Στήν προηγούμενη συνάντησή μας, εἴχαμε ἀναφερθεῖ στό θέμα τῆς νηστείας καί εἴχαμε ἐπισημάνει πώς ἡ νηστεία εἶναι πράξη κάθε θρησκευόμενου ἀνθρώπου ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια. Πώς γιά ἐμᾶς παράδειγμα εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ σαρανταήμερη νηστεία Του. Πώς τό σῶμα δέν εἶναι κάτι κακό καί αἰτία ἁμαρτίας καί γι’αὐτό δέν νηστεύουμε γιά νά τιμωρήσουμε τό σῶμα μας. Τέλος ἀναφέραμε κάποιους λόγους γιά τούς ὁποίους πρέπει νά νηστεύουμε καί καταλήξαμε μέ τήν ἐπισήμανση πώς ἡ νηστεία δέν εἶναι πράξη πού τιμωρεῖ τό σῶμα (σωματοκτόνος), ἀλλά διορθώνει τά πάθη ἀνάλογα τόν πνευματικό ἀγώνα (παθοκτόνος). Ἄν καί νομίζω πώς κι αὐτός ὁ προσδιορισμός (παθοκτόνος), δέν εἶναι ἐπίσης ὁ κατάλληλος. Γι αὐτό καί λέμε διορθώνει καί ὄχι σκοτώνει.
Σήμερα ὅπως εἴχαμε πεῖ, θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα τῶν παθῶν, ὅσο γίνεται πιό συνοπτικά καί ἀπλά. Καί τό λέμε αὐτό, διότι τό θέμα αὐτό εἶναι τόσο μεγάλο, βαθύ καί μυστήριο, ὅπως ἀκριβώς καί ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξή μας. Ἡ ὁποία ὅπως πολλές φορές ἔχουμε ἐπισημάνει ἐδῶ, εἶναι μυστήριο μεγάλο καί ἱδιαίτερο τό ὁποίο δυστυχῶς δέν εἶναι εὔκολο νά τό ἀντιληφθοῦμε καί ἴσως ποτέ νά μήν τό εἴδαμε καί ὡς τέτοιο. Μένουμε πάντα στήν ἐπιφάνεια, τό ἐπιφαινόμενο καί τό ὑλικό τῆς ζωῆς μας καί ἀδυνατοῦμε ἤ δέν ὑποπίπτει τῆς προσοχῆς μας, ἡ πνευματική διάσταση της.
Κι ὅμως ὅπως εἴχαμε πεῖ ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ μας στόν πονηρό πώς ὁ ἄνθρωπος δέν χρειάζεται μόνο τροφή γιά νά ζήσει, μᾶς δείχνει πώς αὐτός εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό τίς ἀνάγκες του. Ἔχει καί ἕνα βάθος, μιά πολυπλοκότητα, μιά πνευματική διάσταση, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάγκη ἀπό πνευματική τροφή καί αὐτό μόνο ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας μπορεῖ νά τό χορτάσει, διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καί ἴσως αὐτό νά εἶναι ἕνα ἄλλο μεγάλο θέμα τό ὁποίο ὅταν τό ἀντιληφθοῦμε, τότε δέν θά θέλουμε νά περνᾶ οὔτε μία μέρα τῆς ζωῆς μας, χωρίς ἐνασχόληση μέ τά τῆς πίστεως, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Διότι πίστη ἴσον Ἐκκλησία καί Ἐκκλησία ἴσον πίστη.
Γιά ν’ἀρχίσουμε μέ τό θέμα τῶν παθῶν. Νά ποῦμε ἀρχικά πώς πολλές φορές ἔχουμε ἀκούσει τή φράση «νά ξεριζώσουμε τά πάθη», ἤ «νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη», ἤ «νά ἀποκτήσουμε τήν ἀπάθεια», τό ὁποίο εἶναι καί ἕνα ζητούμενο σέ κάποιες θρησκευτικές συζητήσεις καί τοποθετήσεις. Αὐτή ἡ κατάσταση τῆς ἀπάθειας δείχνεται ὡς κάτι πού πρέπει νά εἶναι ἡ ἐπιδίωξη καί ἕνα προϊόν τῆς πίστεώς μας. Κάπως ἔτσι καί μέ κάτι τέτοια, νομίζω πώς δέν εἶναι δύσκολο ὁ πιστός νά δεῖ μέ κακό μάτι τά πάθη, νά τά ἐκλάβει ὡς πρόβλημα καί μιά καταδυνάστευση καί νά θέλει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά. Καί ἐπειδή κατά κανόνα στήν καθημερινότητά μας πάθος ἴσον σῶμα, ἀφοῦ αὐτό συνήθως ἐκλαμβάνεται ὡς ἐμπαθές (διά τῶν σαρκικῶν παθῶν), νά φτάνουμε ὅπως εἴπαμε καί τήν προηγούμενη φορά νά ἐκτιμοῦμε καί ὡς κακό καί ὡς ἐχθρό αὐτό. Ἐνῶ ἡ ψυχή πού εἶναι ἄϋλη καί πνευματική εἶναι ἀθῶα καί φυλακισμένη μέσα στό κακό σῶμα καί δέν μπορεῖ νά πετάξει ἐλεύθερη ψηλά στό Θεό....(αὐτό φτάνει στά ὅρια τῆς αἰρέσεως)
Πρέπει λοιπόν νά ποῦμε στό σημεῖο αὐτό πώς τά πάθη κατά τή δογματική διδασκαλία τῆς πίστεώς μας χωρίζονται σέ δύο κατηγορίες. Στά διαβλητά καί τά ἀδιάβλητα. Τά ἀδιάβλητα εἶναι αὐτά πού εἶναι σταθερά καί λειτουργοῦν στήν κατά φύσην κατάσταση τῆς ζωῆς μας. Τέτοια εἶναι ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ κούραση, ἡ συγκίνηση, ἡ λύπη, ἡ χαρά. Πάθη τά ὁποία εἶχε καί ὁ Χριστός ὡς τέλειος ἄνθρωπος. Αὐτά εἶναι φυσικές καταστάσεις καί δέν εἶναι ἐφάμαρτα. Τά διαβλητά εἶναι τά πάθη πού ἀποσταθεροποιοῦνται καί λειτουργοῦν στήν παρά φύσην κατάσταση τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίζει μέτρο και ὅρια. Τέτοια εἶναι ἡ φιληδονία, ἡ γαστριμαργία, ἡ φιλαργυρία, ἡ ἀκατάσχετη φλυαρία, ἡ ζήλεια, ἡ ὡραιοπάθεια, ἡ ὀργή, τό μίσος κ.ἄ. Αὐτά δέν εἶναι φυσικές καταστάσεις, εἶναι ἐφάμαρτα καί ἀρρώστια πού θέλει θεραπεία.
Θέλοντας νά ἐξηγήσουμε κάπως καλύτερα ὅλα αὐτά, ἄς ποῦμε τά παρακάτω.
Νά σημειώσουμε πώς ἡ ψυχή δέν εἶναι ἄϋλη! Δέν εἶναι καί δέν μπορεῖ νά εἶναι γιατί εἶναι κτίσμα κι αὐτή. Εἶναι λεπτοτάτης ὑλικῆς ὑφῆς, ὅπως οἱ Ἄγγελοι πού εἶναι καί αὐτοί δημιουργήματα. Ἀπλά εἶναι τέτοια ἡ σύστασή τους πού εἶναι ἀόρατοι, ὅπως καί ἡ ψυχή. Ἡ ἀϋλότητα εἶναι στοιχείο καί ἰδιότητα μόνο τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀπό τόν 7ο ἀκόμη μετά Χριστοῦ αἰώνα. Ἡ ψυχή ἔχει τρία μέρη, τό ἐπιθυμητικό, τό θυμοειδές καί τό λογιστικό. Αὐτά εἶναι μέρη ἀλλά καί δυνάμεις συνάμα τῆς ψυχῆς πού εἶναι δωσμένα ἀπό τόν κατασκευαστή της τόν Θεό. Ἄν μπορούσαμε νά τά δοῦμε κλιμακωτά θά λέγαμε πώς τό ἀνώτερο εἶναι τό λογιστικό μέρος, τό μεσαίο εἶναι τό θυμοειδές καί τό κατώτερο εἶναι τό ἐπιθυμητικό ἤ παθητικό.
Σ’αὐτό τό κατώτερο, τό ἐπιθυμητικό ἤ παθητικό, εἶναι πού ἐνώνεται καί συνδέεται μέ τό σῶμα. Ἐκεῖ γίνεται ἡ ζεύξη καί ἡ ἔνωση σώματος καί ψυχῆς. Σ’αὐτό εἶναι πού δημιουργοῦνται καί τά πάθη, τά ὁποία ὅπως καταλαβαίνουμε εἶναι καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἡ ἐνέργεια καί δράση τοῦ κάθε πάθους εἶναι ψυχοσωματική κατάσταση. Τά πάθη λοιπόν εἶναι προϊόντα μιᾶς ἀπό Θεοῦ δυνάμεως τῆς ψυχῆς, τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, καί ὡς τέτοια δέν εἶναι ἐξ’ἀρχῆς κι ἀπό μόνα τους προβληματικά. Εἶναι κατά φύσην ἐνέργειες καί λειτουργίες τῆς ψυχῆς.
Τό πρόβλημα δημιουργεῖται ὅταν αὐτά ἀρχίζουν νά λειτουργοῦν παρά φύσιν, δηλαδή καθ’ὑπερβολήν ἤ ἀλλιῶς πλεονεκτικά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἀρχίζει νά εἶναι ἀχόρταγος καί νά μήν ἰκανοποιεῖται μέ τό ἀναγκαίο. Κι αὐτό μήν νομίζεται ὅτι ἀφορᾶ μόνον τήν τροφή. Ἡ πολυλογία ἐπί παραδείγματι, εἶναι πάθος, δηλαδή παρά φύσιν κατάσταση. Γιά τήν κατάσταση αὐτήν τόν ἕνα καί μοναδικό λόγο τόν παίζει ἡ προαίρεση. Ἡ ὁποία διογκούμενη καί ὡθούμενη ἀπό τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁδηγεῖ στήν ὑπέρ τοῦ μέτρου διάθεση καί λειτουργία τοῦ ἐπιθυμητικοῦ. Νά σημειώσουμε ἐδῶ πώς στήν ἄρρωστη αὐτή λειτουργία τῆς προαίρεσης, καίριο ρόλο παίζει καί ἡ φανταστική λειτουργία τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀνάλογα μέ τή συνέργεια τῆς ἐπιθυμίας καί τῆς φαντασίας δημιουργεῖται καί τό ἀνάλογο πάθος.
Τότε ἡ ψυχική δύναμη ἀρχίζει νά εἶναι κακή καί θέλει διόρθωση. Τότε πιά γίνεται πάθος μέ τήν κακή του ἔννοια καί ἔκφραση, ὅπως κατά κανόνα τό καταλαβαίνουμε καί τό συζητοῦμε μεταξύ μας. Τότε εἶναι μιά ἄρρωστη λειτουργία τοῦ ἐγώ, γι αὐτό καί ὁ ἐγωϊσμός ἤ φιλαυτία ἐπί τό ἐκκλησιαστικότερον, εἶναι κατά τήν πατερική ἐμπειρία καί διδασκαλία, ἡ αἰτία καί μητέρα ὅλων τῶν παθῶν.
Ἐάν τώρα τό καταλάβουμε ἔγκαιρα καί προσπαθήσουμε, μποροῦμε σχετικά εὔκολα νά τό διορθώσουμε, γιατί εἶναι στήν ἀρχή, «μόλις φύτρωσε». Ἄν ὅμως τό ἀφήσουμε νά λειτουργήσει καιρό, (συνήθως ἔτσι γίνεται γιατί δουλεύει καί ἡ φαντασία καί δημιουργεῖ εἰκόνες καί ἐνδεχόμενα πού μᾶς ἀρέσουν), τότε ριζώνει βαθιά μέσα μας, ἀποκτᾶ δύναμη καί δέν διορθώνεται, ξεριζώνεται, φεύγει εὔκολα. Ἀντιθέτως γίνεται ἐξάρτηση, δηλαδή πάθος. Γίνεται ἡ κακή ἔξη-συνήθειά μας, «τό χούϊ» πού λέγανε οἱ παλιοί. Ἀποκτᾶ δύναμη ἐπάνω μας καί μᾶς ὁρίζει, δέν τό ὁρίζουμε. Μπορεῖ νά ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι εἶναι πρόβλημα, ἀλλά δέν ἔχουμε τή δύναμη νά τό πολεμήσουμε καί συνεχῶς μᾶς νικᾶ.
Τότε γίνεται καί λαβή γιά τόν πονηρό, ἀπό τήν ὁποία αὐτός πιάνεται καί δημιουργεῖ πειρασμικά-ἐρεθιστικά δεδομένα, δουλεύοντας πλέον μέ τή φαντασία μας. Ἀπό αὐτό μᾶς γνωρίζει, ἔρχεται κοντά μας καί μᾶς πειράζει, ἀφοῦ ἔτσι τελικά τοῦ δίνουμε δικαιώματα σέ ἐμᾶς. Λέμε συνήθως ὅτι ὁ πονηρός μᾶς πειράζει καί πώς αὐτό τό κάνει ἀπό μόνος του κι ἔτσι κατά κάποιο τρόπο δικαιωνόμαστε. Βρίσκουμε ἄλλοθι. Δε διαφωνῶ πώς ἔτσι γίνεται. Ἡ δουλειά του εἶναι νά πειράζει. Νομίζω ὅμως πώς ὁ πονηρός ἔρχεται καί μᾶς πειράζει ἐπειδή διά τῶν παθῶν ἔχει ἐπάνω μας δικαιώματα. Τά ἀποκτᾶ ἀπό τήν ἀδυναμία μας... Μᾶς γνωρίζει πιό εὔκολα μέ αὐτά. Καί βέβαια ὅταν ἐμεῖς ἐνεργοῦμε ἕνα πάθος, δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε πώς πιάνουμε φιλία καί κουβέντα μαζί του.
Αὐτή σέ ἀδρές γραμμές εἶναι ἡ διαδικασία διά τῆς ὁποίας αὐτές οἱ ἀπό Θεοῦ δοσμένες καί τοποθετημένες δυνάμεις τῆς ὑπάρξεώς μας στήν ψυχή μας, τά πάθη, μποροῦν νά ἀρρωστήσουν καί νά γίνουν πρόβλημα καί ἁμαρτία. Νά γίνουν ἀπό ἀπάθεια, ἐμπάθεια. Ἡ ἀπάθεια δέν εἶναι μιά κατάσταση κατά τήν ὅποία ὁ ἄνθρωπος εἶναι θά λέγαμε ἀναίσθητος. Ἡ ἀπάθεια εἶναι μία κατάσταση κατά τήν ὅποία τά πάθη-δυνάμεις, λειτουργοῦν φυσιολογικά καί ὡφέλιμα γιά τόν ἄνθρωπο. Ἄρα δέν τόν ὁδηγοῦν σέ ἁμαρτωλές καταστάσεις. Τά πάθη δέν εἶναι περιττά καί ἄχρηστα. Εἶναι δοσμένα ἀπό τό Θεό καί χρήσιμα. Εἶναι μέρος τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὑπάρξεως καί δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ.
Χωρίς πάθη, δηλαδή ἐπιθυμίες, δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά ζήσει ἄνθρωπος. Ἄνθρωπος πού δέ θέλει, εἶναι ζωντανός νεκρός. Ἄρα λοιπόν τό ζητούμενο δέν εἶναι νά τά ξεριζώσουμε (αὐτοκτονία), ἀλλά νά τά θεραπεύσουμε. Νά τά διορθώσουμε. Ὅπως τό ζάχαρο, τή χολιστερίνη π.χ. Κάποια στιγμή ἀπορυθμίζονται καί θέλουν ρύθμιση. Ἔτσι καί τά πάθη. Ὁταν ἀπορυθμιστοῦν θέλουν ρύθμισμα, δηλαδή διόρθωση.
Αὐτό μᾶς τό διδάσκει ἕνας μεγάλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ὁ θεωρός τοῦ ἀκτίστου φωτός καί διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁ ὁποῖος μᾶς τονίζει πώς δέν πρέπει νά προσπαθοῦμε νά ξεριζώσουμε τά πάθη, ἀλλά ἀπό φίλαυτα ἐγωϊστικά, νά προσπαθήσουμε νά τά μετατρέψουμε σέ φιλάδελφα καί ἔκφραση ἀγάπης Χριστοῦ καί χαρά κοινωνίας μέ τούς ἄλλους.
Στήν προσπάθεια μας γιά τή θεραπεία αὐτή, μόνος τρόπος εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ μετοχή μας καί συμμετοχή μας στήν πίστη, τή ζωή καί τή λατρεία τῆς ἐκκλησίας μας. Ἡ ὁποία ὅπως λέμε εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι «ὁ ἱατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν.» Ἄρα μετέχοντας συνειδητά στό σῶμα Του αὐτό, στήν πραγματικότητα θεραπεύουμε τίς ὑπάρξεις μας ἀπό τίς ἀσθένειες τῶν παθῶν, μέ γιατρό τόν ἴδιο τό Χριστό καί δίνουμε στή ζωή μας αἴσθηση καί μετοχή αἰωνιότητας. Μετέχουμε στήν παραδείσια αἰωνιότητα τοῦ Χριστοῦ μας.
Τό ὅπλο μέ τό ὁποίο θά δώσουμε αὐτόν τό θεραπευτικό ἀγώνα, εἶναι ἡ νηστεία. Ἡ νηστεία ὅμως ὄχι μόνο ἡ ὑλική ἀλλά καί ἡ πνευματική. Νηστεία δέν εἶναι μόνο ἡ ἀποχή ἀπό τίς τροφές, ἀλλά ἡ ἀποχή ἀπό κάθε τι πού εἶναι αἰτία καί ἀφορμή γιά νά μποῦμε σέ πειρασμό καί νά ἁμαρτήσουμε, δηλαδή νά ζήσουμε ἐμπαθῶς καί φιλήδονα. Αὐτός ὁ τρόπος νηστείας εἶναι ὁ μόνος μέ τόν ὁποίο μποροῦμε νά ἐλέγξουμε καί νά ρυθμίσουμε τίς ἀνάγκες μας ὥστε νά λειτουργοῦν σωστά καί ὡφέλιμα γιά ἐμᾶς. Νά ἐλέγξουμε τά πάθη μας. Καί αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη προετοιμασία γιά νά εἴμαστε ἔτοιμοι νά ἀφήσουμε κάποτε «τόν μάταιο τοῦτο κόσμο.» Νά γίνουμε ἔτοιμοι γιά τήν ἄλλη ζωή ὅπου ἐκεῖ τόπο καί ἄνεση ἔχουν τά ρυθμισμένα πάθη. Ἡ νηστεία εἶναι ὁ μόνος τρόπος καί μιά προπαιδεία γιά νά προσεγγίσουμε καί νά οἰκιοποιηθοῦμε ἀπό τώρα, τήν ἄλλη ζωή...
Ἄρα τί λέτε; Πρέπει νά νηστεύουμε ἤ ὄχι;
π.Φιλιππος Μπεναζης Ι Ν ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΡΑΜΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου