27 Μαΐου, 2020

Ἀτενίζοντας τον Οὐρανο - Εορτη της Αναληψεως .

Ἐκεῖ ὁ τόπος τῆς καταπαύσεώς μας, ἡ ἀληθινὴ πατρίδα μας.
Ἀτενίζοντας τὸν οὐρανὸ
Ετσι, σὰν ἀποσβολωμένοι, ἔμειναν οἱ 
ἕνδεκα νὰ κοιτάζουν! Νὰ κοιτάζουν 
πάνω, ψηλά, στὸν οὐρανό...
Τί προσπαθοῦσαν λοιπὸν νὰ διακρίνουν;
Ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη ποὺ ὁ ἀναστὰς 
Κύριος, ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ λατρευτὸς 
τῆς καρδιᾶς τους, τοὺς εἶχε ἐμφανιστεῖ 
γιὰ στερνὴ φορά. Μὰ αὐτοὶ δὲν τὸ ἤξεραν 
ἀκόμα! Τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγί-
ες καὶ τοὺς εἶπε νὰ περιμένουν τὸ Ἅγιο 
Πνεῦμα, ποὺ σὲ λίγες μέρες ἐπρόκειτο νὰ 
ἔρθει ἐπάνω τους καὶ νὰ τοὺς γεμίσει μὲ 
δύναμη θεϊκὴ γιὰ τὴν οἰκουμενικὴ ἀπο-
στολή τους.
Κι ἀφοῦ τοὺς ἄφησε τὶς τελευταῖες Του 
ὑποθῆκες, τοὺς πῆρε μετὰ καὶ τοὺς ὁδή-
γησε ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἑνάμι-
σι χιλιόμετρο περίπου, στὸ ὄρος τῶν Ἐ  ­
λαιῶν. Καὶ μόλις ἔφτασαν ἐκεῖ, σήκωσε ὁ 
Ἀναστὰς τὰ πανάγια χέρια Του – κατάστι-
κτα ἀπὸ τὰ τραύματα τοῦ Σταυροῦ – καὶ 
ἄρχισε νὰ ἐκχέει ἐπάνω τους τὴν ἀναστά-
σιμη εὐλογία Του.
Τότε ἀκριβῶς, καὶ ὄντας στὴ στάση 
αὐτὴ τῆς εὐλογίας, τὰ μάτια τῶν μαθητῶν 
ἀντίκρισαν θέαμα ἐκπληκτικό. Ὁ Κύρι-
ος ἄρχισε νὰ μὴν πατᾶ στὴ γῆ, πῆρε νὰ 
ὑψώνεται ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Νεφέλη φω-
τεινὴ χαμήλωσε, καὶ ἀνάλαφρα, σὰν σὲ 
φτερὰ ἀνέμου, Τὸν πῆρε ἐπάνω της καὶ 
ἄρχισε νὰ Τὸν ἀνεβάζει στὸν οὐρανό.
Καὶ οἱ μαθητὲς κοιτοῦσαν. Καὶ ὁ Κύριος 
εὐλογοῦσε...
Πόσο κράτησε ἡ σκηνὴ αὐτή; Δὲν ξέ-
ρουμε. Ξέρουμε ὅμως ὅτι ἔμειναν μὲ τὸ 
βλέμμα καρφωμένο στὸν οὐρανό, ἀκό-
μα κι ὅταν ἔπαψε πιὰ νὰ φαίνεται ὁ Διδά-
σκαλος. Ἐκεῖνος εἶχε πλέον ἐξαφανιστεῖ, 
κι αὐτοὶ ἀκόμα κοιτοῦσαν. Σὰν σὲ ὄνειρο, 
σὰν ἀποσβολωμένοι.
Δύο λευκοντυμένοι ἄγγελοι τοὺς συν­-
έφεραν ἀπὸ τὴν ἔκπληξη: «Τί στέκεστε 
μὲ βλέμμα ἀκίνητο νὰ κοιτᾶτε στὸν οὐρα-
νό; τοὺς εἶπαν. Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ Τὸν 
εἴδατε νὰ ἀναλαμβάνεται, Αὐτὸς πάλι  
θα’ρθει στὴ γῆ, κατὰ τὴ Δευτέρα Του Πα-
ρουσία, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως καὶ ἀνα-
λήφθηκε».
Ἔτσι τοὺς εἶπαν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ Ἀπό-­
στολοι κατέβασαν πιὰ τὰ   βλέμματά τους.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς ποὺ περιγράφει τὴ 
σκηνή, χρησιμοποιεῖ ἕναν εἰδικὸ ρηματικο­
τύπο γιὰ νὰ δείξει τὴ διάρκεια τῆς 
στάσεως αὐτῆς τῶν Ἀποστόλων. Γρά-
φει: «Ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανόν» 
(Πράξ. α΄ 10). Συνέχιζαν ἀκόμα νὰ ἀτενί-
ζουν ψηλά, στὸν οὐρανό...
Καὶ πῶς μποροῦσαν νὰ κάνουν διαφο-
ρετικά;
Μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τί ἦταν γιὰ 
τοὺς Ἀποστόλους ὁ Κύριος Ἰησοῦς; Τὸ 
πᾶν.  Ὁ πατέρας τους, ὁ ἀδελφός τους, 
ὁ φίλος τους, ἡ ζωή τους, ἡ πνοή τους, 
ἡ ὑπόθεση τοῦ εἶναι τους, τὸ ἀγαλλίαμα 
τῆς καρδιᾶς τους. Πῶς νὰ μὴν κοιτοῦν 
κατὰ κεῖ ποὺ κατευθύνθηκε Ἐκεῖνος; Στὸ 
σιδηροδρομικὸ σταθμὸ βρίσκεσαι, στὴν 
ἀποβάθρα τοῦ λιμανιοῦ βρισκεαι, καὶ συμβαίνει νὰ φεύγει κάποιος δικός σου γιὰ ταξίδι μα-
κρινό, καὶ δὲν χορταίνεις νὰ βλέπεις μὲ 
δακρυσμένα μάτια πρὸς τὸ σημεῖο ἐκεῖνο 
ποὺ τὸν ἔχασες τελικὰ ἀπὸ τὸ βλέμμα 
σου. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσαν οἱ δικοί Του 
νὰ μὴν ἀτενίζουν πρὸς τὸν οὐρανό, ἐκεῖ 
ποὺ ἔφυγε, ποὺ πῆγε νὰ ἐγκατασταθεῖ ὁ 
λατρευτός τους;
Ἀλλὰ ἡ στάση αὐτὴ τῶν μαθητῶν τοῦ 
Κυρίου, μὲ τὰ πρόσωπα στραμμένα πρὸς 
τὰ ἄνω, μὲ τὰ βλέμματα καρφωμένα στὸν 
οὐρανό, ἄραγε δὲν ὑποδεικνύει καὶ σὲ 
μᾶς ἀνάλογη στάση, διάθεση καρδιᾶς, 
κατεύθυνση βλέμματος ἐσωτερικοῦ;
Μήπως μόνο γιὰ τοὺς Ἀποστόλους ὁ 
Κύριος ἦταν ὁ φίλος, ὁ Πατέρας, ὁ ἀδελ-
φός; Τὸ ἴδιο δὲν εἶναι καὶ γιὰ μᾶς; Πῶς 
λοιπὸν καὶ τὰ δικά μας βλέμματα νὰ μὴν 
εἶναι στραμμένα ἐκεῖ; Πῶς κι ἐμεῖς νὰ μὴν 
ἀγναντεύουμε τὸν Οὐρανό; Ἐκεῖ βρίσκε-
ται ἡ Κεφαλή μας. Ἐκεῖ ἡ χαρά μας, ἡ ζωή 
μας, ἡ ἀγάπη μας, ἡ εἰρήνη μας, ὁ θη-
σαυρός μας. Πῶς νὰ μὴν εἶναι καὶ ἡ καρ-
διά μας ἐκεῖ; Ἐκεῖ ὁ τόπος τῆς καταπαύ-
σεώς μας, ἡ ἀληθινὴ πατρίδα μας. «Οὐ 
γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ 
τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄ 
14). Πῶς νὰ μὴ στενάζουμε, πῶς νὰ μὴ 
σηκώνουμε τὰ μάτια μας ψηλά, ὅπως ὁ 
ἐξόριστος, ὁ ξενιτεμένος, ἀπὸ τὸν τόπο 
τῆς ξενιτειᾶς, τῆς ἐξορίας, πρὸς τὴν πα-
τρίδα; Τὴν Πατρίδα μας ποθοῦμε. Τὸ θη-
σαυρό μας ζητοῦμε.
Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πόθοι μας καὶ οἱ σκέψεις 
μας, τὰ λόγια μας, τὰ αἰσθήματά μας, οἱ 
λογισμοί μας, οἱ πράξεις μας, ὅλα πρέπει 
νὰ εἶναι στραμμένα ἐκεῖ. Ὅλα ὑπέργεια, 
οὐράνια. Τίποτε γήινο, τίποτε χωματένιο, 
προσωρινό. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ πολὺς κό-
σμος ἄλλο δὲν κάνουν παρὰ νὰ κατατρί-
βονται μὲ τὴ ματαιότητα, τὸ χρῆμα, τὴν 
ὕλη, τὴ σάρκα – χαμένα πράγματα, προ-
ορισμένα γιὰ τὴ φθορὰ καὶ τὴν ἀποσύν-
θεση – ἐμεῖς νὰ συντονίζουμε τὴ ζωή μας 
στὰ λόγια τῆς ὑμνολογίας τοῦ Ὄρθρου 
τῆς ἑορτῆς: «Τὰ τῆς γῆς ἐπὶ τῆς γῆς κατα-
λιπόντες, τὰ τῆς τέφρας τῷ χοῒ παραχω-
ροῦντες, δεῦτε ἀνανήψωμεν, καὶ εἰς ὕψος 
ἐπάρωμεν ὄμματα καὶ νοήματα. Πετάσω-
μεν τὰς ὄψεις ὁμοῦ καὶ τὰς αἰσθήσεις ἐπὶ 
τὰς οὐρανίους πύλας...». Ἂς ἀφήσου-
με – μᾶς προτρέπει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός – τὰ 
γήινα κάτω, τὴ στάχτη στὸ χῶμα, κι ἂς 
σηκώσουμε ψηλὰ μάτια καὶ λογισμούς. 
Βλέμματα καὶ αἰσθήσεις, ὅλα ἀναπεπτα-
μένα στὶς οὐράνιες πύλες...
Ἐκεῖ! Στὸν Οὐρανό! «Ὅπου πρόδρο-
μος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς» (Ἑβρ.ς΄ 20). 
Τεῦχος 2068ΟΣΩΤΗΡ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου