Ο τίτλος τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ εἶναι ἀπὸ τὸν 103ο Ψαλμό. Ὁ Ψαλμὸς εἶναι τοῦ Δαβὶδ τοῦ βασιλέως καὶ προφήτου.
Στὸν τελευταῖο στίχο τοῦ Ψαλμοῦ γράφει ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. ργ΄
[103] 35): «Ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς»· εἴθε νὰ
ἐξαφανιστοῦν ἀπὸ τὴ γῆ οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ ἄνομοι ἄνθρωποι.
Νὰ ἐξαφανιστοῦν, νὰ μὴν
ὑπάρχουν, καὶ ὅλοι νὰ ζοῦν ὑποταγμένοι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὤ! Ναί, Κύριε, εὐδόκησε οἱ
πάντες νὰ ἐπιστρέψουν σὲ Σένα. Εὐδόκησε νὰ μὴ μείνει κανεὶς
τυφλὸς μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο
σου. Εὐδόκησε ὅλοι νὰ φωτισθοῦν, νὰ γνωρίσουν τὸ ἄπειρο
μεγαλεῖο σου, τὴ δύναμη, τὴ σοφία σου καὶ τὴν ἀγαθότητά σου.
Ὁ 103ος Ψαλμὸς εἶναι μιὰ περίληψη σὲ ποιητικὴ μορφὴ τῆς
ὅλης δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ φαίνεται ἡ στοργὴ τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται τὸ με
γαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ἡ σοφία καὶ ἀγαθότητά του γιὰ
τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν καθένα μας.
Ὁ ἅγιος Θεός, ὅταν τελείωσε τὸ δημιουργικὸ
ἔργο του, παρουσιάζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ τὸ
ἐπιθεωρεῖ (Γεν. α΄ 31). Καὶ ὅταν τελείωσε τὴν ἐπιθεώρηση, εἶδε ὅτι τὰ πάντα ἦταν ἐξαιρετικὰ καλά,
τὸ καθένα μὲ τὸν σκοπὸ καὶ τὴ χρησιμότητά του.
«Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ
ἰδοὺ καλὰ λίαν».
Ἡ δημιουργία τελείωσε, ἀπουσιάζει ὅμως ὁ βασιλιάς της. Ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας εἶναι ὁ
ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ γράφει σὲ ὁμιλία του ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος. Κατὰ κάποιον τρόπο ὁ Θεὸς λέει
στὸν ἄνθρωπο: Ἡ δημιουργία μου εἶναι στὰ χέρια σου, σοῦ τὴν παραδίδω.
103ος Ψαλμός.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὶς
ἱερὲς Ἀκολουθίες της χρησιμοποιεῖ τὸ Ψαλτήρι.
Ὁ Ἑσπερινὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς
ἑπομένης ἡμέρας. Ἡ Ἐκκλησία διάλεξε ὁ Ἑσπερινὸς νὰ ἀρχίζει μὲ τὸν 103ο Ψαλμό. Τὸν ὀνόμασε «Προοιμιακόν», διότι εἶναι τὸ προοίμιο, ἡ
ἀρχή. Μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἄλλης
ἡμέρας, τί θὰ δοῦμε, τί θὰ ἀπολαύσουμε, πόσο θὰ χαροῦμε τὴν ὅλη δημιουργία. Σὲ μᾶς τοὺς
ἀνθρώπους προσφέρει ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο.
Ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ δῶρο; Ἡ ἡμέρα μας νὰ ἀρχίζει μὲ τὴν ὅλη δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἥλιος τήν
ἀρχίζει. Ὁ ἥλιος δίνει στὴν ἡμέρα τὸ φῶς, κάνει
ὁρατὸ τὸν κόσμο· καὶ ὄχι μόνο χαρίζει τὸ χάρισμα νὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ χαρίζει καὶ τὴν
αὔξηση καὶ τὴν τροφή. Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Πόσες φορὲς δὲν
θελήσαμε νὰ ἀνεβοῦμε ψηλὰ νὰ δοῦμε
τὸν ἥλιο «νὰ βασιλεύει», νὰ δεσπόζει,
νὰ κυριαρχεῖ, ἢ νὰ ἀνατέλλει, νὰ βγαίνει
ἀπὸ μιὰ κορφὴ ἑνὸς βουνοῦ ἢ ἀπὸ τὴ
θάλασσα καὶ νὰ φωτίζει τὴ γῆ. Θαῦμα!
Τὸ φῶς του, ἡ θερμότης του, οἱ θερα
πευτικὲς ἰδιότητές του, ἡ εὐλογία του στὰ
δένδρα, στοὺς καρποὺς τῆς γῆς.
Νὰ ’ρθοῦμε τώρα στὰ δάση μὲ τὴν ὀμορφιά τους, μὲ τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ζῶα
ποὺ κυκλοφοροῦν. Νὰ πιοῦμε νερὸ ἀπὸ
μιὰ πηγή... τὸ νερὸ εἶναι κρύσταλλο, παγωμένο, καὶ ὁ ὁδοιπόρος πίνει. Νὰ δοῦμε τὶς κοιλάδες μὲ τὰ καρποφόρα δένδρα, ἢ τὰ στάχυα ἕτοιμα γιὰ θερισμό.
Νὰ ἔρθουμε κατόπιν στὴ θάλασσα! Τί
μποροῦμε νὰ ποῦμε, τί μποροῦμε νὰ πε
ριγράψουμε; Τὰ πλήθη τῶν ψαριῶν; Τὴ
γεύση τους; Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὰ τεράστια
πλοῖα ποὺ τὴ διασχίζουν; Ποῦ νὰ κοιτάξεις καὶ νὰ μὴ θαυμάσεις; Τὴ γαλήνη της;
Τὴ φουρτούνα της; Τὴ δροσιά της μὲ τὸ
κολύμπι; Θεέ μου, τί εἶναι ἡ θάλασσα! Ὁ
οὐρανός! Ἡ γῆ! Τὸ βράδυ ὁ ἥλιος θὰ δύσει, καὶ λέμε σήμερα «ὁ ἥλιος ἐβασίλευ
σε», ἔκανε τὸ ἔργο του.
Ἂς δοῦμε τώρα ἕνα ἀγριολούλουδο. Ἡ
ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ
εἶναι στὰ χρώματα τῶν φύλλων του, στὴν
ὅλη παρουσία του. Κοιτάξτε τὴν ὀμορφιά του. Ἕνα ἀγριολούλουδο! Ποιὸς τὸ
πότισε; Ἡ βροχή, ὁ Θεός. Ποιὸς τὸ φύτεψε; Ὁ Θεός. Ποιὸς τὸ θαυμάζει; Ἐμεῖς οἱ
ἄνθρωποι. Ἡ ὀμορφιά τῆς δημιουργίας,
τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ σ’ ἕνα ἀγριολούλουδο.
Τώρα ὁ Δαβὶδ ἀποφασίζει νὰ τραγουδήσει τὸν Ψαλμό, νὰ τὸν ψάλει. Πιάνει
τὴ λύρα του καὶ μὲ τὰ δάχτυλά του κτυπάει τὶς χορδές. Ὁ χαρούμενος ὕμνος ἀκούγεται, οἱ μουσικοὶ φθόγγοι, ἡ φωνὴ
τοῦ Δαβίδ. Ὁ ὕμνος προχωρεῖ... σὲ μιὰ
στιγμὴ ὅμως οἱ μουσικοὶ φθόγγοι καὶ ἡ
φωνὴ τοῦ Δαβὶδ ἀκούγονται θλιμμένα.
Ἔφθασε στὸ στίχο: «Ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοί...». Κάτι παθαίνει ὁ Δαβίδ. Ἡ ἁμαρτία
σκιάζει τὴ δημιουργία! Οἱ ἁμαρτωλοί! Ὁ
ἁμαρτωλός! Εἶναι ἡ παραφωνία στὸν
ὕμνο ποὺ ψάλλει ὅλη ἡ πλάση στὸν Δημιουργό της.
Κάποιος ποιητὴς γράφει σχετικά:
«Τ’ ἀηδόνια αὐτὰ ποὺ κελαϊδοῦν μοῦ
φαίνονται πὼς κλαῖνε».
Κλαῖνε! Γιατί κλαῖνε; Ἐμεῖς δὲν λέμε
ὅτι ἡ φύση μετὰ τὴν πτώση στενάζει καὶ
ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία (πρβλ. Ρωμ.
η΄ 19); Καὶ τὰ ἀηδόνια ἔχασαν κι αὐτὰ
τὴν ἁρμονία, τραγουδοῦν σὰν νὰ κλαῖνε,
λέει ὁ ποιητής.
Ἄλλος ποιητής, ὅταν τὸν παρακινεῖ
κάποιος «κοίταξε τὴ φύση, κοίταξε τὴν
ἁρμονία, κοίταξε τὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ θὰ
σοῦ δώσει τὴ σωτηρία σου», ἀπαντᾶ:
«Τέτοια συμβουλὴ σὲ μένα φυσικὰ δὲν
ὠφελεῖ, κι’ ὅσα χείλη μοῦ τὸ λένε...
ὅλη
ἡ πλάση σὲ προσμένει γιὰ νὰ σύρεις
τὸν χορό!...
Μὴ ζητᾶς νὰ μ’ ἀναστήσεις·
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ».
Ἡ ἁμαρτία τὸν κυριεύει, δὲν τὸν ἀφήνει νὰ χαρεῖ τὴ φύση, τὴν ἁρμονία της,
τὸν Θεό.
Τώρα ὁ Δαβὶδ ξεπερνᾶ τὸν στίχο «ἐκλείποιεν» καὶ συνεχίζει νὰ ψάλει, νὰ τραγουδᾶ τὸν 103ο μὲ χαρούμενο καὶ θριαμβευτικὸ τόνο. Βρῆκε τὸν ρυθμὸ τῆς πίστεώς του στὸ Θεό. Δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ
τοὺς ἁμαρτωλούς, ὄχι. Δὲν ἀδιαφορεῖ.
Στρέφεται πρὸς τὸν Θεό.
Θὰ κλείσει τὸ τραγούδι του μὲ τὸν στίχο τοῦ Ψαλμοῦ ποὺ ἄρχισε: «Εὐλόγει,
ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον...». Καὶ τὸ τέ
λος τοῦ 103ου Ψαλμοῦ: «Εὐλόγει, ἡ ψυ
χή μου, τὸν Κύριον». Τί λένε αὐτοὶ οἱ δύο
στίχοι; Θεέ μου, Ἐσὺ μᾶς εὐλογεῖς μὲ τὴ
δημιουργία σου κι ἐμεῖς μὲ τὴν ψυχή μας
ἀνοιχτὴ εὐλογοῦμε Ἐσένα. Αὐτὸς εἶναι ὁ
μόνος δρόμος. Ἐμεῖς νὰ εὐλογοῦμε Ἐσένα, τὸν Δημιουργό μας! Τὸν Κύριο καὶ
Θεό μας!Ο ΣΩΤΗΡ2044
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου