φράση. Λατρεία δίχως θυσία. Αὐτή ἡ φράση νομίζω πώς συνδέει τό νόημα τῶν λόγων πού διάβασα μέ τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς, ἀλλά καί τή στιγμή αὐτή τῆς συνάντησής μας κατά τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας τῶν προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.
Λατρεία δίχως θυσία. Ἀλήθεια, ἄραγε, μᾶς ἀπασχολεῖ ἤ μᾶς ἔχει ἀπασχολήσει κάποτε τό ἐρώτημα, σέ ποιά κατάσταση νά βρίσκεται ἄραγε ἡ σχέση μας μέ τό Θεό; Δηλαδή ἡ πίστη, ἡ θρησκεία ἤ ὅπως ἀλλιῶς κάποιος ἄλλος μπορεῖ νά τήν ὀνομάσει; Καί αὐτό τό λέω γιά ὅλους ἐμᾶς πού ὅπως θέλουμε νά λέμε ἤ καί νά πιστεύουμε, εἴμαστε θρήσκοι. Ἄνθρωποι τῆς ἐκκλησίας. Τηρητές τῆς παραδόσεως καί τῶν ἐθίμων τῆς πατρίδος μας. Καλοί ἄνθρωποι καί χριστιανοί.
Λατρεία. Διαβάζουμε στή Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια. «Τό φαινόμενο τῆς θρησκευτικῆς λατρείας εἶναι μιά ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων ἐκδηλώσεων τοῦ γνησίου θρησκευτικοῦ βιώματος, κατά τό ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος συνάπτει ζῶσαν προσωπικήν σχέσιν πρός τό θεῖον ἤ τό ἅγιον. Ἡ λατρεία εἶναι ἔν ἐκ τῶν οὐσιωδεστάτων ἐνεργημάτων τῆς θρησκευούσης ψυχῆς.»
Λατρεία. Ἔχει σίγουρα πολύ μεγάλο νόημα καί σημασία ἡ λέξη αὐτή. Λατρεία. Σημαίνει πώς αὐτός πού τή ζεῖ καί ἄρα τήν ἔχει, γιατί ἄν δέν τή ζεῖς δέν τήν ἔχεις, εἶναι συγκλονισμένος σέ μεγάλο, τόσο μεγάλο βαθμό, πού γιά νά ἔχει ἤ νά ζεῖ αὐτό πού λατρεύει, εἶναι ἰκανός νά θυσιάσει ὅ,τιδήποτε ἄλλο γιά νά μπορεῖ νά ἔχει καί νά ζεῖ αὐτό πού λατρεύει. Ἐδῶ ἀκριβῶς, θαρρῶ πώς εἶναι τό σημεῖο πού ἐφάπτει αὐτός ὁ λόγος μέ τά δικά μας. Ὁ λόγος ἑνός ξένου καί ἀλλόθρησκου ὡς πρός ἐμᾶς ἀνθρώπου, τοῦ Γκάντι,.
Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἴσον νηστεία. Ὅλοι μας τή γνωρίζουμε κυρίως ἀπό αὐτό. Τήν κόψη της κατά τό στίχο τοῦ ἐθνικοῦ μας ὕμνου. Νομίζω πώς δέ λανθάνω. Τό πρῶτο πού ἔρχεται στό μυαλό τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός της εἶναι ἡ νηστεία πού περιέχει. Ἐκεῖ ἀρχίζουν τά δύσκολα. Νηστεία, στέρηση τροφῶν καί μάλιστα τῶν καλύτερων καί γευστικότερων. Πῶς νά στερηθεῖς, νά ζήσεις χωρίς αὐτά; Ὅταν μάλιστα ἔχεις ταυτίσει τή ζωή σου μ’αὐτά καί ἔχουν γίνει ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς καθημερινότητάς σου;
Γιά νά τό πῶ πιό στοχαστικά κατά τό πνεῦμα τῶν λόγων πού προαναφέραμε, πῶς νά νηστέψεις, ὅταν ἔχεις ταυτιστεῖ μ’ἕνα τρόπο ζωῆς, ποῦ προέκυψε τίς τελευταίες δεκαετίες, ὁ ὁποίος σοῦ ψυθιρίζει μέ τρόπο στό αὐτί: «Αὐτή ἡ ζωή εἶναι μόνο γιά ἀπολαύσεις, εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιες καί θά εἶσαι κοροΐδο καί ἀπαρχαιομένος ἄν τίς ἀρνηθεῖς.» Αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς ὀνομάζεται μέ μιά λέξη «εὐδαιμονισμός», σέ ἀπλά ἑλληνικά, καλοπέραση.
Αὐτή ἡ ζωή δημιουργεῖται ὅταν ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει καί συνηθίζει νά ζεῖ μέ ὅλα αὐτά πού ἐπισημαίνει ὁ Ἴνδός στοχαστής: Πλοῦτο δίχως μόχθο. Ἠδονή δίχως συνείδηση. Γνώση δίχως χαρακτῆρα. Ἐμπόριο χωρίς ἠθική. Ἐπιστήμη δίχως ἀνθρωπιά. Πολιτική δίχως ἀρχές. Λατρεία δίχως θυσία. Μήπως ὅλα αὐτά εἶναι ξένα μέ ἐμᾶς, τή ζωή καί τόν τόπο μας; Μήπως τόσα χρόνια δέν μάθαμε νά διδάσκουμε καί νά ἐπιζητοῦμε τόν εὔκολο πλουτισμό; Μήπως τόσα χρόνια δέν συνηθίσαμε μόνο νά ζητοῦμε τήν ἀπόλαυση μέ κάθε τρόπο καί νά μήν ἰκανοποιοῦμαστε ποτέ; Μήπως δέν εὐχαριστιόμαστε νά μαθαίνουμε ὅλο καί περισσότερα ὅμως αὐτά νά μή μᾶς ἀγγίζουν καθόλου; Ξερές γνώσεις;
Μήπως στό βωμό τοῦ προσωπικοῦ κέρδους δέν τσαλαπατίσαμε κάθε ἠθική ἀξία καί ἀναστολή; Μήπως δέν καλιεργήσαμε μέν τίς ἐπιστῆμες καί τίς τέχνες, ἀλλά βγάλαμε μέσα ἀπ’αὐτές κάθε ἀνθρωπιστική-κοινωνική διάσταση; Μήπως δέν καλλιεργήσαμε τήν πολιτική χωρίς σεβασμό καί ἀποδοχή τῶν ἀξιῶν καί τῶν νόμων πού πρεσβεύει; Τέλος μέσα ἀπ’ὅλα αὐτά, μήπως δέν μάθαμε τόσα χρόνια νά λέμε ὅτι πιστεύουμε καί ἀγαποῦμε τό Χριστό, ὄμως νά Τόν χρησιμοποιοῦμε μέ ἕνα χυδαίο πολλές φορές τρόπο, κι ἀντί τελικά νά γινόμαστε ἐμεῖς σάν Αὐτόν, νά κάνουμε Αὐτόν σάν ἐμᾶς;
Ὁ Χριστός ὅπως ξέρουμε νήστεψε σαράντα ἡμέρες καί νύκτες τελείως κι ἀπό ὅλα. Βέβαια Αὐτός ἦταν Θεός καί μπορούσε νά τό κάνει. Ἐμεῖς ὅμως δέν μποροῦμε νά βαστάξουμε πραγματικά καί φιλότιμα τή νηστεία μας, μέ ὅλα ὅσα χρόνια τώρα ἐπιτρέπει ἡ ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Ἔτσι στούς ἔσχατους καιρούς φτιάξαμε καί τυρί καί κασέρι καί γάλα νηστίσιμα, ἔτσι γιά νά μή ξεχνιόμαστε, μή χάσουμε τήν ἐπαφή.
Κι ὅλα αὐτά ξέρετε γιατί; Γιατί μέσα ἀπό αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς πού στήσαμε σιγά-σιγά τόσα χρόνια, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, ἐκούσια ἤ ἀκούσια, μάθαμε νά μήν κάνουμε θυσίες. Μάθαμε μόνο νά ζητοῦμε καί νά ἀπολαμβάνουμε. Ξεχάσαμε νά ἐγκρατευόμαστε καί νά λέμε εὐχαριστῶ στό Θεό γιά τά λίγα καί ἀπλά, πού εἶναι καί ἀρκετά γιά νά ζήσουμε. (Μετά ἀποροῦμε γιατί τά παιδιά μας δέν νηστεύουν). Ξεχάσαμε πίσω ἀπό τόν ἦλιο πού μᾶς ζεσταίνει, τό ἀέρα καί ὀξυγόνο πού ἀναπνέουμε, τή βροχή πού ἀνασταίνει τή γῆ καί ὅλα ὅσα θεωροῦμε αὐτονόητα, τήν πατρική φροντίδα, μέριμνα καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ζήσει ὁ κόσμος.
Ξεχάσαμε δηλαδή νά κάνουμε αὐτό πού μέσα ἀπό τήν ἱστορία τοῦ τόπου μας λέγεται χαλάλι, δηλαδή χάρισμα, δηλαδή θυσία. Νά μάθω δηλαδή αὐτό πού εἶμαι, αὐτό πού ἔχω νά τό ἀναφέρω στό Θεό καί νά τό μοιράζομαι μέ τούς ἄλλους, τούς ἐν Χριστῶ ἀδελφούς. «Τά σά ἐκ τῶν σῶν, σοί προσφέρωμεν κατά πάντα καί διά πάντα». Αὐτή ἡ φράση ἐμπεριέχει καί ἐπισημαίνει αὐτό ἀκριβῶς πού προαναφέραμε! Ἄραγε τό καταλαβαίνουμε; Ὑγεία πάνω ἀπ΄ὅλα, εὐχόμαστε μεταξύ μας συνήθως. Ἄραγε, πραγματικά μᾶς ἀρκεῖ μόνο αὐτό;
Αὐτό πού νομίζω εἶναι σημαντικό καί θά ἤθελα νά συγκρατησουμε ἀπό ὅσα ἀναφέραμε εἶναι τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Τῆς δυνάμεως δηλαδή πού μᾶς κάνει νά μποροῦμε νά νικοῦμε καί νά ὑπερβαίνουμε τό ἐγώ μας καί νά δίνουμε μέ ἄνεση καί μεγαλείο καρδιᾶς, δηλαδή ἀγάπης, κάτι ἀπό ἐμᾶς ὅταν πρέπει καί ἐκεῖ πού πρέπει χωρίς νά προσδοκοῦμε κανένα ὄφελος καί νά μή περιμένουμε καμιά ἀνταπόδοση. Καί κυρίως πρός τό Θεό. Νά τοῦ προσφέρουμε τή ζωή, τή ψυχή, τήν καρδιά μας, τή νηστεία μας, ὡς θυσία καί χάρισμα. Χωρίς νά σκεφτόμαστε τί καί ἄν θά ὡφεληθοῦμε ἀπό αὐτό πού Τοῦ δίνουμε. Νά Τοῦ τό δίνουμε ἔτσι ἀπλά. Γιατί Αὐτόν ἀγαποῦμε κι ὄχι τά δῶρα καί τίς εὐλογίες Του. Αὐτόν ζητοῦμε, Αὐτόν ποθοῦμε, Αὐτόν ἐπιδιώκουμε καί μόνο Αὐτόν.
Τότε ἡ πίστη, ἡ λατρεία μας καί ὅ,τι ἄλλο αὐτές δημιουργοῦν, ἡ νηστεία ἐν προκειμένω, εἶναι πραγματικές, ἀληθινές, καθάριες καί ἔχουν τή διάσταση καί τήν ἔκφραση τῆς θυσίας. Τότε πραγματικά θά βιώσουμε τήν πίστη μας δηλαδή τή σχέση μας μέ τό Θεό, ὥς λατρεία. Ὥς κάτι δηλαδή πού εἶναι ἔκφραση καί κατάθεση καρδιᾶς καί γι΄ αὐτό εἶναι ζεστό καί πυρωμένο ἀπό ἀληθινή καί ἀνιδιοτελή ἀγάπη πρός τό Θεό. Εἷναι δηλαδή ἡ κατάσταση ἑνός δυνατοῦ ἔρωτα μεταξύ δύο προσώπων. Εἶναι ὁ θείος ἔρωτας γιά τόν ὁποίον μιλοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἀσκητές τῆς πίστεώς μας. Ἄν συμβεῖ αὐτό, νά εἶστε σίγουροι πώς δέ θά μᾶς λείπει τίποτε, γιατί μέσα ἀπό αὐτό θά μᾶς δωθεῖ ὁ Θεός. Καί ἄν σοῦ δωθεῖ ὁ Θεός; Ἐχεις τά πάντα καί δέ σοῦ λείπει τίποτε.
π. Φίλιππος Μπενάζης Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Δράμας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου