Ευλογω τον Θεο σημαινει δοξαζω τον Θεο.
Οταν δοξαζει τον Θεο ο ανθρωπος δοξαζεται και αυτος ο ιδιος.
Oἱ Τρεῖς Παῖδες στοὺς στίχ. 59-67
καλοῦν τέλος σὲ ὕμνο καὶ δοξολογία τὸν ἄνθρωπο. Ἀκολου
θοῦν δηλαδὴ καὶ πάλι τὴν τάξη
τῆς κοσμοποιΐας. Διότι ὁ ἄνθρωπος
δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως
γράφει ἡ «Γένεσις», τελευταῖος ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα κτίσματα ὡς ἐπίγειος βασιλιὰς ὅλου τοῦ κτιστοῦ κόσμου. «Τελευταῖον τάσσεται τὸ ἀνθρώπινον γένος, οὐ κατὰ τὴν ἀξίαν, ἀλλὰ διὰ τὴν
δημιουργίαν»1.
Οἱ ὅσιοι Παῖδες καλώντας σὲ ὕμνο καὶ δοξολογία τελευταῖο
ἀπ’ ὅλα τὸ ἀνθρώπινο γένος «ἐφύλα
ξαν τῆς κοσμογονίας τὴν τάξιν»2.
Οἱ ἄνθρωποι, παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «εὐλογοῦντες», δοξάζοντας
δηλαδὴ τὸν Θεό, καθιστοῦν λαμπρότερο τὸν ἑαυτό τους. Ὁ δὲ Θεὸς εὐλογώντας τὸν ἄνθρωπο τὸν καθιστᾶ ασφαλέστερο καὶ λαμπρότερο, ὅπως
εἶχε κάνει τὸν Ἀβραάμ. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ τοῦτο: Εἶτε ὁ Θεὸς εὐλογεῖ
τὸν ἄνθρωπο, εἴτε ὁ ἄνθρωπος εὐλογεῖ
(δοξολογεῖ) τὸν Θεό, καὶ στὶς δύο περιπτώσεις κερδισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Διότι «τὸ θεῖον (εἶναι) ἀπροσδεές»· ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη κανενός3.
Μετὰ τὴν πρόσκληση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως σὲ ὑμνωδία τοῦ Θεοῦ οἱ
Τρεῖς Παῖδες διαιροῦν καὶ πάλι τοὺς
ἀνθρώπους σὲ τρεῖς τάξεις, παρακινώντας τὴν κάθε τάξη νὰ δοξολογήσει
τὸν Θεό.
Καὶ πρῶτα ἀπὸ ὅλους καλοῦν
τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ (στίχ. 60), «ὡς τὸ
ἐπὶ γῆς ἐξαίρετον γένος» (ἐδῶ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος ἐννοεῖ βέβαια τὸν παλαιὸ Ἰσραήλ). Ἀλλὰ καὶ τὸν Ἰσραὴλ διαιροῦν «πολλαχῶς» (κατὰ πολλοὺς
τρόπους) καὶ ὁρίζουν πρῶτα τοὺς ἱερεῖς, διότι αὐτοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ τελοῦσαν «τὴν θείαν λειτουργίαν» (Θεοδώρητος). Τοὺς προτάσσουν δὲ πρὸς
«ἔλεγχον τῶν ἱερέων τῶν ψευδωνύμων
θεῶν» (Χρυσόστομος). Γιὰ νὰ μὴ θεωρηθοῦν ὅμως ὅτι καλοῦν σὲ δοξολογία
τοῦ Θεοῦ μόνο τοὺς ἱερεῖς, καλοῦν καὶ
τοὺς «δούλους Κυρίου» (στίχ. 62). Μὲ
αὐτὸ διδάσκουν ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ
ὑπηρετεῖ κανεὶς τὸν Κύριο, ἔστω κι ἄν
δὲν εἶναι ἱερέας (Θεοδώρητος).
Κατὰ τὸν Θεοδώρητο οἱ Τρεῖς Παῖδες, μὲ τὴ φράση «εὐλογεῖτε πνεύματα καὶ ψυχαὶ δικαίων τὸν Κύριον» (στίχ.
63), «προκηρύττουσι τὴν ἀνάστασιν».
«Πνεύματα καὶ ψυχαὶ δικαίων· τουτέστιν, αἱ πνευματικαὶ τῶν δικαίων ψυχαί,
αἱ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν ὑπέρτεραι
γενόμεναι», αὐτὲς ποὺ δέχθηκαν «τοῦ
Πνεύματος τὴν χάριν».
Στὴ συνέχεια οἱ θεοσεβεῖς Τρεῖς Παῖδες καλοῦν σὲ δοξολογία καὶ ὕμνο τοῦ
ὑπερυμνήτου Κυρίου τοὺς «ὁσίους καὶ
ταπεινοὺς τῇ καρδίᾳ» (στίχ. 64). Αὐτοὺς ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν ἀρετή
τους καὶ μάλιστα τοὺς ἀφιερωμένους
στὸν Θεὸ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν φρόνημα ταπεινό. Διότι «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι
χάριν» (Παρ. γ΄ 34). Ἀλλ’ ὁ λόγος αὐτὸς φανέρωνε καὶ μιὰ μεγάλη ἀλήθεια:
ὅτι ὁ Θεὸς ἔξω ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο καμίνι «κατέφλεγε τοὺς ἀλαζόνας» Βαβυλωνίους, ἐνῶ «τοὺς ὁσίους καὶ ταπεινοὺς» Τρεῖς Παῖδας «ἐν μέσῳ τοῦ
πυρός διεφύλαξεν». Γι’ αὐτὸ «καὶ συνεχόρευσε τοῖς ἁγίοις τὸ πῦρ»· ἄλλωστε
μὲ ὅλα τὰ ἄλλα εἶχε κληθεῖ καὶ τὸ πῦρ
νὰ ὑμνήσει τὸν Δημιουργό. Ἔτσι διδάσκονταν οἱ Βαβυλώνιοι μάγοι, ἀπὸ τοὺς
ὁποίους ἐτιμᾶτο «τὸ πῦρ, ὅτι τοῦτο οὐκ
ἔστι τῶν προσκυνουμένων, ἀλλὰ τῶν
προσκυνούντων»4.
Πολὺ χαρακτηριστικὰ παρατηρεῖ ὁ
Θεοδώρητος τὰ ἀκόλουθα: Ὅλα ὅσα
προηγήθηκαν δὲν ἦταν μιὰ ἄχρηστη
φλυαρία τῶν Τριῶν Παίδων. Ὄχι! Ὅλα
αὐτὰ τὰ εἶπαν γιὰ δύο λόγους:
α) Γιὰ νὰ θερμάνουν περισσότερο
τὴν ἀγάπη τους στὸν Κύριο, ὑπενθυμίζοντας τὶς ἀνείπωτες εὐεργεσίες τοῦ
Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος χάριν τῶν λογικῶν ανθρώπων δημιούργησε τόσο πολλὰ καὶ
τόσων ποικιλιῶν δημιουργήματα. Διότι
ὁ Θεὸς εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους μὲ
τοὺς ἀγγέλους. Διότι δημιούργησε τὸν
λαμπρὸ ἥλιο γιὰ τὴν ἡμέρα καὶ τὸ φεγγάρι γιὰ τὴ νύχτα, διδάσκοντάς μας
ἔτσι καὶ τὴ μέτρηση τοῦ χρόνου.
Διότι δημιούργησε τὸν κατάστικτο
μὲ ἄστρα οὐρανὸ καὶ ὅρισε τὶς μεταβολὲς τῶν καιρῶν μὲ τὶς τέσσερις ἐποχές. Καθόρισε τοὺς νόμους τῆς φύσεως μὲ τοὺς ψυχροὺς ἀνέμους, τὶς δροσερές αὖρες, τὶς βροχὲς στὴν κατάλληλη ἐποχή, τὰ βροχοφόρα νέφη, τὶς
προμηνυτικὲς τῶν βροχῶν ἀστραπές,
τὰ βαθύσκια βουνά, τὶς καταπράσινες
πεδιάδες, τὰ πυκνὰ δάση, τοὺς ποταμούς, τὴ γαλάζια θάλασα ποὺ ἑνώνει
τὶς διάφορες χῶρες...
β) Γιὰ νὰ διδάξουν τοὺς Χαλδαίους,
ποὺ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ
ἄκουγαν τὸν ὕμνο τους, ὅτι τὰ προσκυνούμενα καὶ λατρευόμενα ἀπὸ αὐτοὺς
«στοιχεῖα» εἶναι ἔργα «τοῦ Θεοῦ τῶν
ὅλων». Γι’ αὐτὸ ἀνέφεραν τὴ φωτιά, τὸ
νερό, τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη.
Διότι ἦταν πολὺ φυσικὸ οἱ Χαλδαῖοι,
βλέποντας «τὸ μέγα θαῦμα καὶ τοῦ
πυρός τὴν ἧτταν», τὴν ταπείνωση καὶ
ντροπὴ τοῦ βασιλιᾶ, τῶν δὲ «αἰχμαλώτων παίδων τὴν σωτηρίαν καὶ παρρη
σίαν», νὰ δεχθοῦν «διὰ τῆς ὑμνῳδίας
τὴν τῆς εὐσεβείας διδασκαλίαν»5. Ὁ ἅγιος Ἱππόλυτος ἐπίσκοπος Ρώμης
προσθέτει ὅτι οἱ Τρεῖς Παῖδες ἀπαρίθμησαν ὅλα σχεδὸν τὰ κτίσματα,«ἐπουράνια, ἐπίγεια, καταχθόνια», γιὰ νὰ
μὴ θεωρηθεῖ κανένα κτίσμα «ὡς ἐλεύθερον καὶ αὐτεξούσιον (...), ὡς ἀγέννητον καὶ ἄναρχον», ἀλλ’ ὅτι τὰ «πάντα
εἶναι δοῦλα τοῦ Θεοῦ», ὁ Ὁποῖος τὰ
δημιούργησε μὲ μόνο τὸν δημιουργι
κὸ λόγο του6.
Ἄλλωστε «τὰ σύμπαντα
δοῦλα σά», ψάλλει καὶ ὁ συντάκτης
τοῦ 118ου Ψαλμοῦ (Ψαλμ. ριη΄ [118]
91)· ὅλα ὅσα ὑπάρχουν ὑπακούουν
σὲ Σένα δουλικῶς, Κύριε. Γι’ αὐτὸ καὶ
διατηροῦνται, διότι ἐμμένουν δουλικὰ
στοὺς φυσικοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους
Σὺ ὁ Δημιουργὸς ὅρισες.
Ἂς τὸ ἐννοήσουμε καλὰ αὐτὸ κι ἐμεῖς
οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι κάνοντας σωστὴ
καὶ σοφὴ χρήση τοῦ δώρου τῆς ἐλευθερίας, μὲ τὴν ὁποία μᾶς προίκισε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης καὶ Δημιουργός μας.
1. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Λόγ. εἰς τοὺς Τρεῖς
Παῖδας καὶ τὴν Βαβυλωνίαν κάμινον 3, PG 56,
598.
2. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Ὑπόμνημα εἰς
τὰς ὁράσεις τοῦ προφήτου Δανιήλ, PG 81,
1337D.
3. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. ργ΄ [103],
PG 55, 646.
4. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ὅ.π., PG 56, 599.
5. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, ὅ.π., PG 81,
1340B1341A.
6. ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ ΡΩΜΗΣ, Εἰς τὸν Δανιὴλ Λόγ.
Β΄ 30, ΒΕΠΕΣ 6, 5051.
ο σωτηρ2044
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου