10 Νοεμβρίου, 2020

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΠΟΥ ΚΑΤΕΛΥΣΕ ΤΗΝ ΝΗΣΤΕΙΑ!

                                     

Πρὶν ἀρκετὰ χρόνια, σ᾿ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Πελοποννήσου ζοῦσε ἀνάμεσα στὶς ἄλλες καὶ ἡ πολύτεκνη οἰκογένεια τοῦ κυρ-Γιώργη Σ. μὲ τέσσερις κόρες καὶ τὸν μονάκριβο Νικόλα, ποὺ τὸν καμάρωναν ὅλοι γιὰ τὴν ἐξυπνάδα του. Ἡ μάνα τους ἡ κυρα-’Αρετὴ δὲν χόρταινε νὰ ἀκούει ἐπαίνους ἀπὸ τὸν δάσκαλο τοῦ χωριοῦ γιὰ τὶς ἐπιδόσεις τοῦ γιοῦ της.  
–Θὰ γίνει σπουδαῖος ἄνθρωπος ὁ Νικόλαος. Νὰ μοῦ τὸ θυμηθεῖτε, κυρα-Γιώργαινα, τῆς εἶπε κάποτε. Κι ἐκείνη τὸν εὐχαριστοῦσε καὶ δάκρυζε συγκινημένη λέγοντας: 
–Ἀπὸ τὸ στόμα σου, κυρ-Δάσκαλε, καὶ στοῦ Θεοῦ τ᾿ αὐτί. 
 Τὰ χρόνια περνοῦσαν κι ὁ κυρ-Γιώργης βλέποντας ὅτι δουλειὲς δὲν ὑπῆρχαν στὴν Ἑλλάδα καὶ θέλοντας νὰ βοηθήσει τὴν οἰκογένειά του, ἔκανε ἐνέργειες καὶ κατάφερε καὶ ξενιτεύτηκε στὴν Ἀμερική, ὅπου ζοῦσαν μερικοὶ συγχωριανοί του. Αὐτοὶ τὸν βοήθησαν σημαντικὰ καὶ πρόθυμος καθὼς ἦταν γιὰ ἐργασία καὶ γιὰ τὴ βοήθεια τῆς οἰκογένειάς του, τὸν ἐκτίμησαν πολὺ καὶ στρώθηκε στὴ δουλειά. Ἔκανε οἰκονομίες καὶ τακτικὰ ἔστελνε ἐπιταγὲς μὲ δολάρια γιὰ τὴν οἰκογένειά του στὴν Ἑλλάδα. Ἡ κυρία Ἀρετὴ δὲν εἶχε πλέον κανένα οἰκονομικὸ πρόβλημα. Βοηθοῦσε καὶ τὰ πεθερικά της, μαζὶ μὲ τὰ ὁποῖα ζοῦσε καὶ ἡ δική της οἰκογένεια. Τὰ χρόνια κυλοῦσαν. Ὁ Νικόλας τελείωσε τὸ Δημοτικό, τὸ Γυμνάσιο καὶ τὸ Λύκειο μὲ «Ἄριστα» καὶ πέτυχε στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὄνειρό του ἦταν νὰ σπουδάσει καὶ νὰ γίνει Δικαστής. Ὅταν πῆρε τὸ πτυχίο τῆς Νομικῆς καὶ πέτυχε καὶ στὶς εἰδικὲς ἐξετάσεις γιὰ Δικαστής, τηλεφώνησε ὅλος χαρὰ στὸν πατέρα του στὴν Ἀμερική, ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του ἀπὸ τὴ συγκίνησή του. 
 –Συγχαρητήρια, παιδί μου! Εἶμαι περήφανος γιὰ σένα, Νικόλα μου! Χαλάλι οἱ κόποι μου. Πρόσεχε τὶς ἀδελφές σου καὶ τὴ μάνα σου, ἀγόρι μου. 
 –Ναί, πατέρα μου. Σ᾿ τὸ ὑπόσχομαι. Νά ᾿χω τὴν εὐχή σου. 
 –Ὁ Θεὸς νὰ σὲ προστατεύει, παιδί μου. 
–Εὐχαριστῶ πολύ, πατέρα, γιὰ ὅλα. 
 Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, Δικαστὴς πλέον ὁ Νικόλας ἔφθασε μὲ τὴ λιμουζίνα του στὸ χωριό. Ἡ μάνα του καὶ οἱ ἀδελφές του τὸν ἀγκάλιαζαν καὶ τὸν φιλοῦσαν τρελὲς ἀπὸ χαρά. Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες εἶπε νὰ περπατήσει λίγο στὸ χωριὸ μὲ τὶς ἀδελφές του. Πῆγαν μέχρι τὴν πλατεία καὶ κάθισαν σ᾿ ἕνα καφενεδάκι. Ἐκεῖ ἔμαθαν ὅτι ὁ δάσκαλος τοῦ Νικόλα εἶχε πεθάνει κι ὅτι ὁ παλιὸς παπὰς τοῦ χωριοῦ ζοῦσε τώρα μὲ τὰ παιδιά του στὸ μεγαλοχώρι. Τοὺς πλησίασαν μερικοὶ συγχωριανοὶ καὶ χαρούμενες οἱ ἀδελφὲς τοὺς ἐξηγοῦσαν ὅτι ὁ ἐπισκέπτης ἦταν ὁ ἀδελφός τους Νικόλας, ποὺ ἦταν τώρα Δικαστής. Κι ἐκεῖνος κέρασε σ᾿ ὅλους ἀπὸ ἕνα ἀναψυκτικό. Ὅλοι τὸν ἔβλεπαν μὲ χαρὰ καὶ θαυμασμό. Περνοῦσαν οἱ μέρες καὶ πλησίαζε ἡ γιορτὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὶς 29 Αὐγούστου, ποὺ ὑπενθυμίζει στοὺς πιστοὺς τὴν ἀποτομὴ τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἦταν ξεχωριστὴ μέρα γιὰ τὸ χωριό τους αὐτή, διότι γιόρταζε ὁ Ναός τους καὶ τιμοῦσαν τὸν Ἅγιο, σύμφωνα μὲ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ αὐστηρὴ νηστεία· οὔτε λάδι ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τί τὸν ἔπιασε ὅμως τὸν Νικόλα τὸν Δικαστὴ καὶ πλησιάζει τὴ μάνα του τὴν παραμονὴ καὶ τῆς λέει: 
 –Μάνα μου, ἐγὼ πεθύμησα αὔριο νὰ μοῦ προσφέρεις γιὰ φαγητὸ κόκορα μὲ μακαρονάδα! 
–Εἶσαι στὰ καλά σου, παιδάκι μου! ἀπάντησε ἡ πιστὴ μάνα μὲ ἔκπληξη. Ξέρεις τί γιορτὴ ἔχουμε αὔριο; Τὴν ἀποκεφάλιση τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ πανηγύρι τοῦ χωριοῦ μας. Καὶ τὸ γιορτάζουμε μὲ νηστεία. Τὰ ξέχασες; Καὶ ὅπως ὑπάρχουν νόμοι στὴν Πολιτεία καὶ ὅσοι παρανομοῦν τιμωροῦνται ἀπὸ τοὺς Δικαστές, ὅπως ἔγινες καὶ σύ, ἔτσι τιμωροῦνται καὶ ὅσοι παραβαίνουν τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ. 
 –Ἡ νηστεία, μάνα μου, δὲν εἶναι νόμος Θεοῦ. 
 –Δὲν τὰ ξέρεις καλά, κι ἂς σπούδασες. Ἂν βράσουμε τώρα παραμονὴ τῆς γιορτῆς τὸν κόκορα, θὰ μυρίσει σ᾿ ὅλο τὸ χωριὸ καὶ θὰ ντροπιαστοῦμε. 
–Δὲν θὰ πάθουμε τίποτε. 
 –Κι ὅμως πολλοὶ τιμωρήθηκαν, ἀνέβασαν ὑψηλὸ πυρετό, ἐπειδὴ δὲν νήστεψαν, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν ἅγιο Γιάννη μας τὸν λένε «θερμαστή». 
 –Δὲν ἀκούω τίποτα! Θέλω κόκορα! 
 Μπρὸς στὴν ἐπιμονή του καὶ γιὰ νὰ μὴν τοὺς πάρει εἴδηση κανείς, σηκώθηκε μὲ πόνο ἡ μάνα μεσάνυχτα καὶ ἔβρασε μὲ χίλιες προφυλάξεις τὸν κόκορα καὶ τὸν πρόσφερε ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου στὸν γιό της. Ὅλοι οἱ ἄλλοι νήστευαν στὸ σπίτι. Πρὶν περάσει ὅμως ὥρα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τελείωσε τὸ φαγητό τους, ἄρχισαν οἱ πρῶτοι ὀξεῖς κοιλιακοὶ πόνοι στὸν Δικαστὴ καὶ ὁ πυρετὸς του ὑψώθηκε στὰ 40 καὶ καρφώθηκε ἀκατέβατος ἐπὶ 4 ἡμέρες. 
 –Παιδί μου, λυπᾶμαι ποὺ σὲ βλέπω νὰ ὑποφέρεις. Ἀλλὰ καὶ χαίρομαι, διότι πῆρες τὸ μάθημά σου. Οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ περιφρονοῦνται, παιδί μου. 
 –Ναί, μάνα μου. Πῆρα τὸ μάθημά μου γιὰ πάντα. Προσεύχου νὰ μὲ συγχωρήσουν καὶ ὁ Ἅγιος καὶ ὁ Θεός. 
 –Ἀμήν, παιδί μου! Φρόντισε νὰ ἐξομολογηθεῖς τὸ ἁμάρτημά σου ἐκεῖ στὴν Ἀθήνα ὅπου μένεις, γιὰ νὰ σὲ συγχωρήσει ὁ Θεός. 
 –Ναί, μάνα μου καλή. 
ΟΣΩΤΗΡ2186

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου