Ο εὐγενὴς καὶ γλυκὺς στὴν ὄψη καὶ γενναῖος στὸ φρόνημα ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ Ἱλαρίων, ὁ ὅσιος καὶ
νεομάρτυς, ἔζησε τὸν 18ο αἰώνα καὶ
εἶχε τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὴ λεβεντογέννα νῆσο τῆς Κρήτης.
Γεννήθηκε
στὸ Ἡράκλειο τὸ 1778 καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης.
Οἱ
γονεῖς του ἦταν πολὺ θεοσεβεῖς καὶ
φρόντισαν ἀπὸ νωρὶς νὰ σπείρουν τὸν
σπόρο τῆς χριστιανικῆς πίστεως μέσα
στὴν ἁγνὴ καὶ ἄκακη ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους.
Ὁ μικρὸς Ἰωάννης δεχόταν μὲ χαρὰ
τοὺς λόγους τῆς θείας σοφίας τοῦ Κυρίου.
Καὶ γινόταν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα
ὅλο καὶ πιὸ ὑπάκουος καὶ πειθαρχημένος μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ
καὶ πρὸς τὴν κατὰ κόσμον σοφία εἶχε
ἔφεση ὁ Ἰωάννης, γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς του
τὸν ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη
κοντὰ στὸ θεῖο του ποὺ ἦταν γιατρός,
γιὰ νὰ σπουδάσει τὴν ἰατρικὴ τέχνη.
Δυστυχῶς ὅμως ὁ θεῖος του δὲν ἔδειξε
κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν φιλομαθὴ
ἀνεψιό του.
Ἔτσι τὰ 10 χρόνια τῆς ἐκεῖ
φιλοξενίας ἀπέβησαν ἄκαρπα γιὰ τὸν
ξενιτεμένο νησιώτη.
Ἀπογοητευμένος ὁ μικρὸς Ἰωάννης
ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ
ἀναζήτησε ἐργασία στὴ Χίο σὲ κάποιο
πραματευτὴ ἔμπορο ποὺ τὸν ἔλεγαν
Φραντζέσκο.
Ὅμως καὶ ἐδῶ δοκιμάστηκε. Γιατὶ παρ’ ὅλη τὴν ἐργατικότητα καὶ τὸ ἐνάρετο ἦθος του τὸ ἀφεντικό
του ἀμφισβήτησε τὴν τιμιότητά του σὲ
κάποια περίοδο ἀπουσίας του καὶ τὸν
συκοφάντησε ὅτι κατακράτησε μέρος
ἀπὸ τὰ κέρδη του.
Καὶ μὲ ἀπειλὲς καὶ
φωνὲς ζητοῦσε ἐπίμονα πίσω τὰ νομιζόμενα ἀπ’ αὐτὸν κλεμμένα χρήματα.
Ὁ Ἰωάννης δὲν ἄντεξε τὴν ἄδικη καταπίεση.
Καὶ ἔφυγε κρυφὰ γιὰ τὴ Βασιλεύουσα ζητώντας συμπαράσταση ἀπὸ τὸ γιατρὸ θεῖο του.
Μάταια ὅμως!
Γι’ αὐτὸ ἦλθε στὸ παλάτι τοῦ Σουλτάνου γιὰ νὰ βρεῖ τὴ δικαίωσή του.
Ἐκεῖ
ὅμως ἕνας διοικητὴς ἀφρικανικῆς καταγωγῆς ὁ πανοῦργος Μπάς-Ἀγὰ τὸν
ἔπεισε μὲ ραδιουργίες νὰ ἀρνηθεῖ τὴν
πίστη του.
Ὁ Ἰωάννης σκοτίστηκε καὶ
δυστυχῶς πρόδωσε τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔγινε μουσουλμάνος.
Τοῦ φόρεσαν τουρκικὰ ἐνδύματα καὶ ἀνέθεσαν
ἀμέσως σὲ χότζα νὰ τοῦ κάνει ἰδιαίτερα μαθήματα.
Τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὸ
φοβερό του ὀλίσθημα αἰσθάνθηκε ὁ
Ἰωάννης ἔντονα τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως.
Ἔτσι μετὰ ἀπὸ δώδεκα μέρες ἔφυγε
κρυφὰ γιὰ τὸ μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Ἰβήρων ποὺ ἦταν στὰ εὐρωπαϊκὰ παράλια τοῦ Βοσπόρου.
Ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε στὸν Πνευματικό του τὸν παπα-Συμεὼν καὶ μὲ τὶς συμβουλές του ἀνα-
χώρησε γιὰ τὴν Κριμαία.
Δέκα μῆνες
ἔμεινε ἐκεῖ καὶ ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα
γιὰ τὸ ἁμάρτημά του καὶ προσευχόταν
νὰ τὸν ἐλεήσει ὁ Θεός.
Ἐπέστρεψε καὶ
πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μὲ
τὶς συμβουλὲς καὶ πάλι τῶν φωτισμένων Πνευματικῶν, τοῦ παπα-Συμεὼν
καὶ τοῦ ἀσκητῆ π. Ἱερεμία, ἔφυγε γιὰ τὸ
Ἅγιον Ὄρος, προκειμένου νὰ ὡριμάσει
μέσα στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου ἡ μετάνοιά του.
Ἦταν Μάρτιος τοῦ 1804.
Συντετριμμένος καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι
σύντομα ἡ ψυχή του θὰ ἀναστηθεῖ ἔφθασε ὁ Ἰωάννης στὸ Περιβόλι τῆς
Παναγίας. Ἐπισκέφθηκε πρῶτα τὴν Ἱ.
Μ. Ἰβήρων καὶ ἔπειτα παρέδωσε τὴν
κυβέρνηση τῆς ψυχῆς του στὸν ἔμπειρο ἱερομόναχο τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας
Ἄννης παπα-Βησσαρίωνα.
Μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ γέροντα ἔκανε κάθε
μέρα 1.000 μετάνοιες καὶ ἔτρωγε ψωμὶ καὶ ἔπινε νερὸ μόνο μετὰ τὴ δύση τοῦ
ἡλίου.
Ἡ ἄσκησή του μαζὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας του
τὸν ἐξάγνισαν.
Σύντομα ἐνδύθηκε τὸ
μοναχικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Ἱλαρίων.
Μέσα του ὅλο καὶ πιὸ δυνατὰ αὔξανε ὁ πόθος τῆς ἐπανορθώσεως.
Ἤθελε νὰ βρεθεῖ στὸν τόπο ποὺ ἀρνήθηκε
τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ξεπλύνει τὴν ἁμαρτία του τὴ μεγάλη φωνάζοντας μὲ δυνατὴ φωνὴ ὅτι εἶναι πλέον ξανὰ πιστὸς
Χριστιανός, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος
ἰσόβιος καὶ αἰώνιος!
Τὸν μεγάλο αὐτὸ καὶ ὥριμο πόθο τοῦ
μοναχοῦ Ἱλαρίωνα τὸν εὐλόγησε ὁ παπα-Βησσαρίων.
Καὶ μαζὶ ἀνεχώρησαν
γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Τί ταξίδι
ἦταν αὐτό! Δύο ταξίδευαν. Ἕνας ὅμως
θὰ ἐπέστρεφε πίσω. Ὁ ἄλλος σὲ λίγες
μέρες θὰ ἔκανε μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου
τὸ μεγάλο ἅλμα πρὸς τὴ Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν.
Στὴν Κωνσταντινούπολη
ἔφθασαν τὴν Παρασκευὴ 16 Σεπτεμβρίου τοῦ 1804. Τὴν Κυριακὴ σὲ ἀγρυπνία ὁ Ἱλαρίων κοινώνησε μὲ πόθο καὶ
κατάνυξη τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ
τὴν ἑπόμενη ἡμέρα Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου πλημμυρισμένος ἀπὸ τὴν
εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκτινοβολώντας
τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ὁ μοναχὸς Ἱλαρίων ἔφθασε στὸ παλάτι τοῦ Μπεσίκτασι καὶ μπροστὰ στὸν ἀγαρηνὸ Μπάς-Ἀγὰ ὕψωσε δυνατὰ τὴ φωνή του καὶ
εἶπε: «Εἶμαι Χριστιανός! Τὸν Ἰησοῦ
Χριστὸ ποὺ πιστεύω, Αὐτὸν ἀγαπῶ μὲ
ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μου».
Ἀμέσως πέταξε μὲ μίσος τὸ τουρκικὸ σαρίκι καὶ φόρεσε μὲ εὐλάβεια τὸν μοναχικὸ σκοῦφο.
Ἀτάραχος δέχθηκε τὸ ὁρμητικὸ κύμα
τῶν φανατισμένων μουσουλμάνων
ποὺ ἔπεσαν ἐπάνω του καὶ τὸν ἔβριζαν
χυδαῖα καὶ τὸν κλωτσοῦσαν. Τὸν ὁδήγησαν μετὰ στὸ φοβερὸ φοῦρνο τοῦ
Μποσταντζήμπαση, ὅπου τὸν καψάλισαν καὶ τὸ δέρμα του φουσκάλιασε.
Στὴ συνέχεια τοῦ ἐξάρθρωσαν τοὺς
ἀγκῶνες τῶν χεριῶν καὶ μετὰ ἀκολούθησε τὸ μαρτύριο τοῦ φάλαγγα: δέχθηκε τριακοσίους ραβδισμοὺς στὰ πέλματα τῶν ἁγίων του ποδῶν.
Καταπληγωμένος καὶ παρὰ τοὺς φρικτοὺς πόνους τὸ ἴδιο βράδυ στὴ φυλακὴ ζήτησε καὶ κοινώνησε καὶ πάλι τὰ ζωοποιὰ
θεῖα Μυστήρια.
Καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυση
τοῦ παντοδυνάμου Κυρίου τὴν ἑπόμενη ἡμέρα δέχθηκε εἰρηνικὸς καὶ προσευχόμενος τὸν μαρτυρικὸ «διὰ ξίφους
θάνατον» στὸ παζάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν ἡμέρα Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου, ὥρα δώδεκα τὸ μεσημέρι.
Ἡ φωνὴ τοῦ γενναίου ἀθλητοῦ μοναχοῦ Ἱλαρίωνος ἔσβησε.
Μὲ κάποια ὅμως ἄλλη φωνὴ ξεκίνησε τὸν ὕμνο τῆς
δοξολογίας του στὸν οὐρανό.
Ὁ Κύριος δόξασε τὸν μάρτυρά του μὲ
πλῆθος θαυμάτων. Ἀσθενεῖς ἔγιναν τελείως ὑγιεῖς καὶ δαιμονισμένοι ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν πονηρὴ κυριαρχία
τῶν παγκάκων δαιμόνων.
Τὸν βίο τοῦ
ὁσίου νεομάρτυρος Ἱλαρίωνος συνέταξε ὁ φιλόκαλος συντάκτης καὶ ἐραστὴς
τῶν ἁγίων ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χῖος.
Μέρος τῶν τιμίων Λειψάνων τοῦ Ὁσίου εἶναι θησαυρισμένα στὴν Ἱ. Μ. Κύκκου τῆς Κύπρου, ὅπου τιμᾶται μὲ λαμπρότητα.
Ἀλλὰ καὶ στὸ Ἡράκλειο τῆς
Κρήτης, στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ
στὴ Σκήτη τῆς ἁγίας θεοπρομήτορος
Ἄννης πολὺ εὐλαβοῦνται καὶ τιμοῦν
τὸν μέγα αὐτὸν ἀθλητὴ τῆς πίστεως.
«Χαίροις, ὁ ἀσκήσει προκαθαρθεὶς
ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ κηρῦξαι ἀξιωθεὶς ἐν
τῇ βασιλίδι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐνδόξως
Ἱλαρίων, Κρήτης ἐκβλάστημα».
ο σωτηρ2051
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου