Η πατρίδα μας ἔφθασε στὸ φοβερὸ οἰκονομικὸ ἀδιέξοδο καὶ ἐπτώχευσε.
Τοῦτο ὀφείλεται στὴν κακὴ διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν της ἀπὸ τοὺς πολιτικούς της. Ἄλλωστε τὸ ὅτι οἱ μὲν κατηγοροῦν τοὺς δὲ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι φθάσαμε ἐδῶ ποὺ φθάσαμε ἐξαιτίας τῶν δικῶν τους χειρισμῶν.
Ἤδη γίναμε «ὄνειδος, μυκτηρισμὸς καὶ χλευασμός», ἀντικείμενο λοιδορίας, περιπαιγμοῦ καὶ χλευασμοῦ ὄχι μόνο «τοῖς κύκλῳ ἡμῶν» (Ψαλμ. οη΄ [78] 4) ἀλλὰ παγκοσμίως καὶ ἰδιαίτερα τῶν Εὐρωπαίων δανειστῶν μας.
Μοιραῖοι καὶ ἄβουλοι οἱ ἄρχοντές μας, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν κατάσταση κατέφυγαν στὸν ὑψηλὸ ἔντοκο δανεισμὸ ἀπὸ εὐρωπαϊκὲς χῶρες καὶ δισεκατομμυριοῦχα τοκογλυφικὰ ταμεῖα.
Καὶ τώρα οἱ τοκιστές μας ἔγιναν οἱ σαδιστές μας. Δὲν μᾶς πιέζουν μόνο, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀπειλοῦν καὶ μᾶς χλευάζουν, κομπάζοντας γιὰ τὰ πλούτη τους! Ἀλλὰ πῶς μάζεψαν τόσα πλούτη; Ἀσφαλῶς ὄχι μὲ κόπο, οὔτε μὲ μόχθο καὶ ἱδρώτα. Ἡ Εὐρώπη πλούτισε ἀπὸ τὶς ἀποικίες της, ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τοῦ φυσικοῦ πλούτου τῶν λαῶν ποὺ εἶχε κατακτήσει, τὴ βαρύτατη φορολογία ποὺ τοὺς εἶχε ἐπιβάλει καὶ τὰ δάνεια σὲ φτωχὲς χῶρες.
Δηλαδὴ ἀπὸ τὸν μόχθο καὶ τὸν ἱδρώτα ἀδύνατων λαῶν. Κλασικὰ παραδείγματα ἡ Βρετανία, ἡ Γαλλία, ἡ Ἱσπανία.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Γερμανία, ποὺ σύλησε καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μικρὰ ἀποθέματα τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν περίοδο τῆς τυραννικῆς γερμανικῆς
κατοχῆς τοῦ 1941-1944. Καὶ τώρα οἱ σφετεριστὲς καὶ οἱ ἅρπαγες τοῦ μόχθου καὶ τοῦ ἱδρώτα τῶν λαῶν καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς οἱ πανίσχυροι χρηματιστὲς καὶ τραπεζίτες καυχῶνται γιὰ τὰ πλούτη τους καὶ θεωροῦν ὅτι φέρονται μὲ φιλανθρωπία στοὺς φτωχότερους λαοὺς δανείζοντας σ’ αὐτοὺς μὲ δυσβάστακτους τόκους!...
Ἀλλὰ στὴν ἀποστατημένη ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Εὐαγγελίου Εὐρώπη – ἡ Εὐρώπη δὲν εἶναι πιὰ χριστιανική, εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ χριστιανική – ὑπενθυμίζουμε τὶς αἰώνιες ἀλήθειες ποὺ ἔχει ἀπεμπολήσει, γι’ αὐτὸ καὶ συμπεριφέρεται μὲ τόση ἔπαρση καὶ αὐ- τοπεποίθηση.
Οἱ ἀλήθειες αὐτὲς προέρχονται ἀπὸ δύο πρόσωπα πλούσια στὴν ἐποχή τους, ἀλλὰ
φωτισμένα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν γυιό του τὸν Σολομώντα. Ὁ βασιλιὰς καὶ Ψαλμωδὸς Δαβὶδ ἔγραψε: «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ’ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν» (Ψαλμ. ξα΄ [61] 11)· μὴ στηρίζετε τὶς ἐλπίδες σας στὴν ἀδικία καὶ μὴν ἐπιθυμεῖτε μὲ πόθο τὶς ἁρπαγές, μὲ τὶς ὁποῖες συσσωρεύονται συνήθως τὰ μεγάλα πλούτη. Καὶ ἂν ἀκόμη δεῖτε νὰ τρέχουν μπροστά σας τὰ πλούτη σὰν ποτάμι, μὴν προσκολλᾶτε σ’ αὐτὰ τὴν καρδιά σας καὶ μὴ ζηλεύετε τὴν ἐφήμερη λάμψη τους.
Μὲ ἄλλα λόγια δὲν εἶναι τὸ χρῆμα παντοδύναμο. Πλανῶνται ὅσοι νομίζουν κάτι τέτοιο καὶ σωρεύουν χρήματα, ἐπισωρεύουν πλούτη, χωρὶς νὰ ἀναχαιτίζονται ἀπὸ τὸ ἂν ἀδικοῦν ἢ καταπιέζουν τοὺς συνανθρώπους τους. Ἐξάλλου ὁ σοφὸς Σολομῶν, ὁ πολὺ πλούσιος γυιὸς τοῦ Δαβίδ, ἔγραψε στὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν: «Ὁ πεποιθὼς ἐπὶ πλούτῳ οὗτος πεσεῖται» (Παροιμ. ια΄ [11] 28). Ὅποιος στήριξε τὴν ἐλπίδα του καὶ ἔδωσε ἐμπιστοσύνη στὸν πλοῦτο, αὐτὸς θὰ πέσει, διότι στηρίζεται σὲ πράγμα φθαρτὸ καὶ μάταιο. Ἄλλωστε ὁ πλοῦτος εἶναι ὁ πιὸ ἄπιστος φίλος. Τίποτε δὲν εἶναι περισσότερο ἄστατο ἀπὸ τὸν πλοῦτο, διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Σήμερον μετὰ σοῦ, καὶ αὔριον κατὰ σοῦ», σήμερα εἶναι μαζί σου καὶ αὔριο γίνεται ἐχθρός σου καὶ συντελεῖ ὥστε τὰ φθονερὰ μάτια νὰ εἶναι παντοῦ ἐναντίον σου. Εἶναι ἐχθρὸς ποὺ κατοικεῖ πάντοτε μαζί σου καὶ σὲ συντροφεύει παντοῦ1.
Καὶ ἀλλοῦ γράφει: Ὁ πλοῦτος εἶναι δραπέτης· «σήμερον πρὸς τοῦτον, αὔριον πρὸς τὸν ἕτερον μεταπηδῶν». Καὶ δὲν εἶναι μόνο δραπέτης, «ἀλλὰ καὶ δραπετοποιός», κάνοντας πολλὲς φορὲς αὐτοὺς ποὺ τὸν φυλάττουν φυγάδες2!
Ὁ δὲ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει: Τὸ νὰ κομπάζει κάποιος γιὰ τὸν πλοῦτο του (...) ἀποτελεῖ καταστροφὴ καὶ ὄνειδος τῆς ψυχικῆς τιμῆς, ὥστε ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος δὲν θὰ
θελήσει νὰ μολύνει μὲ αὐτὸν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς3.
Καὶ ὅμως ὁ Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ποὺ λησμόνησε τὸ λόγο τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε Θεό του τὸν μαμωνά, καυχᾶται γιὰ τὰ πλούτη του καταστρέφοντας ἔτσι τὴν ψυχική του τιμή. Ἡ Εὐρώπη καὶ γενικὰ ἡ Δύση ἔγινε πλούσια στὸ χρῆμα, ἀλλὰ φτώχυνε στὴν ψυχή. Κυνήγησε τὸ χρῆμα, δηλαδὴ τὸν καπνό, τὴ σκιά, τὸ χόρτο, τὴν ἀράχνη – διότι τέτοιος εἶναι ὁ πλοῦτος – καὶ ἔχασε τὸν οὐρανό. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἄρχοντας τῆς κτίσεως, ἔγινε δοῦλος τοῦ χρήματος. Ἔλαβε εὐγένεια ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πρόδωσε τὴν ἀρετὴ τῆς φύσεώς του. Λησμόνησε ὁ χρεωκοπημένος πνευματικὰ κόσμος τῆς Δύσεως ὅτι ὁ πλοῦτος ὄχι μόνο πεθαίνει μαζὶ μὲ τὸν
ἄνθρωπο, ἀλλὰ συνήθως πεθαίνει πρὶν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἄλλωστε τὸ χρῆμα εἶναι ὁ πιὸ ἀγνώμων δοῦλος τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ λογικοῦ πλάσματος.
Ἡ Εὐρώπη καὶ γενικὰ ὁ πλούσιος κόσμος τῆς Δύσεως ἀρνήθηκαν τὸν εὐεργέτη τους Χριστὸ καὶ παρέδωσαν τὴν ψυχή τους στὸν μαμωνά. Ὅμως δόξα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τὰ πλούτη ἀλλὰ ἡ ὀρθὴ πίστη, ὁ κατὰ Θεὸν ζῆλος, ἡ ἀγάπη, «ἡ τῆς ἐλεημοσύνης φιλοσοφία, σωφροσύνη, κοσμιότης, τὰ λοιπὰ ἅπαντα τῆς ἀρετῆς μέλη»4.
Ἂν ἡ Εὐρώπη καὶ γενικὰ ὁ κόσμος μας θέλει νὰ ὀρθοποδήσει – διότι εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἀντιμετωπίζει ἤδη κρίσεις ἐπὶ κρίσεων: φτωχαίνουν ἡ Ἰταλία, ἡ Ἱσπανία, ἡ Πορτογαλία, κλονίζεται ἡ Ἀγγλία καὶ ἡ Γαλλία – πρέπει νὰ σταματήσει νὰ λατρεύει τὸν μαμωνὰ καὶ νὰ καυχᾶται γι’ αὐτόν.
Πρέπει νὰ θησαυρίσει τὸν γνήσιο πλοῦτο, «τὸν ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς».
Ἂς ἀνοίξει τὰ θησαυροφυλάκιά της γιὰ νὰ θρέψει τὰ πεινασμένα παιδιὰ τῆς Ἀφρικῆς, γιὰ νὰ
ἐξαλείψει τὴ φτώχεια ποὺ μαστίζει τὶς ἴδιες τὶς χῶρες της. Ἂς δώσει ἐλπίδα στὶς στρατιὲς τῶν ἀνέργων νέων, οἱ ὁποῖοι ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴ ζωὴ καταφεύγουν στὸν ἀργὸ θάνατο τῶν ναρκωτικῶν καὶ στὴν τρομοκρατία. Τότε μόνο μπορεῖ νὰ καυχᾶται. Ἄλλωστε τίποτε δὲν εἶναι ἰσάξιο μιᾶς τέτοιας καυχήσεως, μᾶς διδάσκει ἡ χρυσὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, προσθέτει, κανένας ἂς μὴ μεγαλοφρονεῖ γιὰ τὰ πλούτη του. Γιὰ ἕνα μόνο πρέπει νὰ καυχᾶται: γιὰ τὸ ὅτι ἔχει «Δεσπότην», Κύριο καὶ ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς καὶ τῶν δραστηριοτήτων του τὸν Θεό5.
Ἂς μάθουμε ἐπιτέλους ὅτι αὐτὸς ποὺ ἐξαρτᾶ τὶς ἐλπίδες του ἀπὸ τὸν μάταιο πλοῦτο, ἀπατᾶ οὐσιαστικὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὴν ἐπηρμένη συμπεριφορά του γίνεται καταγέλαστος.
Ἡ Εὐρώπη καὶ ὅλοι μας ἂς κάνουμε κτῆμα μας τὸν λόγο τοῦ Ψαλμωδοῦ: Ὄχι στὸν πλοῦτο, ἀλλ’ «ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. ο΄ [70] 1).
1. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας Ὁμ. 2, 5, ΡG 49, 41.
2. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμ. εἰς τὸ «Μὴ φόβου, ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος»...,
3, ΡG 55, 515. 3. Γρ. Νύσσης, Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς Λόγ. 2, ΡG 44, 1217C.
4. Ἰω. Χρυσοστόμου, ὅ.π., ΡG 55, 513-514.
5. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλμ. 43, 6, ΡG 55, 176
Τοῦτο ὀφείλεται στὴν κακὴ διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν της ἀπὸ τοὺς πολιτικούς της. Ἄλλωστε τὸ ὅτι οἱ μὲν κατηγοροῦν τοὺς δὲ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι φθάσαμε ἐδῶ ποὺ φθάσαμε ἐξαιτίας τῶν δικῶν τους χειρισμῶν.
Ἤδη γίναμε «ὄνειδος, μυκτηρισμὸς καὶ χλευασμός», ἀντικείμενο λοιδορίας, περιπαιγμοῦ καὶ χλευασμοῦ ὄχι μόνο «τοῖς κύκλῳ ἡμῶν» (Ψαλμ. οη΄ [78] 4) ἀλλὰ παγκοσμίως καὶ ἰδιαίτερα τῶν Εὐρωπαίων δανειστῶν μας.
Μοιραῖοι καὶ ἄβουλοι οἱ ἄρχοντές μας, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν κατάσταση κατέφυγαν στὸν ὑψηλὸ ἔντοκο δανεισμὸ ἀπὸ εὐρωπαϊκὲς χῶρες καὶ δισεκατομμυριοῦχα τοκογλυφικὰ ταμεῖα.
Καὶ τώρα οἱ τοκιστές μας ἔγιναν οἱ σαδιστές μας. Δὲν μᾶς πιέζουν μόνο, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀπειλοῦν καὶ μᾶς χλευάζουν, κομπάζοντας γιὰ τὰ πλούτη τους! Ἀλλὰ πῶς μάζεψαν τόσα πλούτη; Ἀσφαλῶς ὄχι μὲ κόπο, οὔτε μὲ μόχθο καὶ ἱδρώτα. Ἡ Εὐρώπη πλούτισε ἀπὸ τὶς ἀποικίες της, ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τοῦ φυσικοῦ πλούτου τῶν λαῶν ποὺ εἶχε κατακτήσει, τὴ βαρύτατη φορολογία ποὺ τοὺς εἶχε ἐπιβάλει καὶ τὰ δάνεια σὲ φτωχὲς χῶρες.
Δηλαδὴ ἀπὸ τὸν μόχθο καὶ τὸν ἱδρώτα ἀδύνατων λαῶν. Κλασικὰ παραδείγματα ἡ Βρετανία, ἡ Γαλλία, ἡ Ἱσπανία.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Γερμανία, ποὺ σύλησε καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μικρὰ ἀποθέματα τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν περίοδο τῆς τυραννικῆς γερμανικῆς
κατοχῆς τοῦ 1941-1944. Καὶ τώρα οἱ σφετεριστὲς καὶ οἱ ἅρπαγες τοῦ μόχθου καὶ τοῦ ἱδρώτα τῶν λαῶν καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς οἱ πανίσχυροι χρηματιστὲς καὶ τραπεζίτες καυχῶνται γιὰ τὰ πλούτη τους καὶ θεωροῦν ὅτι φέρονται μὲ φιλανθρωπία στοὺς φτωχότερους λαοὺς δανείζοντας σ’ αὐτοὺς μὲ δυσβάστακτους τόκους!...
Ἀλλὰ στὴν ἀποστατημένη ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Εὐαγγελίου Εὐρώπη – ἡ Εὐρώπη δὲν εἶναι πιὰ χριστιανική, εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ χριστιανική – ὑπενθυμίζουμε τὶς αἰώνιες ἀλήθειες ποὺ ἔχει ἀπεμπολήσει, γι’ αὐτὸ καὶ συμπεριφέρεται μὲ τόση ἔπαρση καὶ αὐ- τοπεποίθηση.
Οἱ ἀλήθειες αὐτὲς προέρχονται ἀπὸ δύο πρόσωπα πλούσια στὴν ἐποχή τους, ἀλλὰ
φωτισμένα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν γυιό του τὸν Σολομώντα. Ὁ βασιλιὰς καὶ Ψαλμωδὸς Δαβὶδ ἔγραψε: «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ’ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν» (Ψαλμ. ξα΄ [61] 11)· μὴ στηρίζετε τὶς ἐλπίδες σας στὴν ἀδικία καὶ μὴν ἐπιθυμεῖτε μὲ πόθο τὶς ἁρπαγές, μὲ τὶς ὁποῖες συσσωρεύονται συνήθως τὰ μεγάλα πλούτη. Καὶ ἂν ἀκόμη δεῖτε νὰ τρέχουν μπροστά σας τὰ πλούτη σὰν ποτάμι, μὴν προσκολλᾶτε σ’ αὐτὰ τὴν καρδιά σας καὶ μὴ ζηλεύετε τὴν ἐφήμερη λάμψη τους.
Μὲ ἄλλα λόγια δὲν εἶναι τὸ χρῆμα παντοδύναμο. Πλανῶνται ὅσοι νομίζουν κάτι τέτοιο καὶ σωρεύουν χρήματα, ἐπισωρεύουν πλούτη, χωρὶς νὰ ἀναχαιτίζονται ἀπὸ τὸ ἂν ἀδικοῦν ἢ καταπιέζουν τοὺς συνανθρώπους τους. Ἐξάλλου ὁ σοφὸς Σολομῶν, ὁ πολὺ πλούσιος γυιὸς τοῦ Δαβίδ, ἔγραψε στὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν: «Ὁ πεποιθὼς ἐπὶ πλούτῳ οὗτος πεσεῖται» (Παροιμ. ια΄ [11] 28). Ὅποιος στήριξε τὴν ἐλπίδα του καὶ ἔδωσε ἐμπιστοσύνη στὸν πλοῦτο, αὐτὸς θὰ πέσει, διότι στηρίζεται σὲ πράγμα φθαρτὸ καὶ μάταιο. Ἄλλωστε ὁ πλοῦτος εἶναι ὁ πιὸ ἄπιστος φίλος. Τίποτε δὲν εἶναι περισσότερο ἄστατο ἀπὸ τὸν πλοῦτο, διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Σήμερον μετὰ σοῦ, καὶ αὔριον κατὰ σοῦ», σήμερα εἶναι μαζί σου καὶ αὔριο γίνεται ἐχθρός σου καὶ συντελεῖ ὥστε τὰ φθονερὰ μάτια νὰ εἶναι παντοῦ ἐναντίον σου. Εἶναι ἐχθρὸς ποὺ κατοικεῖ πάντοτε μαζί σου καὶ σὲ συντροφεύει παντοῦ1.
Καὶ ἀλλοῦ γράφει: Ὁ πλοῦτος εἶναι δραπέτης· «σήμερον πρὸς τοῦτον, αὔριον πρὸς τὸν ἕτερον μεταπηδῶν». Καὶ δὲν εἶναι μόνο δραπέτης, «ἀλλὰ καὶ δραπετοποιός», κάνοντας πολλὲς φορὲς αὐτοὺς ποὺ τὸν φυλάττουν φυγάδες2!
Ὁ δὲ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει: Τὸ νὰ κομπάζει κάποιος γιὰ τὸν πλοῦτο του (...) ἀποτελεῖ καταστροφὴ καὶ ὄνειδος τῆς ψυχικῆς τιμῆς, ὥστε ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος δὲν θὰ
θελήσει νὰ μολύνει μὲ αὐτὸν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς3.
Καὶ ὅμως ὁ Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ποὺ λησμόνησε τὸ λόγο τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε Θεό του τὸν μαμωνά, καυχᾶται γιὰ τὰ πλούτη του καταστρέφοντας ἔτσι τὴν ψυχική του τιμή. Ἡ Εὐρώπη καὶ γενικὰ ἡ Δύση ἔγινε πλούσια στὸ χρῆμα, ἀλλὰ φτώχυνε στὴν ψυχή. Κυνήγησε τὸ χρῆμα, δηλαδὴ τὸν καπνό, τὴ σκιά, τὸ χόρτο, τὴν ἀράχνη – διότι τέτοιος εἶναι ὁ πλοῦτος – καὶ ἔχασε τὸν οὐρανό. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἄρχοντας τῆς κτίσεως, ἔγινε δοῦλος τοῦ χρήματος. Ἔλαβε εὐγένεια ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πρόδωσε τὴν ἀρετὴ τῆς φύσεώς του. Λησμόνησε ὁ χρεωκοπημένος πνευματικὰ κόσμος τῆς Δύσεως ὅτι ὁ πλοῦτος ὄχι μόνο πεθαίνει μαζὶ μὲ τὸν
ἄνθρωπο, ἀλλὰ συνήθως πεθαίνει πρὶν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἄλλωστε τὸ χρῆμα εἶναι ὁ πιὸ ἀγνώμων δοῦλος τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ λογικοῦ πλάσματος.
Ἡ Εὐρώπη καὶ γενικὰ ὁ πλούσιος κόσμος τῆς Δύσεως ἀρνήθηκαν τὸν εὐεργέτη τους Χριστὸ καὶ παρέδωσαν τὴν ψυχή τους στὸν μαμωνά. Ὅμως δόξα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τὰ πλούτη ἀλλὰ ἡ ὀρθὴ πίστη, ὁ κατὰ Θεὸν ζῆλος, ἡ ἀγάπη, «ἡ τῆς ἐλεημοσύνης φιλοσοφία, σωφροσύνη, κοσμιότης, τὰ λοιπὰ ἅπαντα τῆς ἀρετῆς μέλη»4.
Ἂν ἡ Εὐρώπη καὶ γενικὰ ὁ κόσμος μας θέλει νὰ ὀρθοποδήσει – διότι εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἀντιμετωπίζει ἤδη κρίσεις ἐπὶ κρίσεων: φτωχαίνουν ἡ Ἰταλία, ἡ Ἱσπανία, ἡ Πορτογαλία, κλονίζεται ἡ Ἀγγλία καὶ ἡ Γαλλία – πρέπει νὰ σταματήσει νὰ λατρεύει τὸν μαμωνὰ καὶ νὰ καυχᾶται γι’ αὐτόν.
Πρέπει νὰ θησαυρίσει τὸν γνήσιο πλοῦτο, «τὸν ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς».
Ἂς ἀνοίξει τὰ θησαυροφυλάκιά της γιὰ νὰ θρέψει τὰ πεινασμένα παιδιὰ τῆς Ἀφρικῆς, γιὰ νὰ
ἐξαλείψει τὴ φτώχεια ποὺ μαστίζει τὶς ἴδιες τὶς χῶρες της. Ἂς δώσει ἐλπίδα στὶς στρατιὲς τῶν ἀνέργων νέων, οἱ ὁποῖοι ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴ ζωὴ καταφεύγουν στὸν ἀργὸ θάνατο τῶν ναρκωτικῶν καὶ στὴν τρομοκρατία. Τότε μόνο μπορεῖ νὰ καυχᾶται. Ἄλλωστε τίποτε δὲν εἶναι ἰσάξιο μιᾶς τέτοιας καυχήσεως, μᾶς διδάσκει ἡ χρυσὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, προσθέτει, κανένας ἂς μὴ μεγαλοφρονεῖ γιὰ τὰ πλούτη του. Γιὰ ἕνα μόνο πρέπει νὰ καυχᾶται: γιὰ τὸ ὅτι ἔχει «Δεσπότην», Κύριο καὶ ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς καὶ τῶν δραστηριοτήτων του τὸν Θεό5.
Ἂς μάθουμε ἐπιτέλους ὅτι αὐτὸς ποὺ ἐξαρτᾶ τὶς ἐλπίδες του ἀπὸ τὸν μάταιο πλοῦτο, ἀπατᾶ οὐσιαστικὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὴν ἐπηρμένη συμπεριφορά του γίνεται καταγέλαστος.
Ἡ Εὐρώπη καὶ ὅλοι μας ἂς κάνουμε κτῆμα μας τὸν λόγο τοῦ Ψαλμωδοῦ: Ὄχι στὸν πλοῦτο, ἀλλ’ «ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. ο΄ [70] 1).
1. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας Ὁμ. 2, 5, ΡG 49, 41.
2. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμ. εἰς τὸ «Μὴ φόβου, ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος»...,
3, ΡG 55, 515. 3. Γρ. Νύσσης, Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς Λόγ. 2, ΡG 44, 1217C.
4. Ἰω. Χρυσοστόμου, ὅ.π., ΡG 55, 513-514.
5. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλμ. 43, 6, ΡG 55, 176
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου