Η ὑπερένδοξος Θεοτόκος συνεχίζοντας τὴ δοξολογητικὴ ὠδή της πρὸς
τὸν Θεὸ προσθέτει: Ὁ Θεὸς ἐκείνους
ποὺ πεινοῦσαν τοὺς χόρτασε μὲ ἀγαθά,
καὶ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν πλούτη τοὺς
ἔδιωξε μακριὰ μὲ ἀδειανὰ χέρια (Λουκ. α΄
53). Ἡ Παρθένος χρησιμοποιεῖ καὶ ἐδῶ τὸ
«ἀντίθετον σχῆμα». Διότι τὸ «πεινῶντας»
εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸ «πλουτοῦντας».
Ὅπως ἐπίσης τὸ «ἐνέπλησεν» πρὸς τὸ
«ἐξαπέστειλε κενούς». Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς ὑπενθυμίζει ὅτι παρόμοια ἔλεγε καὶ
ἡ Ἄννα, ἡ μητέρα τοῦ Σαμουήλ, στὴν ὠδή
της μὲ τὴ φράση: «Κύριος πτωχίζει καὶ
πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ» (Α΄ Βασ.
β΄ 7). Ἡ δὲ Παναγία μὲ τὸ «πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν» «προφητεύει καὶ περὶ
τοῦ ἐλέους του εἰς τοὺς Χριστιανούς»1
. Ὁ
ἱερὸς Θεοφύλακτος παρατηρεῖ ὅτι ἡ Θεοτόκος θεωρεῖ ὡς «πεινῶντας» τοὺς ἐθνικούς. Διότι αὐτοὶ δὲν «εἶχαν Γραφάς, ἢ
νόμον, ἢ ἐντολάς»2
.
Οἱ εἰδωλολάτρες πεινοῦσαν ὄχι ἀπὸ
ὑλικὸ ψωμί, ἀλλὰ ἀπὸ οὐράνιο πνευματικὸ ἄρτο· πνευματικὸς δὲ «ἄρτος ἐστὶν ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ», διὰ τοῦ ὁποίου τρέφονται καὶ ποτίζονται οἱ ψυχὲς ποὺ πεινοῦν
τὸν Θεό, ποὺ ζητοῦν ὄχι τροφὴ ὑλικὴ καὶ
πρόσκαιρη, «ἀλλὰ ἀεὶ μένουσαν», αἰώνια3
. Οἱ εἰδωλολάτρες δὲν εἶχαν γραπτὸ
νόμο, οὔτε ἐντολές. Δὲν εἶχαν προφῆτες.
Δὲν εἶχαν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ,
οὔτε ἐπαγγελίες. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος
γράφοντας στοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου τοὺς συμβουλεύει νὰ ἐνθυμοῦνται ὅτι
κάποτε ἦταν ἐθνικοὶ καὶ δὲν εἶχαν καμία
σχέση μὲ τὸν Χριστό· ἦταν ἀποξενωμένοι
ἀπὸ τὸ θεοκρατικὸ πολίτευμα τοῦ Ἰσραήλ, ξένοι πρὸς τὶς διαθῆκες, τῶν ὁποίων
τὸ περιεχόμενο ἦταν ἡ ὑπόσχεση τοῦ
Θε οῦ γιὰ τὸν Σωτήρα Χριστό. Δὲν εἶχαν
δὲ καμία ἐλπίδα γιὰ μέλλουσα μακαρία
ζωή, δὲν γνώριζαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ
ζοῦσαν μέσα στὸν κόσμο σὰν νὰ μὴν
εἶχαν Θεό (βλ. Ἐφ. β΄ 11-12).
Αὐτοὺς ὅμως τοὺς ἐθνικούς, ποὺ μαστίζονταν ἀπὸ πνευματικὴ πείνα καὶ διψοῦσαν τὴν ἀπολύτρωση, ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς «ἐνέπλησεν ἀγαθῶν»· τοὺς
χόρτασε μὲ ἀγαθά. Ἐπειδὴ εἶχαν συναίσθηση τῆς πνευματικῆς πείνας τους καὶ
ζητοῦσαν ὅπως ἡ Χαναναία νὰ χορτάσουν ἔστω καὶ μὲ τὰ ψίχουλα, καὶ «ἐπειδὴ
τὴν ἑαυτῶν ταπείνωσιν, καὶ τὸν συνέχοντα αὐτοὺς τῆς θεογνωσίας λιμὸν ἐπέδειξαν (...), διὰ τοῦτο τοῦ πλούτου τῶν θείων μυστηρίων ἐπλήσθησαν». Διότι «ὁ ἐκ
Παρθένου τεχθεὶς Θεὸς ἡμῶν, ὅλον τὸν
κλῆρον τῶν θείων ἀγαθῶν εἰς τὰ ἔθνη μετατέθηκεν»4
.
Ὅταν ὁ Θεὸς βλέπει ὅτι ἡ ψυχὴ ἔχει
ἐπιθυμία καὶ πόθο ἰσχυρὸ νὰ γνωρίσει τὸ
φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἅγιο νόμο του καὶ
νὰ χορτάσει μὲ τροφὴ πνευματική, ἀνταποκρίνεται καὶ τὴν χορταίνει μὲ τὶς πλούσιες δωρεές του. Γι’ αὐτὸ πρέπει πάντοτε
νὰ δεόμεθα στὸν Κύριο ὅπως ὁ Προφήτης, «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλ. ιβ΄ [12]
4) καὶ νὰ Τοῦ ἀπευθύνουμε τὴν αἴτηση:
«Τῷ πόθῳ σου τρῶσον ἡμῶν τὰς ψυχάς,
Κύριε»· πλήγωσε, Κύριε, τὶς ψυχές μας,
ἄναψε σ’ αὐτὲς δυνατὸ πόθο γιὰ Σένα.
Ἐνῶ ὅμως ὁ δικαιοκρίτης Θεὸς «πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν», ἀντίθετα «πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς».
«Πλουτοῦντας» ἐδῶ ἡ Παρθένος ἐννοεῖ
τοὺς Ἰουδαίους. Αὐτοὶ ἦταν πλουτοῦντες
«ἔν τε νόμῳ καὶ ἐντολαῖς». Αὐτοὺς λοιπὸν
ὁ Θεὸς «ἐξαπέστειλεν ἔξω τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ τῆς ἄνω καὶ τῆς κάτω, κενοὺς
παντὸς ἀγαθοῦ· οὐδὲν γὰρ ἔχουσι νῦν οἱ
Ἰουδαῖοι, κἂν δοκῶσιν ἔχειν»5
. Ἐνῶ τοὺς
ἐθνικοὺς τοὺς χόρτασε μὲ πλεονασμὸ χάριτος καὶ πνευματικῶν ἀγαθῶν, τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦταν πλούσιοι, ἀφοῦ εἶχαν
τὸ νόμο, τοὺς προφῆτες, τοὺς ἱερεῖς, τὴ
γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοὺς ἔδιωξε καὶ ἀπὸ τὴν κάτω καὶ ἀπὸ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ! Τοὺς ἔδιωξε ὁλότελα ἄδειους
ἀπὸ κάθε ἀγαθό! Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ κάτοχοι
τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ, παρ’ ὅλον ὅτι
εἶδαν καὶ σωματικῶς τὸν Σωτήρα Χριστό,
ὅμως ἀπίστησαν καὶ στερήθηκαν ὅλων
τῶν ἀγαθῶν.
Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Λαοὶ εἰδωλολατρικοί, ποὺ δὲν ἐπεδίωκαν νὰ
δικαιωθοῦν, δικαιώθηκαν, κατέκτησαν τὴ
δικαίωση ποὺ παρέχεται ἐκ πίστεως καὶ
ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπαγγελία τοῦ
Θεοῦ. Ἐνῶ οἱ Ἰσραηλίτες ποὺ ἐπεδίωκαν
τὴ δικαίωση μὲ τὴν τήρηση τοῦ Νόμου,
δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐπιτύχουν τρόπο
ποὺ νὰ ὁδηγεῖ στὴ δικαίωση (βλ. Ρωμ. θ΄
30-31).
Ὁ λόγος τῆς Παρθένου «πλουτoῦντας
ἐξαπέστειλε κενοὺς» ὑπενθυμίζει τὸν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ψάλλει: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες
τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς
ἀγαθοῦ» (Ψαλ. λγ΄ [33] 11). Κατὰ τὸν
Μέγα Βασίλειο ὁ Ψαλμωδὸς ἐδῶ «πλούσιον λέγει τάχα (πιθανῶς, ἴσως) τὸν Ἰσραήλ», ἀφοῦ οἱ Ἰσραηλίτες εἶχαν τὴν υἱοθεσία, τὴ λατρεία, τὶς ἐπαγγελίες, τοὺς πατέρες. Ἐπτώχευσαν ὅμως «διὰ τὴν εἰς
τὸν Κύριον ἁμαρτίαν (...). Ἐπτώχευσαν
δέ πως (κατὰ κάποιον τρόπο) καὶ ἐπείνασαν. Ἐπειδὴ γὰρ ἀπέκτειναν τὸν ἄρτον
τῆς ζωῆς, ἦλθεν ἐπ’ αὐτοὺς ὁ λιμός (ἡ
πείνα) τοῦ ἄρτου»· καὶ ἐπειδὴ σκέφθηκαν
νὰ βλάψουν τὴν πηγὴ «τοῦ ὕδατος τοῦ
ζῶντος», τοὺς κυρίευσε ἡ δίψα «καὶ ἐπετέθη αὐτοῖς ἡ ἐκ τῆς δίψης κόλασις»6
.
Οἱ χριστιανοί, ποὺ ἔχουμε εὐλογηθεῖ
ἀπὸ τὸν πλουσιόδωρο Θεὸ καὶ πλουτισθεῖ μὲ τὸν ἀδαπάνητο πλοῦτο τῆς χάριτός του, ἔχουμε κάθε λόγο, ἀλλὰ καὶ χρέος νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ Τὸν δοξάζουμε μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ λόγο μας. Εἴμαστε ἤδη μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὸ ἅγιο
Χρίσμα τέκνα Θεοῦ. Καὶ ἐφόσον εἴμαστε
τέκνα, εἴμαστε κατὰ φυσικὸ τρόπο «καὶ
κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ» (Ρωμ. η΄ 17). Ἂς
κάνουμε λοιπὸν καλή, προσεκτικὴ καὶ μὲ
ἅγιο φόβο διαχείριση τοῦ πνευματικοῦ
μας πλούτου. Χωρὶς ἔπαρση καὶ καύχηση, σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Ἱερεμία·
«μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ
αὐτοῦ» (Ἱερ. θ΄ 23). Ἐνθυμούμενοι τὸν δοξολογητικὸ λόγο τῆς Ἀειπαρθένου, ὁ Κύριος «πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν, καὶ
πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς», ὅπως
ἐπίσης καὶ ἐκεῖνον τῆς προφήτιδος Ἄννης
«Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει» (Α΄ Βασ.
β΄ 7), ἂς ἐργαζόμαστε νὰ φέρουμε εἰς πέρας τὴ σωτηρία ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Κύριος, μὲ φόβο καὶ τρόμο (Φιλιπ. β΄ 12),
μὲ ταπείνωση καὶ ὁλοκάρδια ἔμπρακτη
εὐγνωμοσύνη στὸν πλουσιόδωρο Κύριό
μας Ἰησοῦ Χριστό.
1. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Ἑρμηνεία τοῦ
κατὰ Λουκᾶν, κεφ. 1, PG 129, 873BC.
2. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, Ἑρμηνεία εἰς
τὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφ. 1, PG 123, 712D.
3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 43, Εἰς
τὸν Μ. Βασίλειον Ἐπιτάφιος, 36, PG 36, 545Β.
4. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εἰς τὸν
Εὐαγ γελισμὸν τῆς Θεοτόκου, Λόγ. Β΄, PG 10,
1168C.
5. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, PG 123,
713A.
6. M. BAΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς Ψαλ. 33, 7, PG 29,
368Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου