Ο κὺρ Κώστας συμπληρώνει ὀγδόντα
τέσσερα χρόνια ζωῆς. Εἶναι ἄνθρωπος ποὺ καθημερινὰ ἀσχολεῖται μὲ
ἀγροτικὲς δουλειὲς καὶ μὲ ἕνα μικρὸ καφενεδάκι στὸ ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Μάνης.
Μὲ αὐτὰ συντηρεῖ τὴν ἑξαμελὴ οἰκογένειά
του.
Ὁ δεύτερος γυιός του, ὁ Ἀντώνης, τελειώνει τώρα τὸ Λύκειο. Θέλει νὰ σπουδάσει Θεολογία.
Σὰν τ’ ἄκουσε ὁ κὺρ Κώστας, ἀγρίεψε
καὶ θυμωμένος καθὼς ἦταν τοῦ εἶπε κοφτά: «Ἄσε τοὺς θεολόγους καὶ τοὺς παπάδες. Δὲν ἔχω χρήματα γιὰ χάσιμο. Θὰ
πᾶς στὸ Πολυτεχνεῖο, ὅπως τό ’χουμε πεῖ
πολλὲς φορές. Σύ, ἀριστοῦχος μαθητής,
εἶσαι γιὰ μεγάλα πράγματα».
Ὁ λόγος του ἦταν τόσο κατηγορηματικὸς καὶ ἀπειλητικός, ποὺ ἔκανε τὸν γυιό
του νὰ ὑποχωρήσει στὴν ἄγρια ἐπιμονὴ
τοῦ πατέρα του. Μὲ τὴν καθημερινὴ συστηματικὴ μελέτη πέρασε σὲ μιὰ πολυτεχνικὴ σχολὴ στὴν Πάτρα.
Στὸ Πανεπιστήμιο συνδέθηκε μὲ μιὰ
καλὴ παρέα φοιτητῶν, ποὺ παρακολουθοῦσαν χριστιανικὲς ὁμιλίες γιὰ φοιτητές.
Τὶς παρακολουθοῦσε ὅλες, ὅπως καὶ τὶς
ἄλλες εὐκαιρίες ποὺ εἶχαν. Ἐκεῖ γνώρισε
καὶ τὸν καλὸ Πνευματικό τους, ποὺ τοῦ
συμπαραστάθηκε στὰ δύσκολα φοιτητικὰ
χρόνια.
Σὲ κάποια ἀπὸ τὶς ἐπικοινωνίες του
ὁ Ἀντώνης εἶπε στὸν Πνευματικό
του ὅτι δὲν
τοῦ γεμίζουν τὴν ψυχὴ τὰ μαθήματα τοῦ
Πολυτεχνείου καὶ ὅτι ἤθελε νὰ σπουδάσει
Θεολογία. Ἡ ἀπειλητικὴ ὅμως ἐπιμονὴ
τοῦ πατέρα του τὸν ἀνάγκασε νὰ στραφεῖ στὸ Πολυτεχνεῖο. Ὁ λευκασμένος λευίτης πόνεσε γιὰ τὴ στάση τοῦ πατέρα του,
ἀλλὰ τοῦ συνέστησε νὰ τελειώσει τὴν πολυτεχνικὴ Σχολή του καὶ κατόπιν νὰ κάνει
αὐτὸ ποὺ λαχταρᾶ ἡ ψυχή του.
Ὁ κὺρ Κώστας κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε
ὁ γυιός του ὁ φοιτητὴς τοῦ Πολυτεχνείου
στὸ χωριό, τὸν καμάρωνε. Μὲ καύχηση
ἔλεγε στοὺς συγχωριανούς του ὅτι ὁ
Ἀντώνης του σπουδάζει στὸ Πολυτεχνεῖο
καὶ θὰ γίνει μεγάλος ἄνθρωπος. Θὰ βγάζει λεφτὰ πολλά.
Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ὁ Ἀντώνης, πτυχιοῦχος πλέον τοῦ Πολυτεχνείου καὶ τελειωμένος ἀπὸ τὶς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις, φεύγει νὰ ἐργαστεῖ στὴν Ἀθήνα. Μαζὶ μὲ τὴν ἐργασία του τελειώνει καὶ
τὴ Θεολογία.
Τώρα μὲ δυὸ πτυχία στὸ χέρι ὁ Ἀντώνης ἀφιερώνεται στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο
τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ λίγα χρόνια δέχεται
τὴν πιὸ μεγάλη κλήση.
Ἔτσι σὲ μιὰ ἐπίσκεψή του στὸ χωριό,
καθὼς κουβέντιαζαν διάφορα θέματα,
πῆρε τὸν λόγο ὁ Ἀντώνης καὶ μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ μὲ λόγια σεμνὰ καὶ μετρημένα εἶπε:
–Πατέρα, θέλω νὰ σᾶς
ζητήσω μιὰ χάρη: νὰ μοῦ δώσεις τὴν εὐχή σου καὶ ἡ μητέρα τὴ
δική της εὐχὴ γιὰ κάτι μεγάλο ποὺ μὲ καλεῖ ὁ Θεός. Θέλω μὲ ὅλο τὸν σεβασμὸ καὶ
τὴν ἀγάπη μου νὰ σᾶς πῶ ὅτι θὰ χειροτονηθῶ ἱερέας καὶ θὰ ἐργασθῶ ὡς ἱεροκήρυκας στὴ Μακεδονία.
–Παπὰς θὰ γίνεις; Τί μοῦ λές, παι δάκι
μου! Γι’ αὐτὸ σπούδαζες τόσα χρόνια στὸ
Πολυτεχνεῖο καὶ ξοδευόμασταν! Κάνε ὅ,τι
θέλεις, μεγάλος εἶσαι πιά. Ἐγὼ καὶ ἡ μητέρα σου καὶ τὰ ἀδέλφια σου δὲν πρόκειται νά ’ρθοῦμε...
Τὴν παραμονὴ τῆς χειροτονίας στὸν
Ἑσπερινὸ ἔγινε ἡ Μοναχικὴ Κουρὰ καὶ
τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἡ χειροτονία του σὲ
Διάκονο.
Ἦταν σωστὸ πανηγύρι. Ὁ μεγάλος Μητροπολιτικὸς Ναὸς τῆς μακεδονικῆς πόλεως ἀσφυκτικὰ γεμάτος. Ὅλοι
προσεύχονται γιὰ τὸν καινούργιο διάκονο
καὶ ἱεροκήρυκα τῆς Ἐκκλησίας. Αἰσθητὴ ἡ
ἀπουσία τῶν γονέων καὶ τῶν συγγενῶν
τοῦ νέου κληρικοῦ.
Πέρασαν χρόνια. Ὁ κὺρ Κώστας τὸν τελευταῖο καιρὸ παραπονεῖται γιὰ δυνατοὺς
πόνους στὰ κόκκαλά του. Μόλις τό ’μαθε
ὁ γυιός του, φρόντισε, ὥστε νὰ εἰσαχθεῖ
σὲ Νοσοκομεῖο τῆς Ἀθήνας. Ξημεροβραδιάζεται δίπλα του. Ἡ διάγνωση ξεκάθαρη: καρκίνος προχωρημένος κατατρώει
τὰ κόκκαλά του.
Ἡ εὐλαβὴς προϊσταμένη μὲ μητρικὴ
στοργὴ τὸν περιποιεῖται. Ἡ εὐγένειά της,
ἡ ἀγάπη της σκλάβωσε τὸν κὺρ Κώστα,
ποὺ συνεχῶς βαραίνει.
–Κὺρ Κώστα, νὰ φροντίσω νὰ ἔρθει ὁ
ἱερέας τοῦ Νοσοκομείου νὰ τὰ πεῖτε λίγο
καὶ νὰ κοινωνήσεις;
–Ἀδελφή, ἐγὼ ἔχω νὰ κοινωνήσω περίπου ἑβδομήντα χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν δεκατεσσάρων ἐτῶν. Οὔτε ποτὲ ἔχω
ἐξομολογηθεῖ. Ἄφησέ με νὰ τὸ σκεφθῶ...
Ὁ πόνος εἶναι ἀβάσταχτος. Τρυπᾶ τὰ
κόκκαλά του. Σκέφτεται πῶς ἦταν καὶ πῶς
κατάντησε, νὰ μὴν μπορεῖ οὔτε νὰ αὐτοεξυπηρετηθεῖ. «Ἤμουν ἀετὸς ποὺ πέταγα, πουλὶ ποὺ κελαϊδοῦσα, καὶ τώρα...
τώρα οὔτε κουκουβάγια», μουρμούριζε.
Κείνη τὴν ὥρα μπῆκε ἡ ἀδελφὴ μὲ τὴν
προϊσταμένη.
–Κύριε Κώστα, ἔχουμε νοσηλεία, περιμένω καὶ μιὰ ἀπάντησή σου.
–Ἐφόσον τὸ λὲς ἐσύ, νά ’ρθει ὁ παπὰς
τοῦ Νοσοκομείου.
Σὲ λίγη ὥρα πράγματι φάνηκε καὶ ὁ ἱερέας. Πλησίασε τὸν ἄρρωστο καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη, ὅπως συνήθιζε, τοῦ μίλησε:
–Κύριε Κώστα, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς ἀληθινὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτής
μας. Ὅλους μᾶς ἀγαπᾶ καὶ θέλει οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν. Μήπως σὲ βαραίνει
κάτι, γιὰ νὰ διαβάσουμε καὶ μιὰ εὐχὴ συγχωρητικὴ πρὶν κοινωνήσεις;
Ἄνοιξε τὴν καρδιά του ὁ ἄλλοτε σκληρὸς Μανιάτης καὶ μὲ εἰλικρίνεια καὶ συντριβὴ ἐξομολογήθηκε καὶ κατόπιν κοινώνησε... Ὅταν ὁ γυιός του μπῆκε στὸν θάλαμο, ξαφνιάστηκε. Πρώτη φορὰ ἔβλεπε τὸν πατέρα του τόσο ἤρεμο, εἰρηνικὸ
καὶ μὲ πρόσωπο γαληνεμένο, καὶ πρώτη φορὰ μιλοῦσε μαλακωμένα στὸ παιδί
του.
–Παιδί μου, ἡ θεία Κοινωνία ἔγινε φάρμακο γιὰ μένα. Εἶχα νὰ ἐξομολογηθῶ καὶ
νὰ κοινωνήσω ἀπὸ τὰ δεκατέσσερά μου
χρόνια.
Τοῦ εἶπε καὶ ἄλλα πολλά...
Σὲ λίγες μέρες ὁ κὺρ Κώστας ἔφυγε γιὰ
τὸν οὐρανὸ ἕτοιμος. Ἡ μητέρα του, γερόντισσα πλέον, συνεχῶς ζητᾶ ἀπὸ τὸν
κληρικὸ γυιό της τὴν εὐχή του, τοῦ φιλᾶ
τὸ χέρι καὶ ζητᾶ νὰ τὴν συγχωρήσει καὶ
αὐτὴν καὶ τὸν πατέρα του γιὰ ὅσα ἀπὸ
ἄγνοια τοῦ ἔκαμαν.
Κι ἐκεῖνος γεμάτος εὐγνωμοσύνη δοξάζει τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ, τὸν Λυτρωτή
μας, γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκαμε στὴν οἰκογένειά του.
Τὸ λέει πολλὲς φορὲς καὶ στὰ
κηρύγματά του αὐτὸ ποὺ ἔζησε μὲ τοὺς
δικούς του: Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἐλεεῖ.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἐλεεῖ ΟΣΩΤΗΡ2066
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου