03 Ιουνίου, 2020

Μ' ΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ - ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ



Μητροπολίτης ἦταν τῆς Νέας Σμύρ-­
νης. Χρυσόστομο τὸν ἔλεγαν. Ἤ-    ­
θελε νὰ κυκλοφορεῖ ἀνάμεσα 
στοὺς ἀνθρώπους ἀπαρατήρητος. Δὲν 
ἤθελε νὰ δίνει ὑποψία ὅτι ἦταν Δεσπό-
της. Φρόντιζε τὸν φτωχὸ λαὸ καὶ ἄνοι-
γε εὔκολα κουβέντα μὲ τοὺς βιοπαλαι-­
στὲς καὶ τοὺς καταφρονεμένους. Ἔφυ-
γε   ξαφνικά, στὸ μεσουράνημά του. Τὸν 
ἔκλαψε ὅλη ἡ Μητρόπολη. Γιατὶ ἦταν 
ἀπέραντα καλοσυνάτος καὶ μυστικὸς 
τῆς ἀγάπης δουλευτής.
Αὐτὸς λοιπὸν βρέθηκε κάποτε – πρωὶ 
ἦταν – στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας μαζὶ μὲ 
τὸν π. Παντελεήμονα (μετέπειτα μητρο-
πολίτη Θήρας). Διέσχιζαν οἱ δυό τους 
τὴν ὁδὸ Ἀκαδημίας. Πίσω ἀπὸ τὴ Ζωο-
δόχο Πηγή, στὴ γωνία πλάϊ ἀπὸ τὸ πε-
ρίπτερο ἀντίκρισαν ἕναν κουλουρτζή. 
Μόλις εἶχε τακτοποιήσει τὸν μικρό του 
πάγκο. Πάνω στὴν ξύλινη τάβλα εἶχε ὑ-  ­
ψώσει συμμετρικὰ γύρω ­ γύρω καὶ μὲ 
τέχνη τὴν πραμάτεια του. Τὰ κουλούρια 
τῆς ἡμέρας, ὅλα ζεστὰ καὶ σουσαμένια. 
Εἶχε πολλοὺς πελάτες κάθε μέρα. Τοὺς 
ἤξερε, τοὺς περίμενε, τοὺς ἀγαποῦσε. 
Γιατὶ στήριζαν τὸ τίμιο βιός του.
Πλησίασε ὁ Δεσπότης. Φαίνεται, ἦ-  ­
ταν ὁ πρῶτος του πελάτης.
–Καλημέρα, καλέ μου ἄνθρωπε, τοῦ 
εἶπε. Ὁ Θεὸς νὰ εὐλογεῖ τὴν πραμάτεια 
σου. Μοῦ δίνεις, σὲ παρακαλῶ, δύο 
κουλούρια;
Ἀγρίεψε ἀμέσως ὁ κουλουρτζὴς καὶ 
τοῦ λέει:
–Δὲν δίνω σὲ παπάδες πρωί­-πρωὶ 
κουλούρια.
Εἶχε πιστέψει ὁ φτωχὸς στὴν ἀφελὴ 
πίστη ὁρισμένων ὅτι φέρνουν γρου-
σουζιὰ στὴ δουλειά του οἱ παπάδες 
ἐὰν γίνουν οἱ πρῶτοι του πελάτες στὴν 
ἡμέρα.
Ὁ Δεσπότης σιώπησε. Τὸν κοίταξε μὲ 
καλοσύνη καὶ σὲ λίγο τοῦ λέει:
–Εὐλογία εἶναι! Μὴν κάνεις ἔτσι.
–Δὲν πιστεύω, παππούλη, στὰ ἁγιω-
τικά σας καὶ στὰ θεϊκά σας, ἀπάντησε 
ἐκεῖνος.
Καὶ ἔστριψε περιφρονητικὰ τὸ πρό-
σωπό του ἀλλοῦ. Δὲν ἄντεχε νὰ   βλέπει 
μπροστά του τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ 
Θεοῦ. Καὶ νά... Πῶς ἔγινε ἀμέσως τὸ 
μεγάλο κακό; Χωρὶς κὰν ν’ ἀγγίξει κά-
ποιος τὸν πάγκο, μονομιᾶς ὅλα τὰ κου-
λούρια σωριάστηκαν κάτω. Ὅλο τὸ 
βιὸς τῆς ἡμέρας εἶχε ἀχρηστευθεῖ. Κυ-
λοῦσαν τὰ κουλούρια στὸ πεζοδρόμιο 
καὶ ἔπαιρναν ὅλη τὴ σκόνη τοῦ δρό-
μου. Τὰ ἄψυχα ψωμιὰ φανέρωναν τὴ 
διαμαρτυρία τους γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη 
συμπεριφορὰ τοῦ ἐμπόρου τους.
Θλίψη ἀμέσως ἁπλώθηκε βαθιὰ στὸ 
πρόσωπο καὶ τῶν δύο ἱερωμένων. Δὲν 
ἔφταιγαν αὐτοί. Καὶ ὅμως πῆραν τὸ 
φταίξιμο πάνω τους. Ἀλληλοκοιτάχτη-
καν μὲ ἀγωνία καὶ πόνο. Τί νὰ κάνουν; 
Ὁ ἀνεξίκακος Δεσπότης ἔβγαλε ἀμέ-
σως 1.000 δραχμές (δὲν ὑπῆρχαν τότε 
τὰ εὐρώ) καὶ πλησίασε τὸν ταραγμένο 
ἄνθρωπο.
–Λυπούμαστε βαθιά, καλέ μας ἄν-­
θρωπε, ποὺ μὲ τὴν παρουσία μας ἄθε-
λά μας σήμερα σὲ βρῆκε αὐτὴ ἡ δοκι-
μασία. Πάρε αὐτὸ τὸ ποσὸν ὡς μικρὴ 
ἀποζημίωση γιὰ τὶς ἀνάγκες σου καὶ 
γιὰ ὅσα χρέη, ἂν ἔχεις...
–Ἀδύνατον, ἀδύνατον, πάτερ, νὰ τὰ 
πάρω, ἔλεγε τώρα ντροπιασμένος ὁ βι-
οπαλαιστής.
–Ἀπὸ ποῦ εἶσαι; Γνωστὸς μοῦ φαίνε-
σαι.
–Χρῆστος, ἀπὸ τὸν Κορυδαλλό.
–Ἔχεις οἰκογένεια; Ποῦ μένεις; Δῶσ’ 
μου τὴ διεύθυνσή σου. Καὶ τὰ ὀνόματά 
σου νὰ τὰ μνημονεύω...
Οὔτε κατάλαβε ὁ Χρῆστος πῶς ἔδω-
σε τὰ ὀνόματα καὶ τὴ διεύθυνση τοῦ 
σπιτιοῦ του. Ἀντάλλαξαν ἀκόμα δυὸ 
λόγια. Καὶ οἱ ἄγνωστοι ἔφυγαν. Ἄφη-
ναν πίσω ἕναν πονεμένο βιοπαλαιστὴ 
ντροπιασμένο, ἴσως καὶ θυμωμένο, λι-
γότερο ὅμως ἀπὸ ὅσο ἦταν στὴν ἀρχή.
Τί κάνει τώρα ὁ Δεσπότης;
Τό ’βαλε στὸ νοῦ του ν’ ἀλλάξει δρο-
μολόγιο ἀφήνοντας πίσω τὶς ἐπείγου-
σες ἐργασίες του ἐκείνης τῆς ἡμέρας. 
Καὶ νά! Κάνει ἐπίσκεψη στὸ σπίτι τοῦ 
κυρίου Χρήστου. Ἔφθασε τὸ ἴδιο πρωι-
νό – ἦταν δέκα τὸ πρωί –  μαζὶ μὲ τὸν π. 
Παντελεήμονα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ 
ἔδειχνε πάμφτωχο. Εἶπαν δυὸ λόγια 
προσευχῆς ἀπὸ μέσα τους καὶ χτύπη-
σαν τὸ κουδούνι.
–Περάστε, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τῆς   ­
οικοδέσποινας, τῆς κυρα­ Λένης. 
Ὅμως ξαφνιάστηκε, γιατὶ ἄλλους περίμενε  
να δεῖ καὶ ἄλλους εἶδε. Πρὶν προλάβει νὰ 
ρωτήσει, ἄκουσε τὴν εὐγενικὴ φωνὴ 
τοῦ Δεσπότη:
–Καλημέρα, ἐρχόμαστε ἀπὸ τὸν ­
άνδρα σου.
–Μὰ αὐτὸς δὲν πιστεύει. Δὲν τά ’χει 
καλὰ μὲ τὸν Θεό. Εἶναι ἐνάντια στὰ 
θεῖα. Οὔτε καὶ μὲ τοὺς παπάδες συμ-
φωνεῖ. Καί ’γὼ τὰ ἴδια... Ἂς εἶναι ὅμως. 
Περάστε, καθίστε. Νὰ σᾶς φτιάξω ­
καφέ. Πῶς τὸν πίνετε;
–Μέτριο.
Ἔτρεξε ἡ νοικοκυρὰ νὰ    περιποιηθεῖ 
τοὺς ἀναπάντεχους αὐτοὺς    ἐπισκέπτες. 
Μέσα της ποικίλα συναισθήματα τὴν 
ἔζωναν. Ἔφερε σύντομα τὸν δίσκο.   ­
Απορία ἦταν ζωγραφισμένη στὸ πρόσω-
πό της. Κάθισε ἀμίλητη, μὴν μπορών-­
τας νὰ ἐξιχνιάσει τὸν σκοπὸ τῆς ἀφίξε-
ως τῶν δύο ἱερωμένων.
–Στὴν ὑγειά σας, κυρα­ Λένη. Ὁ Θεὸς 
νὰ εὐλογεῖ τὸ σπιτικό σας, τὸν καλό 
σας σύζυγο, τὸν κύριο Χρῆστο, καὶ τὰ 
παιδιά σας...
–Σᾶς εὐχαριστοῦμε. Μιὰ στιγμὴ νὰ 
φέρω καὶ τὸ κέϊκ, εἶπε ἡ ἄκακη γυναίκα. 
Κείνη τὴν ὥρα ὁ Δεσπότης βρῆκε τὴν 
κατάλληλη εὐκαιρία γιὰ ν’ ἀφήσει κάτω 
ἀπὸ τὸ πετσετάκι τοῦ δίσκου ἕνα φάκε-
λο μὲ δύο πεντοχίλιαρα...
Δὲν ἔμειναν ἄλλο οἱ δύο ξένοι. Σηκώ-
θηκαν καὶ εὐχαρίστησαν καλοσυνάτα 
γιὰ τὴν πρωινὴ φιλοξενία.
Φεύγοντας ὁ Δεσπότης εἶπε: 
–Κυρα­Ἑλένη, νὰ ἀγαπᾶτε τὸν Θεό, γιατὶ εἶναι 
στοργικὸς πατέρας καὶ δίνει καλοσύνες σ’ ὅλους. 
Καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν πιστεύουν καὶ σ’ αὐτοὺς που Τον αναζητούν.
Καὶ προσέξτε τὸν δίσκο. Μὴν τὸν 
πετάξετε στὰ σκουπίδια, γιατὶ εἶναι ἀπὸ μᾶς, ἀπὸ 
παπάδες».
Χαμογέλασε συγκρατημένα ἡ κυρα­Ἑλένη καὶ 
έκανε μιὰ μικρὴ ὑπόκλιση εὐχαριστίας. Δὲν εἶχε ἔρθει   ὥρα ἀκόμα νὰ μάθει πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχὴ τῶν  ἱερέων...
Εἶχαν περάσει χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἀξιαγάπη-
τος Δεσπότης Χρυσόστομος εἶχε πεθάνει. Ὁ π. Παντελεήμων (ποὺ εἶχε γίνει Μητροπολίτης Θήρας) θέλησε νὰ ξαναπεράσει ἀπὸ τὸ σταυροδρόμι ἐκεῖνο   τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας.
Ὁ κ. Χρῆστος ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι στὴ θέση 
του. Ἡ φωνή του ἀκουγόταν ἀπὸ μακριὰ ποὺ διαλαλοῦσε τὸ βιός του. Τώρα ἦταν πιὸ ἤρεμη καὶ τὸ πρόσωπό του, ἂν καὶ εἶχαν περάσει δέκα χρόνια ἀπὸ τότε, φαινόταν πιὸ νέο. Ἐκείνη ἡ παλιὰ ἀγριάδα εἶχε   ὑποχωρήσει.
–Καλημέρα, κύριε Χρῆστο. Μὲ θυμᾶσαι;
–Καὶ βέβαια σᾶς θυμᾶμαι, πάτερ. Κάθε μέρα σᾶς
θυμᾶμαι. Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ξεχάσω. Ὁ ἄλλος 
παπὰς ποῦ εἶναι;
–Δὲν ἦταν παπὰς ὁ ἄλλος. Δεσπότης ἦταν. 
Εφυγε. Δὲν ζεῖ πιά. Πέθανε.
–Δεσπότης! Πέθανε!;
Βούρκωσαν ἀμέσως τὰ μάτια τοῦ ’λιοκαμένου 
μεροκαματιάρη βιοπαλαιστῆ Χρήστου καὶ ξέσπασε σ΄ἀσταμάτητους λυγμούς. Ὅταν συνῆλθε, μὲ σπασμένη φωνὴ εἶπε:
–Νὰ ξέρεις, πάτερ μου. Ὁ Δεσπότης αὐτὸς μ’ ἔβα-
λε στὴν Ἐκκλησία. Ἐκείνη τότε ἡ ἀνεξικακία του καὶ   κρυφή του καλοσύνη μ’ ἔφεραν στὸ Θεὸ κοντά. Ἀπο  τότε, νὰ ξέρεις, ἐξομολογήθηκα καὶ ἄλλαξα ζωή. Δὲν   εἶμαι ὅπως μὲ γνωρίσατε. Ἄλλαξα... Θέλω νὰ τοῦ ζητήσω συγγνώμη ἐκείνου τοῦ ἁγίου Δεσπότη γιὰ τὴν  ἀπαράδεκτη τότε συμπεριφορά μου. Καὶ νὰ τοῦ πῶ
τὸ μεγάλο εὐχαριστῶ τῆς ζωῆς μου, γιατὶ μὲ ἕνω-
σε μὲ τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὸ Θεό. Μὲ ἔσωσε, μ’ ἔβαλε  στὴν Ἐκκλησία.Ο ΣΩΤΗΡ2068

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου