30 Οκτωβρίου, 2020

Μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος Γ΄ Παπουτσόπουλος 1933-1996

                                      
Ὁμιλία γιὰ τὸν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Καστορίας Γρηγόριο (Παπουτσόπουλο)* Ἐπὶ τῇ συμπληρώσει εἰκοσαετίας ἀπὸ τὴν εἰς Κύριον ἐκδημίαν αὐτοῦ (24-1-2016) 

Σεβ. Μητροπολίτου Μονεμβασίας καί Σπάρτης κ. Εὐσταθίου

Aἰσθάνομαι πιεστικό τό χρέος νά ἐκφράσω τίς εὐχαριστίες μου μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μου, πρῶτα σέ Σᾶς, Σεβασμιώτατε παμφίλτατε ἀδελφέ, Ἅγιε Καστορίας, γιατί ἡ εὐγενική Σας πρόσκληση καί ἡ ἐπίμονη ἀδελφική Σας παράκληση μ΄ ἔφεραν ἀπόψε κοντά σας, προκειμένου μαζί καί μέ τόν εὐαγῆ ἱερό κλῆρο Σας, τούς ἀξιότιμους τοπικούς ἄρχοντες καί τόν εὐγενῆ, φιλογενῆ καί φιλοποίμενα λαό τῆς ἀκριτικῆς καί ἱστορικῆς Μητροπόλεώς Σας νά θυμηθοῦμε τόν πρᾶο καί εἰρηνικό,τόν φιλάγαθο καί φιλάνθρωπο, τόν καλό ποιμένα, τόν διακριτικό ἐξομολόγο, τόν κληρικό μέ τό ὀρθόδοξο ἦθος καί τή χριστομίμητη ἀγάπη, τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Γρηγόριο τόν Γ΄. Καί ὄχι ἁπλῶς νά θυμηθοῦμε, ἀλλά καί νά ἐκφράσουμε τήν ἀ'ί'διο εὐγνωμοσύνη μας γιά ὅσα μέ πολύ κόπο καί θυσιαστική ἀγάπη μᾶς προσέφερε κατά τήν ἐπίγεια ζωή του. Ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος, ὁ πρῶτος μετά τόν Ἕνα, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καί ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μᾶς προτρέπει μέ τόν ἀθάνατο λόγο του, πού εἶναι «γλυκύτερος ὑπέρ μέλι καί κηρίον» καί «ἀξιώτερος ὑπέρ χρυσίον καί τοπάζιον», «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ἡμῶν», νά μνημονεύουμε, δηλαδή, νά φέρουμε στή μνήμη μας τούς πνευματικούς μας πατέρες, πού μᾶς μίλησαν γιά τόν Χριστό, πού μᾶς αὔξησαν τήν ἀγάπη μας γι΄Αὐτόν καί ἔθρεψαν τήν πίστη μας μέ τόν κρυστάλλινο ὀρθόδοξο λόγο τους καί μέ τό ἁγιασμένο παράδειγμά τους. Τούς ἀνθρώπους πού ἄγγιζαν τά κράσπεδα τῶν ἱματίων Του καί εὑρίσκονταν συνέχεια στόν γνόφο τῆς θείας παρουσίας Του, πού ἀνέπνεαν τόν Θεό σ΄ὅλη τους τή ζωή, πού εἶχαν ἀποκτήσει μ΄ ἕνα ἰσόβιο ἀγῶνα καί μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τους καί τήν ποικίλη ἄσκησή τους πνευματική ὅραση, ὥστε νά βλεπουν τά ἀόρατα καί νά κατανοοῦν τά ἀπερινόητα. Αὐτές τίς ἅγιες μορφές, πού σάν φάροι  τηλαυγεῖς φωτίζουν τήν πορεία μας, στηρίζουν τή ζωή μας καί μᾶς ἐμψυχώνουν στόν πνευματικό μας ἀγῶνα, εἶναι ἀνάγκη νά τίς φέρνουμε στή μνήμη μας, γιατί ἡ τιμή καί τό μνημόσυνό τους εἶναι γιά μᾶς ὀφειλή καί ὠφέλεια. Εἶναι ὀφειλή, γιατί μᾶς μίλησαν καθαρά καί εἰλικρινά, γιατί μᾶς εἶπαν ἀλήθειες, ἔστω καί ἄν ἦταν πικρές, καί σήμερα πού ἐμπαίζει ὁ ἕνας τόν ἄλλο εἶναι ἀνάγκη νά ἀκούγονται μόνο ἀλήθειες πού σώζουν καί ὄχι τό ψέμα πού μᾶς ζημιώνει. Ἡ τιμή καί τό μνημόσυνο γι΄αὐτές τίς ἅγιες μορφές εἶναι ὀφειλή γιά τά ἐμπνευσμένα συγγράμματά τους καί τά θεολογικά κείμενά τους, πού ζυγίζουν αἰωνιότητα σέ μία ἐποχή πού κυκλοφοροῦν ἔντυπα τοῦ κιλοῦ καί ἀναζητᾶ ὁ ἀναγνώστης λίγο καρπό μέσα στούς ὄγκους ἀπό ἄχυρα. 

Εἶναι, ὅμως, καί ὠφέλεια ἡ τιμή καί τό μνημόσυνο, γιατί ἡ ἐνάρετη βιοτή καί πολιτεία τους, δηλαδή τό ἁγιασμένο παράδειγμά τους, εἶναι μέσα πολύ στηρικτικά, ἐνισχυτικά καί διδακτικά, σέ ἐποχή πού χόρτασαν οἱ ἄνθρωποι ἀπό λόγια καί ἀποκαρδιώνονται ἀπό τήν ἀσυνέπεια τῶν πολλῶν. Ὠφελούμαστε ἀκόμη, γιατί μᾶς δείχνουν μέ τήν ἁγιασμένη ζωή τους, ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι ἀνεφάρμοστη, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι, ἀφοῦ ὑπῆρξαν οἱ πνευματικοί μας πατέρες πού κατά γράμμα τή βίωσαν, δίδοντας ἔτσι σέ μᾶς κουράγιο καί δύναμη ν΄ἀκολουθήσουμε τά  ἴχνη τους. 

Ἀνάμεσα σ’αὐτές τίς προσωπικότητες συγκαταλέγεται καί ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος Παπουτσόπουλος, πού εὑρίσκεται εἰς τήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία «τῶν πρωτοτόκων τῶν ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων». Ὁ ἀρχαῖος σοφός εἶπε ὅτι εἶναι πολύ δύσκολο νά ἐπαινέσεις μέ λόγια αὐτόν πού διακρίθηκε στά ἔργα. Αὐτή τή δυσκολία νιώθω καί ἐγώ εὑρισκόμενος σ’αὐτό ἐδῶ τό βῆμα καί ἔχοντας ἐνώπιόν μου ἀνθρώπους πού πολύ καλά τόν γνώριζαν καί μόνο ἡ ὑπακοή, πού εἶναι «γλυκύτατο καί ὄνομα καί πρᾶγμα», μέ ἀναγκάζει νά εἰπῶ αὐτά πού εἶδα, αὐτά πού ἄκουσα, αὐτά πού βίωσα κατά τή διάρκεια τῆς φιλίας καί συνεργασίας μας μέ τόν «θεοδόξαστο ἐκφάντορα τῆς οὐράνιας ζωῆς» ἐπί 40 περίπου χρόνια. 

Ὁ ἀείμνηστος ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Τόν στόλιζε μιά ἀγάπη ἀφάνταστα μεγάλη πρός τόν Θεάνθρωπο καί μιά ἀσύνορη ἀγάπη χωρίς ὅρους καί ὅρια πρός τόν ἄνθρωπο, γιατί εἶχε υἱοθετήσει τήν ἐμπειρία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας πρέπει νά εἶναι ὁ Θεάνθρωπος καί ὁ συνάνθρωπος. Ἦταν θεοφοβούμενος, γι΄αὐτό ἦταν καί μακάριος καί γαλήνιος ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες στιγμές τῆς κληρικῆς πολυεύθυνης ζωῆς του. Θυμόταν τόν Ἀπόστολο Παῦλο,τόν ὁποῖο ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε καί τίς ἐπιστολές του μέ εὐλάβεια μελετοῦσε, πού σέ μιά περιπετειώδη στιγμή, ὅταν κινδύνευε ἡ ζωή του, ἔγραψε γιά στηριγμό μας «Εἰπόντες, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γενέσθω, ἡσυχάσαμεν». Δίδασκε μέ πάθος τά ἀναρίθμητα παιδιά τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων καί τῶν Κατασκηνώσεων, ὅτι ἡ ἀρχή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὁ σεβασμός, ἡ εὐλάβεια καί ἡ ἀγάπη πρός τόν οὐράνιο Πατέρα μας, καί εἶχε συνήγορό του τόν προφήτη Δαβίδ, πού ἔλεγε «Μακάριος ἀνήρ ὁ φοβούμενος τόν Κύριον», καί τόν ἀθάνατο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς «Ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Πρόσθετε δέ σάν ὠφέλιμο ἐπακόλουθο, ὅτι «ὁ φοβούμενος τόν Θεό ὁρμάς δαιμόνων οὐ φοβεῖται οὐδέ τάς ἀσθενεῖς ἀπειλάς των». 

Ὁ ἀείμνηστος Ἱεράρχης ἦταν ἀόργητος, ἀλλά γιά θέματα παραδόσεως τῶν ἱερῶν Κανόνων, πίστεως καί ὀρθοδοξίας ἔδειχνε τόν σώφρονα θυμό του καί ἦταν ἀνυποχώρητος. Ἤμουν Συνοδικός καί ἐκεῖνος Γραμματέας. Σέ μία δύσκολη συνεδρίαση ἐδέχθη μιά φραστική ἐπίθεση γιά τά πρακτικά τῆς Συνόδου πού ἔγραφε ἀπό ἕναν Συνοδικό Μητροπολίτη, πού ἔκανε ὅλους μας νά παγώσουμε. Ἐκεῖνος ἔμεινε ἀκίνητος, σοβαρός, λυπημένος βέβαια, ἀλλά χωρίς ν’ ἀρθρώσει λέξη. Θυμήθηκα ἐκείνη τή στιγμή τόν Κύριό μας, πού, ὅταν τόν κατηγοροῦσαν, Ἐκεῖνος σιωποῦσε. «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα». Διατήρησε τήν ταπεινόφρονα σιωπή του, καί ὅταν ὁ ἐπιπλήξας ἀρχιερεύς τοῦ ζήτησε συγγνώμη. Ἡ εὐαισθησία του γιά τά δογματικά θέματα ὀφειλόταν στήν πεποίθησή του, πού εἶναι ἁγιογραφικά καί ἁγιοπατερικά θεμελιωμένη, ὅτι ἡ σωτηρία μας ἐπιτυγχάνεται ὄχι μόνο μέ τήν ἀρετή, ἀλλά καί μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἀφοῦ ἄλλωστε «χωρίς τήν ὀρθοδοξία καί οἱ ἀρετές εἶναι λάμπουσες ἁμαρτίες». Μέ ἄριστα τό 10 ἔπαιρνε 10 μέ τόνο ὡς ἐξομολόγος διακριτικός. Ἀπαρνήθηκε τόν ἑαυτό του, γι΄αὐτό ἀπέκτησε τό χάρισμα ν΄ἀναπαύει ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας καί πνευματικῆς καταστάσεως. Πίστευε ὅτι ὁ ἐξομολόγος πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος καί γιά θάνατο πρός χάρη τοῦ ἐξομολογουμένου. Γι΄αὐτό ὧρες ἀναρίθμητες ἀφιέρωνε σ΄ αὐτό τό σωτήριο Μυστήριο καί μ΄ αὐτό ἀναγέννησε δεκάδες καί ἑκατοντάδες καί χιλιάδες ψυχές καί τίς ἐλλιμένισε στό λιμάνι τοῦ οὐρανοῦ. Θαύμαζα τήν πίστη του στόν Θεό καί τήν ἀγάπη του στήν Ἐκκλησία μας, πού εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς σωτηρίας μας. Ἔμοιαζε μέ τά δένδρα πού κάνουν πιό βαθειές τίς ρίζες τους ἐκεῖ πού φυσοῦν δυνατοί ἀέρες, γιά νά μήν ξεριζωθοῦν, γι΄αὐτό ἐπαναλάμβανε στά κηρύγματά του τήν ἐμπειρία τῶν πατέρων, ὅτι δηλαδή «τόν καλό καραβοκύρη τόν κάνει ἡ θαλασσοταραχή, τόν γενναῖο στρατηγό ὁ πόλεμος καί τόν καλό χριστιανό καί τόν Ἅγιο τόν κάνει ἡ δοκιμασία καί οἱ πειρασμοί». Ἐκεῖ, ὅμως, πού στεκόταν ὁ καθένας μας μέ δέος καί θαυμασμό ἦταν ἡ ἰώβεια ὑπομονή του. Ἀπό 15 χρόνων παιδί ὑπέφερε ἀπό δύσπνοια. Τό βασανιστικό ἆσθμα τοῦ στεροῦσε τή χαρά ἀπό τά παιδικά παιχνίδια καί ἀργότερα τόν δυσκόλευε στό ποιμαντικό του ἔργο. Ὅμως τήν κάθε κρίση τήν ἀντιμετώπιζε μέ χαμόγελο, γιά νά μή λυπήσει τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του, Κωνσταντῖνο καί Εἰρήνη, τή συνετή καί ἐνάρετη ἀδελφή του Εὐαγγελία, τόν Γέροντά του, π. Παντελεήμονα, μετέπειτα Μητροπολίτη Σάμου,τά πνευματικά του παιδιά καί τούς φίλους του, καί ἑτοιμαζόταν γιά τήν καινούργια κρίση. Λυπόταν, ὄχι γιατί ὑπόφερε, ἀλλά γιατί δέν μποροῦσε νά ἐκτελέσει τίς ὑποχρέωσεις του, τίς ὁποῖες εἶχε πάντα κατά νοῦ, ἐνῶ λησμονοῦσε τά δικαιώματά του καί γινόταν δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ. Πίστευε ὅτι ὁ Θεός μᾶς σώζει ἤ ἀπό τόν σταυρό τῆς δοκιμασίας ἤ μέ τόν σταυρό τῆς δοκιμασίας. Γι΄αὐτό ἡ προσευχή του ἦταν «Κύριέ μου πάρε τόν σταυρό ἀπό πάνω μου, γιατί εἶναι βαρύς. Ἄν, ὅμως, εἶναι θέλημά σου νά τόν φέρω μέχρι τό τέλος, δός μου τή δύναμη καί τήν ὑπομονή νά τόν σηκώσω». Ὅταν εἶχε ὡριμάσει στήν ἡλικία, δίδασκε τούς πονεμένους ὅτι ἡ ἀσθένεια εἶναι δῶρο Θεοῦ. Χαιρόταν μέ τόν λογισμό του, ὅτι πολλοί ἄρρωστοι θά παρηγοροῦνταν μέ τή σκέψη, ὅτι καί οἱ κληρικοί καί οἱ ἀρχιερεῖς ἀρρωσταίνουν. Πίστευε, ὅτι «μετά τή δαιμονική θύελλα ἔρχεται ἡ θεϊκή λιακάδα» καί υἱοθετοῦσε ἀπόλυτα ὅτι «ἕνα δόξα σοι ὁ Θεός» στή δοκιμασία μας εἶναι 100 φορές ἀνώτερο ἀπό ἕνα «Κύριε ἐλέησον» στίς καλές στιγμές τῆς ζωῆς μας καί πρόσθετε αὐτό πού πολλές φορές ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης, «ὅσο μέ ὠφέλησαν οἱ ἀρρώστιες μου δέ μέ ὠφέλησε ἡ πολύχρονη ἄσκησή μου». Ὅταν τόν ἐπισκέφθηκα τήν τελευταία φορά στό Νοσοκομεῖο «ΥΓΕΙΑ», ὕστερα ἀπό ἀρκετή καί ἐνδιαφέρουσα συζήτηση μοῦ  εἶπε: «Δέ ζητῶ πλέον τίποτε ἀπό τόν Θεό. Ἤμουν ἄρρωστος ἀπό παιδί. Μέ βοήθησε νά γίνω θεολόγος, Κατηχητής, Διάκονος, Πρεσβύτερος καί τόσα χρόνια Μητροπολίτης. Ἄς εἶναι δοξασμένο τό ὄνομά Του. Τόν ἱκετεύω μόνο γιά τή σωτηρία μου. Τόν παρακαλῶ στήν προσευχή μου καί τοῦ λέγω «πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καί λύτρωσαι αὐτήν». Ἕνα πελώριο βουνό δέν εἶναι δυνατόν νά τό ἀγκαλιάσουμε, μποροῦμε, ὅμως, σέ μιά πλαγιά του νά ἀκουμπήσουμε τό χέρι μας χαϊδεύοντάς το. Μιά λίμνη μέ κρυστάλλινο καθάριο νερό δέν εἶναι δυνατόν νά τήν ἀδειάσουμε πίνοντας ὅλο τό νερό, μποροῦμε, ὅμως, μέ τίς χοῦφτες μας ἤ μ΄ ἕνα ποτήρι νά πιοῦμε λίγο γιά νά δροσιστοῦμε καί νά ξεδιψάσουμε. Αὐτό ἔκανα καί ἐγώ σήμερα μέ τήν ἀναφορά μου στόν ἀείμνηστο Γρηγόριο. Μέ εὐλάβεια ἀκούμπησα τή σκέψη μου στήν εὐλογημένη καί ἁγιασμένη μορφή του καί πρόσφερα σέ σᾶς καί στόν ἑαυτό μου μερικές σταγόνες ἀπό τήν ἀξιοθαύμαστη βιοτή του καί τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία του, πού ἦταν ἐξακτίνωση τῆς καταστόλιστης ψυχῆς του. Ἡ ζωή τοῦ ἀείμνηστου Γρηγορίου εἶναι μιά πολύτιμη κληρονομιά γιά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία μας, γιά τήν ἑλλαδική Ἱεραρχία μας, γιά τήν ἱστορική Μητρόπολη Καστορίας, γιά ὅλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καί γιά τόν ἀντάξιο διάδοχό του, πρός τόν ὁποῖο ἐκφράζω, γιά μία ἀκόμη φορά, μαζί μέ τίς εὐχαριστίες μου γιά τήν πρόσκλησή του καί τόν ἐγκάρδιο ἔπαινό μου, γι΄αὐτό πού εἶναι καί γι΄αὐτά πού πραγματοποιεῖ. Ἡ ἱεροπρεπής, ἡ ἀξιοπρεπής καί ἀρχοντική παρουσία του, ὁ ἅλατι ἠρτυμένος θεολογικός λόγος του, ὁ ἱεραποστολικός του ζῆλος, ἡ ἀφιλοχρηματία του, ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς καί τῆς ζωῆς του, ἡ λειτουργική του ζωή, ἡ ἄδεια τσέπη του καί τά γεμάτα καί καταστόλιστα μέ τή φιλανθρωπία χέρια του, μέ ἕνα λόγο ἡ θυσιαστική ἀγάπη του, διδάσκουν καί ἐμᾶς τούς παλαιότερους, ἐνῶ ἐμπνέουν τό εὐλογημένο ἐπιτελεῖο του καί τούς νεώτερους ἀδελφούς καί συλλειτουργούς του καί τόν εὐγενικό λαό του. Τόν τιμᾶ ἰδιαίτερα ἡ σημερινή ἐκδήλωση πού ὀργάνωσε γιά τά εἴκοσι χρόνια ἀπό τῆς ἐκδημίας τοῦ προκατόχου του καί ἀγνόησε τά εἴκοσι χρόνια ἀπό τῆς δικῆς του ἐνθρονίσεως. Ἡ ἀπόφαση αὐτή δείχνει τό ἀνεπίφθονο τοῦ ἀνδρός καί τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του. 

Ἀδελφέ μου, ἅγιε Καστορίας, Ὁ πανάγαθος Θεός νά σᾶς χαρίζει στήν Ἐκκλησία Του ἔντιμο, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγο τῆς Αὐτοῦ ἀληθείας καί νά σᾶς ἀξιώσει νά γιορτάσετε καί τό χρυσοῦν ἰωβηλαῖο τῆς Ἀρχιερατείας σας.

 * (Ἡ ὁμιλία αὐτὴ ἦταν προγραμματισμένη νὰ παρουσιαστεί στὴν ἐκδήλωση πού διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Καστορίας στὶς 24/1/2016, ἀλλὰ δὲν ἐκφωνήθηκε ὑπὸ τοῦ Σεβ. Ποιμενάρχου μας, ἐπειδὴ δὲν παρέστη λόγῳ ἐκτάκτου κωλύματος)

ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ Ο «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ» αρ.τ.193

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου