18 Απριλίου, 2019

ΕΠΑΘΕΝ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΕΣΩΣΕΝ ΩΣ ΘΕΟΣ



Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ γιορτάζουμε τὸ συγκλονιστικότερο γεγονὸς ἀπὸ ὅσα εἶδε ποτὲ ὁ κόσμος: τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὴ μεγάλη, μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη θυσία του, διὰ τῆς ὁποίας κατορθώθηκε ἡ αἰώνια σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸ ἀναφέρει λιτότατα μὲ δώδεκα λέξεις: «Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτόν» (Λουκ. κγ΄ [23] 33). Ἀλλὰ ποιὸς εἶναι αὐτὸς μπροστὰ στὸν Ὁποῖο ἡ ἀχάριστη ἀνθρωπότητα μένει ἀναίσθητη, ἐνῶ ἡ ἄψυχη κτίση πάσχει μαζί του, κλονίζεται καὶ πενθεῖ; Ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ εἶναι  καρφωμένος  ὄχι   ἁπλὸς ἄνθρωπος· ἀλλὰ 
τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς, ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δημιουργὸς καὶ προνοητὴς τοῦ κόσμου. Αὐτὸ ἦταν φανερὸ καὶ ἀπὸ τὴ σύντομη ζωὴ καὶ δράση του στὴ γῆ. Καθαρότατα ὅμως καὶ σαφέστατα φαίνεται κατὰ τὸ σωτήριο Πάθος του. Τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τοῦ σεπτοῦ Πάθους του τὰ εἶχαν προκηρύξει οἱ πνευματέμφοροι προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὰ προεῖπε ἐπίσης ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ σταυρική του θυσία. Ὅλα αὐτὰ ἦταν σαφὴς μαρτυρία ὅτι ὁ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ κρεμάμενος εἶναι θεῖο πρόσωπο, εἶναι ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Ὅτι ἦταν καὶ ἄνθρωπος ἀληθινὸς βεβαιώνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἔζησε ὡς τέλειος ἄνθρωπος μὲ ὅλα μὲν τὰ ἀδιάβλητα πάθη, διότι πείνασε καὶ δίψασε καὶ κοπίασε καὶ πόνεσε καὶ πέθανε, ἀλλὰ χωρὶς ἁμαρτία. Ἦταν ὅμως ταυτόχρονα καὶ τέλειος Θεός. Ἀπόδειξη, ὅτι καὶ στὸ ἁπλὸ νεῦμα του ὑπάκουαν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Οἱ νεκροὶ ἄκουγαν  τὴ  φωνή  του  καὶ  ἀναζοῦσαν.  Μὲ  τὸ 
λόγο του σώματα θεραπεύονταν ἀμέσως καὶ ψυχὲς λυτρώνονταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὅταν δὲ τὸ ζωηφόρο σῶμα του καρφώθηκε πάνω στὸ Σταυρό, ἔγινε ἕνας ἀνερμήνευτος ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο λογικὸ συγκλονισμὸς τῶν στοιχείων τῆς φύσεως. Καὶ ἐνῶ κατετέθη στὸ καινὸ μνημεῖο ὡς νεκρός, ἀναστήθηκε «ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου» τὴν τρίτη ἡμέρα ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. 
 Τέλειος λοιπὸν  Θεὸς  καὶ   τέλειος ἄνθρωπος. Διότι ἂν δὲν ἦταν τέλειος Θεός, γιατί συνταράχθηκε κατὰ τὴ Σταύρωσή του ἡ κτίση; Ἂν δὲν ἦταν ἀληθὴς ἄνθρωπος, τότε ποιὸν ἔδεσαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ὁδήγησαν καὶ παρέδωσαν στὸν Πόντιο Πιλάτο; Ἂν δὲν ἦταν τέλειος ἄνθρωπος, τότε ποιὸς ἦταν καρφωμένος πάνω στὸ Σταυρὸ καὶ ποιὸς ἔπασχε; Κι ἂν δὲν ἦταν τέλειος Θεός, ποιὸς ἔσειε τὴ γῆ καὶ ἔκρυβε τὸν ἥλιο; Τίνος τὴν πλευρὰ τρύπησε ἡ λόγχη, ἂν δὲν ἦταν τέλειος ἄνθρωπος; Καὶ τίνος ὁ θάνατος ἄνοιξε τοὺς τάφους καὶ ἀνέστησε τοὺς νεκρούς, ἂν δὲν ἦταν καὶ τέλειος Θεός; Θεάνθρωπος λοιπὸν Ἐκεῖνος ποὺ πάσχει πάνω στὸ Σταυρό. Ἀλλὰ γιατί ἡ σωτηρία μας πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Κύριο; Μὲ τὴν παράβαση τῶν πρωτοπλάστων στὸν Παράδεισο γίναμε ἀποστάτες καὶ ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ δημιουργὸς ὅμως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, μὲ τὴν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν» ἀγάπη του δὲν μποροῦσε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν του, τὴν ἔμψυχη εἰκόνα του, στὴν ἀπώλεια καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Ἔτσι ἡ παναγάπη καὶ ἡ πανσοφία του ἀπέστειλε  σὲ  μᾶς  τοὺς  πλανηθέντες  καὶ 
αἰχμαλωτισθέντες ἀπὸ τὸν δόλιο διάβολο ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας τὸν Υἱό του. Οὔτε ἄνθρωπος ὅσο μεγάλος καὶ ἂν ἦταν, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχάγγελος μποροῦσε νὰ ἐργασθεῖ τέτοιο λυτρωτικὸ ἔργο. Συγκατέβη λοιπὸν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος. 
Στὸ  πρόσωπό   του   ἑνώθηκαν  «ἀχωρίστως, 
ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως καὶ ἀδιαιρέτως» θεία καὶ ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἔτσι ὁ Θεάνθρωπος ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος καὶ ἔσωσε ὡς Θεός. Τὸ πανάγιο αἷμα του «ἔπλυνε τὸν ἰὸν τοῦ ὄφεως», μᾶς καθάρισε ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας, διότι δὲν ἦταν ἁπλὸ ἀνθρώπινο αἷμα ἀλλὰ αἷμα Θεοῦ. Ἦταν αἷμα ἄπειρης ἀξίας καὶ τιμῆς. Αἷμα ποὺ μόνο αὐτὸ εἶχε τὴ δύναμη νὰ μᾶς καθαρίσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ μᾶς προσφέρει αἰώνια λύτρωση καὶ σωτηρία. Νά γιατί ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ  Θεοῦ  καταδέχθηκε  νὰ  γίνει  καὶ 
ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀναλάβει ἐπὶ τῶν ὤμων του τὴν ἁμαρτία ὡς ἀντιπρόσωπός μας καὶ νὰ πάθει ὑπὲρ ἡμῶν καὶ νὰ ταπεινωθεῖ μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ σταυροῦ», γιὰ νὰ ἀνυψωθεῖ ἀπὸ τὴν ἔσχατη πτώση τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ νὰ φανερωθεῖ ἐπὶ γῆς ἡ δόξα τοῦ ἀπείρου Θεοῦ. Τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἄρρητη δόξα τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, δὲν συνιστοῦν τόσο ὁ οὐρανός, οἱ ἀστέρες καὶ ἡ γῆ μὲ ὅλο τὸν πολυποίκιλο καὶ πολυθαύμαστο κόσμο τους, ὅσο τὸ ὅτι ὁ ὑπεράπειρος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ταπεινώθηκε γιὰ μᾶς, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔζησε μεταξύ μας ὁ συνάναρχος καὶ ὁμοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα, ὁ ἀπερίγραπτος καὶ «ἀχώρητος παντί», Αὐτὸς ποὺ συνέχει καὶ συγκρατεῖ «ἐν τῇ δρακὶ αὐτοῦ» (στὴ χούφτα τοῦ χεριοῦ του) τὰ πάντα, αὐτὸς μπροστὰ στὸν Ὁποῖο φρίττουν τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ! 
Καὶ τὸ θαυμαστότερο ὅλων: δὲν μᾶς λύτρωσε μόνο ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο, ἀλλὰ μᾶς ἀνέβασε σὲ ὑπερβάλλουσα δόξα καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ χάριν! Ἰσόβια λοιπόν, αἰώνια δοξολογία καὶ εὐχαριστία ἁρμόζει στὸν θεῖο Λυτρωτή μας, τὸν Ὁποῖο θὰ δοῦμε καὶ πάλι ἐφέτος «κρεμάμενον ἐπὶ ξύλου», «μὴ ἔχοντα εἶδος οὐδὲ κάλλος» (βλ. Ἡσ. νγ΄ 2). 
Δοξολογία καὶ εὐχαριστία ὄχι ἁπλῶς μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ ἁγία βιοτή. Μὲ ὁλόψυχη, ἔμπρακτη, πύρινη ἀγάπη πρὸς τὸ πανάγιο Πρόσωπό του. Καὶ μὲ θυσιαστικὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Ἰδιαίτερα σ’ ὅσους δοκιμάζονται. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄριστος, ὁ καθαυτὸ θεοφιλὴς τρόπος νὰ γιορτάσουμε τὰ σεπτὰ καὶ σωτήρια Πάθη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.Ο ΣΩΤΗΡ2042

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου