22 Ιουλίου, 2020

Δεν Πρόκειται να μᾶς Ελεήσει ὁ Θεός, ἂν Αντιμετωπίζουμε Επιπόλαια τὸ Ζήτημα τῆς Σωτηρίας μας.


Κάποτε ὁ ὅσιος Ποιμὴν εἶπε ὅτι «τὰ ἑξῆς τρία εἶναι πολὺ σημαντικὰ στὴν πνευματικὴ ζωή: νὰ ἔχει κανεὶς φόβο Θεοῦ, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ εὐεργετεῖ τὸν πλησίον του» (βλ. ὁσίου Δωροθέου, Ἐπιστολὴ Ϛ´). Σημαντικὴ ἐπισήμανση, ποὺ ἀξίζει νὰ τὴν ἐξετάσουμε προσεκτικότερα. Πρῶτα-πρῶτα εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητο νὰ καλλιεργοῦμε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, διότι «ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ προηγεῖται πάσης ἀρετῆς», προηγεῖται πρὶν ἀπὸ κάθε ἀρετή. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς τὸ διδάσκει αὐτὸ μὲ ἄλλα λόγια: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλ. ρια´ [111] 10). Ἀρχὴ τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας, τῆς πνευματικῆς δηλαδὴ ζωῆς, εἶναι νὰ φοβᾶται κανεὶς τὸν Κύριο, νὰ ἀναγνωρίζει τὸ μεγαλεῖο Του καὶ νὰ ὑποτάσσεται στὸ θέλημά Του. Νὰ ἀποδέχεται μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή του ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω τῆς ζωῆς καὶ τῆς εὐτυχίας του καὶ ἑπομένως ὀφείλει τέλεια ὑπακοὴ στὶς ἅγιες ἐντολές Του. Νὰ φοβᾶται τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ, ὅτι δηλαδὴ κάποτε θὰ μᾶς κρίνει ὁ Θεὸς γιὰ τὰ ἔργα μας μέχρι λεπτομερειῶν καὶ ὅτι ἐὰν δὲν μετανοήσουμε εἰλικρινά, θὰ μείνουμε ἐκτὸς τῆς Βασιλείας Του εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἐκκλησιαστής, τὸ βιβλίο αὐτὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔτσι τελειώνει: «Τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ὁ ἄνθρωπος» (Ἐκκλ. ιβ´ 13). Ὅλη δηλαδὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾶ ἀξία ἀπὸ τὸ νὰ φοβᾶται τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐφαρμόζει τὶς ἐντολές Του. Τονίζεται σήμερα πολὺ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἐλεήμων καὶ μᾶς συγχωρεῖ, ὅ,τι καὶ ἂν κάνουμε – καὶ εἶναι ἀλήθεια αὐτό. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅμως σκεπάζει τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ δείχνει εἰλικρινὴ μετάνοια· δὲν στεφανώνει τὸν ἀθεόφοβο. Δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός, ἂν ἀντιμετωπίζουμε ἐπιπόλαια τὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας μας. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ἔλιωσαν στὴν ἄσκηση καὶ στρίμωξαν τόσο πολὺ τὸν ἑαυτό τους. Λοιπὸν ἂν τυχὸν βλέπουμε ὅτι δὲν διορθωνόμαστε ἀλλὰ πέφτουμε συνεχῶς στὰ ἴδια, ἂς προβληματιστοῦμε μήπως δὲν ἔχουμε τὸν φόβο Του, μήπως δὲν σκεπτόμαστε τὸ κριτήριό Του, ὥστε νὰ συγκρατηθοῦμε ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε κακὴ συνήθεια. Ἀλλ᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὅσο σημαντικὸς κι ἂν εἶναι, δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν πνευματικὴ νίκη. Εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη καὶ ἡ προσευχή, ὅπως εἶπε ὁ ὅσιος Ποιμήν. Διότι μὲ τὴν προσευχὴ ζητᾶμε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν φθάνει μόνο ἡ δική μας προσπάθεια. «Χρῄζει οὖν ὁ ἄνθρωπος ἐν παντὶ προσεύχεσθαι καὶ παρακαλεῖν τὸν Θεὸν βοηθῆσαι αὐτῷ καὶ συνεργῆσαι ἐν παντὶ πράγματι». Ἔχει ἀνάγκη λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ προσεύχεται γιὰ τὸ καθετὶ καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει καὶ νὰ συνεργήσει μὲ τὴ Χάρη Του στὸ καθετί. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», μᾶς διαβεβαίωσε ὁ Κύριος (Ἰω. ιε´ 5). Ὅποιος παραμένει ἑνωμένος μαζί Του, αὐτὸς παράγει πολὺ καρπό. Καὶ μόνο μὲ τὸ ὅτι ἐπιλέγουμε νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ ἕνα θέμα εἶναι σὰν νὰ λέμε: «Κύριε, βοήθησέ με. Δὲν μπορῶ νὰ τὰ καταφέρω μόνος μου». Ἡ προσευχὴ εἶναι μὲν δόξα καὶ τιμὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο – ἐπειδὴ ἀξιώνεται νὰ μιλᾶ μὲ τὸν Θεό – δείχνει ὅμως καὶ ταπείνωση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς ἀναγνωρίζει ὅτι τὰ πάντα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ταπείνωση ὅμως ἑλκύει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν προσευχὴ βάζουμε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τὸν ἀγώνα μας, τὸ πρόβλημά μας, τὴν πτώση μας. Νὰ τὰ ἀναλάβει Ἐκεῖνος, νὰ τὰ τακτοποιήσει Ἐκεῖνος. Γι᾿ αὐτὸ οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ πρὶν ἀπὸ κάθε ἔργο τους κάνουν τὸν σταυρό τους – αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ σύντομη προσευχή. Εὐχῆς ἔργον βέβαια εἶναι ὅταν μποροῦμε, νὰ ξεκινοῦμε τὰ ἔργα μας ἀφοῦ ἔχουμε προσευχηθεῖ περισσότερο. 
 Τέλος κατεξοχὴν γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Θέλουμε νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ; Ὁ Θεός, εἴπαμε, εἶναι ἀγάπη. Νὰ γίνουμε λοιπὸν ἄνθρωποι ἀγάπης. Ὁ Θεός μας γνώρισμά Του ἔχει νὰ εὐεργετεῖ τοὺς πάντες, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, καὶ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία. «Χρηστὸς Κύριος τοῖς σύμπασι, καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ψαλ. ρμδ´ [144] 9). Ἐκχύνει τὰ ἐλέη καὶ τὰ δῶρα Του πλούσια σὲ ὅλα τὰ δημιουργήματά Του. Ὁ πιστὸς λοιπὸν καλεῖται νὰ εἶναι εὐεργετικὸς στοὺς γύρω του, ἀκόμη καὶ στοὺς ἐχθρούς του. Τότε θὰ εἶναι «υἱὸς ὑψίστου» (Λουκ. Ϛ´ 35), δηλαδὴ τότε θὰ μοιάζει στὸν ἐπουράνιο Πατέρα του. Εἶναι κάτι ποὺ ἀπασχολεῖ τὸν κάθε συνειδητὸ πιστό: πῶς νὰ «κάνει τὸ καλό», ὅπως λέει ὁ λαός μας. Νὰ μὴν κοιτᾶ μόνο τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους. Νὰ ἔχει «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ» (Κολασ. γ´ 12). Νὰ καταλαβαίνει, νὰ νιώθει, νὰ συμμετέχει στὸν πόνο, στὴν ἀνάγκη, στὴ δυσκολία τοῦ συνανθρώπου του. Καὶ νὰ τοῦ συμπαρίσταται. Νὰ πλουτίζει σὲ ἔργα ἀγάπης. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐντολὴ μετὰ τὴν ἐντολὴ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης. Φόβος Θεοῦ, προσευχὴ καὶ ἀγάπη: τρεῖς θεμελιώδεις ἀρετὲς ποὺ θὰ δώσουν πνοὴ στὸν ἀγώνα μας, ἂν τὶς ἐκτιμήσουμε καὶ τὶς καλλιεργοῦμε.ΟΣΩΤΗΡ2071

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου