25 Μαΐου, 2019

ΕΥΛΟΓΕΙΤΕ ΥΙΟΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ


Ευλογω τον Θεο σημαινει δοξαζω τον Θεο. 
Οταν δοξαζει τον Θεο ο ανθρωπος δοξαζεται και αυτος ο ιδιος.
Oἱ Τρεῖς Παῖδες στοὺς στίχ. 59-­67 καλοῦν τέλος σὲ ὕμνο καὶ δοξο­λογία τὸν ἄνθρωπο. Ἀκολου­ θοῦν δηλαδὴ καὶ πάλι τὴν τάξη τῆς κοσμοποιΐας. Διότι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως γράφει ἡ «Γένεσις», τελευταῖος ἀπὸ ὅ­λα τὰ ἄλλα κτίσματα ὡς ἐπίγειος βα­σιλιὰς ὅλου τοῦ κτιστοῦ κόσμου. «Τε­λευταῖον τάσσεται τὸ ἀνθρώπινον γέ­νος, οὐ κατὰ τὴν ἀξίαν, ἀλλὰ διὰ τὴν δημιουργίαν»1. 
Οἱ ὅσιοι Παῖδες καλών­τας σὲ ὕμνο καὶ δοξολογία τελευταῖο ἀπ’ ὅλα τὸ ἀνθρώπινο γένος «ἐφύλα­ ξαν τῆς κοσμογονίας τὴν τάξιν»2.
 Οἱ ἄνθρωποι, παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυ­σόστομος, «εὐλογοῦντες», δοξάζοντας δηλαδὴ τὸν Θεό, καθιστοῦν λαμπρό­τερο τὸν ἑαυτό τους. Ὁ δὲ Θεὸς εὐλο­γώντας τὸν ἄνθρωπο τὸν καθιστᾶ ­ ασφαλέστερο καὶ λαμπρότερο, ὅπως εἶχε κάνει τὸν Ἀβραάμ. Εἶναι δὲ χαρα­κτηριστικὸ τοῦτο: Εἶτε ὁ Θεὸς εὐλογεῖ τὸν ἄνθρωπο, εἴτε ὁ ἄνθρωπος εὐλογεῖ (δοξολογεῖ) τὸν Θεό, καὶ στὶς δύο ­ περιπτώσεις κερδισμένος εἶναι ὁ ἄνθρω­πος! Διότι «τὸ θεῖον (εἶναι) ἀπροσδε­ές»· ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη κανενός3. 
 Μετὰ τὴν πρόσκληση τῆς ἀνθρωπί­νης φύσεως σὲ ὑμνωδία τοῦ Θεοῦ οἱ Τρεῖς Παῖδες διαιροῦν καὶ πάλι τοὺς ἀνθρώπους σὲ τρεῖς τάξεις, παρακι­νώντας τὴν κάθε τάξη νὰ δοξολογήσει τὸν Θεό. 
Καὶ πρῶτα ἀπὸ ὅλους καλοῦν τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ (στίχ. 60), «ὡς τὸ ἐπὶ γῆς ἐξαίρετον γένος» (ἐδῶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐννοεῖ βέβαια τὸν πα­λαιὸ Ἰσραήλ). Ἀλλὰ καὶ τὸν Ἰσραὴλ δι­αιροῦν «πολλαχῶς» (κατὰ πολλοὺς τρόπους) καὶ ὁρίζουν πρῶτα τοὺς ἱε­ρεῖς, διότι αὐτοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ τε­λοῦσαν «τὴν θείαν λειτουργίαν» (Θεο­δώρητος). Τοὺς προτάσσουν δὲ πρὸς «ἔλεγχον τῶν ἱερέων τῶν ψευδωνύμων θεῶν» (Χρυσόστομος). Γιὰ νὰ μὴ θεω­ρηθοῦν ὅμως ὅτι καλοῦν σὲ δοξολογία τοῦ Θεοῦ μόνο τοὺς ἱερεῖς, καλοῦν καὶ τοὺς «δούλους Κυρίου» (στίχ. 62). Μὲ αὐτὸ διδάσκουν ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπηρετεῖ κανεὶς τὸν Κύριο, ἔστω κι ἄν δὲν εἶναι ἱερέας (Θεοδώρητος). Κατὰ τὸν Θεοδώρητο οἱ Τρεῖς Παῖ­δες, μὲ τὴ φράση «εὐλογεῖτε πνεύμα­τα καὶ ψυχαὶ δικαίων τὸν Κύριον» (στίχ. 63), «προκηρύττουσι τὴν ἀνάστασιν». «Πνεύματα καὶ ψυχαὶ δικαίων· τουτέ­στιν, αἱ πνευματικαὶ τῶν δικαίων ψυχαί, αἱ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν ὑπέρτεραι γενόμεναι», αὐτὲς ποὺ δέχθηκαν «τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν». Στὴ συνέχεια οἱ θεοσεβεῖς Τρεῖς Παῖ­δες καλοῦν σὲ δοξολογία καὶ ὕμνο τοῦ ὑπερυμνήτου Κυρίου τοὺς «ὁσίους καὶ ταπεινοὺς τῇ καρδίᾳ» (στίχ. 64). Αὐ­τοὺς ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ μάλιστα τοὺς ἀφιερωμένους στὸν Θεὸ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν φρό­νημα ταπεινό. Διότι «ὁ Θεὸς ὑπερηφά­νοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παρ. γ΄ 34). Ἀλλ’ ὁ λόγος αὐ­τὸς φανέρωνε καὶ μιὰ μεγάλη ἀλήθεια: ὅτι ὁ Θεὸς ἔξω ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο καμίνι «κατέφλεγε τοὺς ἀλαζόνας» Βα­βυλωνίους, ἐνῶ «τοὺς ὁσίους καὶ τα­πεινοὺς» Τρεῖς Παῖδας «ἐν μέσῳ τοῦ πυρός διεφύλαξεν». Γι’ αὐτὸ «καὶ συν­εχόρευσε τοῖς ἁγίοις τὸ πῦρ»· ἄλλωστε μὲ ὅλα τὰ ἄλλα εἶχε κληθεῖ καὶ τὸ πῦρ νὰ ὑμνήσει τὸν Δημιουργό. Ἔτσι διδά­σκονταν οἱ Βαβυλώνιοι μάγοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐτιμᾶτο «τὸ πῦρ, ὅτι τοῦτο οὐκ ἔστι τῶν προσκυνουμένων, ἀλλὰ τῶν προσκυνούντων»4. 
 Πολὺ χαρακτηριστικὰ παρατηρεῖ ὁ Θεοδώρητος τὰ ἀκόλουθα: Ὅλα ὅσα προηγήθηκαν δὲν ἦταν μιὰ ἄχρηστη φλυαρία τῶν Τριῶν Παίδων. Ὄχι! Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶπαν γιὰ δύο λόγους: 
 α) Γιὰ νὰ θερμάνουν περισσότερο τὴν ἀγάπη τους στὸν Κύριο, ὑπενθυμί­ζοντας τὶς ἀνείπωτες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος χάριν τῶν λογικῶν ­ ανθρώπων δημιούργησε τόσο πολλὰ καὶ τόσων ποικιλιῶν δημιουργήματα. Διότι ὁ Θεὸς εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ἀγγέλους. Διότι δημιούργησε τὸν λαμπρὸ ἥλιο γιὰ τὴν ἡμέρα καὶ τὸ φεγ­γάρι γιὰ τὴ νύχτα, διδάσκοντάς μας ἔτσι καὶ τὴ μέτρηση τοῦ χρόνου. Διότι δημιούργησε τὸν κατάστικτο μὲ ἄστρα οὐρανὸ καὶ ὅρισε τὶς μετα­βολὲς τῶν καιρῶν μὲ τὶς τέσσερις ἐπο­χές. Καθόρισε τοὺς νόμους τῆς φύσε­ως μὲ τοὺς ψυχροὺς ἀνέμους, τὶς δρο­σερές αὖρες, τὶς βροχὲς στὴν κατάλ­ληλη ἐποχή, τὰ βροχοφόρα νέφη, τὶς προμηνυτικὲς τῶν βροχῶν ἀστραπές, τὰ βαθύσκια βουνά, τὶς καταπράσινες πεδιάδες, τὰ πυκνὰ δάση, τοὺς ποτα­μούς, τὴ γαλάζια θάλασα ποὺ ἑνώνει τὶς διάφορες χῶρες... 
 β) Γιὰ νὰ διδάξουν τοὺς Χαλδαίους, ποὺ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ ἄκουγαν τὸν ὕμνο τους, ὅτι τὰ προσκυ­νούμενα καὶ λατρευόμενα ἀπὸ αὐτοὺς «στοιχεῖα» εἶναι ἔργα «τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων». Γι’ αὐτὸ ἀνέφεραν τὴ φωτιά, τὸ νερό, τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη. Διότι ἦταν πολὺ φυσικὸ οἱ Χαλδαῖοι, βλέποντας «τὸ μέγα θαῦμα καὶ τοῦ πυρός τὴν ἧτταν», τὴν ταπείνωση καὶ ντροπὴ τοῦ βασιλιᾶ, τῶν δὲ «αἰχμαλώ­των παίδων τὴν σωτηρίαν καὶ παρρη­ σίαν», νὰ δεχθοῦν «διὰ τῆς ὑμνῳδίας τὴν τῆς εὐσεβείας διδασκαλίαν»5.  Ὁ ἅγιος Ἱππόλυτος ἐπίσκοπος Ρώμης προσθέτει ὅτι οἱ Τρεῖς Παῖδες ἀπαρί­θμησαν ὅλα σχεδὸν τὰ κτίσματα,«ἐ­πουράνια, ἐπίγεια, καταχθόνια», γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ κανένα κτίσμα «ὡς ἐλεύ­θερον καὶ αὐτεξούσιον (...), ὡς ἀγέννη­τον καὶ ἄναρχον», ἀλλ’ ὅτι τὰ «πάντα εἶναι δοῦλα τοῦ Θεοῦ», ὁ Ὁποῖος τὰ δημιούργησε μὲ μόνο τὸν δημιουργι­ κὸ λόγο του6. 
Ἄλλωστε «τὰ σύμπαντα δοῦλα σά», ψάλλει καὶ ὁ συντάκτης τοῦ 118ου Ψαλμοῦ (Ψαλμ. ριη΄ [118] 91)· ὅλα ὅσα ὑπάρχουν ὑπακούουν σὲ Σένα δουλικῶς, Κύριε.  Γι’ αὐτὸ καὶ διατηροῦνται, διότι ἐμμένουν δουλικὰ στοὺς φυσικοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους Σὺ ὁ Δημιουργὸς ὅρισες. Ἂς τὸ ἐννοήσουμε καλὰ αὐτὸ κι ἐμεῖς οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι κάνοντας σωστὴ καὶ σοφὴ χρήση τοῦ δώρου τῆς ἐλευθε­ρίας, μὲ τὴν ὁποία μᾶς προίκισε ὁ φιλάν­θρωπος Κτίστης καὶ Δημιουργός μας.  

1. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Λόγ. εἰς τοὺς Τρεῖς Παῖδας καὶ τὴν Βαβυλωνίαν κάμινον 3, PG 56, 598.  
2. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Ὑπόμνημα εἰς τὰς ὁράσεις τοῦ προφήτου Δανιήλ, PG 81, 1337D. 
 3. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. ργ΄ [103], PG 55, 646. 
 4. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ὅ.π., PG 56, 599. 
 5. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, ὅ.π., PG 81, 1340B­1341A. 
 6. ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ ΡΩΜΗΣ, Εἰς τὸν Δανιὴλ Λόγ. Β΄ 30, ΒΕΠΕΣ 6, 50­51.
ο σωτηρ2044

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου