30 Οκτωβρίου, 2020

ΑΓΑΠΗ ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Ὁ Κύριος ζητάει ἀπὸ μᾶς νὰ Τὸν ἀγαπᾶμε μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας, ὁλοκληρωτικά. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα, πάνω ἀπ᾿ ὅλους καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἑαυτό μας (βλ. Ματθ. κβ΄ [22] 37 καὶ Μάρκ. ιβ΄ [12] 33). Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Ποιὰ τὰ γνωρίσματα μιᾶς τέτοιας ἀγάπης; Πρωτίστως σημαίνει στροφὴ τῆς ὑπάρξεώς μας πρὸς Αὐτὸν μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας. Ὅπως τὰ ἄνθη στρέφονται πρὸς τὸν ἥλιο, γιατὶ χωρὶς αὐτὸν μαραίνονται, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ μὲ ὅλη τὴ θέλησή της στρέφεται πρὸς Αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ «τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης». Δηλαδὴ ὅ,τι ἀνώτερο, γλυκύτερο καὶ ἁγιότερο μπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσει ὁ ἄνθρωπος. Τέτοια ζητάει ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη μας: νὰ Τὸν ἀγαποῦμε μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας, μὲ ὅλο τὸν νοῦ καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς θελήσεώς μας. Τίποτε ἄλλο νὰ μὴ μᾶς ἑλκύει περισσότερο ἀπὸ Αὐτόν. Αὐτὸ πρακτικότερα σημαίνει πὼς ὅποιος ἔτσι ἀγαπάει τὸν Θεό, ἀπὸ καθετὶ ὡραῖο ποὺ θὰ βλέπει, ἡ σκέψη του θὰ ἀνάγεται εὐγνωμόνως πρὸς Αὐτόν. Βλέπει ἕνα κρίνο τοῦ ἀγροῦ μὲ τὰ πλουμιστὰ χρώματά του καὶ τὴ μεθυστικὴ εὐωδία του, καὶ ἡ ψυχή του συγκινεῖται καὶ ὑμνεῖ τὸν ἀριστοτέχνη Θεό. Ἀκούει τὴ μελωδία ἑνὸς πουλιοῦ, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸ δοξάζει τὸν Δημιουργό. Βλέπει τὴν ἀπέραντη, τὴ μεγάλη καὶ εὐρύχωρη θάλασσα μὲ τὰ μικρὰ καὶ μεγάλα ἀναρίθμητα «ζῷα», ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδός, καὶ ἀναφωνεῖ: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάν τα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας». «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (Ψαλ. ργ΄ [103] 24, 1). Ὅταν τὴ νύχτα ἀτενίζει τὸν ἔναστρο οὐρανό, τὴ σελήνη νὰ φωτίζει στὸ σκοτάδι καὶ τὸν ἥλιο ν᾿ ἀνατέλλει τὸ πρωὶ καὶ νὰ σκορπίζει τὸ ζωογόνο του φῶς, αἰσθάνεται ὅτι καὶ «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ». Πίνει τὸ δροσερὸ νεράκι ποὺ τὸν ξεδιψάει, ἀναπνέει τὸν ἀέρα ποὺ τὸν ζωογονεῖ μὲ τὸ ὀξυγόνο του, ἀπολαμβάνει τὸν πλοῦτο τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ποὺ τὸν στηρίζουν καὶ ὑμνεῖ τὸν δωρεοδότη Κύριο. Πέφτει κατάκοπος στὸ κρεβάτι τὴ νύχτα καὶ ξυπνάει ἀνάλαφρος καὶ ξεκούραστος τὸ πρωὶ καὶ εὐχαριστεῖ ὁλόψυχα τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ χάρισε τὸ δῶρο τοῦ ὕπνου γιὰ νὰ ἀνανεώνεται σωματικά. Ὅποιος λοιπὸν ὁλοκληρωτικὰ ἀγαπάει τὸν Θεό, μὲ ἀφορμὴ τὸ καθετὶ Τὸν σκέπτεται, συγκινεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του καὶ Τὸν εὐγνωμονεῖ. Ἡ σκέψη καὶ ἡ καρδιά του φυσικὰ στρέφονται πρὸς Αὐτόν. Ἀκόμη, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πρώτη ἀγάπη μας, ὄχι μόνο τὰ εὐχάριστα ἀλλὰ καὶ τὰ ἐκ πρώτης ὄψεως δυσάρεστα τὰ βλέπουμε ὡς εὐεργεσίες Του, καὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν δυσανασχετοῦμε γι᾿ αὐτά, ἀλλὰ καὶ Τὸν δοξάζουμε. Διότι πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι γιὰ ὅσους ἀγαποῦν θερμὰ καὶ εἰλικρινὰ τὸν Θεό, ὅλα συνεργοῦν καὶ ἀποβλέπουν στὸ καλό τους (βλ. Ρωμ. η΄ 28). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος εὐφραινόταν γιὰ τὶς ἀσθένειες καὶ δοκιμασίες του (βλ. Β΄ Κορ. ιβ΄ [12] 10) καὶ ἔλεγε: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» (Ρωμ. η΄ 35). Καὶ δὲν σκέπτεται μόνο καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ περιστασιακά, ὅποιος θερμὰ Τὸν ἀγαπάει, ἀλλὰ καὶ ποθεῖ ὅλο καὶ περισσότερο νὰ ἐπικοινωνεῖ μαζί Του. Σὰν τὸν προφήτη καὶ βασιλιὰ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος στὸν 62ο Ψαλμό του ἐκδηλώνει τὰ θερμὰ αἰσθήματα καὶ τὸν πόθο τῆς ἐπικοινωνίας του μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς προσευχῆς καὶ μέσα στὴ δοκιμασία του λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω»· Θεέ μου, Θεέ μου, πρὸς Ἐσένα προσευχόμενος περνῶ τὸν καιρὸ τοῦ Ὄρθρου. Διότι, ἀφοῦ ξυπνήσω, σ᾿ Ἐσένα τρέχω μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ πρωτύτερα ἀπὸ κάθε λόγο καὶ ἔργο μου συνομιλῶ μαζί Σου καὶ προσεύχομαι. «Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου» (Ψαλ. ξβ΄ [62] 2). Πολλαπλῶς, Κύριε, καὶ μὲ ὑπερβολὴ Σὲ διψῶ καὶ Σὲ ἀγαπῶ

 Ὦ Κύριε, μόνο Ἐσὺ ἀναπαύεις τὴν κουρασμένη ψυχή μου, μόνο Ἐσὺ μπορεῖς νὰ ἱκανοποιεῖς τοὺς πόθους μου καὶ νὰ γιατρεύεις τὶς πληγές μου. Ἐσὺ εἶσαι τὸ στήριγμα, ἡ παρηγοριὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μου. Ἐσὺ εἶσαι ἡ ζωή μου. Γι᾿ αὐτὸ «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (Ψαλ. ξβ΄ [62] 9). Ἀλλ᾿ ἂν ἡ δίψα γιὰ τὴν προσευχὴ εἶναι γνώρισμα ὅσων ὁλοκάρδια ἀγαποῦν τὸν Θεό, πολὺ περισσότερο ὁ πόθος καὶ ἡ λαχτάρα νὰ ἑνωθοῦν μαζί Του μὲ τὴ θεία Κοινωνία, ἀποτελεῖ τὸ βασικότερο γνώρισμά τους. «Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι», διαβάζουμε σ᾿ ἕνα τροπάριο τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θείας Μεταλήψεως. Μὲ εἵλκυσες μὲ πόθο ἱερό, Χριστέ μου, καὶ μὲ ἀλλοίωσες μὲ τὴ φλογερὴ ἀγάπη καὶ τὸν θεῖο Σου ἔρωτα καὶ ἐπιθυμῶ νὰ ἀπολαύσω τὴ δική Σου «τρυφὴ» ποὺ προσφέρει ἡ μετάληψη τοῦ Σώματός Σου καὶ τοῦ Αἵματός Σου. Ἔτσι νιώθουν μπροστὰ στὸ Ποτήριο τῆς ζωῆς ὅσοι ὁλοκληρωτικὰ ἀγαποῦν τὸν Κύριο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λαχταροῦν ὅσο εἶναι δυνατὸν συχνότερα νὰ προσέρχονται στὴ θεία Κοινωνία. Τέλος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ὡς πρώτη του ἀγάπη τὸν Χριστό, ἀγωνίζεται μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς θελήσεώς του νὰ ἐφαρμόζει ὅλες τὶς ἐντολές Του. Τὸ βεβαίωσε ὁ Ἴδιος: «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με». Καὶ πάλι: «Ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει» (Ἰω. ιδ΄ [14] 21, 23). Δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ ἐγκολπώθηκε τὶς ἐντολές μου καὶ ἀγωνίζεται νὰ τὶς ἐφαρμόσει, ἐκεῖνος ἀληθινὰ μὲ ἀγαπάει. Δὲν θεωρεῖ ὁ Κύριος ἐκδήλωση θερμῆς πρὸς Αὐτὸν ἀγάπης τὴν περιστασιακὴ ἐφαρμογὴ κάποιων ἐντολῶν Του, ποὺ ἐνδεχομένως δὲν μᾶς στοιχίζουν πολὺ καὶ δὲν ἀπαιτοῦν μεγάλη προσπάθεια. Ἀλλὰ τὴ μόνιμη κατοχὴ ὅλων τῶν θείων ἐντολῶν καὶ τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τήρησή τους. Αὐτὸ τὸν ὡραῖο ἀγώνα ἔκαναν ὅλοι οἱ Ἅγιοι ποὺ εἶχαν τὸν Χριστὸ ὡς πρώτη τους ἀγάπη. Ἀπωθοῦσαν κάθε ἄτοπο λογισμὸ καὶ ἔστρεφαν τὸν νοῦ τους στὸν Θεὸ καὶ σὲ ὅ,τι θεάρεστο. Ποθοῦσαν καὶ διψοῦσαν τὴν ἐπικοινωνία μαζί Του. Τὸν ὑμνοῦσαν καὶ Τὸν δοξολογοῦσαν γιὰ ὅλες τὶς δωρεές Του καὶ γι᾿ αὐτὰ τὰ δυσάρεστα ἀκόμη. Καὶ ἀγωνίζονταν νὰ τηροῦν μὲ ἀγάπη τὶς θεῖες Του ἐντολές. Προσπαθοῦσαν δηλαδὴ «διὰ παντὸς τὰ τοῦ Θεοῦ νοεῖν, τὰ τοῦ Θεοῦ φρονεῖν, τὰ αὐτοῦ μελετᾶν». Ἂς προσπαθήσουμε νὰ τοὺς μιμούμαστε κατὰ δύναμιν, γιὰ νὰ προγευόμαστε ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου. ΟΣΩΤΗΡ2185

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου