24 Μαΐου, 2019

Εἴθε νὰ ἐξαφανιστοῦν ἀπὸ τὴ γῆ οἱ ἁ­μαρτωλοὶ καὶ οἱ ἄνομοι ἄνθρω­ποι.


Ο τίτλος τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ εἶναι ἀπὸ τὸν 103ο Ψαλμό. Ὁ Ψαλμὸς εἶναι τοῦ Δαβὶδ  τοῦ βασιλέως καὶ προφήτου. Στὸν τελευταῖο στίχο τοῦ Ψαλ­μοῦ γράφει ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. ργ΄ [103] 35): «Ἐκλείποιεν ἁμαρτω­λοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥσ­τε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς»· εἴθε νὰ ἐξαφανιστοῦν ἀπὸ τὴ γῆ οἱ ἁ­μαρτωλοὶ καὶ οἱ ἄνομοι ἄνθρω­ποι. 
Νὰ ἐξαφανιστοῦν, νὰ μὴν ὑπάρχουν, καὶ ὅλοι νὰ ζοῦν ὑ­ποταγμένοι στὸ θέλημα τοῦ Θε­οῦ. Ὤ! Ναί, Κύριε, εὐδόκησε οἱ πάντες νὰ ἐπιστρέψουν σὲ Σέ­να. Εὐδόκησε νὰ μὴ μείνει κανεὶς τυφλὸς μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο σου. Εὐδόκησε ὅλοι νὰ φωτι­σθοῦν, νὰ γνωρίσουν τὸ ἄπειρο μεγαλεῖο σου, τὴ δύναμη, τὴ σο­φία σου καὶ τὴν ἀγαθότητά σου. Ὁ 103ος Ψαλμὸς εἶναι μιὰ πε­ρίληψη σὲ ποιητικὴ μορφὴ τῆς ὅλης δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἐ­δῶ φαίνεται ἡ στοργὴ τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται τὸ με­ γαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ἡ σοφία καὶ ἀγαθότητά του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν καθένα μας. Ὁ ἅγιος Θεός, ὅταν τελείωσε τὸ δημιουργικὸ ἔργο του, παρουσιάζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ τὸ ἐπιθεωρεῖ (Γεν. α΄ 31). Καὶ ὅταν τελείωσε τὴν ἐπι­θεώρηση, εἶδε ὅτι τὰ πάντα ἦταν ἐξαιρετικὰ καλά, τὸ καθένα μὲ τὸν σκοπὸ καὶ τὴ χρησιμότητά του. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν». Ἡ δημιουργία τελείωσε, ἀπουσιάζει ὅμως ὁ βα­σιλιάς της. Ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ γράφει σὲ ὁμιλία του ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Κατὰ κάποιον τρόπο ὁ Θεὸς λέει στὸν ἄνθρωπο: Ἡ δημιουργία μου εἶναι στὰ χέ­ρια σου, σοῦ τὴν παραδίδω. 
 103ος Ψαλμός. 
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες της χρησιμοποιεῖ τὸ Ψαλτήρι. Ὁ Ἑσπερινὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Ἡ Ἐκκλησία διάλεξε ὁ Ἑσπε­ρινὸς νὰ ἀρχίζει μὲ τὸν 103ο Ψαλμό. Τὸν ὀνό­μασε «Προοιμιακόν», διότι εἶναι τὸ προοίμιο, ἡ ἀρχή. Μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἄλλης ἡμέρας, τί θὰ δοῦμε, τί θὰ ἀπολαύσουμε, πό­σο θὰ χαροῦμε τὴν ὅλη δημιουργία. Σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους προσφέρει ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο. Ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ δῶρο; Ἡ ἡμέρα μας νὰ ἀρχί­ζει μὲ τὴν ὅλη δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἥλιος τήν ἀρχίζει. Ὁ ἥλιος δίνει στὴν ἡμέρα τὸ φῶς, κάνει ὁρατὸ τὸν κόσμο· καὶ ὄχι μόνο χαρίζει τὸ χάρι­σμα νὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ χαρίζει καὶ τὴν αὔξηση καὶ τὴν τροφή. Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Πόσες φορὲς δὲν θελήσαμε νὰ ἀνεβοῦμε ψηλὰ νὰ δοῦμε τὸν ἥλιο «νὰ βασιλεύει», νὰ δεσπόζει, νὰ κυριαρχεῖ, ἢ νὰ ἀνατέλλει, νὰ βγαίνει ἀπὸ μιὰ κορφὴ ἑνὸς βουνοῦ ἢ ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ νὰ φωτίζει τὴ γῆ. Θαῦμα! Τὸ φῶς του, ἡ θερμότης του, οἱ θερα­ πευτικὲς ἰδιότητές του, ἡ εὐλογία του στὰ δένδρα, στοὺς καρποὺς τῆς γῆς. Νὰ ’ρθοῦμε τώρα στὰ δάση μὲ τὴν ὀ­μορφιά τους, μὲ τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ζῶα ποὺ κυκλοφοροῦν. Νὰ πιοῦμε νερὸ ἀπὸ μιὰ πηγή... τὸ νερὸ εἶναι κρύσταλλο, πα­γωμένο, καὶ ὁ ὁδοιπόρος πίνει. Νὰ δοῦ­με τὶς κοιλάδες μὲ τὰ καρποφόρα δέν­δρα, ἢ τὰ στάχυα ἕτοιμα γιὰ θερισμό. Νὰ ἔρθουμε κατόπιν στὴ θάλασσα! Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε, τί μποροῦμε νὰ πε­ ριγράψουμε; Τὰ πλήθη τῶν ψαριῶν; Τὴ γεύση τους; Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὰ τεράστια πλοῖα ποὺ τὴ διασχίζουν; Ποῦ νὰ κοιτά­ξεις καὶ νὰ μὴ θαυμάσεις; Τὴ γαλήνη της; Τὴ φουρτούνα της; Τὴ δροσιά της μὲ τὸ κολύμπι; Θεέ μου, τί εἶναι ἡ θάλασσα! Ὁ οὐρανός! Ἡ γῆ! Τὸ βράδυ ὁ ἥλιος θὰ δύ­σει, καὶ λέμε σήμερα «ὁ ἥλιος ἐβασίλευ­ σε», ἔκανε τὸ ἔργο του. Ἂς δοῦμε τώρα ἕνα ἀγριολούλουδο. Ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ εἶναι στὰ χρώματα τῶν φύλλων του, στὴν ὅλη παρουσία του. Κοιτάξτε τὴν ὀμορ­φιά του. Ἕνα ἀγριολούλουδο! Ποιὸς τὸ πότισε; Ἡ βροχή, ὁ Θεός. Ποιὸς τὸ φύτε­ψε; Ὁ Θεός. Ποιὸς τὸ θαυμάζει; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ἡ ὀμορφιά τῆς δημιουργίας, τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ σ’ ἕνα ἀγριολού­λουδο. Τώρα ὁ Δαβὶδ ἀποφασίζει νὰ τραγου­δήσει τὸν Ψαλμό, νὰ τὸν ψάλει. Πιάνει τὴ λύρα του καὶ μὲ τὰ δάχτυλά του κτυ­πάει τὶς χορδές. Ὁ χαρούμενος ὕμνος ἀ­κούγεται, οἱ μουσικοὶ φθόγγοι, ἡ φωνὴ τοῦ Δαβίδ. Ὁ ὕμνος προχωρεῖ... σὲ μιὰ στιγμὴ ὅμως οἱ μουσικοὶ φθόγγοι καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Δαβὶδ ἀκούγονται θλιμμένα. Ἔφθασε στὸ στίχο: «Ἐκλείποιεν ἁμαρτω­λοί...». Κάτι παθαίνει ὁ Δαβίδ. Ἡ ἁμαρτία σκιάζει τὴ δημιουργία! Οἱ ἁμαρτωλοί! Ὁ ἁμαρτωλός! Εἶναι ἡ παραφωνία στὸν ὕμνο ποὺ ψάλλει ὅλη ἡ πλάση στὸν Δη­μιουργό της. Κάποιος ποιητὴς γράφει σχετικά: «Τ’ ἀηδόνια αὐτὰ ποὺ κελαϊδοῦν μοῦ φαίνονται πὼς κλαῖνε». Κλαῖνε! Γιατί κλαῖνε; Ἐμεῖς δὲν λέμε ὅτι ἡ φύση μετὰ τὴν πτώση στενάζει καὶ ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία (πρβλ. Ρωμ. η΄ 19); Καὶ τὰ ἀηδόνια ἔχασαν κι αὐτὰ τὴν ἁρμονία, τραγουδοῦν σὰν νὰ κλαῖνε, λέει ὁ ποιητής. Ἄλλος ποιητής, ὅταν τὸν παρακινεῖ κάποιος «κοίταξε τὴ φύση, κοίταξε τὴν ἁρμονία, κοίταξε τὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ θὰ σοῦ δώσει τὴ σωτηρία σου», ἀπαντᾶ: 
 «Τέτοια συμβουλὴ σὲ μένα φυσικὰ δὲν ὠφελεῖ, κι’ ὅσα χείλη μοῦ τὸ λένε... 
ὅλη ἡ πλάση σὲ προσμένει γιὰ νὰ σύρεις τὸν χορό!... 
Μὴ ζητᾶς νὰ μ’ ἀναστήσεις· 
 ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ». 
 Ἡ ἁμαρτία τὸν κυριεύει, δὲν τὸν ἀφή­νει νὰ χαρεῖ τὴ φύση, τὴν ἁρμονία της, τὸν Θεό. Τώρα ὁ Δαβὶδ ξεπερνᾶ τὸν στίχο «ἐκ­λείποιεν» καὶ συνεχίζει νὰ ψάλει, νὰ τρα­γουδᾶ τὸν 103ο μὲ χαρούμενο καὶ θρι­αμβευτικὸ τόνο. Βρῆκε τὸν ρυθμὸ τῆς πί­στεώς του στὸ Θεό. Δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, ὄχι. Δὲν ἀδιαφορεῖ. Στρέφεται πρὸς τὸν Θεό. Θὰ κλείσει τὸ τραγούδι του μὲ τὸν στί­χο τοῦ Ψαλμοῦ ποὺ ἄρχισε: «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον...». Καὶ τὸ τέ­ λος τοῦ 103ου Ψαλμοῦ: «Εὐλόγει, ἡ ψυ­ χή μου, τὸν Κύριον». Τί λένε αὐτοὶ οἱ δύο στίχοι; Θεέ μου, Ἐσὺ μᾶς εὐλογεῖς μὲ τὴ δημιουργία σου κι ἐμεῖς μὲ τὴν ψυχή μας ἀνοιχτὴ εὐλογοῦμε Ἐσένα. Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος δρόμος. Ἐμεῖς νὰ εὐλογοῦμε Ἐσέ­να, τὸν Δημιουργό μας! Τὸν Κύριο καὶ Θεό μας!Ο ΣΩΤΗΡ2044

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου