Ο τίτλος δὲν ἀποτελεῖ λογοπαίγνιο.
Ὑπάρχει μέσα στὴ φτώχεια
κρυμμένος ἕνας μυστηριώδης
πλοῦτος, τὸν ὁποῖο μόνο ὁ πνευματικὸς
κρυμμένος ἕνας μυστηριώδης
πλοῦτος, τὸν ὁποῖο μόνο ὁ πνευματικὸς
ἄνθρωπος, ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ κατὰ Θεόν,
μπορεῖ νὰ ἐντοπίσει καὶ νὰ τὸν ἀντλήσει
πρὸς χάρη καὶ βοήθειά του.
Ἕνας λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς μᾶς
ὁδηγεῖ ἀμέσως σὲ ὑποψία αὐτοῦ τοῦ
παράδοξου πλούτου. Ἀναφέρεται στὴν
«πρακτικὴ» ποὺ ἐφήρμοσε ὁ ἴδιος ὁ
Κύριος καὶ Θεός μας, ὅταν θέλησε νὰ ἔλθει
Κύριος καὶ Θεός μας, ὅταν θέλησε νὰ ἔλθει
ἀνάμεσά μας στὴ γῆ, γιὰ νὰ μᾶς
πλουτίσει μὲ τοὺς χειμάρρους τῶν θεϊκῶν του
πλουτίσει μὲ τοὺς χειμάρρους τῶν θεϊκῶν του
δωρεῶν καὶ εὐλογιῶν. Τότε λοιπὸν ὁ
Κύριος «δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος
ὤν, ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλου-
τήσωμεν» (Β΄ Κορ. η΄ 9). Ἐπτώχευσε
Ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν ἀνέκφραστο πλοῦτο
τῆς θεότητός του γιὰ χάρη μας, ὥστε ἐ-
μεῖς νὰ πλουτίσουμε μὲ τὴ φτώχεια του.
Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι κρύβεται μεγά-
λος πλοῦτος μέσα στὴ φτώχεια τοῦ Χρι-
στοῦ, καὶ ὅποιος ἐνστερνισθεῖ τὴ φτώ-
χεια αὐτή, κάνει δικό του καὶ τὸν πλοῦτο
ποὺ κρύβεται μέσα της.
Γιὰ τί πράγμα ὅμως ἀκριβῶς μιλοῦμε;
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὸ θεῖο κήρυγμά του
ἐπανειλημμένως μακάρισε τοὺς φτω-
χούς, ἐνῶ ὄχι λίγες φορὲς ταλάνισε τοὺς
πλουσίους. «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις,
ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν», εἶ-
πε, καὶ ἀντιθέτως, «μακάριοι οἱ πτωχοί,
ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ»
(Λουκ. ς΄ 24, 20).
«Μακάριοι οἱ πτωχοί...».
Εἶναι μακάριοι οἱ φτωχοί, ὄχι ἐπειδὴ
αὐτὴ καθεαυτὴν ἡ φτώχεια εἶναι εὐλο-
γία – δοκιμασία εἶναι ἡ φτώχεια – ἀλλὰ
ἐπειδὴ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδη-
γεῖ νὰ θέτει τὸν ἑαυτό του, τὴν ὅλη ὕπαρ-
ξή του, τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν περιουσία
του σὲ ἄμεση ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ
φτώχεια προδιαθέτει τὴν ψυχή μας στὴν
ἁγία ταπείνωση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸν
κυριότερο ἀγωγὸ τῆς Χάριτος καὶ εὐλογί-
ας τοῦ Θεοῦ. Ὁ φτωχός, ὅταν τὴ δοκιμα-
σία του αὐτὴ τὴ δέχεται καὶ τὴν ἀντιμετω-
πίζει κατὰ Θεόν, πολὺ εὔκολα καθίστα-
ται καὶ «πτωχὸς τῷ πνεύματι» (Ματθ. ε΄
3), δηλαδὴ ταπεινός, καὶ ἄρα ἀμέσως
πλούσια εὐλογημένος καὶ χαριτωμένος
ἀπὸ τὸν Θεό.
Εἶναι ἐξάλλου βεβαιωμένο στὴν Ἁγία
Γραφὴ ὅτι ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπει
τὸν ταπεινό, ἐκεῖνον ποὺ δὲν στηρίζεται
μὲ αὐτοπεποίθηση στὸν ἑαυτό του καὶ
στὶς δυνάμεις του, ὑλικὲς καὶ πνευματι-
κές, ἀλλὰ ὅλη τὴ ζωή του τὴν ἐξαρτᾶ μὲ
ἀκλόνητη πίστη καὶ ἐλπίδα ἀπὸ τὴ θεία Πρόνοια. «Οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ’ οὐ μή σε
ἐγκαταλίπω» (Ἑβρ. ιγ΄ 5· Δευτ. λα΄ 6, 8),
ἔχει διαβεβαιώσει ὁ Ἴδιος. Δὲν θὰ σὲ ἀ-
φήσω, δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω μόνο σου
καὶ ἀπροστάτευτο. Τὸ εἶπε καὶ μὲ εἰκόνες
καὶ παραβολές, γιὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρα-
νοῦ καὶ τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, μὲ πόση
στοργικὴ ἐπιμέλεια τὰ φροντίζει ὁ οὐράνι-
ος Πατέρας· πόσο μᾶλλον τὸ πλάσμα τῆς
ἰδιαίτερης ἀγάπης του, τὸν ἄνθρωπο!...
Ἀντιθέτως, πάλι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μίλησε
γιὰ τὴν «ἀπάτη τοῦ πλούτου» (βλ. Ματθ.
ιγ΄ 22, Μάρκ. δ΄ 19). «Πάντα γὰρ τὰ τοῦ
πλούτου ἀπάτη· ὀνόματα γὰρ μόνον ἐ-
στίν, οὐκ ἐπὶ πραγμάτων κείμενα· καὶ γὰρ
ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ δόξα καὶ ὁ καλλωπισμὸς καὶ
πάντα ταῦτα φαντασία τίς ἐστιν, οὐ πρα-
γμάτων ἀλήθεια» (ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυ-
σόστομος). Ὅλα τὰ τοῦ πλούτου εἶναι λέ-
ξεις μόνο, ὄνειρα, φαντασίες, κι ὄχι στα-
θερὲς καὶ μόνιμες πραγματικότητες.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ «τίς ἐνεπίστευσε
Κυρίῳ καὶ κατῃσχύνθη;» (Σ. Σειρ. β΄ 10).
Ποιὸς ἤλπισε στὸν Κύριο καὶ διαψεύσθη-
κε στὴν ἐλπίδα του; Αὐτὸς εἶναι ποὺ πα-
ρέχει σ’ ἐμᾶς «πάντα πλουσίως εἰς ἀπό-
λαυσιν» (Α΄ Τιμ. ς΄ 17), τὰ πάντα πλούσια,
γιὰ νὰ τὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴ-
διοι καὶ μαζὶ μὲ τοὺς συνανθρώπους μας,
αὐξάνοντας ἔτσι τὸν πλοῦτο τῆς εὐλογίας
τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ χαρά μας μὲ τὴ μεταδο-
τικότητα.
Διότι συμβαίνει καὶ αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ
μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ζεῖ γιὰ νὰ μαζεύ-
ει γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ σκορπᾶ στοὺς
συνανθρώπους του: Ὅσο περισσότερο
δίνει, τόσο περισσότερο τοῦ δίνει ὁ Κύ-
ριος, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ στερεύουν τὰ ἀγα-
θά του ποτέ.
Εἶναι κανόνας αὐτό, καὶ ὅποιος τὸ ἀμ-
φισβητεῖ δὲν ἔχει παρὰ νὰ τὸ δοκιμάσει.
Ἀλλὰ ἔλα ποὺ ἡ ἀπιστία μας καὶ ἡ ἀγκί-
στρωση στὴν ὅποια περιουσία μας δὲν
μᾶς ἀφήνει σὲ τέτοιου εἴδους ὄμορφα καὶ
παράδοξα πειράματα! Καὶ μάλιστα πολὺ
συχνότερα καὶ εὐκολότερα οἱ φτωχοὶ εἶ-
ναι οἱ γενναιόδωροι καὶ εὐμετάδοτοι, καὶ
τότε συμβαίνει ὥστε ἡ μεγάλη «πτωχεία
αὐτῶν» νὰ περισσεύει «εἰς τὸν πλοῦτον
τῆς ἁπλότητος αὐτῶν» (Β΄ Κορ. η΄ 2).
Ὅσο πιὸ φτωχοὶ εἶναι, τόσο ὁ πλοῦτος
τῆς θεϊκῆς εὐλογίας τοὺς κάνει νὰ εἶναι
γενναιόδωροι στὴν ἐλεημοσύνη τους. Καὶ
αὐτὸ τοὺς αὐξάνει ἀκόμα περισσότερο τὶς
εὐλογίες τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή τους: καὶ τὶς
ὑλικές, ὥστε νὰ μὴν τοὺς λείπει τίποτε,
καὶ τὶς πνευματικές, ὥστε νὰ αἰσθάνονται
πάντοτε τὴν καρδιά τους γεμάτη ἀπὸ τὴ
χαρὰ τῆς φιλαλληλίας καὶ κοινωνίας μὲ
τοὺς συνανθρώπους, τὴ συνείδησή τους
εἰρηνική, χωρὶς τύψεις, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑαυ-
τούς τους λιγότερο ἐξαρτημένους ἀπὸ τὴ
γῆ, τὸ χῶμα, καὶ πιὸ ἀποδεσμευμένους
ἀπὸ τὸ ἄτομό τους. Ἐπιπλέον μὲ θησαυ-
ροὺς ἀποταμιευμένους στὸν οὐρανό,
ὅπου καὶ ἡ καρδιὰ μετατίθεται καὶ κολλᾶ,
καὶ μὲ τόκους τεράστιους ἀπὸ τὸν Θεό,
καί... δὲν ἔχει τελειωμὸ ὁ κατάλογος τῶν
θείων εὐλογιῶν στὴ ζωή τους.
Καύχημά τους τὸ εἶχαν οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ. Καύχημά τους καὶ
ἐλευθερία τους τὸ ὅτι δὲν κρατοῦσαν
τίποτε στὰ χέρια τους, ὅπως ἐξάλλου τοὺς
τὸ εἶχε δώσει παραγγελία
ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλος. Ζοῦσαν μέσα στὸν κόσμο «ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς
μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄
Κορ. ς΄ 10). Τὸ ἴδιο καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς Ἁ-
γίους τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ πλούσιοι
ἔγιναν ἐθελοντικὰ φτωχοὶ
μὲ τὴ διαμοίραση τῆς περιουσίας τους.
Αὐτὸς εἶναι ὁ παράδοξος πλοῦτος τῆς
φτώχειας. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐλογία
του. Ἡ πλησμονὴ τῶν θεϊκῶν εὐεργεσιῶν
στὴ ζωὴ τῶν κατὰ Θεὸν πτωχῶν. Ὅ,τι μὲ
ἄλλα λόγια ἐξέφρασε ὁ ἅγιος ἀπόστολος
Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ἐρωτηματικῶς
στὴν καθολικὴ Ἐπιστολή του:
«Οὐχ ὁ Θεὸς ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου
πλουσίους ἐν πίστει καὶ κληρονόμους τῆς
βασιλείας;» (Ἰακ. β΄ 5).
Τί ἀνώτερο ἀπὸ τὸν πλοῦτο αὐτόν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου