Πολλὰ «πρέπει», λίγα «θέλω»… Νεανικοί Ἀγκυροβολισμοί
Το νὰ ἐξαπατήσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του,
νὰ τὸν πλανέψει καὶ νὰ τὸν βυθίσει στὸ
ψέμα εἶναι ἀναμφισβήτητα εὔκολο. Πανεύκολο! Τὸ κάνουμε, θαρρῶ, ὅλοι καθημερινά.
Χρησιμοποιώντας τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα
γιὰ τὴν εὐχαρίστησή μας, θεωρώντας τὸν
ἑαυτὸ μας ἐπίκεντρό τοῦ κόσμου τούτου,
κλείνοντας τὰ αὐτιά μας στὶς ὑπαρξιακὲς
ἀγωνίες μας, ἀποφεύγοντας τὸ σκοτάδι ποὺ
κρύβουμε μέσα μας…
Ἡ πορεία, ὅμως, πρὸς τὴν Ἀλήθεια – καὶ
ὅπου Ἀλήθεια ἐννοοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ
Χριστὸ- προϋποθέτει ἀγώνα γιὰ νὰ εἴμαστε
γνήσιοι. Δηλαδὴ, ἂν θέλει κανεὶς νὰ φτάσει
στὸ τέρμα τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ποὺ
εἶναι ἡ ἕνωσή Του μὲ τὸν Θεό, πρέπει νὰ
ἀγωνίζεται νὰ εἶναι γνήσιος, εἰλικρινὴς καὶ
εὐθύς.
Αὐτὴ τὴν γνησιότητα τὴν βρίσκουμε στὰ
μικρὰ παιδιά. Τότε πού, ἀκόμη, δὲν ἔχουν
μπεῖ μέσα τους τὰ «μὴ» καὶ τὰ «πρέπει».
Τότε ποὺ συμπεριφέρονται μὲ περισσὴ
ἁπλότητα. Τότε ποὺ δὲ σκέφτονται τί θὰ
πράξουν μὲ κίνδυνο κάποιος νὰ τοὺς παρεξηγήσει.
Αὐτὴ ἡ γνησιότητα κινδυνεύει ἀπὸ τοὺς
μεγάλους. Ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν ὡρίμασαν
ποτὲ τους ψυχικά, ἔμειναν στὸ «προνήπιο»
τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τώρα μιλοῦν μὲ
παρρησία καὶ θάρρος γιὰ τὸ Χριστό, γνωρίζοντας πάντα τί πρέπει καὶ τί δὲν πρέπει –
ἐννοεῖται οἱ ἄλλοι- νὰ κάνουν. Κυρίως,
ὅμως, κινδυνεύει ἀπὸ τὴν ὀκνηρία τοῦ καθενός μας νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ
ὡριμάσει ἐν Χριστῷ.
Συχνὰ συναντῶ ἀνθρώπους σὰν κι ἐμένα,
ποὺ εἶναι ἐγκλωβισμένοι σὲ «πρέπει» καὶ σὲ
κανόνες σωστῆς συμπεριφορᾶς, σὲ
ἀντιλήψεις γιὰ τὸ τί εἶναι καὶ τί ὄχι ἁμαρτία.
Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν μὲ ἕναν καχύποπτο ντεντέκτιβ. Παρακολουθοῦν τὶς πράξεις τῶν ἄλλων καὶ τὶς δικές τους μὲ διάθεση
ἐπικριτικὴ καὶ ὅ,τι δὲν ἀνήκει στὸ σύμπλεγμα τῶν κανόνων ποὺ γνωρίζουν καὶ
ἔχουν διδαχθεῖ τὸ πολεμοῦν.
Στὸ χῶρο τῆς ἐκκλησίας, βρίσκει κανεὶς
πολλοὺς τέτοιους ἀνθρώπους. Πού μπορεῖ
ἀπ’ τὴ μιὰ νὰ γνωρίζουν -ἐγκυκλοπαιδικὰ κάποιους κανόνες τῆς πνευματικῆς ζωῆς,
ὅπως ἡ νηστεία, ὁ ἐκκλησιασμός, ἡ
ἐξομολόγηση καὶ ἡ γενικότερη ἄσκηση τῶν
ἀρετῶν, ἀπ’ τὴν ἄλλη ἀδυνατοῦν νὰ
ἀποδεχτοῦν ὁτιδήποτε τὸ διαφορετικό. Δηλαδή, δὲν μποροῦν νὰ διανοηθοῦν ὅτι κάποιος μπορεῖ ὄντως νὰ νηστεύει τρώγοντας
καὶ κρέας, ἢ μπορεῖ νὰ πηγαίνει στὴν
ἐκκλησία τὸ τελευταῖο μισάωρο τῆς Θείας
Λειτουργίας καὶ ὄντως νὰ ἐκκλησιάζεται περισσότερο ἀπὸ ἄλλους ποὺ στέκονται
ὄρθιοι ἀπὸ τὴν ἀρχή της. Κι ἐπειδὴ ἤδη
«τοὺς μπῆκε ὁ λογισμός», δὲ θέλουμε νὰ
ποῦμε πὼς οἱ παραπάνω συμπεριφορὲς
εἶναι παραδείγματα πρὸς μίμηση ἢ ὅτι πρέπει νὰ γίνουν κανόνας, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι
πιὸ ἀρεστὲς στὸ Θεὸ ἀπὸ τὴ δική τους τυπικότητα.
Κάποτε μὲ ρώτησε ἕνας ἔφηβος: «Πρέπει
νὰ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ
ἢ ὅποτε θέλουμε ἐμεῖς;». Ἐννοεῖται ὅτι τοῦ
ἀπάντησα, πὼς στὴν ἐκκλησία πηγαίνει
κανεὶς ὅποτε τὸ ἐπιθυμεῖ, ἀρκεῖ νὰ γνωρίζει
ὅτι ἡ σχέση του μὲ τὸ Χριστὸ εἶναι ἀνάλογη
τῆς ἔντασης τῆς ἐπιθυμίας του γιὰ Ἐκεῖνον.
Δηλαδή, ἂν θέλεις νὰ ἀγαπήσεις τὸν Χριστὸ
πολύ,τότε χρειάζεσαι νὰ τὸν συναντᾶς πολὺ
συχνὰ καὶ τὸ ἀντίθετο. Αὐτὸ φέρει τὴν
εὐθύνη μιᾶς σχέσης. Βέβαια, εἶναι πιὸ
εὔκολο καὶ πιὸ ἀνεύθυνο νὰ πεῖ κάποιος:
«Σήμερα εἶναι Κυριακή, πρέπει νὰ πάω στὴν
ἐκκλησία». Κι ἀφοῦ ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε,
νιώθει εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του,
ἐνῶ ταυτόχρονα ἐντείνει τὴν ἀγωνία του γιὰ
τὸν ἂν εἶναι ἀρκετὰ καλὸς χριστιανός,
αὐξάνει τὴ νευρικότητα καὶ τὸ ἄγχος του,
παραμένει στὸ πυκνὸ σκοτάδι τοῦ ἐγωισμοῦ
καὶ τῆς κενοδοξίας του.
Ἀπ’τὴν ἐρώτηση ἐκείνου τοῦ παιδιοῦ μοῦ
ἔδωσαν μεγάλη χαρὰ δύο λέξεις. Ἡ πρώτη
καὶ ἡ τελευταία.
Ἡ πρώτη ἦταν τὸ «πρέπει». Μέσα σὲ αὐτὴ
τὴ λέξη φάνηκε ἡ ἀγωνία ἑνὸς νέου νὰ βρεῖ
τὴν ἀλήθεια. Νὰ μὴ βολευτεῖ σέ ὅ,τι τοῦ
ἔμαθαν οἱ μεγαλύτεροι, ἀλλὰ νὰ φτιάξει τὸ
προσωπικό του νόημα στὴ σχέση του μὲ τὸ
Χριστό. Φάνηκε ἡ ἐπιθυμία του νὰ ξεφύγει
ἀπὸ τὴ συνήθεια, ἡ ὁποία καταστρέφει κάθε
εἴδους σχέση, ὅπως εἶναι καὶ ἡ Πίστη μας.
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρέπει κινδυνεύουμε ὅλοι μας.
Ὄχι γιατί εἶναι λάθος αὐτὰ ποὺ λένε. Ἀλλὰ
γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει
ἀκολουθώντας πρέπει, ἀλλὰ βρίσκοντας τὰ
ἀληθινὰ θέλω του. Κι αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἀγώνα
καὶ προσπάθεια. Κάτι ποὺ ἀποφεύγουμε οἱ
περισσότεροι.
Ἡ δεύτερη λέξη εἶναι τὸ θέλω. Καὶ μοῦ
ἔδωσε μεγάλη χαρὰ, γιατί ἔτσι ἔδειξε ὅτι ἡ
σχέση του μὲ τὸν Χριστὸ τὸν ἐνδιέφερε
πραγματικά. Γιατί τὸ νὰ πεῖς ὅτι ἐπιθυμῶ
κάτι σημαίνει ὅτι ἐσὺ ἀποφασίζεις νὰ
ἀγωνιστεῖς, γιὰ νὰ τὸ κερδίσεις. Καὶ ὅτι
ἀναλαμβάνεις τὴν εὐθύνη αὐτοῦ τοῦ
ἀγώνα, ἀφοῦ θὰ χρειαστεῖ, ἄλλοτε νὰ
ἀναγνωρίζεις καὶ νὰ ἀναλαμβάνεις τὰ λάθη
σου καὶ ἄλλοτε νὰ μὴν ἀπογοητεύεσαι καὶ
νὰ ἐντείνεις τὴν προσπάθειά σου. Ὅταν λὲς
θέλω, τρέμουν τὰ γόνατά σου, γιὰ τὸ ἂν τὸ
ἐννοεῖς καὶ ἂν εἶσαι διατεθειμένος νὰ
ἀγωνιστεῖς γιὰ τὴν Ἐπιθυμία σου.
Ἂν πολλοὶ νέοι ποὺ πηγαίνουν στὴν
ἐκκλησία πάσχουν ἀπὸ ἀγχώδεις
διαταραχὲς καὶ ψυχοσωματικὰ σύνδρομα
σχετικὰ μὲ τὴν πίστη τους εἶναι γιατί παραμένουν ἐγκλωβισμένοι σὲ αὐτὸ ποὺ τοὺς
παρέδωσαν οἱ γονεῖς καὶ ὁ λοιπὸς
ἐκκλησιαστικὸς περίγυρός τους. Εἶναι γιατί
φοβοῦνται νὰ ποῦν τί θέλουν καὶ ἀρνοῦνται
νὰ ἀνοίξουν τὰ φτερά τους στὸ ταξίδι τῆς Πίστης.
Ἂν πολλοὶ νέοι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ
ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν πίστη ποὺ τοὺς παραδώσαμε εἶναι γιατί περιορίσαμε τὸν Χριστὸ
καὶ τὴ ζῶσα δισχιλιοστὴ ὀρθόδοξη παράδοσή μας σὲ στείρους κανόνες καὶ «πρέπει».
Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ
πολλοὶ νέοι ἀντιμετωπίζουν τὴν ἐκκλησία,
ὡς μέρος ἑνὸς ξεχασμένου πολιτισμοῦ.
Ὅμως, καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ πρέπει νὰ κατανοήσουν ὅτι εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθεροι νὰ
ἐπιλέξουν γιὰ τὸ ἂν θὰ ζήσουν στὴν πρὸ ἢ
στὴ μετὰ Χριστὸν ἐποχή. Γιατί, ὅπως ἔλεγε
ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης:
«Ἅμα μπεῖ ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά,τὴ γεμίζει
μὲ τὴν ἀγάπη Του. Τότε δὲν ὑπάρχει μὴ
τοῦτο, μὴ ἐκεῖνο, μή, μή… ’ Πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ
Ἀγάπη, τὰ «μὴ» ἦσαν πρὸ Χριστοῦ. Τὰ κατήργησε ὁ Χριστός. Ἔφερε τὴν Ἀγάπη…» ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ207

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου